Για την καταγωγή του Ιωάννη Καποδίστρια από το Αργυρόκαστρο

Το ζήτημα της απώτατης καταγωγής του Ιωάννη Καποδίστρια από την Ήπειρο και μάλιστα από την πόλη του Αργυροκάστρου, ανακύπτει κατά καιρούς σε ιδιωτικές συζητήσεις και σε δημοσιεύματα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου. Δικαίως, έως έναν βαθμό, καθώς δεν είναι λίγες οι αναφορές διαφόρων μελετητών για το γεγονός, κυρίως κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα αλλά και στη συνέχεια. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις απαρχές της τοπικής αυτής παράδοσης και να εξετάσουμε τις πιθανότητες να πρόκειται α) για επινόηση των λογίων Βασίλειου Ζώτου Μολοσσού και Αθανάσιου Πετρίδη, β) για αναληθείς ή τουλάχιστον αμφισβητήσιμες πληροφορίες που όντως άντλησε στην πόλη και αναπαρήγαγε πρώτος ο Πετρίδης, γ) για παράδοση που όντως επιχωρίαζε στην περιοχή από παλαιότερες εποχές και που σχετίζεται ίσως με τα κτήματα που κατείχε η Κερκυραϊκή οικογένεια Γονέμη (γόνος της οποίας ήταν η μητέρα του διαπρεπούς διπλωμάτη και πολιτικού) στην περιοχή του Βουθρωτού. Αρχικά θα παρακολουθήσουμε μια αντιπαράθεση που εκτυλίσσεται στον Αθηναϊκό τύπο του έτους 1887, μεταξύ των προαναφερθέντων λογίων και του Θ. Μπόβου[1] και στη συνέχεια θα προβούμε σε μια επισκόπηση μεταγενέστερων σταθμών της διαιώνισης του θρύλου.

Να σημειωθεί ότι η οικογένεια Καποδίστρια, κατά πάσα πιθανότητα έλκει την καταγωγή της από την πόλη της Αδριατικής Capo d’ Istria, το σημερινό Κόπερ της Σλοβενίας, απ’ όπου και μετέβη στην Κέρκυρα στα τέλη του 14ου αιώνα[2], ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να «ήρθαν από τη Βενετία»[3]. Το όνομα της οικογενείας εμφανίζεται στο Libro d’Oro των ευγενών του νησιού από το έτος 1477[4].

Μύθοι καταγωγής και έριδες

Με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του πρώτου κυβερνήτη του Ελληνικού κράτους που γίνονται στην Κέρκυρα, στις 12 Απριλίου του 1887, δημοσιεύεται στην Αθηναϊκή Εφημερίδα (30.04.1887) συγχαρητήριο τηλεγράφημα της δημοτικής αρχής της πόλης της χερσονήσου της Ίστριας, Καποδίστρια (Capo d’ Istria) προς το Δημαρχείο Κερκυραίων όπου σημειώνεται ότι «εξ αυτής έλκει την  καταγωγήν του και φέρει το όνομα ο πρώτος πολιτικός ανήρ της ελευθέρας Ελλάδος».

Λίγες μέρες αργότερα, θα παρέμβει με επιστολή στην Νέα Εφημερίδα[5] ο λόγιος Βασίλειος Ζώτος Μολοσσός, με στόχο να καταδείξει την απόπειρα των Ιταλών να οικειοποιηθούν ως δικό τους «το τέκνον της Ηπείρου» όπως έπραξαν και με τον «περιφανή γόνον της Ζακύνθου Φώσκολον τον ποιητήν». Ο δεύτερος (ηλικιακά) της γνωστής τριάδας των λογίων από τη Δρόβιανη, αμφισβητεί τα περί καταγωγής της οικογενείας του κυβερνήτη από την Ίστρια. Κάνει λόγο για αξιόπιστες μαρτυρίες προυχόντων της επαρχίας και πόλεως του Αργυροκάστρου που «αποδεικνύουν» ότι η οικογένειά του ήταν «από την συνοικίαν του Άνω Τεκέ, καλούμενην Παληοχαλάσματα» και σε χαλεπούς καιρούς μετανάστευσε δια Αυλώνος στην Ιταλία και από ’κει στην Κέρκυρα. Τέλος, σημειώνει ότι τα στοιχεία έχουν παρουσιαστεί στο δικό του Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερονήσου, τεύχ. Α, και βέβαια σε μια παλαιότερη δημοσίευση του συντοπίτη του, λογίου Αθανάσιου Πετρίδη, στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του Παρνασσού [6].

Ο Πετρίδης θα επέμβει και ο ίδιος την επομένη, με επιστολή στην Εφημερίδα[7] όπου επαναλαμβάνει εν ολίγοις τα λεγόμενα του Μολοσσού, αλλά προσθέτει ότι άκουσε για την παράδοση «ιδίοις ωσίν» όταν βρισκόταν στη Μητρόπολη του Αργυροκάστρου, από τους δημογέροντες της πόλης Χρήστο Μπίτζιο, Κόττο Μαλίκο και άλλους. Του υπέδειξαν μάλιστα, αφού τους ρώτησε για να βεβαιωθεί, ως τοποθεσία όπου βρισκόταν η οικία, το «μέρος της πόλεως, το προς Α. του φρουρίου αυτής κείμενον, και προς τον λεγόμενον Τεκέν αποκλίνον». Εκεί κατοικούσαν, ενώ τώρα πια υπήρχαν ερείπια που λέγονται παλιοχαλάσματα. «Ούτω καλούσιν εν Ηπείρω τα μέρη, εν οις είσιν ερείπια χρόνων οιχομένων».

Οι παρεμβάσεις αυτές θα σταθούν αιτία να ακολουθήσει μια σειρά δημοσιευμάτων. Στις 12 Μαΐου, ο Θ. Μπόβος θα αμφισβητήσει την εγκυρότητα των πληροφοριών του Μολοσσού[8]. Παραθέτουμε τα τρία βασικά σημεία της απάντησής του, στα οποία περιέχονται ενδιαφέροντα στοιχεία για την πόλη της εποχής.

1 – Η πόλη του Αργυροκάστρου αποτελείται από 13 συνοικίες αλλά καμία απ’ αυτές δεν καλείται Άνω Τεκές ή Παλιοχαλάσματα.

2 – Στην εκτεινόμενη στα δυτικά του φρουρίου (Καλιά καλούμενου) επιμήκη συνοικία που λέγεται «Ντουναβάτες» υπάρχει ερείπιο τεκέ επ’ ονόματι του Σεχ Τατά στο οποίο ανάβεται καντήλι από την συνοικία.

3 – Στο Αργυρόκαστρο υπάρχουν συνολικά τρεις τεκέδες:

α) Ένας μικρός που βρίσκεται στα αριστερά της άγουσας οδού από το Δέλβινο δια του Λαζαρατιού προς Αργυρόκαστρο, και 20 λεπτά της ώρας πριν την είσοδο στις συνοικίες «Σφάκα» και «Μαναλιάτες». Λέγεται του Μπαμπά Αλή.

β) Δεύτερος, ο τεκές του Μπαμπά Ζενέλι, που βρίσκεται λίγο δεξιά και κοντά στην άγουσα οδό από την συνοικία Χασμοράτες προς την γέφυρα του Δρίνου.

γ) Τρίτος, που βρίσκεται ΒΔ αυτουνού και απέχει 5 λεπτά από την εκκλησία του Παλιορτού. Ο τεκές του Μπαμπά Κάπου[9].

«Μετά μεγάλης λύπης», ο Μπόβος, πληροφορεί τους αναγνώστες ότι στο Αργυρόκαστρο δεν υπάρχει σπίτι ή ερείπια σπιτιού του Καποδίστρια και ούτε δείχνει κανείς κάτι τέτοιο. Ίσως να υπήρχε παλαιότερα. Μπορεί οι γέροντες να το ήξεραν, οι σύγχρονοι πάντως δεν γνωρίζουν κάτι σχετικό.

Στις 15 Μαΐου θα ακολουθήσει «δεύτερον υστερόγραφον» του Μπόβου όπου αντικρούονται τα λεγόμενα του Πετρίδη[10]. Θα παραθέσουμε ξανά τα κύρια σημεία του κειμένου για το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα όσα αναφέρονται.

1 – Οι άνθρωποι που έδωσαν τις πληροφορίες στον κ. Πετρίδη είναι οι:

α) Κότο Μαλίκος, που πέθανε πριν από 2-3 χρόνια σε ηλικία 70-75 ετών. Ήταν μικροπαντοπώλης, δηλαδή πραγμάτων κέρδους το πολύ δέκα λεπτών, αγνοούσε εντελώς την ελληνική και ήταν απλούστατος άνθρωπος, τόσο μάλιστα ώστε να αγνοεί την ίδια την ύπαρξη της Κέρκυρας!

β) Ο Χρήστος Μπίτζος, επίσης πέθανε προ τετραετίας ίσως στην ίδια ηλικία με τον προηγούμενο. Ήταν κτηματίας μικρών εκτάσεων και κάτοχος ολίγιστων γραμματικών γνώσεων.

2 – Δυστυχώς, στο Αργυρόκαστρο, μόλις προ τριετίας τακτοποιήθηκαν τα σχολεία και γι’ αυτό πολύ λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν ιστορία και γεωγραφία και λίγα γράμματα, διότι προηγουμένως δύο εγχώριοι τελούσαν τα υψηλά καθήκοντα του δασκάλου. Ως εκ τούτου και οι σημερινοί έφηβοι έχουν λίγες γραμματικές γνώσεις. Εξαιρείται μόνο ο κάλλιστος γιατρός κ. Φάντης που διαμένει στα Γιάννενα, ο οποίος συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Εσπερία.

3 – Στην κοιλάδα του Δρίνου υπάρχουν καλά σχολεία στο Κεστοράτι και στο Κάτω Λάμποβο.

4 – Στο Αργυρόκαστρο ζουν τώρα οι παρακάτω θεωρούμενοι ως πιο εγγράμματοι:

α) ο Νίκο Ποτέτσης, ετών 50, έμπορος αποικιακών, κάτοχος λίγων γραμματικών γνώσεων, αλλά περισσότερων από τους άλλους χριστιανούς.

β) ο Μίνος Φάντης, ετών 45, κτηματίας, πιο αγράμματος από τον προηγούμενο.

γ) ο Χρήστος Λιολιομάνης, έμπορος διάφορων ψιλικών και πιο αγράμματος από τους προηγούμενους.

5 – Καμία θέση πέριξ του Αργυροκάστρου υπό το όνομα Άνω Τεκές ή Παλιοχαλάσματα δεν είναι γνωστή.

Ο Μολοσσός αποκρίνεται στις 23 Μαΐου[11], ότι εφόσον ο κ. Θ. Μπόβος παραδέχεται ότι οι γέροντες (οι οποίοι δεν είναι πλέον εν ζωή) ήξεραν την πληροφορία «εξ ων και ημείς ηκούσαμεν», δεν υπάρχει ανάγκη για περεταίρω συνέχεια στο ζήτημα. Προσθέτει επίσης ότι ο Άνω Τεκές «είναι αυτός της Σφάκας, καλούμενος του Μπαμπά Αλή, παρ’ ω τα ερείπια Παληοχαλάσματα».

Η συνέχεια θα δοθεί από τον Πετρίδη στην Νέα Εφημερίδα[12] με μια σύντομη αναφορά στο θέμα, όπου κατηγορεί τον Μπόβο ότι τα όσα γράφει διακατέχονται από πνεύμα δυσπιστίας, ενώ ο ίδιος εκφράζει δυσπιστία για τον Ληκ (M. Leake) και τον Μπούρσιαν (C. Bursian), των οποίων τα γραφόμενα για τη Ήπειρο, χωλαίνουν.

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας παρουσιάζεται από τον έκτο τόμο των Ηπειρωτικών Μελετών του Μολοσσού, επιστολή του  Κωνσταντίνου Τσίντσου, (εν Κεστοράτιω, την 23 Ιουνίου 1879) προς τον εγγονό του Σάββα Ντούντη, στην οποία επαναλαμβάνει όσα άκουσε «από το στόμα του μακαρίτου Καποδιστρίου». Περιληπτικά: Σε μια συνάντηση στο Ναύπλιο το 1831, ο κυβερνήτης του είχε εκμυστηρευτεί ότι παρακαλεί τη Θεοτόκο να τον αξιώσει να ελευθερώσει την πατρίδα του, η οποία δεν είναι η Κέρκυρα, αλλά το Αργυρόκαστρο! Το σπίτι του σώζεται στον μαχαλά της Σφάκας. Ο παππούς – το όνομα του οποίου θα το γνωρίζει ο κ. Κωνσταντής – έφυγε και πήγαν πρώτα στην Κέρκυρα, αλλά επειδή οι γυναίκες έβλεπαν τα βουνά της πατρίδας από κει και έκλαιγαν, έφυγαν μακρύτερα στην Ιταλία! Αλλά ξανά, οι γυναίκες «δεν έπαυαν να κλαιν δια την πατρίδα και τότε επέστρεψαν εις Κορφούς… Έπειτα επήγεν εις την Ρωσίαν…»!

Στην 4 Ιουνίου[13] ο Πετρίδης επιμένει με ένα πιο εκτενές κείμενο σε σχέση με τα προηγούμενα, στο οποίο παρουσιάζονται μερικές πληροφορίες για τη «μέθοδο»  που ακολουθούσε ο ίδιος όσον αφορά τα αντίστοιχα ζητήματα της εποχής και τις έρευνές του εν γένει. Παρακινούμενος από τον όρο «ακρίβεια» που χρησιμοποιεί ο Μπόβος, ο σχολάρχης Πειραιώς εκείνη την περίοδο, επισημαίνει ότι «ο ζητών λοιπόν ακρίβειαν τοιαύτην και ιδία επί παραδόσεων (traditions) εν αδυνάτων επιχειρεί». Το ίδιο ισχύει και για την παράδοση της καταγωγής της οικογένειας Καποδίστρια από το Αργυρόκαστρο. Όπως είναι γνωστό στην επιστημονική κοινότητα, οι παραδόσεις (traditions) «documenta ου κέκτηνται». Απλά διασώζονται στη μνήμη των πρεσβυτέρων από διηγήσεις παλαιότερων απ’ αυτούς, και έτσι μεταδίδονται στους επόμενους από γενιά σε γενιά.

Οι δημογέροντες της πόλης δεν είχαν κανένα συμφέρον και κανένα λόγο να «εκφέρουν» μια τέτοια παράδοση. Αντικρούει τα περί αμάθειας των «πληροφοριοδοτών» που αναφέρει ο Μπόβος, με το επιχείρημα ότι οι παραδόσεις «διατηρούνται γνησιώτεραι και ακραιφνέστεραι μεταξύ των αμαθών και βάρβαρων λαών». Όσον αφορά το ζήτημα αν ο ίδιος έπρεπε, αφού άκουσε την παράδοση, να την «παραδεχτεί» ή να την «αποκρούσει», οι επιστήμονες θα αποφανθούν για το εάν έπραξε το σωστό. Τέλος, σημειώνει ότι ο ίδιος συγκεντρώνει παραδόσεις που σώζονται σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου, τις οποίες θεωρεί ως μαργαριτάρια του Ελληνικού λαού. Τα μαργαριτάρια αυτά οι επιστήμονες οφείλουν να τα περισυλλέξουν, όπως πράττουν με μεγάλη επιμέλεια και ακρίβεια οι επιστήμονες των διαφόρων εθνών της Ευρώπης και Αμερικής. Είναι άδικα λοιπόν τα όσα έγραψε ο κ. Μπόβος «και οι υποβολείς αυτού»[14] για έναν άνθρωπο που έπραξε «καθήκον ιερόν και πατριωτικόν»!

Στις 9 Ιουνίου[15] ο Μπόβος επανέρχεται με μια τελική απάντηση. Διερωτάται γιατί ο Μολοσσός, αφού είχε υπόψη την επιστολή του κ. Τσίντσου, δεν ανέφερε από την πρώτη του παρέμβαση τα περί συνοικίας Σφάκα, αλλά κάνει λόγο για ερείπια οικίας στον Άνω Τεκέ ή Παλιοχαλάσματα. Γιατί ταυτίζει τον ανύπαρκτο Άνω Τεκέ με εκείνον του Μπαμπά Αλή ενώ αυτός βρίσκεται 20 λεπτά από τη Σφάκα. Από κοινού με τον Πετρίδη «παραπέμπουσι  προς βεβαίωσιν των ιδίων αυτών λόγων, εις ιδία συγγράμματα» και πάντα σε πληροφορίες ανθρώπων που δεν βρίσκονται πια εν ζωή! Ακόμη και ο νεαρός Σάββα Ντούντας (εγγονός του Τσίντσου και αποδέκτης της επιστολής του) απεβίωσε πρόσφατα «εις Βρεντήσιον (Πρίντεζι)». Τελικά, καλώς μετέφερε ο Μολοσσός τα ερείπια της οικείας Καποδίστρια από μια ανύπαρκτη συνοικία στην Σφάκα! Αλλά λησμόνησε ότι ούτε τεκές υπάρχει, ούτε ερείπια που να δείχνουν οι κάτοικοι. Επιπλέον, η συνοικία αυτή κατοικείται από Οθωμανούς. Και είναι γνωστό, ότι σε συνοικίες που κατοικούνται αποκλειστικά από μουσουλμάνους, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια και μοναδική χριστιανική οικία! Κι αν οι ισχυρισμοί τους είναι αληθείς, γιατί οι κύριοι αυτοί δεν επιζητούν έναν γέροντα που βρίσκεται εν ζωή στο Αργυρόκαστρο να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς τους;

Τέλος, προκαλεί οποιονδήποτε κάτοικο της πόλης «ή των πέριξ» να τον διαψεύσει και διερωτάται όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το Αργυρόκαστρο καυχάται για την καταγωγή του κόμητος, όπως και για τον οίκο του, τον οποίο υποτίθεται ότι δείχνουν οι ντόπιοι στους ξένους και κατέχεται από πλαγίους συγγενείς του[16]. «Ο κ. Ζώτος μετέβη εις Αργυρόκαστον, τον είδεν; εγνώρισε τους εκ πλαγίου συγγενείς του; τίνες ούτοι; που η οικία των ακριβώς; πλησίον τίνος άλλης οικίας; Δεν την ανεύρομεν και ημείς. Δια τι πάντα δεν τα σαφηνίζει;». 

Αντίκτυπος

Έτσι ολοκληρώνεται η ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση, με τους δροβιανίτες λογίους να έρχονται αντιμέτωποι με μια αναπτυσσόμενη με αξιόλογα επιχειρήματα, αντίθετη άποψη.

Έχοντας υπόψη αρκετές από τις μεταγενέστερες αναφορές στο ζήτημα, θα έπρεπε μάλλον να θεωρηθεί ότι η όλη στιχομυθία και κυρίως η απάντηση του Μπόβου δεν είναι γνωστή σε όσους επαναλαμβάνουν την εκδοχή περί Αργυροκάστρου. Ακόμη και ο Τρύφων Ευαγγελίδης, που κάνει μια νύξη στο βιβλίο του για την «Ιστορία του Ι. Καποδίστρια…»[17] (1894), δεν τον διαχωρίζει ως φέροντα αντίθετη άποψη, αλλά αναφέρεται στους τρεις «δημοσιογραφούντες εν Αθήναις» οι οποίοι έγραψαν (το 1887) ότι «ο κυβερνήτης κατήγετο εξ Αργυροκάστρου της Ηπείρου». Αξίζει να παρατεθεί η παρατήρηση του Ευαγγελίδη όσον αφορά το γεγονός εκ του οποίου εκείνοι πιθανόν να «ηπατήθησαν»: Η Κερκυραϊκή οικογένεια Γονέμη (σ.σ. με καταγωγή από την Κύπρο), λόγω των υπηρεσιών της στους Βενετούς, είχε λάβει ως ανταμοιβή, μεγάλη έκταση γαιών «μετ’ επαύλεως και παροικίας σωζομένης μέχρι του 1798» στο Εξαμίλι, στο Βουθρωτό και στη Βρύση (σ.σ. Βρίνα). Έτσι λοιπόν, καθίσταται ο κυβερνήτης, Ηπειρώτης «εκ θηλυγονίας»…

Στο πλαίσιο αυτό, ο Διονύσιος Ζακυθηνός υποστηρίζει ότι η οικογένεια Γονέμη, μετοίκησε από την Κύπρο στην Κρήτη κι έπειτα στο Αργυρόκαστρο πριν να καταλήξει στην Κέρκυρα[18], ενώ ο Christopher M. Woodhouse κάνει λόγο για εγκατάστασή της κοντά στο Αργυρόκαστρο τον 17ο αιώνα[19]. Σε Ηπειρώτικη καταγωγή της μητέρας του Καποδίστρια αναφέρεται ο C.W. Crawley[20]. Αλλού, ο «σταθμός» αυτός της οικογενείας πριν καταλήξει στο νησί των Φαιάκων, παραλείπεται[21], ενώ το όνομά της απαντάται στο Libro d’Oro του νησιού από το 1606[22]. Κατατοπιστική για την Κυπριακή της καταγωγή, την μετανάστευση κλάδου της στην Κέρκυρα και τη σχέση με τις απέναντι ακτές της Ηπείρου, είναι η ομιλία της ιστορικού δρος Νάσας Παταπίου Οι κυπριακές ρίζες του Καποδίστρια – Οικογένεια Γονέμη[23].

Είναι εμφανείς οι αντικρουόμενες πληροφορίες και απόψεις, οι οποίες θα αναπαραχθούν με προχειρότητα ή ενίοτε ακόμη και με σκοπιμότητα στη συνέχεια. Κι αν κάτι τέτοιο θα ήταν αναμενόμενο, εφόσον έχουμε να κάνουμε με μια παράδοση, άρα με κάτι ανεπίδεκτο αποδείξεως, όπως σημειώνει ο Πετρίδης, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ακόμα και την πιθανότητα να πρόκειται για εξ ολοκλήρου επινόηση του ιδίου. Ο Λέανδρος Βρανούσης, στα «Χρονικά…» του, θα αναφερθεί σε παρεμβάσεις και παραχαράξεις του Πετρίδη στο κεφάλαιο όπου εξετάζει την δική του έκδοση του Χρονικού Δρυοπίδος. Θα θίξει επίσης εν συντομία το θέμα που μας απασχολεί: «η αξιοπιστία της τοπικής ταύτης παράδοσης δεν είναι εύκολον να επιβεβαιωθή»[24].

Ωστόσο, παρακάτω θα δούμε ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πρόκειται για μία πιο παλιά υπόθεση, η οποία δεν έρχεται πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας από τους δύο δροβιανίτες λογίους, το 1871 (Πετρίδης) και το 1878 (Μολοσσός)[25].

Η διεκδίκηση ηρώων και επιφανών προσωπικοτήτων ως τέκνα τους, από διάφορες πόλεις και περιοχές είναι σύνηθες φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι, εκτός από περιπτώσεις όπου η εκδοχή περί Αργυροκάστρου επαναλαμβάνεται απλά ως πρόχειρο παράθεμα[26] ή συναντάται ανάμεσα σε άλλα γραφόμενα όσων έχουν αναφερθεί σε αυτή παλαιοτέρα[27], έχουμε αλλού, τον απόηχο της αντίστοιχης προσπάθειας του Μολοσσού να απεμποληθεί μια πιθανή Ιταλική καταγωγή ενός σημαντικού Έλληνα (βλ. παρακάτω). Αντίστροφα, η «υπό τίνων ιστορικών δεκτή γενόμενη» παράδοση, αποδεικνύει τον «ελληνικόν χαρακτήρα της πόλεως ταύτης» [28].  Η αλβανική πλευρά θα πάρει τη σκυτάλη[29], σε μια απόπειρα διεκδίκησης της καταγωγής του πρώτου κυβερνήτη του σύγχρονου Ελληνικού κράτους, ενώ από άρθρο στον αλβανικό τύπο (2009) πληροφορούμαστε ότι κάτοικοι της Σφάκας ανακαλούν ακόμη και σήμερα την παράδοση[30]!

Ενδεικτική των κατά καιρούς προσθηκών και διακλαδώσεων του μύθου, είναι η «εξελικτική πορεία» της οικίας της οικογενείας, η οποία κατά τον Πετρίδη βρισκόταν σε σημείο όπου «υπάρχουσιν ερείπια οικειών, καλούμενων νυν παληοχαλάσματα»[31]. Από ερείπιο «αναβαθμίζεται» σε οίκο που «σώζεται ακόμη (…) τον οποίον δεικνύουσιν οι εγχώριοι εις τους ξένους, κατέχεται δε από πλαγίους συγγενείς του»[32], μετατοπίζεται στη συνοικία «Μανουλιάτι» όπου υπάρχει «εισέτι κατεχόμενη υπό τίνος Τουρκαλβανού»[33], διασώζεται «και μέχρι του ελληνοϊταλικού πολέμου»[34], μετατρέπεται σε «οικία της μητρός του Καποδίστρια, το γένος Γονέμη»[35]συνεχίζει ως ένα «μέτριο διώροφο σπίτι (στην Ασφάκα) που στα χρόνια των μεσελέδων μας καθόταν ο Καραμάν – Μπέης»[36], αποκτά «χρονολογία ανεγέρσεως (;) 1710»[37] και καταλήγει να διαθέτει κατάστημα («κάτω από το σπίτι») του παππού του Ιωάννη Καποδίστρια, όπου πουλιόνταν κεντητές κάπες[38]! («ουδέν παράδοξον» θα σημείωνε ο Τρύφων Ευαγγελίδης, «αφ’ ού και η Biographis Générale του Michaud εν λέξει λέγει, ότι ο πατήρ του κυβερνήτου ήτο κρεωπώλης!»[39]).

Το ζήτημα θα θίξει ο Κώστας Δάφνης, επιμελητής του Αρχείου Καποδίστρια, στη Νέα Εστία το έτος 1969, όπου υποκινούμενος από την υιοθέτηση της παράδοσης από τον «προσεκτικό ιστορικό αν κρίνουμε από άλλα δημοσιεύματά του» Χρίστο Ι. Σούλη, θα καταδείξει το γεγονός της ενσωμάτωσής της σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά της εποχής! «Αλλά γιατί αυτή η καθυστερημένη προσπάθεια να εμφανίσουμε τον Καποδίστρια ως καταγόμενο από το Αργυρόκαστρο; Μήπως για να υπογραμμίσουμε πιο έντονα την ελληνικότητά του;»[40].

Μετά από μια σύντομη αναφορά για το θέμα στον πρώτο τόμο του βιβλίου «Ήπειρος» (1961) ο Αλέξανδρος Μαμμόπουλος θα επανέλθει με ένα ενδιαφέρον άρθρο το έτος 1980[41]. Στα πρότυπα του Πετρίδη, ο εκδότης της Ηπειρωτικής Εταιρίας κάνει λόγο για προσωπική επιβεβαίωση της παράδοσης στην Αμερική, τον Ιούλιο του 1975, από γέροντες Αργυροκαστρίτες που συνάντησε σε Νέα Υόρκη και Σικάγο. Η συνοικία «Ασφάκα», χαρακτηρίζεται ως άλλοτε χριστιανική. Πάντως, είναι σαφής όταν σημειώνει ότι πρόκειται για «θρύλο που πλανάται στην Ήπειρο». Το σημαντικό στο κείμενο του Μαμμόπουλου είναι ότι μας επαναφέρει στην απαρχή του υπό εξέταση ζητήματος και επιπλέον μεταθέτει την πιθανή ύπαρξή του στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρώτον, με μια αναφορά στο βιβλίο του Δελβινακιώτη Αντώνη Γεωργίου «Πολιτικόν Κάτοπτρον των πολιτικών της Ελλάδος…» (1880) και δεύτερον παραθέτοντας μια επιστολή του διδασκάλου του γένους Αθανάσιου Ψαλίδα προς τον Ιωάννη Καποδίστρια στην οποία απευθυνόμενος στον κυβερνήτη, γράφει: «Τους αυταδέλφους σας προσκυνώ και ας με αλησμόνησαν και μάλιστα ο Αρβανίτης να αλησμονήση τον Ηπειρώτην εμέ δεν το πίστευα. Εγώ όμως είμαι, ως ήμουν και θέλει είμαι, ως είμαι (1828, Αυγούστου 15/27, Κέρκυρα)».

Ο Γεωργίου έχει εντοπίσει την επιστολή και συνδυάζοντας την αναφορά περί αρβανιτών με την παράδοση για την πόλη του Αργυροκάστρου η οποία «διεσώθη εν τη επαρχία Δρυϊνουπόλεως», επιχειρηματολογεί εναντίον του Α. Ν. Γούδα  ο οποίος προωθεί την εκδοχή της Ίστριας[42](παραπέμποντας στον Σπηλιάδη). Αξιοσημείωτη, είναι η προσπάθειά του να ταυτίσει την Ιουστινούπολη ή Ιουστινιανούπολη (παλαιά ονομασία της Capo d’ Istria στην Αδριατική) με την Ιουστινιανούπολη της Ηπείρου (μετονομασία της Αδριανούπολης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, κατά τον Προκόπιο[43]) ως ακόμη ένα νήμα που συνδέει τον Καποδίστρια με την περιοχή!

Ως προς το στοιχείο που προκύπτει από την αναφορά του Ψαλίδα, θα ήταν δελεαστική η υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα παλαιότερο «υπόστρωμα» της παράδοσης στην περιοχή. Το στοιχείο αυτό πρέπει να θεωρηθεί μάλλον με βεβαιότητα, ότι είναι άγνωστο στους Μολοσσό και Πετρίδη, καθώς αν είχαν στη διάθεσή τους μια τέτοια πληροφορία, εύλογα θα την χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα για την επιβεβαίωση της θεωρίας τους κατά την αντιπαράθεση με τον Μπόβο.

Πάντως στην επιστολή δεν γίνεται καμία μνεία για την πόλη της Ηπείρου και η συσχέτιση προτείνεται από τον Αντώνη Γεωργίου. Ο Λ. Βρανούσης, ο οποίος θα την αναδημοσιεύσει μαζί με το υπόμνημα που τη συνοδεύει, θα σημειώσει ότι «Η γνησιότητα των κειμένων αυτών είναι αναμφισβήτητη»[44].

Θα έπρεπε ίσως να διευκρινιστεί, ότι ξεκινώντας από τον Αθανάσιο Πετρίδη, ο οποίος μας πληροφορεί πως ο ίδιος κοινοποιεί τα όσα «του παρέστησαν» οι ηλικιωμένοι της πόλης και το ζήτημα θα λυθεί από μελλοντικές έρευνες «εξ ων προκύπτει επί τέλους η όντως αλήθεια», οι περισσότεροι από τους ιστορικούς και συγγραφείς αναφέρονται σε σωζόμενη παράδοση και λίγοι, μιλούν ξεκάθαρα για αποδεκτό γεγονός.

Τους μεταγενέστερους, φαίνεται να επηρέασε σε μεγαλύτερο βαθμό η πρώτη επιστολή του Ζώτου Μολοσσού στην Νέα Εφημερίδα (10.05.1887) η οποία παρατίθεται συχνά ως πηγή και στην οποία υπάρχει η εκδοχή του εκπατρισμού των Καποδίστρια, από το Αργυρόκαστρο στην Ιταλία και ύστερα στην Κέρκυρα (ενώ ο ίδιος, στις Ηπειρωτικές Μελέτες, το 1878, αναφέρει ότι η οικογένεια μετανάστευσε από το Αργυρόκαστρο στην Κέρκυρα παραλείποντας το σταθμό της Ιταλίας).

Αν θα ήταν επιτακτικό, μέσα στο πλήθος αυτό των αντικρουόμενων στοιχείων, να προτείνουμε μια εκδοχή, θα υποστηρίζαμε ότι το όλο ζήτημα είναι πιθανό να σχετίζεται με τα κτήματα που κατείχε κάποτε η οικογένεια Γονέμη στην περιοχή του Βουθρωτού. Το γεγονός της παρουσίας της στην περιοχή, είναι επιβεβαιωμένο[45]. Είναι επίσης γνωστή η μνεία του Πουκεβίλ στον Πύργο των Γονέμη (tour de Gonemi) που «είναι στρατιωτικό φυλάκιο» και σε κτήμα που κατέχεται από Κερκυραϊκή οικογένεια ευγενών[46], όπως και η πιθανή αναφορά του Leake, όταν κάνει λόγο για «σπίτι που έχτισε ένας Κερκυραίος, ο οποίος κατέχει μέρος της κοιλάδας»[47]. Ίσως, στο πλαίσιο αυτό, να υπήρξε κάποτε ένα ακίνητο ή να υφίστατο κάποια άλλη σχέση της οικογενείας με το Αργυρόκαστρο, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει σχετικές φήμες που εξελίχθηκαν στη γνωστή παράδοση. Να εμπίπτουν εδώ, οι πλάγιοι συγγενείς, που κατά τον Μολοσσό κατέχουν την περίφημη οικία; Να εγκαταστάθηκε κάποτε στην πόλη, έστω κι ένα μέλος του οίκου των κερκυραίων ευγενών ή κάποιος που να σχετίζεται μαζί του; Ο επικριτής Θ. Μπόβος, θα απαιτούσε να του παρουσιάσουμε απτές αποδείξεις! (Ίσως θα έπρεπε να εξεταστεί ακόμη και το ενδεχόμενο να οφείλονται όλα σε μια πιθανή μετατροπή – από λάθος – του επωνύμου Γονέμη σε Γολέμη[48]!)

Όσον αφορά την αναπαραγωγή του θρύλου, μετά από επιμονή σχεδόν ενός αιώνα παρατηρείται στην Ελληνική βιβλιογραφία μια φθίνουσα πορεία η οποία θα χαρακτηριζόταν ως αντιστρόφως ανάλογη των μελετών και μονογραφιών που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες από ιστορικούς.

Ακόμη και στο διαδίκτυο, όπου συνήθως κυριαρχούν οι δημοσιεύσεις με πιο πρόχειρες προσεγγίσεις αντίστοιχων θεμάτων, είναι εφικτή η εύρεση αξιόλογων επιστημονικών συγγραμμάτων και επαρκούς βιβλιογραφίας[49], μέσω της οποίας ο αναγνώστης θα μπορούσε να προσανατολιστεί σωστά.

Ν. Θαλασσινός


[1] Δεν καταφέραμε να βρούμε στοιχεία για τον Θ. Μπόβο, εκτός του γεγονότος ότι σε άλλη περίπτωση υπογράφει ως Ν. Θ. Μπόβος και ότι έχει παρέμβει ξανά στην Νέα Εφημερίδα προς διόρθωση πληροφοριών που έχουν δημοσιευτεί. Κατά τη στιχομυθία, αναφέρεται ότι τα στοιχεία για το Αργυρόκαστρο έχουν ληφθεί από τις ανέκδοτες ακόμα «Οδοιπορικές σημειώσεις, Ηπείρου» του Νικ. Σχινά. Αποκαλεί φίλους, τους Μολοσσό και Πετρίδη και σημειώνει: «Μη καταλεγόμενος μεταξύ των ολβίων εκείνων θνητών, οίτινες έσχον την ευτυχίαν να σπουδάσωσι πολλάς γλώσσας και να δύνανται να γνωρίζωσι τον τόπον των δια της μελέτης και αναγνώσεως των Ληκ, Βούρσιαν και λοιπών, προσεπάθησα, αναλόγως των ασθενών μου δυνάμεων και ολίγων γραμματικών μου γνώσεων, να γνωρίσω την πατρίδα μου ακολουθών εις τούτο τον φίλον κ. Ν. Σχινάν, δια των ανθρώπων του τόπου».

[2] Bartholdy C. M., Graf Johann Kapodistrias , Berlin: E.S. Mittler, 1864, σ. 7. / Γούδας A., Bίοι Παράλληλοι, τ. Ζ΄, Πολιτικοί άνδρες, Εν Aθήναις 1869-1875, σ. 1. /  Ευαγγελίδης Τ., Ιστορία του Κυβερνήτου της Ελλάδος Ι. Α. Καποδιστρίου, Αθήναι 1894, σσ. 10-11-12. / Ιδρωμένος Α., Ι. Καποδίστριας Κυβερνήτης της Ελλάδος, Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1900, σ. 6. / Dontas D., Greek historians on John Capodistrias : a selective bibliography, Balkan Studies, vol. 31, N 1 (1990), σ. 87. / Χρήστου Θ., Από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1821) έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1947), Δημιουργία, 1999, σ. 20. /  Παπακώστας Λ., Ένας κυβερνήτης για την Ελλάδα, Αγγελάκη Εκδόσεις, 2017, σ. 24. / Ο Διονύσιος Ζακυθηνός κάνει λόγο για παράδοση που «δεν επιβεβαιούται  δι’ αυθεντικών μαρτυριών». Βλ. Ιωάννης Καποδίστριας, τα προοίμια μιας μεγάλης πολιτικής σταδιοδρομίας, Νέα Εστία τεύχ. 1188 (1 Ιανουαρίου 1977), σ. 21. Ο Γρηγόριος Δάφνης θα υποστηρίξει το ίδιο. Θα μιλήσει για θρύλο και αφού επισημάνει τα λάθη και τις ανακρίβειες στις οποίες υπέπεσαν οι κατά καιρούς βιογράφοι του Κόμη θα αναφέρει ότι «Είναι δύσκολο να υποστηριχτεί η άποψη ότι οι πρόγονοι του Καποδίστρια έφυγαν από την Καποδίστρια το 1373…». Βλ. Δάφνης Γ., Ιωάννης Α. Καποδίστριας – Η γένεση του ελληνικού κράτους, Κάκτος 2018, σσ. 26-27-28.

[3] Δάφνης Γ., ό. π., σ. 28. «Συνεπώς μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη ότι οι Καποδίστρια της συνοικίας των τειχών είναι επείσακτοι, αφού και στην Κέρκυρα τους θεωρούσαν Latini, αλλά όχι και η άποψη ότι έφυγαν κυνηγημένοι από την Capodistria. Μπορεί να ήρθαν από τη Βενετία, αφού ο Sansovino δίνει στο χρονολογικό πίνακά του ως πατριάρχη του Grado, της Βενετίας δηλαδή, για το 675, τον Agatone di Capodistria»

[4] Eug. Rizo-Rangabé, Livre d’or de la noblesse ionienne, I (Corfu), ΙΙ, (Céphalonie), III (Zante), Αθήνα 1925-1927, σ. 69. / Ευαγγελίδης Τ., ό. π., σ. 11. (Ο Δάφνης θα αναφέρει ότι «ο Ραγκαβής, που ισχυρίζεται ότι ερεύνησε τα κερκυραϊκά και βενετικά αρχεία, για να καταρτίσει τα γενεαλογικά δέντρα οικογενειών της Κέρκυρας, χρησιμοποιεί τα στοιχεία του Μάρκου Θεοτόκη». Βλ. Δάφνης Γ., ό. π., σ. 27.)

[5] Η καταγωγή του Καποδιστρίου, Νέα Εφημερίς, 10 Μαΐου 1887.

[6] Χρονικόν Δρυοπίδος, Γεωγραφία της Ηπείρου, Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού, 1871, σελ. 41.

[7] Εφημερίς, 11 Μαΐου 1887.

[8] Ακριβολογίαι περί Ηπείρου, Νέα Εφημερίς, 12 Μαΐου 1887.

[9] Αναφέρεται (σε υστερόγραφο του άρθρου) ότι στην μεγάλη έκταση εντός του φρουρίου όπου υπάρχουν μόνο τα δικαστήρια και η διοίκηση, ανεγέρθηκε πριν από κάποιο διάστημα μικρός τεκές «υπό του Σεχ Αζίζ πρώην Δερβίς Αζίζ».

[10] Ακριβολογίαι περί Ηπείρου, Νέα Εφημερίς, 15 Μαΐου 1887.

[11] Νέα Εφημερίς, 23 Μαΐου 1887.

[12] Νέα Εφημερίς, 29 Μαΐου 1887.

[13] Αιών, 4 Ιουνίου 1887.

[14] Προφανώς αναφέρεται στον Σχινά. Βλ. Νέα Εφημερίς, 15 Μαίου 1887.

[15] Πάντοτε ακριβολογίαι περί Ηπείρου και Καποδιστρίου, Νέα Εφημερίς, 9 Ιουνίου 1887.

[16] Βασίλειος Ζώτος, Ηπειρωτικαί Μελέται, Εν Αθήναις, T. 4, Tχ. 1 (1878) σ. 81.

[17] Ευαγγελίδης Τ., ό. π.

[18] Ζακυθηνός Δ., ό. π.

[19] Woodhouse, C. M., Capodistria: the founder of Greek independence, Oxford University Press, 1973, σ. 4.

[20] Crawley C. W., John Capodistrias and the Greeks before 1821, Cambridge Historical Journal, 1957, τ. 13, Νo 2, σ. 166.

[21] Filippou, Fotini A., The nationalistic visions and the educational policy of Ioannis Kapodistrias within the framework of the enlightenment, 1800-1827, σ. 76, υποσημ. 4 (Παραπομπή σε  Ρούσσος Γ., Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1966, τ. Α, Αθήνα, σ. 54) http://hdl.handle.net/10210/2583.

[22] Κούκκου, Ε. Ε., Ιωάννης Α. Καποδίστριας, Ρωξάνη Σ. Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη: Ιστορική βιογραφία, Εκδόσεις Πατάκη, 2000, σ. 35. / Παπακώστας Λ., ό. π. / Για αναφορά του ονόματος της οικογενείας στο Libro d’Oro, βλ. Andrea Marmora, Della historia di Corfu descritta da Andrea Marmora nobile corcirese. Libri otto, Venetia: Presso il Curti,1672, σ. 313.

[23] Παταπίου Ν., Οι κυπριακές ρίζες του Καποδίστρια – Οικογένεια Γονέμη, Ομιλία στην εκδήλωση: Καποδίστριας: Ένας διαχρονικά επίκαιρος κυβερνήτης, Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, Λευκωσία, 5 Απριλίου 2014, https://www.youtube.com/watch?v=0WpGz5_D4fc.  Στην ομιλία ακολουθούνται τα ίχνη της οικογενείας μέσω εγγράφων από Βενετικά αρχεία κ.α.. Επιβεβαιώνεται επίσης η εκπλήρωση εκ μέρους των Βενετών, του αιτήματος (20 Σεπτεμβρίου 1775) μελών της, να αποκτήσουν κτήματα σε Εξαμίλι, Βουθρωτό και Βρίνα.

[24] Βρανούσης Λ. Ι., Χρονικά της Μεσαιωνικής και Τουρκοκρατούμενης Ηπείρου: εκδόσεις και χειρόγραφα, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 1962, σ. 29. / Για μια σύντομη κριτική στον Μολοσσό βλ. Νικολαΐδης Β., Στρατιωτική Γεωγραφία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και ιδίως των Ομόρων της Ελλάδος επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας. Εν Αθήναις 1851, Βιβλιόραμα, 2017, σσ. 152 – 153, 157-163.

[25] Δεν αναφέρουν κάτι σχετικό με την παράδοση οι: Αραβαντινός Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Β΄, 1856, Νικολαΐδης Β., «Στρατιωτική Γεωγραφία…», Βιβλιόραμα, 2017, Holland H., «Travels in the Ionian Isles…», 1815,  Pouqueville F. C. H. L., Voyage dans la Grèce V5, 1821, «Travels in Epirus, Albania…», 1820. Είναι γεγονός ότι οι δύο τελευταίοι επισκέπτονται αρκετά νωρίς την πόλη του Αργυροκάστρου, ώστε να «καυχώνται» οι ντόπιοι  για την καταγωγή και το σπίτι του Καποδίστρια, ο οποίος ωστόσο έχει καταγράψει από την περίοδο αυτή μια αξιόλογη σταδιοδρομία ως διπλωμάτης.   

[26] Από τας Ηπειρωτικάς χώρας: Το Αργυρόκαστρον, Ημερολόγιον Σκόκου, 1915, σ. 98. «Εξ Αργυροκάστρου είλκε την καταγωγήν ο πολύς Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας».

[27] Παπαδόπουλος Ν. Κ., Η Δρόπολις της Βορείου Ηπείρου, Έκδοση της Ενώσεως ∆ροπολιτών «Ο ∆ρίνος», Αθήναι 1980, σ. 53.

[28] Ιστορικά σημειώματα περί του Ηπειρωτικού ζητήματος, Νέος Ελληνομνήμων, 31 Δεκεμβρίου 1913, τόμ. 10, τεύχ. 4, σ. 387.

[29]Bλ. ενδεικτικά Dino Th., Brumi prej guri, Argjiro, 2009, σ. 212.

[30] Cfaka ose Gjirokastra e panjohur, Shqiptarja.com, 14. 09. 2009. Στο άρθρο, κάτοικοι της σημερινής συνοικίας Σφάκα, επιμένουν ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στο σπίτι όπου διαμένουν «όπως μας έχουν πει οι πρόγονοί μας από γενιά σε γενιά»!

[31] Εφημερίς, 11 Μαΐου 1887. / Βλ. επίσης αναφορά σε Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού, 1871,  Χρονικόν Δρυοπίδος, Γεωγραφία της Ηπείρου, σελ. 41. «δεικνύουσι δε το μέρος, όπου πρότερον κατώκει…».

[32] Ζώτος Β., ό. π.

[33] Δάφνης Κ., Η καταγωγή του Καποδίστρια και η Ιόνιος Ακαδημία, Νέα Εστία, 15 Οκτωβρίου 1969, τεύχ. 1015, σελ.1469 (γίνεται αναφορά σε άρθρο του Χ. Ι. Σούλη στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Ε΄, σελ. 402). Βλ. επίσης Ευαγγελίδης Δ., Η Βόρειος Ήπειρος, Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων #7, Αθήναι 1919, σ. 77.

[34] Κοτζιάς Κ., Ελλάς, ο Πόλεμος και η Δόξα της – Ιστορικόν Χρονογράφημα 14 Μαΐου 1940 – 22 Απριλίου 1941, Εκδ. Ατλαντίς, Νέα Υόρκη, 1943, σ. 136.

[35] Πατσέλης Ν. Β., Η Βόρειος Ήπειρος και τα φυσικά της σύνορα, Εκδοτικός Οίκος Μ. Γ. Βασιλείου και ΣΙΑ, Αθήνα 1945, σ. 96, υποσηµ. 3.

[36] Μαμμόπουλος Αλέξ. Χ., Ήπειρος, Λαογραφικά – Ηθογραφικά – Εθνογραφικά, Αθήναι, 1961, τόμ. Α΄, σελ. 49.

[37] Μαμμόπουλος, Αλέξ. Χ., Τὰ περὶ καταγωγῆς τοῦ Καποδίστρια ἀπὸ τὴ Β. Ἤπειρο. Μία ἔγγραφη μαρτυρία του Ἀθανασίου Ψαλίδα, Ηπειρωτική Εταιρεία, τεύχ. 50 (1980), σ. 4.

[38] Περί Ι. Καποδίστρια, Ηπειρωτική Εταιρεία, τεύχ. 52, (Ιανουάριος 1981), σ. 28.

[39] Ευαγγελίδης Τ., ό. π.

[40] Δάφνης Κ., ό. π., σ. 1470. Ενδεικτικά από το άρθρο: «Το Μέγα Ελληνικόν Βιογαφικόν Λεξικόν, ενώ γράφει ότι «η οικογένεια Καποδίστρια είναι αρχαιότατη, αναγόμενη μέχρι του πρώτου ημίσεως του 13ου αιώνος», προσθέτει ότι «κατά νεωτέρας ερεύνας η καταγωγή αυτής προέρχεται εκ του έκπαλαι ελληνικού Αργυροκάστρου», χωρίς όμως και να προσάγη καμμιά βιβλιογραφική επιβεβαίωση».

[41] Μαμμόπουλος, Αλέξ. Χ., ό. π., σσ. 4-5.

[42] Γεωργίου Αντ., Πολιτικόν κάτοπτρον των πολιτικών της Ελλάδος κατά τον εν έτει 1877 Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Σωκράτους Περ. Ιασεμίδου, 1880, σ. 306.

[43] Προκοπίου Καισαρέως, Περί κτισμάτων, Βιβλίο Δ΄, μέρος α΄.

[44] Βρανούσης Λ. Ι., Δύο υπομνήματα του Ψαλίδα προς τον Καποδίστρια, Ηπειρωτική Εστία, Ετος Α΄, τεύχ. 4-5 (1952) σ. 462. Η αναδημοσίευση γίνεται από την Αθηναϊκή εφημερίδα Ώρα, 21 Αυγούστου 1878 (Ψαλίδας περί Ηπείρου και Θεσσαλίας). Η εφημερίδα δημοσιεύει την επιστολή, της οποίας το πρωτότυπο, μαζί με το πρωτότυπο του υπομνήματος προς τον Καποδίστρια που την συνοδεύει, περιήλθε στη συλλογή του «ζηλωτού των εθνικών κειμηλίων κ. Στ. Κρίνου».

[45] Hansen L., Hodges R., Leppard S., Butrint 4: The Archaeology and Histories of an Ionian Town, Oxbow Books, 2013, σ. 284, 308, υποσημ. 10. / (βλ. επίσης ομιλία Παταπίου Ν., ό. π.)

[46] Pouqueville F. C. H. L., Voyage de la Grece, Avec cartes, vues et figures, tome II, chez Firmin Didot, Paris 1826-1827, σ. 43.

[47] Leake W. M., Travels in Northern Greece, vol. 1, Publisher, J. Rodwell, 1835, σ. 105.

[48] Δάφνης Γ., ό π., σ. 614, σημ. 14. Στην ληξιαρχική πράξη βαπτίσεως (1768) του πρώτου γιου του «Αντωνίου μαρία Καβουδίστρια» και «της ευγενείς σ[ιόρας] διαμαντίνας» ο οποίος δεν επέζησε, το «επώνυμο της Διαμαντίνας από λάθος του παπά έγινε Γολέμη αντί Γονέμη». / Ο Ζακυθηνός επίσης (ό. π.) θα αναφερθεί στον Ιωάννη, «έκτον τέκνον του Αντωνίου – Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας, το γένος Γολέμη ή Γονέμη».

[49] Για την  περίπτωση που μας ενδιαφέρει, το Ψηφιακό Αρχείο Καποδίστρια (http://kapodistrias.digitalarchive.gr/thedigitalarchive.php) διαθέτει πληρέστατη βιβλιογραφία,  το Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, σε επιμέλεια Κ. Δαφνή (Κέρκυρα, 1976-1985) και άλλο υλικό. 



Σχόλια