Οικουμενική εθνική μειονότητα

Εύχομαι ολόψυχα να ωφελήσει τον Τηλέμαχο Κώτσια η αναπάντεχη μετακόμισή του σ΄ έναν εκδοτικό οίκο που δεν ταιριάζει, εκ πρώτης όψεως, στο συγγραφικό προφίλ του, έχει όμως άρτια οργάνωση, δραστήριο προσωπικό κι εγνωσμένη αποτελεσματικότητα στην προώθηση των βιβλίων του. Το εύχομαι επειδή ο Κώτσιας, παρά τη λογοτεχνική αξία του, την ενδιαφέρουσα θεματολογία του και την ιδιότυπη, για τα ελληνικά δεδομένα, ένταση της γραφής του, δεν έχει βρει ακόμα τη δέουσα αναγνώριση, ούτε από την κριτική (ώς έναν βαθμό) ούτε, και κυρίως, από το κοινό. Θα μάθουμε τώρα αν αυτό οφειλόταν σ΄ ένα έλλειμμα εκδοτικής επένδυσης στον συγκεκριμένο συγγραφέα ή σε ασυμβατότητα της πεζογραφίας του με τις τρέχουσες λογοτεχνικές μόδες και τις γενικότερες διαθέσεις του ελληνικού αναγνωστικού κοινού.

Φοβάμαι όμως- και θα χαρώ πολύ αν διαψευστώ- πως ισχύει το δεύτερο. Τα βιβλία του Κώτσια, παρόλο που δεν είναι καθόλου στρυφνά ούτε έχουν τη λόγια εκλέπτυνση που ενοχλεί ή φοβίζει τον μέσο Έλληνα, προσκρούουν σε δύο μεγάλα εμπόδια. Το πρώτο είναι η απαρέσκεια του σημερινού κοινού και μεγάλου μέρους της κριτικής για τα υπερατομικά θέματα και τα συλλογικά προβλήματα, καθώς η αυστηρή προσήλωση στο προσωπικό και ιδιωτικό είναι το βασικό γνώρισμα της mainstream λογοτεχνίας των ημερών μας. Το δεύτερο είναι η χρόνια αδιαφορία, αν όχι αποστροφή του αναγνωστικού σώματος για λογοτεχνικά έργα που εστιάζουν στις εκτός συνόρων ελληνικές κοινότητες: με φαινομενική εξαίρεση τις «χαμένες πατρίδες» της Μικρασίας και της Πόλης, τις οποίες το εθνικό φαντασιακό έχει τυλίξει με τα χρόνια σ΄ ένα δίπλοκο μαγνάδι θυματολαγνείας και λεβαντίνικου εξωτισμού, οι άλλες ομάδες ή κατηγορίες της ομογένειας ελάχιστα συγκινούν (και) ως λογοτεχνικές μήτρες, ίσως επειδή ανακαλούν συλλογικές ενοχές επιμελώς απωθημένες. Αμέσως βλέπουμε ότι τα δύο αυτά εμπόδια συνιστούν ένα ενιαίο, διπλό τείχος.

Ο Κώτσιας είναι Βορειοηπειρώτης, που ήρθε στην Ελλάδα το 1990, σε ηλικία 39 ετών. Τα βιώματά του ως μέλους της ελληνικής μειονότητας στην κομμουνιστική Αλβανία αποτελούν τη σταθερή πηγή έμπνευσής του, αν εξαιρέσουμε το προηγούμενο μυθιστόρημά του, το προπέρσινο, «ελλαδίτικο» Τεκμήριο αθωότητας, που ήταν μάλλον το λιγότερο πετυχημένο έργο του. Στα σαράντα, πολύ δύσκολα μεταφυτεύεται η ψυχή, έστω και αν το σώμα και ο νους έχουν αλλάξει κλίμα... Ο Κώτσιας έχει όμως έναν ιδιαίτερο τρόπο να μιλάει για τον τόπο καταγωγής του, έναν τρόπο που τον προφυλάσσει από τις συνηθισμένες παγίδες των βιωματικών εμμονών. Αποφεύγει τη γραφικότητα, τους μανιχαϊσμούς, τα εθνικιστικά στερεότυπα, τις υποκειμενικές υπερμεγεθύνσεις, την αυτοδικαίωση, αναδεικνύει ιστορικά και ηθικά διλήμματα και, βέβαια, κουβαλάει στη μνήμη του ένα εκρηκτικό υλικό από συλλογικά και προσωπικά δράματα. Το ύφος του, όταν πραγματεύεται την εμπλοκή του ατόμου στην Ιστορία, συγγενεύει πολύ περισσότερο με τη συγκρατημένη, πικρή ειρωνεία των Ανατολικοευρωπαίων συγγραφέων παρά με τη συναισθηματική υπερχείλιση ή τον ιδεολογικό διδακτισμό των περισσότερων Ελλήνων μπροστά σε τέτοια θέματα.

Το φετινό Στην απέναντι όχθη είναι το πανοραμικότερο και, το λέω αδίστακτα, το κορυφαίο ώς τώρα βιβλίο του. Δεν είναι τίποτα λιγότερο από την εξιστόρηση των περιπετειών της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία από την ίδρυση του αλβανικού κράτους ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η κοινότητα αυτή όμως- και εδώ βρίσκεται το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στη σύλληψη του Κώτσια- δεν παρουσιάζεται ως ομοιογενές, ομόθυμο σύνολο απέναντι στις προκλήσεις και τα δεινά που της επιφυλάσσουν η θέση της και οι πολιτικές εξελίξεις, αλλά ως πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών χαρακτήρων, κοινωνικών τύπων, προσωπικών και πολιτικών στάσεων πάνω στα τεκτονικά ρήγματα των ιστορικών αναστατώσεων. Αυτό παράγει το δραματικό βάθος του μυθιστορήματος του Κώτσια και του δίνει μια νοηματική εμβέλεια πολύ μεγαλύτερη από το άμεσο θέμα του.

Εμβληματικός τόπος της ιστορίας ή μάλλον των ιστοριών που ξετυλίγει ο συγγραφέας είναι ένα παραμεθόριο χωριό, που παραδοσιακά λεγόταν Κατούνα. Οι αυθαιρεσίες της διεθνούς διπλωματίας πέρασαν τη συνοριακή γραμμή από μέσα του, αφήνοντας το ένα κομμάτι στην αλβανική επικράτεια και το άλλο στην ελληνική, τις οικογένειες χωρισμένες κι αυτές ανάμεσα στα δύο- εχθρικά- κράτη. Τα δύο τμήματα της Κατούνας ερημώνονται σιγά σιγά και η ζωή του χωριού μεταφέρεται λίγο πιο βαθιά στο αλβανικό έδαφος, σ΄ έναν καινούργιο οικισμό, που καθιερώνεται ν΄ αποκαλείται Παράγκα, από το εμπορικό κατάστημα που άνοιξε εκεί ο Κατουνιώτης Πέτρος Χαρίσης μετά την επιστροφή του, το 1924, από την Αμερική, όπου έκανε μια μικρή περιουσία ως μετανάστης. Ο Πέτρος Χαρίσης, ένα από τα τραγικότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος, είναι τριαντάρης εκείνη την εποχή και θα είναι γύρω στα εξήντα πέντε, όταν θα βρει έναν σκληρό και άδικο θάνατο. Δεν λειτουργεί τόσο ως κεντρικός ήρωας του βιβλίου (ουσιαστικά δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας σ΄ αυτή την πολυεστιακή αφήγηση)

όσο ως πόλος, από τον οποίο ξεκινούν και στον οποίο επιστρέφουν κάθε τόσο οι διάφορες ιστορίες, ώστε να εξασφαλίζεται η μυθιστορηματική συνοχή. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτει, όπως είναι φυσικό, την περίοδο που εγκαινιάστηκε με την ανακήρυξη της Αλβανίας σε λαϊκή δημοκρατία. Η «σοσιαλιστική επανάσταση» και η καθεστωτική αλλαγή επιφέρουν βαθιά ρήγματα στην ελληνική κοινότητα, ακόμα και στο εσωτερικό των οικογενειών. Μια μερίδα συνταυτίζεται με το κομμουνιστικό καθεστώς, για ιδεολογικούς λόγους, αλλά και εκτιμώντας ότι έτσι θα προστατευτούν καλύτερα τα δικαιώματα της μειονότητας. Μια άλλη μερίδα προσπαθεί να προσαρμοστεί στην καινούργια κατάσταση χωρίς να εκτεθεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Υπάρχουν, έπειτα, οι αχρείοι που μπαίνουν από καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια στην υπηρεσία του καθεστώτος, έτοιμοι για κάθε βρομοδουλειά. Τέλος, υπάρχουν μειονοτικοί όπως ο Πέτρος Χαρίσης, που διατηρούν πεισματικά και γενναία το εθνικό-αλυτρωτικό φρόνημά τους, με μοιραίες συνέπειες για όσους από αυτούς δεν πρόλαβαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Τελικά όμως όλοι- πατριώτες, ιδεολόγοι ριζοσπάστες, χαφιέδες, οπορτουνιστές, άνθρωποι που αποφεύγουν κάθε ανάμιξη στην πολιτική και κοιτούν μόνο τη δουλειά τους- θα βρεθούν από την πλευρά των θυμάτων. Θα τους παγιδέψουν και θα τους συντρίψουν οι μυλόπετρες ενός καθεστώτος «υπαρκτού καφκαϊσμού», στο οποίο οι ρόλοι αλλάζουν συνεχώς, ο χτεσινός ήρωας κηρύσσεται προδότης, ο χαφιές χαφιεδίζεται και χρησιμοποιείται από άλλους χαφιέδες και ο αθώος εκβιάζεται για να ομολογήσει την ανύπαρκτη ενοχή του.  Είναι εφιαλτικές οι ιστορίες αυτού του βιβλίου. Και το πλήρες μέγεθος της φρίκης τους δίνεται από τον συγγραφέα χάρη στο ύφος με το οποίο τις διηγείται, το χαρακτηριστικό ύφος του Κώτσια: όχι μελοδραματισμοί, όχι επιτηδευμένη κομψοέπεια, όχι απλουστευτικά σχόλια, όχι εκτονωτικές συναισθηματικές εκρήξεις, όχι περιπαθή ή στριγκά επίθετα, αλλά μια αποστασιοποιημένη (φαινομενικά) περιγραφή, που υποβάλλει με τη γυμνότητα και τη χειρουργική ακρίβεια της γλώσσας την ωμότητα των γεγονότων και γεννάει το δέος· που αντικαθιστά τον σχολιασμό με μια πολύ πιο εύγλωττη και σημαίνουσα ειρωνεία, πλάγια και ξερή· που επινοεί, όπου είναι χρήσιμο, εκπληκτικά παραστατικές παρομοιώσεις, εμπνευσμένες από την αρχέγονη ζωή της υπαίθρου (το τελευταίο γνώρισμα το συναντάμε και σε άλλους Ηπειρώτες συγγραφείς, αλλά συνήθως με λυρικές αντηχήσεις, που ο Κώτσιας αποφεύγει). Ο συγγραφέας αυτός δεν περιγράφει συναισθήματα. Υποβάλλει αισθήματα. Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Είναι η απόσταση που χωρίζει το πρωτογενές, εξωτερικό ερέθισμα από την επεξεργασμένη μορφή που του δίνει η συνείδηση. Και αυτό κάνει τα όσα εκτίθενται στο Στην απέναντι όχθη άμεσα και συγκλονιστικά αισθητά.

Ο Κώτσιας κατόρθωσε να εξιστορήσει το δράμα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία χωρίς ίχνος εθνικιστικής μισαλλοδοξίας ή εθνικής μεροληψίας. Το παρουσίασε ως ένα βαθιά ανθρώπινο δράμα που μπορεί ν΄ αγγίξει τον καθένα, πέρα από σύνορα, κουλτούρες και ιδεολογίες, γιατί η συγκίνηση που προκαλεί δεν εξαρτάται από αυτό που ο ένας ή ο άλλος λαός, η μία ή η άλλη παράταξη θεωρεί δίκαιο και σωστό.

Ποιος έπαινος θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος γι΄ αυτό το βιβλίο;


Κούρτοβικ Δημοσθένης
5 Σεπτεμβρίου 2009
tanea.gr

Σχόλια