Βορειοηπειρώτες: το λάβαρο της μειονότητας, ο θάνατος του μειονότη


Της ΣΟΦΙΑΣ ΜΑΞΑΚΟΥΛΗ

Είναι Έλληνας αλλά και Αλβανός, λαχταρά το πρώτο, αρχίζει και αρνείται το δεύτερο, είναι ευπρόσδεκτος αλλά και παρείσακτος, ενσωματωμένος αλλά όχι όσο θα ήθελε, αποζητά μια αναγνώριση που όλο και «σκαλώνει» σε διάφορα εθνικά συμφέροντα, ζει, εργάζεται, ονειρεύεται στην Ελλάδα αλλά στοιχειώνεται από μνήμες και πρόσωπα που τον συνδέουν, τώρα και για πάντα, με άλλης «εθνικής υφής χώματα», προσδιορίζεται από αλβανικό παρελθόν και ευσεβώς προσδοκά ελληνικό μέλλον: είναι ο ομογενής μετανάστης, ο ξένος συγγενής, κάθε μονάδα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας.

Ο σπασμένος καθρέφτης της μειονοτικής ταυτότητας
Εχοντας ζήσει υπό καθεστώς περιορισμού, υπανάπτυξης και έχοντας διανύσει περιόδους «καταστολής» στις δεκαετίες κομματικής καθεστωτικής διακυβέρνησης, ο σύγχρονος Βορειοηπειρώτης, φεύγοντας από την κοιτίδα του και ερχόμενος σε ένα κράτος που ορίζεται και αυτοπροσδιορίζεται ως μητρόπολη, θεωρεί δεδομένη την υποχρέωση ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τη χώρα υποδοχής, η οποία θέλει να πιστεύει ότι υπερασπίστηκε και θα συνεχίζει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του μειονότη της. Πρόκειται για την τέλεια ψυχολογία του θύματος: «να μου δώσουν αυτό που δικαιούμαι». Ο μειονότης τείνει να κάνει χρήση αυτού που είναι ως δυνάμει προνόμιο που τον διαφοροποιεί από τους άλλους, και κυρίως τους Αλβανούς μετανάστες. Κατά περίεργο βέβαια τρόπο, το προνόμιο αυτό, όντας τελείως αυτόκλητο και με αναφορές σε μάλλον φαντασιακές σφαίρες, πέραν φυσικά του αναγνωρισμένου ιστορικού παρελθόντος, δεν μεταφράζεται σε πρακτικές, δημόσιες και κοινωνικές καταστάσεις. Δεν παύει να είναι Αλβανός πολίτης με ελληνικό αίμα, μόνο που το αίμα δεν μπορεί να ανοίξει πύλες ενός πολιτικού και κοινωνικού παραδείσου. Ο Βορειοηπειρώτης είναι άτομο και όχι πολίτης του ελληνικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, κάτι σαν «βασιλιάς χωρίς στέμμα», προνομιούχος χωρίς προνόμια. Τείνει να πιστέψει την ίδια την ψευδαίσθηση της ιδιαιτερότητάς του όταν κάθε μέρα υπάρχει μια πραγματικότητα που του την αρνείται. Συνεπεία όλων των ανωτέρω, δείχνει να παραπαίει ανάμεσα σε δύο ελλιπείς και στη βάση τους ανολοκλήρωτες ταυτότητες, την αλβανική και την ελληνική. Δεν του επετράπη να αναπτύξει καμία από τις δύο και τώρα δεν δύναται να τις συγκεράσει, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει αυτιστικές σχεδόν συμπεριφορές, αναγωγές σε διαφορετικά κάθε φορά πράγματα.

Για τους σημερινούς σαραντάρηδες ή πενηντάρηδες, τους ανθρώπους που κλήθηκαν να ορθοποδήσουν ξανά, να δοκιμάσουν πρώτοι τη φυγή, την με κάθε μέσο, τρόπο και τίμημα έξοδο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια από τη φράση «ξένοι εκεί, ξένοι εδώ». Η μετανάστευση και η εμπειρία της έχει τον πρώτο λόγο σε σχέση με έναν υποτιθέμενο, και εννοιολογικά ακόμη τραβηγμένο, «επαναπατρισμό». Ήταν κυριολεκτικά συναισθηματικός ξεριζωμός από πόλεις και χωριά που αποτέλεσαν και αποτελούν σημείο αναφοράς σ' έναν ιδιότυπο, τοπικά προσδιορισμένο κώδικα καταγωγής. Είναι το σημείο επιστροφής νεκρών και ζωντανών: κάθε ορεινό ή μη χωριουδάκι, έτοιμο πια να χαθεί και από το χάρτη ακόμη, δεν παύει να κουβαλά τους νεκρούς του και μαζί τους ζωντανούς συγγενείς, που τους ακολουθούν στην ατέρμονη ροή μιας ζωής όπου όλοι φεύγουν και όλοι επιστρέφουν. Αν ρωτάει κανείς για τις μεγαλύτερες ηλικίες, οι φιγούρες που προβάλλουν δεν είναι παρά αποκλειστικοί κάτοικοι σε διάρια, αν όχι γκροτέσκες παρουσίες, αξιοπερίεργα κινούμενα πλάσματα σε δρόμους και γειτονιές.

Για τη νεότερη γενιά, τους φιλόδοξους, φερέλπιδες νεολαίους, τέτοιου είδους συναισθηματισμοί είναι μάλλον ανόητοι και σίγουρα ανεδαφικοί. Δεν υπάρχει χρόνος, εξάλλου ο κόσμος περιμένει να τον κατακτήσουν. Το ζητούμενο γι' αυτούς είναι η οποιασδήποτε μορφής κοινωνική καταξίωση, η ικανότητα της δίψας του «εισαχθέντος» να κατακτήσει ό,τι του στερήθηκε, σκοπίμως ή μη, να καταξιωθεί στα μάτια αυτών που τον περιφρόνησαν ή έστω τον αμφισβήτησαν.

Ελλάδα: αρκετά «ναι», πλείστα «όχι»
Μία και μόνο φράση μπορεί να χαρακτηρίσει την ελληνική στάση απέναντι στη μειονότητα: εντιμότατη σιωπή. Η ουσιαστικά απούσα κρατική παρέμβαση στα θιγόμενα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών έρχεται τώρα να «γαρνιριστεί» με επικλήσεις σε καίρια εθνικά συμφέροντα. Ανούσιοι λόγοι έρχονται να εφαρμοστούν σε μια εθνοτική ομάδα που, αν δεν έχει στη μαζικότητά της εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, συνιστά ένα μόρφωμα αδύναμο, αδιαμόρφωτο, απροσανατόλιστο, χαμένο τόσο που ούτε κομματικούς σχηματισμούς για την εκπροσώπησή του δεν μπορεί να διαμορφώσει. Κατ' άλλους δε ισχυρισμούς, το ισχυρότερο κράτος των Βαλκανίων και το μόνο με πόδι σε Ευρωπαϊκή Ενωση και ΝΑΤΟ δεν μπορεί να επιβληθεί σε αλβανικές «προκλήσεις» και κωλυσιεργίες. Η «πονεμένη Β. Ηπειρος» δεν είναι παρά μια καραμέλα, πολύ συμφέρουσα για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν θέλουν να κάνουν πατριωτικές επικλήσεις καρατζαφερικού τύπου, τέλειο δε καμουφλάζ για κρατικές μανούβρες. Η κρατική υποκρισία δεν μπορεί παρά να τροφοδοτεί και την κοινωνική καχυποψία: «Βορειοηπειρώτης = αυτός που ντρέπεται να πει ότι είναι Αλβανός». Για το ελληνικό κράτος και την κοινωνία του, ο μειονότης πέθανε, ζήτω η μειονότητα!

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά πριν 15 χρόνια στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"




Σχόλια