Μ' ένα ακόμα επίμαχο θέμα θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με τους Αρβανίτες. Επειδή όμως το κεφάλαιο "Αρβανίτες" είναι τεράστιο, θα ξεκινήσουμε από μια συγκεκριμένη ομάδα των Αρβανιτών. Συγκεκριμένα, από τους Αρβανίτες της Αττικής.
Η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών
Η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών νοτιότερα και συγκεκριμένα στην κοιλάδα του Αώου, έγινε τα έτη 1021 – 1022.
Όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς στην "Ιστορία", Αρβανίτες στη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν πριν το 1295 δια "χρυσοβούλου κα προστάγματος βασιλικού".
Ο Κώστας Μπίρης, την τοποθετεί συγκεκριμένα γύρω στο 1268, προσθέτοντας ότι "κατά τον Μεσαίωνα ο γεωγραφικός όρος Θεσσαλία περιελάμβανε όλην την κάτω από την Πίνδο χώρα, μαζί με την Ακαρνανία και την Αιτωλία".
Το 1318, πρίγκηπες του ιταλικού οίκου Ορσίνι, κατέλυσαν την ελληνική κυριαρχία στη νότια Αλβανία και στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Πολλοί Αρβανίτες, δεν θέλησαν να υποταχθούν στους Ιταλούς, πέρασαν την Πίνδο και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. Μόνο που αυτή τη φορά, η κάθοδος τους ήταν αυθαίρετη και χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών.
Με το "άστε ντούα" ("έτσι θέλω"), εκτόπισαν τους ντόπιους από τα κτήματά τους και αποδεκάτισαν τα κοπάδια τους με αρπαγές.
Γράφουν χαρακτηριστικά γι' αυτούς ο Καντακουζηνός "οι τα ορεινά της Θετταλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι" και ο Χαλκοκονδύλης "νομάδες τε όντες και ουδαμή έτι βεβαίαν οίκησιν ποιούμενοι"
Η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών
Η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών νοτιότερα και συγκεκριμένα στην κοιλάδα του Αώου, έγινε τα έτη 1021 – 1022.
Όπως αναφέρει ο Νικηφόρος Γρηγοράς στην "Ιστορία", Αρβανίτες στη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν πριν το 1295 δια "χρυσοβούλου κα προστάγματος βασιλικού".
Ο Κώστας Μπίρης, την τοποθετεί συγκεκριμένα γύρω στο 1268, προσθέτοντας ότι "κατά τον Μεσαίωνα ο γεωγραφικός όρος Θεσσαλία περιελάμβανε όλην την κάτω από την Πίνδο χώρα, μαζί με την Ακαρνανία και την Αιτωλία".
Το 1318, πρίγκηπες του ιταλικού οίκου Ορσίνι, κατέλυσαν την ελληνική κυριαρχία στη νότια Αλβανία και στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Πολλοί Αρβανίτες, δεν θέλησαν να υποταχθούν στους Ιταλούς, πέρασαν την Πίνδο και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία. Μόνο που αυτή τη φορά, η κάθοδος τους ήταν αυθαίρετη και χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών.
Με το "άστε ντούα" ("έτσι θέλω"), εκτόπισαν τους ντόπιους από τα κτήματά τους και αποδεκάτισαν τα κοπάδια τους με αρπαγές.
Γράφουν χαρακτηριστικά γι' αυτούς ο Καντακουζηνός "οι τα ορεινά της Θετταλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι" και ο Χαλκοκονδύλης "νομάδες τε όντες και ουδαμή έτι βεβαίαν οίκησιν ποιούμενοι"
Ο Καντακουζηνός μάλιστα, μας δίνει την πληροφορία ότι εκείνοι οι Αρβανίτες, κατά τα πρώτα χρόνια της καθόδου τους, ήταν 12.000 και ότι αποτελούνταν από Μπουαίους, Μαλακασαίους και Μεσσαρίτες (τα ονόματά τους προέρχονταν από τους αρχηγούς τους).
Το 1343, ο βασιλιάς των Σέρβων Στέφανος Ντουσάν, εισέβαλε στην Αλβανία και εκτόπισε τους Ανδηγαυούς.
Το 1345, έφτασε στην Αυλώνα και το Μπεράτι και το 1348 έγινε κύριος και της Ηπείρου. Συνεχίζοντας την κάθοδό του, έχοντας μαζί του πολλούς Αρβανίτες από τις αρχοντικές φάρες των Μπουαίων και των Λιόσηδων (Jenn Kersopoulos, "Chronologia Albanaise"), άπλωσε την επικράτειά του ως τα σύνορα της Θεσσαλίας, προς το Καταλανικό δουκάτο της Αθήνας και των Νέων Πατρών (Υπάτης) και ως τις ακτές του Ιονίου πελάγους και του Κορινθιακού Κόλπου.
Για να ανταμείψει τους Αρβανίτες που πολέμησαν μαζί του, εκτόπισε πολλούς κτηματίες και στρατιώτες της δυτικής πλευράς της Ηπείρου, από τα Κεραύνια Όρη ως την Άρτα και εγκατέστησε εκεί Αρβανίτες (C. Jirecek, "Albanien in der Vergangenheit").
Για τους Αρβανίτες στην Πελοπόννησο, οι απόψεις διίστανται. Άλλοι τοποθετούν την εγκατάστασή τους στον Μοριά τον 13ο αιώνα και άλλοι, πολύ νωρίτερα, μαζί με την κάθοδο των Σλάβων(Σάθας, Μόμσεν, Κούρτιος).
Στο μεταξύ, οι Αρβανίτες της Θεσσαλίας, έκαναν επιδρομές εναντίον του Καταλανικού Δουκάτου των Νέων Πατρών. Με την επικράτηση όμως του Στέφανου Ντουσάν, άρχισαν ν' αναζητούν νέους τόπους για να εγκατασταθούν. Παράλληλα, οι Καταλανοί, θέλοντας να επωφεληθούν από τις πολεμικές ικανότητες των Αρβανιτών και να προστατευθούν από τους Σέρβους της Θεσσαλίας, δέχτηκαν μετά το 1350, οικογένειες Αρβανιτών (άγνωστο πόσες), και τις εγκατέστησαν στη Φθιώτιδα, ως τον ποταμό Στερχειό (τον οποίο αποκαλούσαν Ελλάδα!).
Σε παλαιότερο άρθρο μας για την Καταλανική Εταιρεία στο protothema. gr, είχαμε αναφέρει ότι μετά τη μάχη της Κωπαΐδας (ή του Αλμυρού) το 1311, το Δουκάτο των Καταλανών περιλάμβανε την Αθήνα και την υπόλοιπη Αττική, τη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα και έφτανε ως, περίπου, τα όρια της Θεσσαλίας.
Η εγκατάσταση των Αρβανιτών στην Αττική
Στο βασιλικό αρχείο της Βαρκελώνης, σώζεται ανάμεσα στα έγγραφα του βασιλείου της Αραγονίας ένα που επιγράφεται: "Έκθεσις λεπτομερής των αρχιερέων και ευγενών αρχόντων των δουκάτων των Αθηνών και των Νέων Πατρών κατά την εποχήν κατά την οποία περιήλθαν στην επικυριαρχία του Δον Πέτρου Δ'" (1377).
Στην έκθεση αυτή, αναφέρεται μαζί με άλλους Καταλανούς τιτλούχους και ο κόμης της Μίτρας (της αρχαίας Δημητριάδας, ανατολικά του Βόλου), "ο οποίος μπορεί να έχει περί τους χίλιους πεντακόσιους καβαλαρέους Αρβανίτες".
Το 1374, το Καταλανικό Δουκάτο της Αθήνας περνούσε πολύ δύσκολες στιγμές. Υπήρχαν εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των τιτλούχων της Καταλανικής Εταιρείας. Τελικά, το αξίωμα μοιράζεται σε δύο Αραγονικούς πρίγκιπες και δίνεται στον μεν γιο του Αλφόνσου Φαδρίγου. Βονιφάτιο, η Αίγινα και στον εγγονό του Λουδοβίκο, το Δουκάτο της Αθήνας.
Επωφελούμενος από την αναστάτωση αυτή, ο βαρόνος της Βοστίτσας (Αιγίου) και Καστελάνος της Κορίνθου Νέριο Ατζαγιόλι, πολιορκεί τα Μέγαρα. Η φρουρά της πόλης, κλείνεται στα δύο κάστρα της, την Άλκαθο και την Καρία και μάχεται ηρωικά. Οι αρχηγοί του δουκάτου, για να την ενισχύσουν, στέλνουν τη φρουρά της Λιβαδειάς με τον Φραγκίσκο Λιονέλ και τη φρουρά της Αθήνας, με τον Δημήτριο Ρέντη.
Ο Ρέντης, αναφέρεται για πρώτη φορά στα αρχεία του Παλέρμο, το 1366, ως νοτάριος (συμβολαιογράφος) της Αθήνας, σ' ένα έγγραφο με το οποίο ο βασιλιάς της Σικελίας Φρειδερίκος Γ' επικυρώνει και ανανεώνει το προνόμιο της καταλανικής πολιτογραφήσεώς του.
Παρά την γενναία αντίσταση, οι Καταλανοί τελικά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα Μέγαρα, τα οποία πέρασαν στην κυριαρχία του Φλωρεντινού Νέριο Ατζαγιόλι. Προφανώς, προτίμησαν να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις για την υπεράσπιση της Αθήνας. Πραγματικά, ο Νέριο δεν προχώρησε πέρα από τα Μέγαρα.
Ωστόσο, το 1379, μια άλλη "κομπανία" Φράγκων πολεμιστών, εφάμιλλη εκείνης των Καταλανών, εισβάλλει στην Θεσσαλία, με σκοπό να κατακτήσει το Δουκάτο της Αθήνας και να προχωρήσει έπειτα στον Μοριά.
Αποτελείται από Ισπανούς, Βάσκους και Γάλλους. Αυτοί, έμειναν στην ιστορία ως Ναβαραίοι. Οι ξεπεσμένοι Καταλανοί, παραδίδουν τη μία μετά την άλλη τις πόλεις και τα κάστρα τους.
Ο κόμης της Μίτρας αφήνει τη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα και αποτραβιέται με τους Αρβανίτες του στα Σάλωνα, για να ενωθεί με τον Λουδοβίκο Φαδρίγο που είχε εκεί την έδρα του ως κόμης των Σαλώνων και επίτροπος του δουκάτου της Αθήνας.
Η Λιβαδειά και η Θήβα πέφτουν στα χέρια των Ναβαραίων οι οποίοι πολιορκούν πλέον την Αθήνα. Και πάλι ο Δημήτριος Ρέντης, μαζί με τον Καταλανό φρούραρχο της Ακρόπολης προβάλλουν ηρωική αντίσταση και αποκρούουν τους Ναβαραίους οι οποίοι φεύγουν από την Αττική.
Ο επικυρίαρχος του Καταλανικού δουκάτου, βασιλιάς της Αραγονίας Πέτρος Δ’ γράφει τον Απρίλιο του 1381 από τη Σαραγόσα έπαινο για το κατόρθωμα αυτό στον Ρέντη και σε όλους τους άλλους Αρβανίτες κατοίκους «στο όριο της Ελλάδος».
Ο Κ. Μπίρης γράφει ότι ο Δ. Ρέντης ήταν πιθανότατα Αρβανίτης. Το επώνυμο Ρέντης ή Ριέντης δεν έχει καμία σχέση με τα ελληνικά. Είναι αρβανίτικο και σημαίνει «βαρύς, βαρετός, οχληρός». Το ίδιο επώνυμο υπάρχει στα αρβανιτοχώρια της Βόχας στην Κορινθία όπου ήταν εγκατεστημένοι Αρβανίτες.
Στη Βοιωτία υπήρχαν Αρβανίτες εγκατεστημένοι ήδη από το 1272. Όπως αναφέρεται στο πρακτικό ίδρυσης του μοναστηριού της Μακρυνίτσας (1272), υπάρχουν δύο τουλάχιστον οικισμοί με αρβανίτικα ονόματα: η Κάπραινα (Χαιρώνεια) και η Σκριπού (Ορχομενός). Η λέξη Κάπραινα στα αρβανίτικα σημαίνει «τόπος με ζαρκάδια» και η λέξη «Σκριπού», Αλμυρός.
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Πέτρος Δ’ για να τονώσει το ηθικό των υπηκόων του στο Δουκάτο της Αθήνας αλλά και για την καλύτερη οργάνωσή του, στέλνει στην Ελλάδα γενικό επίτροπό του, τον Φίλιππο Ντελμάου, υποκόμη Ροκαβέρτη, έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς της Αυλής του.
Ο Ροκαβέρτης θέλοντας να ενισχύσει την άμυνα του δουκάτου, γράφει στον Πέτρο Δ’ της Αραγονίας:
«Υποκόμης. Μας γίνεται παράκλησις να θελήσωμε να δώσωμε προνόμιο σε κάθε Έλληνα και Αρβανίτη που θα θελήσει να έλθει στο δουκάτο της Αθήνας να είναι ασύδοτος (=απαλλαγμένος από φόρους) για δύο χρόνια».
Παράλληλα, τους δόθηκε και γεωργικός ή κτηνοτροφικός κλήρος. Ο Ροκαβέρτης επέστρεψε σύντομα στην Ισπανία, για ανάγκες του βασιλείου της Αραγονίας. Τον διαδέχτηκε ο ιππότης Ραμόν ντε Βιλανόβα, αντάξιός του σε ευφυΐα και δραστηριότητα.
Καθώς ο Πέτρος Δ’ έδωσε την άδεια που του είχε ζητηθεί από τον Ροκαβέρτη, ο Ραμόν ντε Βιλανόβα έφερε πολλούς Αρβανίτες από το δουκάτο της Υπάτης και τους εγκατέστησε στο πέρασμα των Θερμοπυλών και στα χωριά Λιβανάτες, Τραγάνα, Μάζι, Προσκυνά, Μαρτίνο, Μαλεσίνα και Λάρυμνα. Παράλληλα, εγκατέστησε άλλους γύρω από τον Ελικώνα, στα χωριά Κυριάκι, Ζερίκι, Ζαγαράς, Χώστια, Δόμβραινα, Σάχου, Βρασταμίτες, Σουληνάρι, Στροβίκη και σε 30 περίπου ακόμα, στην υπόλοιπη Βοιωτία.
Οι Αρβανίτες αυτοί προέρχονταν κυρίως από τη Μαγνησία και την υπόλοιπη Θεσσαλία όπου είχαν επεκταθεί οι Σέρβοι.
Αλλά και οι (Αρβανίτες) Λιόσηδες κι ένα μέρος από τους Μαλακασαίους και τους Μαζαρακαίους, μετά την ήττα τους από τον Θωμά Πρελιούμποβιτς, εγκαταστάθηκαν στο δουκάτο της Αθήνας από τον Ραμόν ντε Βιλανόβα.
Ο Καταλανός ιππότης τους τοποθέτησε σε δεύτερη γραμμή άμυνας που προστάτευε την Αττική από τη βόρεια και τη δυτική πλευρά. Οι Λιόσηδες εγκαταστάθηκαν στο Κατάδεμα: στα Λιόσια, το Καματερό και τη Χασιά γι να προστατεύσουν το λεκανοπέδιο από τον δρόμο του Θριασίου και τον δρόμο της Φυλής.
Να σημειώσουμε εδώ ότι το Δέμα (Δέσις ή Κατάδεμα) βρίσκεται δυτικά των σημερινών Άνω Λιοσίων και από εκεί ελεγχόταν η δυτική πλευρά της Αττικής. Στην αρχαιότητα, το Δέμα ήταν τείχος, μήκους περίπου 4 χλμ. στην είσοδο του λεκανοπεδίου, μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το Κατάδεμα άλλαξε όνομα και πήρε αυτό των Λιόσα, ενώ το Καματερό και η Χασιά, διατήρησαν τα ονόματά τους.
Άλλοι Λιόσηδες και Μαζαρακαίοι εγκαταστάθηκαν στο δερβένι της Φυλής (σχετικά τα τοπωνύμια Μαζαράκι και Λιοσάτι). Ίσως δε στη φάρα των Λιόσα ανήκε ο Κριεκούκιας, ο αρχηγός των οικιστών του φερώνυμου χωριού (Κριεκούκι ή Ερυθρές) που προστάτευε την έξοδο του προς την πλευρά του Ασωπού. Τέλος, οι Μαλακασαίοι εγκαταστάθηκαν σε επίκαιρη θέση στην ανατολική πλευρά, στην είσοδο της Αττικής από το διάσελο μεταξύ Πάρνηθας και Μαυροβουνιού.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πρώτη μαζική εγκατάσταση Αρβανιτών στην Αττική έγινε γύρω στο 1382 από τους Καταλανούς.
Με την ημερομηνία αυτή, συμφωνεί και ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο οποίος στην «Επετηρίδα του Παρνασσού» (1896), σε κείμενο με τίτλο «Η Ονοματολογία της Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών», θεωρεί ως απαρχή της εγκατάστασης των Αρβανιτών στην Αττική το 1382 και ως έτος αθρόας εγκατάστασής τους, το 1402.
Με την εξάπλωση των Αρβανιτών στην Αττική και τοπωνύμια τα οποία ,άλλα ορθά και άλλα εσφαλμένα θεωρούνται αρβανίτικα, θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας τις επόμενες ημέρες στο protothema.gr.
Πηγές:
Κώστας Η. Μπίρης, «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, 2005.
Αλέξανδρος Ηρ. Γέροντας, «Οι Αρβανίτες της Αττικής», Αθήνα, 1984.
Φερντινάντ Γκρεγκορόβιους, «Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών», Εκδόσεις Κριτική, 1994.
William Miller, «Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566)», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1990.
Δημήτριος Καμπούρογλου, «Ιστορία των Αθηναίων», εκδόσεις Πελεκάνος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών