Η μονομαχία του Θύμιου Λώλη με τον Σαλί Βρανίστι


Οι ανά τακτά διαστήματα επιστολές, τα παράπονα και οι διαμαρτυρίες των μπέηδων και προυχόντων, ανάγκασαν το βασιλιά Ζώγου να ενδιαφερθεί για το πρόσωπο του καπετάνιου. «Ποιος είναι αυτός ο άντρας που τα βάζει με όλα και με όλους; Πώς είναι δυνατόν να μην φοβάται την δική μου βασιλεία και τους δικούς μου νόμους;», είπε. Διέταξε τον γραμματέα του να βγάλει φιρμάνι: «Να πιαστεί αμέσως ο Θύμιος Λώλης και να οδηγηθεί στις φυλακές».

Χάρηκαν οι μπεηδοαγάδες κι έτριβαν τα χέρια τους. «Γρήγορα ο Θύμιος θα πέσει στο δόκανο του βασιλιά. Βασιλιάς είναι αυτός δεν είναι ένας απλός αγάς», έλεγαν.

Ανάθεσαν οι μπέηδες, να εκτελέσει τη διαταγή του βασιλιά, στον αρχικλέφτη, που τον είχαν για πρώτο παλικάρι, το Σαλί Βρανίστι της Λιαπουριάς, το δικό τους το καμάρι. Τον φώναξαν οι μπέηδες και οι αγάδες του Δελβίνου και του ’ταξαν πουγκιά με γρόσια, αν τους νόμους τους εφαρμόσει στο Βούρκο και πιάσει το Θύμιο Λιώλη.

Συμφώνησε ο αρχιληστής, πήρε τα φλουριά και συγκέντρωσε αρκετούς δικούς του, δολοφόνους μέχρι το κόκκαλο.

Ταχιά ξεκίνησε ο Σαλί, καμαρωτά, διασχίζοντας στην μέση το αλβανοχώρι του Βλαχατιού. Καβάλα στο άλογο έφθασε στην Παπαράχη. Ανηφόρισε και ανέβηκε ψηλά. Αφού αγνάντεψε απ’ άκρη σ’ άκρη του Βούρκου τα χωριά, κοκορεύτηκε ότι θα εφαρμόσει το νόμο στο Βουρκάρη, το ραγιά. «Τώρα θα με δείτε όλοι σας και θα μάθετε ποιος είμαι εγώ», είπε μεγαλόφωνος κι ετοιμαζόταν να μπει στα χωριά.

Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε η είδηση σ’ όλα τα χωριά για τον ερχομό του Σαλί Βρανίστι, του μεγαλύτερου κακούργου και δολοφόνου. Προσεύχονταν οι παπάδες στις εκκλησιές, έκαναν το σταυρό τους ώστε ο Μεγαλοδύναμος να βοηθήσει τους κακόμοιρους χωριάτες, να βοηθήσει και τον καπετάνιο τους.

Ο Θύμιος με τα παλικάρια του είπαν να πάρουν μια ανάσα, εκεί ψηλά στα κορφοβούνια. Μόλις είχε βγει ο ήλιος και έλαμπε ολόχρυσος σ’ όλο το λεκανοπέδιο, όταν έφτασε εκεί η είδηση. Σηκώθηκε μεμιάς ο καπετάνιος, έδωσε οδηγίες στους άντρες του και σαν ο Αχιλλέας έτρεξε για την Παπαράχη. Τοποθέτησε τους άντρες του σε θέσεις κλειδιά. Μόνος του είδε το μέρος, το μέτρησε με το μάτι και διάλεξε μια κουφάλα. «Εδώ σε περιμένω Τουρκαλά. Να με γνωρίσεις καλά ποιος είμαι και πάντα να με θυμάσαι. Βουρκάρης είμαι και τον τόπο μου υπερασπίζω, το ’χω για καμάρι, εδώ θ’ αφήσεις το σάπιο σου τομάρι». Αυτά μουρμούρισε και ήταν όλο αυτιά.

Σε λίγο φάνηκε ο Σαλί Βρανίστι, καμαρωτός, κορδωτός, μπροστά στο ταμπούρι του. Αισθάνθηκε, σαν το λαγωνικό το κυνήγι του, που βρισκόταν ο Θύμιος και του βροντοφώναξε:
-Πού είσαι, παλικάρι, του Βούρκου;
-Για πού είμαι παλικάρι της Λιαπουριάς, βροντοφώναξε και ο Θύμιος και βγήκε από την κρυψώνα του. Χτύπα εσύ πρώτος.

Οι άντρες των δύο στρατοπέδων παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα αυτήν την αναμέτρηση.
Έριξε ο έμπειρος Λιάπης. Το βόλι του μόλις που έξυσε την φουστανέλα του καπετάνιου. Τίναξε τη φουστανέλα ο Θύμιος και όπως ο Ανταίος στηρίχτηκε καλά πάνω στη γη.
-Και τώρα η σειρά μου. Κράτα καλά το όπλο τεταμένο, καπετάνιε Λιάπη, γιατί θα σε φάει ο Βουρκάρης. 
Σήκωσε το όπλο και το αλάθευτο μάτι του σημάδεψε καλά. Δια μαγείας το όπλο του Λιάπη του έφυγε από τα χέρια βουλωμένο κι αχρηστεμένο. Το είδε το ασκέρι, το ’μαθαν οι ραγιάδες κι αμέσως έπλεξαν τους στίχους:
Στο Ντρουμπούκι-Παπαράχη
Θύμιος Λιώλης κάνει μάχη
με τον καπετάν Σαλί τα βάνει,
του βουλώνει και την κάνη…
Ντροπιασμένος ο καπετάνιος των Λιάπηδων έκανε νεύμα στους άντρες του να οπισθοχωρήσουν. «Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με παλικάρια που έχουν το “τιμιόξυλο”», τους είπε. Καβαλίκεψαν στα άλογά τους οι άντρες του Βρανίστι και στα κλέφτικα δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης.


Βαγγέλης Παπαχρήστος

Σχόλια