Η αλβανική κοινωνία δεν φάνηκε να εξωτερικεύει μαζικές και έντονα αρνητικές αντιδράσεις στην ένωση της χώρας της με την Ιταλία. Στις 7 Απριλίου 1939 ο ιταλικός στρατός αρχίζει να αποβιβάζεται στα λιμάνια της χώρας. Μέσα σε τρεις μέρες ελέγχει όλη την επικράτεια. Ο βασιλιάς Ζώγου ανατρέπεται από την «Εθνική Ένωση» και αναζητά καταφύγιο στην Ελλάδα.
Το αλβανικό κράτος αποχωρεί (14 Απριλίου 1939) από την Κοινωνία των Εθνών και η Συντακτική Εθνοσυνέλευση των Τιράνων προσφέρει το «στέμμα του Σκενδέρμπεη» στον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρα – Εμμανουήλ και τους διαδόχους του (12 Απριλίου 1939). Σε λιγότερο από δύο μήνες ο αλβανικός στρατός ενσωματώνεται στον ιταλικό (3 Ιουλίου) και εντατικοποιείται η εκπαίδευσή του. Στις 16 Μαρτίου 1940, ο Αλβανός πρωθυπουργός Μουσταφά Κρούγια, θα διευκρινίσει, ότι η Αλβανία παραμένει κράτος ανεξάρτητο και κυρίαρχο. Η αλβανική βουλή, μετά από πύρινους λόγους των μελών της κατά των Συμμάχων, εγκρίνει στις 4 Ιουλίου 1940 τον περιβόητο νόμο 319 όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως, «το Αλβανικόν Βασίλειον αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται εις πόλεμον με εκείνα τα κράτη, με τα οποία το Βασίλειον της Ιταλίας θα ευρεθή εις πόλεμον (…)».
Πριν την εισβολή στην Ελλάδα, οι ιταλικές αρχές, έχουν στραμμένη την προσοχή τους και στον ελληνικό πληθυσμό τον οποίο προσπαθούν να τον εκφοβίσουν με φυλακίσεις και εξορίες. Στο ΧΧV Σώμα Στρατού «Τσαμουριά», συμμετέχουν Αλβανοί από μονάδες του τακτικού στρατού και των μελανοχιτώνων. Σε άλλες περιπτώσεις στρατολογούνται εθελοντές και άτακτοι με σκοπό να πάρουν «το δίκιο» του Νταούτ Χότζα που «δολοφόνησε ο Έλληνας». Όσοι εντάσσονται σε αυτά τα σώματα ενισχύονται οικονομικά και τιμούνται προκαταβολικά με τις δάφνες της «πολεμικής πρωτοπορίας»!
Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς της Αθήνας, κηρύσσει την Αλβανία, εχθρικό κράτος. Ταυτόχρονα προσπαθεί να αποφεύγει αναφορές στο Ηπειρωτικό ζήτημα ή πράξεις που θα έθιγαν την αλβανική κυριαρχία. Συμφώνως και «προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, (σ.σ. ο Ελληνικός Στρατός) ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…». Η ελληνική πλευρά προσδοκούσε στην ανυπακοή των αλβανικών στρατευμάτων και στην έκρηξη εξέγερσης εναντίον των Ιταλών. Με το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου «αι Ιταλικαί στρατιωτικαί Αρχαί εδημοσίευσαν κατάλογον των εν Αλβανία ενταφιασθέντων εις στρατιωτικά νεκροταφεία (…) οι Αλβανοί νεκροί ανέρχονται κατά την περίοδον εκείνην εις 294». Οι βόρειοι Ηπειρώτες που συμμετείχαν στον Ελληνικό Στρατό αλλά και χιλιάδες άμαχοι, τον ακολουθούν στην οπισθοχώρησή του, ώστε να αποφύγουν τις φυλακίσεις και τις εξορίες άλλων συντοπιτών τους. Από αυτούς κάποιοι θα διαφύγουν αρχικά προς την Αίγυπτο ή αργότερα και στην Ιταλία, για να ενταχθούν στα εκεί τμήματα του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Άλλοι θα ενταχθούν σε διάφορες ελλαδικές αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην ίδια τη βόρεια Ήπειρο γίνονται προσπάθειες για την δημιουργία ενιαίας τοπικής αντάρτικης οργάνωσης. Αρχίζουν οι συναντήσεις στη Χιμάρα, τα Ριζά, τη Δρυϊνούπολη, τη Λυντζουριά, τη Ζαγοριά, το Πωγώνι, το Λεσκοβίκι, την Κορυτσά κ.ά. Σχηματίζονται οι πρώτες ομάδες ενόπλων υπό τον Θύμιο Λώλη και τους Λύτη, Βιδέλη, Κόκκαλη, Παπανδρέου κ.ά. Το 1942 εμφανίζεται ως ενιαία οργάνωση το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου. Το ΜΑΒΗ προσδιορίζει ως αντιπάλους του τους στρατούς της Ιταλίας και της Αλβανίας, τάσσεται υπέρ των Συμμάχων και ορίζει ως στόχο του την απελευθέρωση της βόρειας Ηπείρου.
Κατά τη διάρκεια του 1943 οι σχέσεις ανάμεσα στις ένοπλες αλβανικές ομάδες εκτραχύνονται. Τα μέλη των συμμαχικών αποστολών της Βρετανίας και των ΗΠΑ εκφράζουν την άποψη πως, οι αντάρτες του «Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού», σκοπεύουν να εκμηδενίσουν όλες τις άλλες αντιστασιακές ομάδες. Αρχίζουν οι ένοπλες αντιπαραθέσεις στις οποίες θα επικρατήσει κατά το επόμενο έτος η οργάνωση του Ενβέρ Χότζα.
Με τις χοτζικές δυνάμεις συνεργάζεται ήδη το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) της (νότιας) Ηπείρου, το οποίο και στέλνει στελέχη του ώστε να πείσουν οργανωμένες ένοπλες ομάδες βόρειων Ηπειρωτών να μην δρουν αυτόνομα. Προτάσσουν τον κοινό αντιαξονικό αγώνα των λαών της Ευρώπης υπό την πρωτοκαθεδρία των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τις προτρέπουν να ενταχθούν στις δυνάμεις των οποίων ηγείται ο Ενβέρ Χότζα.
Στις αρχές Αυγούστου του 1943, ιταλικές στρατιωτικές μονάδες και συνεργάτες τους, αρχίζουν να εξοντώνουν τα άτομα που λίγο καιρό πριν είχαν ενταχθεί στο ΜΑΒΗ. Η οργάνωση θα θρηνήσει πάνω από τριανταπέντε νεκρούς, σε όλη την περιοχή του Αργυροκάστρου. Στη σφαγή της Γλύνας ως φυσικοί αυτουργοί κατηγορούνται οι άντρες του Μπαλί Κομπετάρ, οργάνωση την οποία, εκείνη την περίοδο, οι Σύμμαχοι αναγνώριζαν ως αντιαξονική! Οι παρτιζάνοι του Ενβέρ Χότζα, θα δώσουν τη χαριστική βολή στο ΜΑΒΗ. Συλλαμβάνουν και εκτελούν δύο ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, τον Βασίλη Σαχίνη από τη Δούβιανη και τον Ιωάννη Γκίκα από τη Γλύνα. Οι υπόλοιπες ομάδες του ΜΑΒΗ στις επαρχίες του Βούρκου και των Ριζών καθώς και των χωριών απέναντι από το Αργυρόκαστρο, μένουν ασυντόνιστες. Χοτζικοί και φιλοαξονικοί συνεχίζουν ξεχωριστά τις συλλήψεις και τις δολοφονίες αντιστασιακών και τις καταστροφές χωριών. Την τύχη του Σαχίνη και του Γκίκα θα έχουν και οι ηγέτες της Χιμάρας, Μπολάνος, Γκικόπουλος, Κιτσούλης, Σπυρομίλιος κ.ά.
Όλο αυτό το διάστημα, γίνονται προσπάθειες που αρχικό σκοπό έχουν την συνεννόηση και την συνεργασία αλλά ουσιαστικό την διείσδυση και την απορρόφηση των ένοπλων ομάδων. Η σύσκεψη της 1ης Αυγούστου 1943 που έλαβε χώρα στην Επισκοπή, προπαρασκευάστηκε από το ελλαδικό ΕΑΜ και το αλβανικό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης. Σε αυτήν πήραν μέρος μεμονωμένα ηγετικά στελέχη του ΜΑΒΗ τα οποία όμως απεχώρησαν όταν ο αλβανός εκπρόσωπος απέφυγε να τοποθετηθεί σε ζητήματα που αφορούσαν την εθνική διάσταση του αγώνα των βόρειων Ηπειρωτών.
Στις 6ης Αυγούστου, στο χωριό Κουρά (Κρα), οι βόρειοι Ηπειρώτες συναντώνται με τους αντιπροσώπους της δεύτερης μεγαλύτερης ελλαδική αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΔΕΣ. Η συζήτηση που αναπτύσσεται αφορά τη δημιουργία ένοπλων σωμάτων, τα οποία δεν θα έχουν κανέναν οργανωτικό δεσμό με το αλβανικό κίνημα του Ενβέρ Χότζα. Στις 8 Αυγούστου στο Συνέδριο της Μεμόραχης, οι οπλαρχηγοί των Αγίων Σαράντα υποστήριξαν τη θέση αυτή. Παράλληλα δεν ήταν αρνητικοί στη συνεργασία με την αντιαξονική κίνηση του Ενβέρ Χότζα, θέτοντας εγγράφως δύο απαραίτητες προϋποθέσεις:
«1) οργανωτική ανεξαρτησίαν του βορειοηπειρωτικού κινήματος αντιστάσεως.
2) αναγνώρισιν εκ μέρους των Αλβανών του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως εις τον λαόν της Βορείου Ηπείρου, συμφώνως προς τας συμμαχικάς διακηρύξεις».
Στις 10 του ίδιου μήνα, υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης, όπου οι εντεταλμένοι του ενβερικού κινήματος αποδέχονται σε γενικές γραμμές την αυτονομία των ενόπλων δυνάμεων των βόρειων Ηπειρωτών και το δικαίωμά του πληθυσμού για αυτοδιάθεση «μετά τον αγώνα». Η συμφωνία αυτή θα ισχύσει για όσο διάστημα θα γίνεται σεβαστός ο συμβιβασμός του Τσλιμιτάρ Κομπετάρ με το Μπαλί Κομπετάρ. Οι ένοπλοι οπαδοί του Ενβέρ Χότζα, μετά την ιταλική παράδοση (8 Σεπτεμβρίου 1943), θα υπαναχωρήσουν και στις 26 του Νοεμβρίου καταγγέλλουν το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης. Η ιδεολογικοποίηση του αντιαξονικού αγώνα και η συκοφάντηση της ελλαδικής πλευράς, δεν θα καταστρέψει τα αυτόνομα σώματα. Αυτά θα φθαρούν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις οποίες επιδίδεται ο γερμανικός στρατός, κατά το Δεκέμβριο του 1943 και τον Ιανουάριο του 1944. Τον Φλεβάρη του 1944, θα ακολουθήσουν οι δυνάμεις των Ενβέριστών, στις οποίες συμμετέχουν πλέον και ελληνικής καταγωγής αντάρτες. Παρ’ ότι δεν τους νικούν στη μάχη, τα αυτόνομα σώματα των Ηπειρωτών θα διαλυθούν εν τέλει και οι μαχητές τους θα ενταχθούν κατά ένα μέρος στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ Θεσπρωτίας και κατά το άλλο στις ομάδες του Ενβέρ Χότζα. Σ’ αυτό συμβάλουν οι επιλεκτικές εξολοθρεύσεις αλλά και οι υποσχέσεις περί χρήσης του δικαιώματος της Αυτοδιάθεσης με τη λήξη του πολέμου. Ο ίδιος ο Λευτέρης Τάλιος, ηγέτης ήδη σε ομάδα ενβεριστών ανταρτών σε λόγο του στις 8 Αυγούστου 1943, στη Συνδιάσκεψη της Μεμόραχης, είχε δηλώσει πως, «στο τέλος του πολέμου θα αποφασίσουμε με βάση την αρχή της Αυτοδιάθεσης των λαών για την ελευθερία μας και την ένωσή μας ή όχι με την Ελλάδα…». Παρόμοιες είναι και οι δηλώσεις των αλβανών συντρόφων του όταν μιλούσαν σε συγκεντρώσεις στα ελληνικά χωριά.
Όταν κατά το δεύτερο μισό του 1944 εδραιώνονται οι οπαδοί του Ενβερ Χότζα και τα πολιτικά πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν, ξεκινούν οι ατομικές και ομαδικές αυτομολήσεις βορειοηπειρωτών ανταρτών και ανεξάρτητων προσωπικοτήτων προς το ελλαδικό κράτος. Όσοι δεν τα καταφέρνουν θα συλληφθούν, θα κλειστούν στις φυλακές όπου και υφίστανται βασανιστήρια και στο τέλος, μετά από σύντομες εικονικές δίκες, θα οδηγηθούν σε άλλες φυλακές, εξορίες ή θα αντικρύσουν τους εκτελεστές τους, στην περιοχή του Γκρεχωτίου.
Κώστας Δημητρόπουλος
Δρ. Κοινωνιολογίας
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το αλβανικό κράτος αποχωρεί (14 Απριλίου 1939) από την Κοινωνία των Εθνών και η Συντακτική Εθνοσυνέλευση των Τιράνων προσφέρει το «στέμμα του Σκενδέρμπεη» στον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρα – Εμμανουήλ και τους διαδόχους του (12 Απριλίου 1939). Σε λιγότερο από δύο μήνες ο αλβανικός στρατός ενσωματώνεται στον ιταλικό (3 Ιουλίου) και εντατικοποιείται η εκπαίδευσή του. Στις 16 Μαρτίου 1940, ο Αλβανός πρωθυπουργός Μουσταφά Κρούγια, θα διευκρινίσει, ότι η Αλβανία παραμένει κράτος ανεξάρτητο και κυρίαρχο. Η αλβανική βουλή, μετά από πύρινους λόγους των μελών της κατά των Συμμάχων, εγκρίνει στις 4 Ιουλίου 1940 τον περιβόητο νόμο 319 όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως, «το Αλβανικόν Βασίλειον αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται εις πόλεμον με εκείνα τα κράτη, με τα οποία το Βασίλειον της Ιταλίας θα ευρεθή εις πόλεμον (…)».
Πριν την εισβολή στην Ελλάδα, οι ιταλικές αρχές, έχουν στραμμένη την προσοχή τους και στον ελληνικό πληθυσμό τον οποίο προσπαθούν να τον εκφοβίσουν με φυλακίσεις και εξορίες. Στο ΧΧV Σώμα Στρατού «Τσαμουριά», συμμετέχουν Αλβανοί από μονάδες του τακτικού στρατού και των μελανοχιτώνων. Σε άλλες περιπτώσεις στρατολογούνται εθελοντές και άτακτοι με σκοπό να πάρουν «το δίκιο» του Νταούτ Χότζα που «δολοφόνησε ο Έλληνας». Όσοι εντάσσονται σε αυτά τα σώματα ενισχύονται οικονομικά και τιμούνται προκαταβολικά με τις δάφνες της «πολεμικής πρωτοπορίας»!
Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς της Αθήνας, κηρύσσει την Αλβανία, εχθρικό κράτος. Ταυτόχρονα προσπαθεί να αποφεύγει αναφορές στο Ηπειρωτικό ζήτημα ή πράξεις που θα έθιγαν την αλβανική κυριαρχία. Συμφώνως και «προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, (σ.σ. ο Ελληνικός Στρατός) ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…». Η ελληνική πλευρά προσδοκούσε στην ανυπακοή των αλβανικών στρατευμάτων και στην έκρηξη εξέγερσης εναντίον των Ιταλών. Με το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου «αι Ιταλικαί στρατιωτικαί Αρχαί εδημοσίευσαν κατάλογον των εν Αλβανία ενταφιασθέντων εις στρατιωτικά νεκροταφεία (…) οι Αλβανοί νεκροί ανέρχονται κατά την περίοδον εκείνην εις 294». Οι βόρειοι Ηπειρώτες που συμμετείχαν στον Ελληνικό Στρατό αλλά και χιλιάδες άμαχοι, τον ακολουθούν στην οπισθοχώρησή του, ώστε να αποφύγουν τις φυλακίσεις και τις εξορίες άλλων συντοπιτών τους. Από αυτούς κάποιοι θα διαφύγουν αρχικά προς την Αίγυπτο ή αργότερα και στην Ιταλία, για να ενταχθούν στα εκεί τμήματα του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Άλλοι θα ενταχθούν σε διάφορες ελλαδικές αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην ίδια τη βόρεια Ήπειρο γίνονται προσπάθειες για την δημιουργία ενιαίας τοπικής αντάρτικης οργάνωσης. Αρχίζουν οι συναντήσεις στη Χιμάρα, τα Ριζά, τη Δρυϊνούπολη, τη Λυντζουριά, τη Ζαγοριά, το Πωγώνι, το Λεσκοβίκι, την Κορυτσά κ.ά. Σχηματίζονται οι πρώτες ομάδες ενόπλων υπό τον Θύμιο Λώλη και τους Λύτη, Βιδέλη, Κόκκαλη, Παπανδρέου κ.ά. Το 1942 εμφανίζεται ως ενιαία οργάνωση το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου. Το ΜΑΒΗ προσδιορίζει ως αντιπάλους του τους στρατούς της Ιταλίας και της Αλβανίας, τάσσεται υπέρ των Συμμάχων και ορίζει ως στόχο του την απελευθέρωση της βόρειας Ηπείρου.
Κατά τη διάρκεια του 1943 οι σχέσεις ανάμεσα στις ένοπλες αλβανικές ομάδες εκτραχύνονται. Τα μέλη των συμμαχικών αποστολών της Βρετανίας και των ΗΠΑ εκφράζουν την άποψη πως, οι αντάρτες του «Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού», σκοπεύουν να εκμηδενίσουν όλες τις άλλες αντιστασιακές ομάδες. Αρχίζουν οι ένοπλες αντιπαραθέσεις στις οποίες θα επικρατήσει κατά το επόμενο έτος η οργάνωση του Ενβέρ Χότζα.
Με τις χοτζικές δυνάμεις συνεργάζεται ήδη το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) της (νότιας) Ηπείρου, το οποίο και στέλνει στελέχη του ώστε να πείσουν οργανωμένες ένοπλες ομάδες βόρειων Ηπειρωτών να μην δρουν αυτόνομα. Προτάσσουν τον κοινό αντιαξονικό αγώνα των λαών της Ευρώπης υπό την πρωτοκαθεδρία των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τις προτρέπουν να ενταχθούν στις δυνάμεις των οποίων ηγείται ο Ενβέρ Χότζα.
Στις αρχές Αυγούστου του 1943, ιταλικές στρατιωτικές μονάδες και συνεργάτες τους, αρχίζουν να εξοντώνουν τα άτομα που λίγο καιρό πριν είχαν ενταχθεί στο ΜΑΒΗ. Η οργάνωση θα θρηνήσει πάνω από τριανταπέντε νεκρούς, σε όλη την περιοχή του Αργυροκάστρου. Στη σφαγή της Γλύνας ως φυσικοί αυτουργοί κατηγορούνται οι άντρες του Μπαλί Κομπετάρ, οργάνωση την οποία, εκείνη την περίοδο, οι Σύμμαχοι αναγνώριζαν ως αντιαξονική! Οι παρτιζάνοι του Ενβέρ Χότζα, θα δώσουν τη χαριστική βολή στο ΜΑΒΗ. Συλλαμβάνουν και εκτελούν δύο ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, τον Βασίλη Σαχίνη από τη Δούβιανη και τον Ιωάννη Γκίκα από τη Γλύνα. Οι υπόλοιπες ομάδες του ΜΑΒΗ στις επαρχίες του Βούρκου και των Ριζών καθώς και των χωριών απέναντι από το Αργυρόκαστρο, μένουν ασυντόνιστες. Χοτζικοί και φιλοαξονικοί συνεχίζουν ξεχωριστά τις συλλήψεις και τις δολοφονίες αντιστασιακών και τις καταστροφές χωριών. Την τύχη του Σαχίνη και του Γκίκα θα έχουν και οι ηγέτες της Χιμάρας, Μπολάνος, Γκικόπουλος, Κιτσούλης, Σπυρομίλιος κ.ά.
Όλο αυτό το διάστημα, γίνονται προσπάθειες που αρχικό σκοπό έχουν την συνεννόηση και την συνεργασία αλλά ουσιαστικό την διείσδυση και την απορρόφηση των ένοπλων ομάδων. Η σύσκεψη της 1ης Αυγούστου 1943 που έλαβε χώρα στην Επισκοπή, προπαρασκευάστηκε από το ελλαδικό ΕΑΜ και το αλβανικό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης. Σε αυτήν πήραν μέρος μεμονωμένα ηγετικά στελέχη του ΜΑΒΗ τα οποία όμως απεχώρησαν όταν ο αλβανός εκπρόσωπος απέφυγε να τοποθετηθεί σε ζητήματα που αφορούσαν την εθνική διάσταση του αγώνα των βόρειων Ηπειρωτών.
Στις 6ης Αυγούστου, στο χωριό Κουρά (Κρα), οι βόρειοι Ηπειρώτες συναντώνται με τους αντιπροσώπους της δεύτερης μεγαλύτερης ελλαδική αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΔΕΣ. Η συζήτηση που αναπτύσσεται αφορά τη δημιουργία ένοπλων σωμάτων, τα οποία δεν θα έχουν κανέναν οργανωτικό δεσμό με το αλβανικό κίνημα του Ενβέρ Χότζα. Στις 8 Αυγούστου στο Συνέδριο της Μεμόραχης, οι οπλαρχηγοί των Αγίων Σαράντα υποστήριξαν τη θέση αυτή. Παράλληλα δεν ήταν αρνητικοί στη συνεργασία με την αντιαξονική κίνηση του Ενβέρ Χότζα, θέτοντας εγγράφως δύο απαραίτητες προϋποθέσεις:
«1) οργανωτική ανεξαρτησίαν του βορειοηπειρωτικού κινήματος αντιστάσεως.
2) αναγνώρισιν εκ μέρους των Αλβανών του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως εις τον λαόν της Βορείου Ηπείρου, συμφώνως προς τας συμμαχικάς διακηρύξεις».
Στις 10 του ίδιου μήνα, υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης, όπου οι εντεταλμένοι του ενβερικού κινήματος αποδέχονται σε γενικές γραμμές την αυτονομία των ενόπλων δυνάμεων των βόρειων Ηπειρωτών και το δικαίωμά του πληθυσμού για αυτοδιάθεση «μετά τον αγώνα». Η συμφωνία αυτή θα ισχύσει για όσο διάστημα θα γίνεται σεβαστός ο συμβιβασμός του Τσλιμιτάρ Κομπετάρ με το Μπαλί Κομπετάρ. Οι ένοπλοι οπαδοί του Ενβέρ Χότζα, μετά την ιταλική παράδοση (8 Σεπτεμβρίου 1943), θα υπαναχωρήσουν και στις 26 του Νοεμβρίου καταγγέλλουν το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης. Η ιδεολογικοποίηση του αντιαξονικού αγώνα και η συκοφάντηση της ελλαδικής πλευράς, δεν θα καταστρέψει τα αυτόνομα σώματα. Αυτά θα φθαρούν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις οποίες επιδίδεται ο γερμανικός στρατός, κατά το Δεκέμβριο του 1943 και τον Ιανουάριο του 1944. Τον Φλεβάρη του 1944, θα ακολουθήσουν οι δυνάμεις των Ενβέριστών, στις οποίες συμμετέχουν πλέον και ελληνικής καταγωγής αντάρτες. Παρ’ ότι δεν τους νικούν στη μάχη, τα αυτόνομα σώματα των Ηπειρωτών θα διαλυθούν εν τέλει και οι μαχητές τους θα ενταχθούν κατά ένα μέρος στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ Θεσπρωτίας και κατά το άλλο στις ομάδες του Ενβέρ Χότζα. Σ’ αυτό συμβάλουν οι επιλεκτικές εξολοθρεύσεις αλλά και οι υποσχέσεις περί χρήσης του δικαιώματος της Αυτοδιάθεσης με τη λήξη του πολέμου. Ο ίδιος ο Λευτέρης Τάλιος, ηγέτης ήδη σε ομάδα ενβεριστών ανταρτών σε λόγο του στις 8 Αυγούστου 1943, στη Συνδιάσκεψη της Μεμόραχης, είχε δηλώσει πως, «στο τέλος του πολέμου θα αποφασίσουμε με βάση την αρχή της Αυτοδιάθεσης των λαών για την ελευθερία μας και την ένωσή μας ή όχι με την Ελλάδα…». Παρόμοιες είναι και οι δηλώσεις των αλβανών συντρόφων του όταν μιλούσαν σε συγκεντρώσεις στα ελληνικά χωριά.
Όταν κατά το δεύτερο μισό του 1944 εδραιώνονται οι οπαδοί του Ενβερ Χότζα και τα πολιτικά πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν, ξεκινούν οι ατομικές και ομαδικές αυτομολήσεις βορειοηπειρωτών ανταρτών και ανεξάρτητων προσωπικοτήτων προς το ελλαδικό κράτος. Όσοι δεν τα καταφέρνουν θα συλληφθούν, θα κλειστούν στις φυλακές όπου και υφίστανται βασανιστήρια και στο τέλος, μετά από σύντομες εικονικές δίκες, θα οδηγηθούν σε άλλες φυλακές, εξορίες ή θα αντικρύσουν τους εκτελεστές τους, στην περιοχή του Γκρεχωτίου.
Κώστας Δημητρόπουλος
Δρ. Κοινωνιολογίας
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών