Όταν πριν από το Πάσχα ο Χρήστος Παπουτσάκης μου έστειλε, άδετα ακόμη, τα τυπογραφικά της ποιητικής συλλογής του Ανδρέα Ζαρμπαλά («101 Ποιήματα για μια χούφτα τόπο, 1970-1991»), το ίδιο βράδυ και πριν καλά – καλά τελειώσω την πρώτη ανάγνωση, τον πήρα στο τηλέφωνο, για να του εκφράσω την έκπληξή μου και τη συγκίνησή μου – και επικαλούμαι γι’ αυτό τη μαρτυρία του.
-Δηλαδή, μου λέει, εγεννήθη ημίν ποιητής;
Του είπα: «Δεν ξέρω τι νόημα μπορεί να έχει αυτή η φράση, έτσι διατυπωμένη. Είμαι, όμως σίγουρος πως ο Αντρέας Ζαρμπαλάς είναι γεννημένος ποιητής.
Και θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω εδώ πως το εννοώ, χωρίς να εμπλακώ και να σας εμπλέξω στο παλιό σχολαστικό ερώτημα αν ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται. Εδώ και μερικούς αιώνες πάντως, οι ποιητές γίνονται από τα υλικά που τους προσφέρει η παιδεία (η ποιητική και η άλλη), είναι poeta docti – πεπαιδευμένος και, είναι μέσα στις αρμοδιότητες του (κριτικού) αναγνώστη να ξεδιαλύνει τις ποιητικές φωνές, που ενορχηστρώνονται στην ποίησή του και να επισημάνει τους ενδιάμεσους, που τον διαμόρφωσαν και τον βοήθησαν να εκφραστεί.
Έχω την εντύπωση ότι η ιδιοτυπία της ποίησης του Ζαρμπαλά βρίσκεται στον ιδιαίτερο τρόπο λειτουργίας της: υποχρεώνει τον αναγνώστη – στο μεγαλύτερο και το καλύτερο μέρος της – να κινηθεί κατευθείαν προς τον κόσμο – τα πράγματα και τις καταστάσεις, απ’ όπου πηγάζει (κι απ’ όπου μας έρχεται ο ποιητής), χωρίς τους ποιητικούς ενδιάμεσους. Ή τουλάχιστον είναι τόσο έντονη «η φωνή των πραγμάτων» μέσα σ’ αυτήν («ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων», θα μπορούσα να πω και να ακριβολογήσω) ώστε επικαλύπτει τις συνοδευτικές ποιητικές φωνές – αν υπάρχουν και όπου υπάρχουν.
Πρόκειται για έναν κόσμο, που μας αιφνιδιάζει. Όχι πως μας ήταν ανέκαθεν γνωστός. Αντίθετα, κάποτε μας ήταν πολύ οικείος, αλλά εδώ και ογδόντα περίπου χρόνια – κοντά τρεις γενιές – είχε αποκοπεί από τον ελληνικό κορμό και είχε υποχρεωθεί αρχικά σε πλήρη στασιμότητα – λες και είχε παγώσει ο χρόνος – και ύστερα, για σαράντα χρόνια είχε στερηθεί από κάθε επικοινωνία, αφού κατά μήκος των συνόρων είχαν υψωθεί φράχτες με ηλεκτροφόρα σύρματα. Ποιοι τους θυμόντουσαν από μας που είχαμε γείρει από τούτο το πλευρό «ανίδεοι και χορτάτοι;»
Κι ακόμα πιο πολύ: ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα σε κείνη την πνιγερή απομόνωση, την καταπίεση και την αθλιότητα, η ελληνική γλώσσα είχε κατορθώσει όχι μονάχα να επιζήσει, αλλά και να επιτελεί την πιο ακραία και την πιο φίνα λειτουργία της, που είναι η ποιητική λειτουργία; Και μάλιστα για να εκφράσει όχι μόνο τη δυστυχία , αλλά και τα «κινήματα της ψυχής», τα όνειρα και το παράπονο και την αξιοπρέπεια ενός λαού, που ξένοι και δικοί σχεδόν τον είχαν λησμονήσει.
Πάντως, να ξέρετε
Δεν μένουμε έξω από την πόρτα του κόσμου
Να ζητιανέψουμε λίγη πατρίδα
Οι πατησιές της ιστορίας στάζουν αίμα.
Τρεις γενιές τώρα το μαζεύουμε στις χούφτες μας,
Ποτίζουμε ένα όνειρο
Όπως ποτίζουμε μια λεμονιά στην πέτρινη αυλή μας.
Κι αν καμιά φορά θα χτυπήσουμε την πόρτα του κόσμου
Δεν είναι που κουραστήκαμε,
Είναι που θέλουμε να κολλήσομε πάνω της
Τη ματωμένη μας παλάμη,
Έτσι, όπως θα σημαδεύαμε με κόκκινο
Την πόρτα ενός προδότη.
Ο κόσμος, λοιπόν, του Ζαρμπαλά, είναι ένας κόσμος κλειστός, όχι μονάχα με τη σημασία του αποκλεισμένου, αλλά και με την άλλη: έχει δηλαδή απόλυτη ενότητα: ιστορικής μοίρας και ιστορικής μνήμης, γεωγραφικής συνοχής και ιδιαιτερότητας, πολιτιστικής ταυτότητας και εσωτερικής ζωής. Σ’ αυτόν τον κόσμο είναι οργανικά ενταγμένος και ο ποιητής. Πρόκειται βέβαια για τον κόσμο της Βορείου Ηπείρου, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Με ένα όνομα ωστόσο που το κακοποίησε η μετεμφυλιακή ρητορεία – αμφοτερόπλευρα καθώς το συνέδεε με ποικίλους συνειρμούς. Ας τους αφήσουμε αυτούς στην άκρη.
Αυτή, λοιπόν, η περιοχή ήταν η πρώτη που γνώρισε το τραύμα του ακρωτηριασμού, της αποκοπής της δηλαδή από τον εθνικό κορμό (το 1914 αμέσως μετά την απελευθέρωσή της και το σύντομο αυτονομιστικό της κίνημα, όταν ιδρύθηκε το αλβανικό κράτος) – ένα τραύμα, που διαρκώς αιμορραγεί στην ποίηση του Ζαρμπαλά, ακόμα και στις πιο τρυφερές ή τις ιδιωτικές του στιγμές:
Όλον τον Μάη και τον Θερτή μη με ψάχνετε,
είμαι ανάμεσα Μπουλιαράτι και Λόγγο,
μ’ έχουν καλεσμένο οι παπαρούνες
στο κόκκινο πανηγύρι τους.
Περπατώ
και το αίμα μου φτάνει ως τον αστράγαλο.
Ή
Όλη τη νύχτα
ένα σκυλί ούρλιαζε στη γειτονιά με το κεφάλι ψηλά.
Μπορεί να ήταν λιουρητό σκυλιού,
μπορεί κι η φωνή του κατακαημένου τόπου μου.
……….
Όλη τη νύχτα,
το φεγγάρι έμεινε καρφωμένο στον ουρανό
κι είχε έναν κίτρινο κύκλο γύρω του,
όπως το μάτι της αϋπνίας.
Ή πάλι εκείνο το συγκλονιστικό βίωμα, το μοναδικό, με τη βαθιά νοσταλγία, καθώς ο ποιητής αντικρίζει την Κέρκυρα από την ακτή των Αγίων Σαράντα – ένα θαλλάσιο στενό, δυο οργιές, που είναι όμως αδύνατο να το διαπλεύσει, επί ποινή θανάτου:
Πλησίασε και λίγο, λοιπόν και λίγο,
να πιάσω ένα κλωνάρι απ’ τις ελιές σου,
να χαϊδέψω τις στέγες των σπιτιών σου…
…Χρόνια τώρα
μια κάνη μας σημαδεύει τη ζωή ίσια στο μέτωπο...
Τι στάθηκες καημένη Κέρκυρα –
μπλάβο καράβι πέρα στ’ ανοιχτά;
Με το Ζαρμπαλά μπαίνουν στην ποίησή μας ονόματα πρωτάκουστα. Ο πόλεμος του 40 έδωσε βέβαια γεωγραφικά ονόματα του ίδιου χώρου – Τεπελένι, Κλεισούρα, Τρεμπεσίνα, Μοράβα;, κλπ – αλλά αυτά σχεδόν έχουν χάσει την ταυτότητά τους, έχουν γίνει απλώς σήματα, για να μην πω πως συχνά δεν σηματοδοτούν τίποτα. Αυτά δεν έχουν να κάνουν με τον κόσμο που λέμε. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι απουσιάζουν εντελώς από την ποίηση του Ζαρμπαλά. Τώρα μπαίνουν ονόματα που είναι βαθιά ριζωμένα στο χώμα τους, όπως ο Βούρκος, του Βουλιαράτι, η Μπίστρισσα, το Πλατοβούνι, το Βουθρωτό, η Δρόπολη, τα Ακροκεραύνια. Και ξανά μπαίνει στην ποίησή μας η Χιμάρα, που ήταν χαμένη από τον καιρό του Παλαμά: «Χιμάρα, ολόρθη, οι λύκοι!...». Μόνο, που δεν έρχεται από τις σελίδες του Παλαμά, αλλά κατεβαίνει κατευθείαν από τις πλαγιές των Ακροκεραυνίων, μαζί με τον ποιητή μας.
Η πολιτιστική παράδοση του τόπου είναι επίσης διαρκώς παρούσα και δίνει αβίαστα, πολύ συχνά, το ρυθμό της, αλλά και τα σύμβολά της, με τρόπο φυσικό, δηλαδή εν είδει καθημερινής ομιλίας, τόσο που ο ποιητής δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να τα ενισχύσει σημασιολογικά. Για παράδειγμα:
Ήρθε το 11, παιδιά!
Ποιος να ’χει την αράδα σήμερα;
Από τον καιρό του Μινώταυρου πληρώνουμε
χαράτσι!
Τις μέρες συλλογιούμαστε τον έξυπνο χωριάτη.
Πολύ αργεί, να φανεί με το φορτωμένο γαϊδούρι του!
Οι στίχοι αυτοί μπορεί να γίνουν κατανοητοί, αν διασταυρωθούν με τους άλλους του ποιήματος «Χιονισμένο Πλατοβούνι»:
Σήμερα το Πλατοβούνι
είναι μια απέραντη, κάτασπρη κόλλα χαρτί
με τις δυο σειρές τα δέντρα σαν στίχοι δεκαπεντασύλλαβοι,
δυο στίχοι μακρόσυρτοι σαν η κραυγή του στοιχειού
την ώρα που καίγονταν.
Πίσω από τα ποιήματα αυτά υπάρχει η τοπική παράδοση, για ένα στοιχειό που έτρωγε τους περαστικούς, ώσπου ένας έξυπνος χωρικός το εξόντωσε φορτώνοντας το γάιδαρό του κάρβουνο με αναμμένη ίσκα, που σιγόκαιγε. Τα ίχνη του θεριού φαίνονται ακόμα στις πλαγιές του Πλατοβουνίου.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα ποιήματα, όπως στο Αριθ. 6(σελ. 105)
Στέκω και δροσίζω τα χείλη του Γιάννου,
κι ύστερα, ήσυχα, παίρνω το Γρίβα του
και του δίνω νερό στης Μονοβύζας την Κορύτα.
όπου υπόκειται ένα παλιό ακριτικό τραγούδι, που τραγουδιέται ακόμα στα χωριά της Δερόπολης, καθώς επίσης και ο ζωντανός μύθος της Μονοβύζας.
Στης Δερόπολης τον κάμπο, μώρε Μπιρμπιλιό
δέντρος ήταν φυτρωμένος, μώρε κι αϊ μιλιό,
Με την ευκαιρία πρέπει να υπογραμμίσω ότι η δημοτική παράδοση είναι ακόμα ζωντανή σ’ αυτό το χώρο, γι’ αυτό και περνάει τόσο αβίαστα στην ποίηση του Ζαρμπαλά, που είναι αστικό φαινόμενο. Ζωντανή είναι επίσης και η νεότερη μυθολογία του τόπου:
μένουν αποκαϊδια
απ’ τη φωτιά του Δώδεκα, που έβαλε εκείνος
ή
…εκεί ανταμώνουν τις νύχτες Διάκος και Θύμιος Λιώλης
ή
…ο Βούρκος ονειρεύεται έναν άλλο Λευτέρη.
που αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για το Λευτέρη Τάλλιο, ένα ντόπιο πρωτοπαλίκαρο της Αντίστασης.
Με όλα αυτά τα στοιχεία που ανέφερα, με το γεωγραφικό χώρο, την ιστορική μνήμη και την ιστορική μοίρα αυτού του τόπου, με την πολιτιστική του παράδοση και την ιδιαίτερη μυθολογία του είναι απόλυτα ταυτισμένος ο ποιητής Ζαρμπαλάς. Κι επειδή ακριβώς είναι ποιητής γίνεται η συνείδησή του και η φωνή του – φωνή ελληνική ως τα βάθη της. Και γι’ αυτό με τόση άνεση χρησιμοποιεί το «εμείς» και ανεβοκατεβαίνει την κλίμακα από τα πιο ατομικά ως τα πιο γενικά
Ο μπάρμπα Θόδωρης, του πήραν το χωράφι
και τρελάθηκε.
Τις νύχτες με το φεγγάρι
ξεκρεμούσε την αλυσίδα του καμπαναριού,
έδενε παλιοκούτια και παφίλια
και την έσερνε πάνω στον ύπνο του χωριού
μην τύχει και ξυπνήσει τους ανθρώπους.
……
Καλέ μου, μπάρμπα Θόδωρη, περίμενε κι εμάς,
μας πήραν την πατρίδα!
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ότι το – πάντα φιλόξενο – σπίτι της Κύπρου ήταν ο πιο κατάλληλος χώρος για να φιλοξενήσει τον Ανδρέα Ζαρμπαλά. Γιατί στο βιβλίο του συνάντησα τους πιο πειστικούς στίχους, που γράφτηκαν για την Κύπρο από μη Κύπριο.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Αναδημοσίευση από το http://andreaszarmpalas.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών