Η θρησκεία στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Χότζα

Η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας δεν ήταν εξαρχής επιθετική έναντι της θρησκείας αλλά αναπτύχθηκε σταδιακά περνώντας διάφορα στάδια µέχρι την κορύφωση της σύγκρουσης το 1967 µε την κήρυξη της Αθεΐας και τον διωγµό κάθε µορφής θρησκεύµατος.

Κατά την κατοχική περίοδο, το νεοϊδρυθέν τότε Κ.Κ.Α., ήθελε να πυκνώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις γραµµές του στο αγώνα κατά των κατακτητών. Ο Χότζα και το επιτελείο του είχαν µελετήσει εξαρχής τόσο την επιρροή της θρησκείας στις µάζες, όσο και τους κινδύνους που ελλόχευαν εναντίον τους από πλευράς ιερατείου και γι’ αυτό σε καµία περίπτωση δεν ήθελαν να προκαλέσουν το θρησκευτικό αίσθηµα και να δηµιουργήσουν µέτωπο κατά της θρησκείας.

Οι κοµµουνιστές προσπαθούσαν να προβάλουν τις πατριωτικές αξίες έναντι των θρησκευτικών και µε την ίδρυση του Ε.Α.Μ. Αλβανίας καλούσαν ανοιχτά όλους τους Αλβανούς αντιφασίστες να συνταχθούν στον πατριωτικό τους αγώνα ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, καταγωγής ή θρησκείας και να τους ενοποιήσουν προτάσσοντας ότι

«Θρησκεία των Αλβανών είναι η Αλβανία».

Η ανεξίθρησκη στάση των κοµµουνιστών βρήκε απήχηση στις µάζες και κυρίως στις µειονότητες των µπεκτασήδων και των ορθοδόξων που ήλπιζαν ότι σε περίπτωση επικράτησης των κοµµουνιστών θα είχαν µία δικαιότερη αντιµετώπιση από το κράτος που µέχρι τότε τους είχε στο περιθώριο.

Στο πατριωτικό κάλεσµα του Ε.Α.Μ.-Α. ανταποκρίθηκαν ακόµη και άνθρωποι του κλήρου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η στάση του Κ.Κ.Α. όχι µόνο δεν ήταν αρνητική αλλά προσπάθησε να χρησιµοποιήσει την θρησκευτική τους ιδιότητα προς όφελος του. Ενδεικτικός αυτού είναι ο διάλογος του Ενβέρ Χότζα µε έναν µπεκτάση κληρικό που παραθέτει ο ίδιος:

-«Σύντροφε, θέλω να γίνω µέλος του Κόµµατος ».
-Αυτά τα λόγια του Μπαµπά Faja με έκαναν πολύ χαρούµενο και απάντησα αµέσως: «Μπορείς και σου αξίζει απολύτως να γίνει µέλος του Κόµµατος, Μουσταφά Xhani, ως εκ τούτου, κάνε την αίτησή σου και πες τους συντρόφους του οργάνου ότι ο Ενβέρ είναι υπέρ της εισαγωγής σου. Εγώ θα σε στηρίξω σε αυτό το αίτηµα, διότι είµαι σίγουρος ότι δεν πιστεύεις σε θρησκεία, αλλά πιστεύεις µόνο στο Κόµµα.»
-«Για το Κόµµα θα πετάξω µέχρι και τα ράσα µου» είπε ο Μπάµπα Faja Martaneshi.
-«Όχι,» είπα, «θα πρέπει να κρατήσεις τα ράσα που φοράς. Αυτό δεν είναι ένα θέµα παραπλάνησης του κόσµου, αλλά φορούσες τα θρησκευτικά ράσα ως ιερέας πριν από τον πόλεµο και πριν από το σχηµατισµό του κόµµατος. Γιʼ αυτό, συνέχισε να τα φοράς, επειδή πρέπει να σεβαστούµε τα αισθήµατα των πιστών και να αξιοποιήσουµε τη συµπάθεια που έχουν οι άνθρωποι για εσάς και τον τεκέ των Martanesh. Έτσι, από τη στιγµή που είσαι αποφασισµένος για τον πόλεµο, αγαπάς το Κόµµα και σέβεσαι την εφαρµογή της γραµµής του, θα σε αποδεχτώ ως µέλος του Κόµµατος.


Με την απελευθέρωση της Αλβανίας τον Νοέµβριο του 1944 ο Χότζα και το εθνικοαπελευθερωτικό µέτωπο ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας. Πρώτο µέληµα της κυβέρνησης ήταν να τιµωρήσει όσους κατά την διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκαν µε τους καταχτητές ή µε το Legalitet και το Εθνικό Μέτωπο. Οι διώξεις αυτές ήταν πολιτικού περιεχοµένου και δεν επηρέασαν ιδιαίτερα τις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας, Εξαίρεση σε αυτό αποτέλεσε η Καθολική εκκλησία που θεωρήθηκε πως είχε ενεργό ρόλο υπέρ των κατακτητών και εχθρική στάση προς το σοσιαλιστικό καθεστώς που ήθελε να οικοδοµήσει ο Αλβανός ηγέτης.

Ο Χότζα θεωρούσε την στάση των Καθολικών πριν αλλά και κατά την περίοδο της κατοχής αντιπατριωτική και την διέκρινε από αυτή των υπολοίπων οµολογιών χωρίς όµως να κρύβει και την αντιπάθεια του για το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Ο ίδιος ανέφερε: «Η καθολική εκκλησία και ο κλήρος της ήταν εξαιρετικά συντηρητικοί, καθώς και προσαρµόσιµοι και ευέλικτοι όταν χρειαζόταν, όµως συµµαχούσαν ανέκαθεν µε τα αντιδραστικά καθεστώτα, όπως αυτά του πρίγκιπα Βίντ και του Αχµέτ Ζώγου (πράγµατι δεν δίστασαν να βάλουν το χέρι τους και στην αστικοδηµοκρατικό καθεστώς του Φαν Νόλι), καθώς και µε τους ξένους κατακτητές της Αλβανίας, στους οποίους συγκαταλέγονται οι Αυστροουγγροί, οι ιταλοί φασίστες και οι γερµανοί ναζί. Μόνο το δικό µας καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου κατάφερε να θέσει τέρµα στο κακό, στην αντιδραστική και δοσιλογική δραστηριότητα της καθολικής εκκλησίας. [ ] Αυτή ήταν η κατάσταση της ιεραρχίας της καθολικής πίστης και των πιστών της σε αυτή την χρονική περίοδο. Οι ανώτεροι ιερείς ήταν διπλοί πράκτορες του Βατικανού και των Ιταλών κατακτητών. [...]

Η µουσουλµανική θρησκεία και η ιεραρχία της δεν στάθηκε τόσο σοβαρό εµπόδιο στον αγώνα κατά των Ιταλών κατακτητών όσο η καθολική εκκλησία. Τόσο πριν την κατάκτηση της χώρος, αλλά ακόµη περισσότερο µετά από αυτήν, η ιεραρχία των µουσουλµάνων είχε µικρή επιρροή και δεν διέθετε αρκετή πείρα ώστε να µας ανησυχήσει. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν τζαµιά και χοτζάδες ελάχιστοι ήταν αυτοί που εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. [... ] Οι χοτζάδες ήταν όλοι αδαείς και κανένας από αυτούς δεν ήταν σε θέση να διαδώσει την φιλοσοφία, την αντίληψη και την ηθική του κορανίου και κανείς τους δεν κατανοούσε το Κοράνι επειδή ήταν γραµµένο σε µια ξένη γλώσσα (Αραβική). Παρότι παρέµεναν συντηρητικοί σύµφωνα µε τις παραδόσεις τους δεν είχαν ούτε την ικανότητα ούτε την πνευµατική πολιτική αντίληψη για να ασκήσουν οποιαδήποτε επιρροή µέσω της ισλαµικής σκέψης. Οι πλατιές µάζες του λαού ήταν σχεδόν απελευθερωµένες από τα δεσµά της θρησκείας, η ανάπτυξη της διανόησης στους πιστούς µουσουλµάνους ήταν πιο εκτεταµένη και υπήρχε πολύ µεγαλύτερος φιλελευθερισµός και ανεκτικότητα. Ως εκ τούτου, το έργο του Κόµµατος στην αφύπνιση του λαού για την καταπολέµηση δεν αντιµετώπισε σχεδόν κανένα σοβαρό εµπόδιο σε αυτή κατεύθυνση.

Όσον αφορά την αίρεση των µπεκτασήδων, πολλοί από τους οπαδούς της επέδειξαν πατριωτικά αισθήµατα, πολεµώντας για την απελευθέρωση της Αλβανίας. Η ίδια κατάσταση επικρατεί και µεταξύ των ορθοδόξων χριστιανών, τόσο ως προς την ιεραρχία της όσο και αναφορικά προς τους πιστούς της.

Ιστορικά ένα τµήµα της ορθόδοξης εκκλησίας, ιδιαίτερα οι απλοί παπάδες στα χωριά αλλά και ορισµένοι στις πόλεις, αυτοί που ζούσαν κοντά στον λαό και µετά την εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων άφηναν στην άκρη τα καλυµµαύκια τους και έπιαναν την τσάπα ή κάποιο άλλο εργαλείο για να εργαστούν, έχουν παλέψει και µοχθήσει για την ανεξαρτησία της εκκλησίας και κυρίως για την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στην λατρεία. Είναι αυτονόητο πως αυτές οι προσπάθειες τους προκάλεσαν την αντίδραση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα της αντιδραστικής Ελλαδικής Εκκλησίας µε την τελευταία να διαπράττει τερατώδη εγκλήµατα κατά των πατριωτών ιερέων που αγαπούσαν τον λαό, την πατρίδα και την αλβανική γλώσσα και επιζητούσαν την ανεξαρτησία της Αλβανικής εκκλησίας.» 

Είναι γεγονός πως η ιταλική κατοχή έγινε θετικά αποδεκτή από µία µεγάλη µερίδα καθολικών, οι οποίοι πίστεψαν πως ήταν η στιγµή για να βγει η καθολική κοινότητα από το περιθώριο που είχε βυθιστεί κατά τους πέντε αιώνες µουσουλµανικής κυριαρχίας. Είναι επίσης δεδοµένο πως και οι Ιταλοί κατακτητές ευνόησαν την καθολική εκκλησία όχι όµως στο βαθµό που θα περίµεναν και οι ίδιοι οι καθολικοί καθώς δεν ήθελαν να προκαλέσουν την αντίδραση της µουσουλµανικής πλειοψηφίας.

Η εύνοια όµως ήταν σίγουρα µεγαλύτερη σε σχέση µε την ορθοδοξία καθώς υπήρξαν συντονισµένες προσπάθειες να ενταχθούν στην Ουνία - προσπάθειες που οµολογουµένως δεν βρήκαν ιδιαίτερη αντίδραση και από την ηγεσία της ορθοδοξίας. Αυτά όµως δεν ήταν αρκετά για να χαρακτηρίσουν γενικευµένα την στάση των καθολικών ως αντιπατριωτική καθώς παράλληλα υπήρξαν και πλείστα παραδείγµατα αντιστασιακής δράσης µε χαρακτηριστικότερο όλων την εξέγερση στο χωριό Μιδρίστα.

Αν όµως ο αντιπατριωτισµός τον καθολικών ήταν κάτι που µπορούσε να αµφισβητηθεί, αυτό που δε θα µπορούσε να αµφισβητηθεί σε καµία περίπτωση ήταν η ξεκάθαρα αντικοµουνιστική στάση της καθολικής εκκλησίας. Ήδη πριν τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο το 1937 (19 Μαΐου) ο πάπας Πίος ΙΑ' µε αφορµή τον ισπανικό εµφύλιο, εξέδωσε την εγκύκλιο "Divinis Redemptoris", µε την οποία καταδίκαζε τον κοµµουνισµό και καλούσε τούς πιστούς και τον κλήρο της να αντισταθούν µε κάθε τρόπο στον αθεϊστικό κοµµουνιστικό κίνδυνο.  Με βάση την παπική εγκύκλιο και η καθολική εκκλησία της Αλβανίας εξέδιδε σε καθηµερινή βάση µέσω τον εντύπων της µία πλειάδα από άρθρα κατά των κοµµουνιστών. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το Κ.Κ.Α. είχε ελάχιστη διείσδυση στις καθολικές περιοχές του βορρά κατά την διάρκεια της αντίστασης.

Η στάση της καθολικής εκκλησίας έναντι των κοµµουνιστών δεν άλλαξε ούτε κατά την απελευθέρωση αποτελώντας ουσιαστικά τον µόνο οργανωµένο παράγοντα αντιπολιτευτικής πολιτικής έναντι του µετώπου. Οι ρωµαιοκαθολικοί καθ’ όλη αυτή την περίοδο παρέµειναν προσανατολισµένοι προς την δύση επιζητώντας ένα δηµοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστηµα αστικού τύπου και παράλληλα αρνούνταν οποιαδήποτε προσέγγιση µε το Ε.Α.Μ.-Α. (εν όψη των εκλογών του ∆εκεµβρίου του 1945), καθώς όπως οι ίδιοι έλεγαν οι αντιλήψεις του µετώπου έρχονταν σε σύγκρουση µε τις δικές τους θρησκευτικές αρχές.

Στο αποκορύφωµα της αντιπολιτευτικής του δραστηριότητας ο καθολικός κλήρος δηµιούργησε την παράνοµη οργάνωση «Αλβανική Ένωση» που είχε ως σκοπό να οργανώσει την ανατροπή των κοµµουνιστών.

Η εµπλοκή των καθολικών στα πολιτικά πράγµατα της Αλβανίας ήταν και ο κύριος λόγος που προκάλεσε την µήνη του καθεστώτος εναντίον τους. Ο καθολικός κλήρος θεωρήθηκε εµπνευστής µίας λαϊκής εξέγερσης που πραγµατοποιήθηκε κοντά στην Σκόδρα και κατηγορήθηκε για επαφές µε Βρετανούς και Αµερικάνους πράκτορες.

Αποτέλεσµα τούτου ήταν η εξαπόλυση ενός άγριου διωγµού κατά του ρωµαιοκαθολικού κλήρου από µεριάς της µυστικής αστυνοµίας Sigurimi που προκάλεσε τον αποδεκατισµό του. Ενδεικτικό αυτού είναι πως από τους 93 καθολικούς ιερείς που υπήρχαν στην Αλβανία το 1945 µόνο 10 συνέχιζαν να λειτουργούν πέντε χρόνια αργότερα. Από τους υπόλοιπους 24 δολοφονήθηκαν, 35 φυλακίστηκαν, 10 πέθαναν ή εξαφανίστηκαν, 3 διέφυγαν στο εξωτερικό και 11 εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους. Όλες οι διώξεις αποδόθηκαν από τον Χότζα ως αποτέλεσµα της αντεθνικής δράσης του καθολικού κλήρου.

Παράλληλα το 1946 απαγορεύτηκε η λειτουργία του τάγµατος των Ιησουιτών, ενώ τον επόµενο χρόνο την ίδια τύχη είχε και αυτό των φραγκισκανών µοναχών. Η επίσηµη τοποθέτηση του Χότζα για την δίωξη των ιησουιτών ήταν πως παρότι το κράτος του συγχώρησε την αντιπατριωτική δράση κατά την κατοχή αυτοί συνέχισαν να προσβλέπουν στην παλιά τους εξουσία. Οµοίως µε τους Ιησουίτες και οι φραγκισκανοί κατηγορούνταν ως άνθρωποι δίχως πατρίδα που έδιναν αναφορά στο Βατικανό και για το µικρότερο πράγµα.

Ανάλογες γενικευµένες διώξεις προς τις υπόλοιπες θρησκευτικές οµολογίες δεν σηµειώθηκαν κατά την πρώιµη περίοδο του κοµµουνιστικού καθεστώτος. Μάλιστα ο Χότζα εξήρε συχνά την στάση που κράτησαν οι ορθόδοξοι και οι µπεκτασήδες κατά την περίοδο της αντίστασης και τόνιζε ιδιαίτερα τον θετικό ρόλο του ιερατείου τους. Υπήρξαν όµως µεµονωµένες διώξεις προσώπων που θεωρούνταν επικίνδυνες. Ένα από αυτά τα πρόσωπα ήταν και ο επίσκοπος Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης Βησσαρίων Τζοβάνι, ο οποίος ήταν µία αµφιλεγόµενη προσωπικότητα ακόµη και για τους ίδιους τους ορθοδόξους. Το Κ.Κ.Α. υποστήριζε πως οι διώξεις αυτές αφορούσαν εγκλήµατα που είχαν διαπράξει οι διωκόµενοι ως πρόσωπα και αρνούταν κατηγορηµατικά πως είχαν κάποια σύνδεση µε την ιερατική τους ιδιότητα. Οι κατηγορίες που τους πρόσαπτε το καθεστώς αφορούσαν συνήθως αντεθνική δράση υπέρ των δυνάµεων του άξονα κατά την κατοχή ή υπέρ Ελλήνων και λοιπών δυτικών δυνάµεων µετά την απελευθέρωση.

Οι κοµµουνιστές ανήλθαν στην εξουσία χωρίς να κρύβουν τις υλιστικές τους αντιλήψεις παρόλα αυτά δεν θέλησαν να έρθουν εξαρχής σε ρήξη µε τις θρησκευτικές οµάδες της χώρας, τουλάχιστον όχι µέχρι να σταθεροποιηθεί το καθεστώς, καθώς δεν ήθελαν να προκαλέσουν τις αντιδράσεις των θρησκευόµενων. Αντιθέτως συνέχιζαν να προσπαθούν να προσεταιριστούν την θρησκεία και δη τον Χριστιανισµό καθώς στα πλαίσια της πολιτικής τους προπαγάνδας διακήρυτταν ότι ο Χριστός ήταν ο πρώτος κοµµουνιστής. Αλλά και γενικότερα η στάση των κοµµουνιστών ήταν ήπια κατά αυτή την περίοδο και δήλωναν πως ήταν πρόθυµοι να σεβαστούν τις θρησκευτικές ελευθερίες και ότι δεν ήταν πρόθεση του κράτους να εµπλακεί στα εσωτερικά ζητήµατα των θρησκευτικών κοινοτήτων.

Αυτό βέβαια δεν το έκαναν γιατί έβλεπαν µε µεγαλύτερη συµπάθεια τις θρησκείες αλλά γιατί δεν θεωρούσαν ακόµη ώριµη την περίοδο για να ληφθούν δραστικότερα µέτρα.

Ο πιστοί όµως δεν γνώριζαν τις προθέσεις του Κ.Κ.Α. και είχαν καθησυχαστεί βασιζόµενοι στις ανεξίθρησκες διακηρύξεις του. Μάλιστα θα µπορούσαµε να πούµε πως σε έναν βαθµό η αθεϊστική στάση των κοµµουνιστών θεωρούταν εν µέρει και θετική καθώς εξασφάλιζε την αµερόληπτη και ίση στάση της πολιτείας έναντι όλων των θρησκευτικών οµάδων, αντίθετα δηλαδή µε ότι ίσχυε µε τις µέχρι πρότινος κυβερνήσεις.

Μετά την οριστική επικράτηση του Ε.Α.Μ.-Α. κατά τις εκλογές του ∆εκεµβρίου του 1945 ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την θέσπιση νέου συντάγµατος. Το νέο Σύνταγµα τέθηκε σε ισχύ τον Μάρτιο του 1946 και ανακήρυσσε της Αλβανία Λαϊκή ∆ηµοκρατία απαγορεύοντας την ύπαρξη άλλων κοµµάτων πέρα από το κοµµουνιστικό. Το Σύνταγµα του 1946 ήταν ότι πιο ριζοσπαστικό είχε θεσπιστεί µέχρι τότε στην καθυστερηµένη και φεουδαρχική Αλβανία παρότι µε τις διατάξεις του τοποθετούσε κάθε οικονοµική και πολιτική δραστηριότητα υπό τον έλεγχο του κόµµατος και του κράτους.

Το Σύνταγµα καθόριζε και το νέο το νοµικό πλαίσιο που δίεπε τις σχέσεις κράτους και θρησκειών και έθετε όλους τους πολίτες της χώρας ίσους ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής ή θρησκείας. Συγκεκριµένα το άρθρο 16 ανέφερε:
  • Εγγυάται σε όλους τους υπηκόους η ελευθερία συνειδήσεως και πίστεως. Η εκκλησία είναι χωρισµένη από το κράτος.
  • Οι θρησκευτικές κοινότητες είναι ελεύθερες στα δικά τους ζητήµατα πίστεως καθώς και στην εξωτερική άσκηση και τέλεση.
  • Απαγορεύεται η Εκκλησία και η θρησκεία να καταχρώνται για πολιτικούς σκοπούς.
  • Απαγορεύεται επίσης η σύσταση πολιτικών οργανώσεων µε θρησκευτικό υπόβαθρο. Το κράτος δύναται να βοηθήσει υλικά τις θρησκευτικές κοινότητες.
Το Σύνταγµα αντιµετώπιζε ήπια τις θρησκείες καθώς παραχωρούσε θεωρητικά τουλάχιστον αρκετές ελευθερίες. Αυτό πιθανότατα οφείλονταν στο ότι το Αλβανικό Σύνταγµα ήταν µία πλήρης αντιγραφή του γιουγκοσλαβικού συντάγµατος και η Γιουγκοσλαβία, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια ήταν το ανεκτικότερο κοµµουνιστικό καθεστώς έναντι της θρησκείας.

Ο Χότζα δεν ήταν διατεθειµένος να κάνει όσες παραχωρήσεις ήταν διατεθειµένος ο Τίτο γιʼ αυτό και θέλησε να κάνει ξεκάθαρα τα όρια αυτών των θρησκευτικών ελευθεριών. Στην αναφορά του στην 2η Συνεδρίαση του Γενικού Συµβουλίου του Πατριωτικού Μετώπου τον Οκτώβριο του 1946 είπε: «Το Μέτωπο έχει µια πολιτική προς την κατεύθυνση θρησκεία η οποία είναι σύµφωνη µε τους νόµους και άρθρα του Συντάγµατος της Λαϊκής ∆ηµοκρατίας µας. Εµείς δεν απαγορεύουµε ούτε εµποδίζουµε κανέναν να πιστεύει στον Θεό και να µεταβαίνει στην εκκλησία ή το τζαµί για να προσευχηθεί. Ο ιερέας και ο χότζας είναι ελεύθεροι να ασκούν τις θρησκευτικές λειτουργίες τους, αλλά τις θρησκευτικές λειτουργίες και µόνο. Είναι ενάντια στο νόµο να χρησιµοποιούν την εκκλησία ή το τζαµί για πολιτικούς σκοπούς και για να παραπλανούν τους πιστούς. Ο ιερέας ή ο χότζας, είναι πολίτες όπως όλοι οι πολίτες της Αλβανίας, είναι ελεύθεροι να έχουν τη δική τους πολιτική άποψη, αλλά όπως και όλοι οι άλλοι πολίτες της ∆ηµοκρατίας, είναι υπεύθυνοι για την πολιτική τους δράση. Τα θρησκευτικά καθήκοντα και οι πολιτικές τους πεποιθήσεις είναι δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν θα πρέπει να συγχέονται. Όποιος παραβιάζει τους νόµους της ∆ηµοκρατίας δύναται να δώσει λόγο στα δικαστήρια, είτε αυτός είναι ιερέας, χότζας ή λαϊκός. Η δίκαιη τιµωρία ενός ιερέα ή χότζα που έχει παραβεί το νόµο, δεν σηµαίνει ότι διώκονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ή καταπολεµάται η εκκλησία. Πολλοί καθολικοί ιερείς έχουν δώσει αυτή την εντύπωση, έτσι ώστε να καλύψουν τις εγκληµατικές δραστηριότητες κατά του λαού. Αυτοί και κάθε άλλος θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είµαστε καλά ενηµερωµένοι και γνωρίζουµε τους ελιγµούς τους εναντίον του λαού και θα πρέπει να λάβουν τα µέτρα τους σε περίπτωση που δεν ακολουθήσουν την σωστή οδό.»

Η δήλωση του Χότζα ήταν µία σαφής προειδοποίηση προς τις θρησκευτικές κοινότητες ότι θα έπρεπε να αποδεχτούν την καινούρια πολιτική κατάσταση, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η ανοχή του καθεστώτος απέναντί τους θα ήταν µηδενική. Κύριος αποδέκτης της απειλής ήταν βέβαια η καθολική εκκλησία χωρίς όµως να αφήνονται περιθώρια αµφισβήτησης ούτε και στις άλλες οµολογίες.

Το νέο Σύνταγµα έδινε στο Χότζα την νοµιµοποίηση να προχωρήσει στις απαραίτητες µεταρρυθµίσεις για την οικοδόµηση µίας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η οικοδόµηση αυτή έπρεπε να αρχίσει κυριολεκτικά από το µηδέν, καθώς ακόµη και οι ελάχιστες υποδοµές της Αλβανίας είχαν καταστραφεί κατά την διάρκεια του πολέµου. Το γεγονός αυτό καθιστούσε τους Αλβανούς περισσότερο πρόθυµους να κάνουν ιδεολογικές υποχωρήσεις µε γνώµονα το κοινό συµφέρον. Έτσι ενώ το κράτος εµφανιζόταν από την µία πλευρά ως ανοιχτό και διαλεκτικό έναντι της θρησκείας από την άλλη κατάφερε να επιφέρει πλήγµατα και να αποδυναµώσει τις θρησκευτικές κοινότητες διαµέσου της εκπαιδευτικής και της αγροτικής µεταρρύθµισης.

Το 1945 η Αλβανία ήταν η χώρα µε το µεγαλύτερο ποσοστό αναλφάβητων στην Ευρώπη και η µοναδική που δεν διέθετε πανεπιστήµιο. Πριν τον πόλεµο σε ολόκληρη την χώρα υπήρχαν µόνο 643 σχολεία και σε αυτά είχε πρόσβαση µόλις ένα στα τέσσερα παιδιά.

Η εκπαιδευτική µεταρρύθµιση για τον Χότζα ήταν άρρηκτα συνδεδεµένη όχι µόνο µε την πολιτιστική αλλά και µε την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας καθώς γνώριζε πως για την επιτυχία των φιλόδοξων αναπτυξιακών του σχεδίων χρειάζονταν µορφωµένο και καταρτισµένο εργατικό δυναµικό κάτι που εκείνη την περίοδο απουσίαζε από την Αλβανία. Κυρίως όµως ο Χότζα χρησιµοποίησε την παιδεία ως µέσο µετάδοσης της κοµµατικής προπαγάνδας στις νεότερες γενιές.

Έτσι µε το σύνθηµα «Ο λαός έχει ανάγκη για περισσότερο ψωµί, αλλά έχει ανάγκη και για περισσότερη µόρφωση και παιδεία» ξεκίνησε µία εντατική προσπάθεια για την πάταξη του αναλφαβητισµού. Θεσπίστηκε η δηµόσια και δωρεάν επταετής υποχρεωτική εκπαίδευση για αγόρια και κορίτσια (τα κορίτσια µέχρι τότε ήταν σχεδόν αποκλεισµένα από την εκπαίδευση), ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν σχολεία, νηπιαγωγεία και ταχύρυθµες σχολές κατάρτισης εκπαιδευτικών.

Το εκπαιδευτικό πρόγραµµα δεν περιορίστηκε µόνο στα παιδιά αλλά απευθύνθηκε και στους ενηλίκους καθώς ιδρύθηκαν υποχρεωτικά νυκτερινά τµήµατα εκµάθησης ανάγνωσης και γραφής για όλους όσους ήταν έως και 40 ετών. Αποτέλεσµα όλων αυτών των προσπαθειών -σύµφωνα πάντα µε τις εκθέσεις του κόµµατος- ήταν να εξαλειφθεί σχεδόν ολοκληρωτικά ο αναλφαβητισµός, σ΄ αυτές τις ηλικιακές οµάδες, σε λιγότερο από µία δεκαετία.

Το εκπαιδευτικό πρόγραµµα ήταν προσαρµοσµένο στις ανάγκες του κόµµατος και στην φιλοδοξία δηµιουργίας του νέου, σοσιαλιστικού τύπου, ανθρώπου. Ο νέος άνθρωπος θα έπρεπε να είναι διαµορφωµένος µε την επαναστατική µαρξιστική αντίληψη του κόσµου. Θα έπρεπε να είναι διατεθειµένος να δώσει όλη του την ενέργεια για την εφαρµογή της κοµµατικής γραµµής και για την υπεράσπιση ότι θεωρούταν προοδευτικό, ενώ παράλληλα θα έπρεπε να αντιπαλεύει µε κάθε µέσο ότι θεωρούταν από το κόµµα ξένο και οπισθοδροµικό.

Σ’αυτό το πλαίσιο διδάσκονταν µαθήµατα που θεωρούνταν ότι ευνοούσαν την καλλιέργεια σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Τέτοια ήταν π.χ. η Ιστορία του Εθνικοαπελευθερωτικού Κινήµατος, ο µαρξισµός-λενινισµός αλλά και επιστηµονικού τύπου µαθήµατα όπως ο δαρβινισµός. Αντίθετα το µάθηµα των θρησκευτικών κρίθηκε ακατάλληλο και καταργήθηκε γιατί θεωρήθηκε οπισθοδροµικό, αντιεπιστηµονικό και διασπαστικό για τα πολυθρησκευτικά αλβανόπουλα.

Πριν το 1946 η -υποτυπώδης- πρωτοβάθµια εκπαίδευση ήταν αποκλειστική υπόθεση του κράτους. Στην δευτεροβάθµια όµως εκπαίδευση υπήρχαν ιδιωτικά σχολεία ορισµένα απ’ τα οποία ανήκαν σε θρησκευτικούς οργανισµούς. Με την απελευθέρωση της χώρας το 1944 θεσπίστηκε πως η κρατική εκπαίδευση θα είχε κοσµικό χαρακτήρα. Σ’ αυτό το πλαίσιο το µάθηµα των θρησκευτικών έγινε προαιρετικό και περιορίστηκε αυστηρώς σε µία ώρα την εβδοµάδα. Την διδασκαλία του µαθήµατος αναλάµβαναν ωροµίσθιοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι όµως δεν αµείβονταν από το κράτος αλλά από την τοπική εκκλησία ή την κοινότητα που τους καλούσε.

Η περιορισµένη ανοχή του κράτους έναντι του µαθήµατος των θρησκευτικών διατηρήθηκε έως τον Μάρτιου του 1946 καθώς µόλις λίγες µέρες µετά από την ψήφιση του νέου Συντάγµατος το Υπουργείο Παιδείας εξέδωσε ανακοίνωση, µε την οποία διέταζε οριστική κατάργηση του µαθήµατος των Θρησκευτικών. H κατάργηση ήταν άµεση καθώς δεν δόθηκε παράταση ούτε µέχρι την ολοκλήρωση της τρέχουσας σχολικής χρονιάς.

Η αγροτική µεταρρύθµιση ήταν ένας από τους βασικότερους τοµείς µε τους οποίους έπρεπε να ασχοληθεί η κυβέρνηση του Χότζα, καθώς το 88% του πληθυσµού της χώρας κατοικούσε σε αγροτικές περιοχές όµως περισσότεροι από τους µισούς δεν είχαν καθόλου γη στην ιδιοκτησία τους. Μάλιστα στο σύνολο των καλλιεργήσιµων εκτάσεων της χώρας το 53% άνηκε σε εύπορους µεγαλοτσιφλικάδες, το 19% στο κράτος και µόλις το 28% άνηκε σε µικροκαλλιεργητές. Αυτή η τεράστια κοινωνική ανισότητα δηµιουργούσε συνεχώς εντάσεις και η αναδιανοµή της γης ήταν το βασικό αίτηµα του αλβανικού λαού από την δηµιουργία του αλβανικού κράτους, το οποίο όµως ποτέ δεν ικανοποιούνταν.

Οι κοµµουνιστές ήδη από την περίοδο της αντίστασης υποστήριζαν ένθερµα την προοπτική της αναδιανοµής και αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που απέκτησαν άµεσα µεγάλο λαϊκό έρεισµα. Πράγµατι τον Αύγουστο του 1945 και πριν ακόµη διεξαχθούν οι εκλογές (ο Χότζα γνώριζε πως η µεταρρύθµιση θα προεξοφλούσε την συντριπτική του νίκη στις εκλογές) η προσωρινή κυβέρνηση εξέδωσε τον αγροτικό µεταρρυθµιστικό νόµο µε τον οποίο αναδιανεµήθηκε η καλλιεργήσιµη γη της χώρας. Με τον νέο νόµο απαλλοτριώθηκαν χωρίς αποζηµίωση, όλες οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις, τα δάση και οι βοσκότοποι που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία των τσιφλικάδων και των Μπέηδων και αναδιανεµήθηκαν στους ακτήµονες. Σε κάθε άκληρη οικογένεια δόθηκαν από 5 εκτάρια γης έκταση που αυξανόταν ανάλογα τον αριθµό παντρεµένων γιων που διέµεναν µαζί. Στους αγρότες που χρησιµοποιούσαν µηχανήµατα στις καλλιέργειες, τους επιτράπηκε να διατηρήσουν µέχρι 40 εκτάρια γης, ενώ σε αυτούς που καλλιεργούσαν χειρονακτικά δόθηκαν 20 εκτάρια. Ο αριθµός των 20 εκταρίων ήταν αυτός που επιτράπηκε να διατηρήσουν για την κάλυψη των αναγκών τους και τα θρησκευτικά ιδρύµατα. Συνολικά αναδιανεµήθηκαν 172.659 εκτάρια γης, 474.227 ελαιόδεντρα και 5.923 κτηνοτροφικά ζώα µε το 34% της συνολικής έκτασης να δίδεται σε ακτήµονες.

Οι µεταρρυθµίσεις αυτές προσέφεραν τεράστια απήχηση στο Κ.Κ.Α., όµως δεν θεωρήθηκαν αρκετές ούτε από µία µερίδα του αλβανικού λαού ούτε και από το ίδιο το κόµµα. Έτσι σχεδόν αµέσως µετά τις εκλογές και την θέσπιση του νέου συντάγµατος ο αγροτικός µεταρρυθµιστικός νόµος αναδιαµορφώθηκε πλήττοντας άµεσα την εναποµείνασα εκκλησιαστική περιουσία. Συγκεκριµένα ο νόµος τώρα προέβλεπε την διάθεση µόλις 5 εκταρίων γης ανά θρησκευτικό ίδρυµα αντί για τα 20 που είχαν αρχικά δοθεί, ενώ παράλληλα απαλλοτριωνόταν και όποια ακίνητη περιουσία κατείχαν και χρησιµοποιούνταν για ανεύρεση πόρων. Αποτέλεσµα αυτών ήταν ο οικονοµικός στραγγαλισµός των θρησκευτικών ιδρυµάτων µε άµεση συνέπεια τον περιορισµό των δραστηριοτήτων τους.

Όπως είναι λογικό οι θρησκευτικές ηγεσίες και κυρίως αυτή της καθολικής εκκλησίας που πλήττονταν περισσότερο προσπάθησαν να διαµαρτυρηθούν στην αγροτική µεταρρύθµιση χωρίς όµως αποτελέσµατα. Ο Χότζα γνώριζε ότι η αναδιανοµή της γης ήταν λαϊκή απαίτηση και χρησιµοποίησε τις εκκλησιαστικές αντιδράσεις για να αποδείξει πως ο κλήρος υπερασπίζεται τα συµφέροντα των µπέηδων κατά του λαού:
«Οι µπέηδες και αγάδες, καθώς και οι καθολικοί κληρικοί προσπάθησαν να επιβραδύνουν και να εµποδίσουν αυτή την λαϊκή µεταρρύθµιση. Οι κληρικοί και οι γαιοκτήµονες, όπως πάντα, συντόνιζαν τις δράσεις τους µε σκοπό να βλάψουν τα συµφέροντα του λαού. Πίσω από τα θρησκευτικά συνθήµατα και το όνοµα του Θεού έκρυβαν την εγκληµατική δραστηριότητα τους, λέγοντας στους αγρότες να µην αποδεχθούν τη γη, γιατί δεν ήταν δική τους, αλλά ισχυρίζονταν πώς ανήκε στο Θεό και πως αν την δεχόντουσαν, ο Θεός θα τους καταριόταν, και άλλες τέτοιες ανοησίες.»

Έτσι µπροστά στον κίνδυνο να βρεθούν αντιµέτωπες τόσο µε το κράτος όσο και µε το ποίµνιο τους οι θρησκευτικές κοινότητες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν επαφίοντας την επιβίωση τους στην καλή θέληση του κράτους.

Στα τέλη της δεκαετίας του '40 οι θρησκευτικές κοινότητες βρίσκονταν σε δυσχερή θέση καθώς η αγροτική και η εκπαιδευτική µεταρρύθµιση τους είχαν στερήσει τόσο τους απαιτούµενους για επιβίωση πόρους όσο και την δυνατότητα να στελεχώνονται από επαρκώς καταρτισµένους ιερείς. Στον αντίποδα ο Χότζα παρουσιάζονταν εµφανώς ενισχυµένος καθώς είχε αποκτήσει µεγάλο λαϊκό έρεισµα στις τάξεις των φτωχών Αλβανών εξαιτίας των φιλολαϊκών µέτρων που είχε λάβει. Στην ισχυροποίηση του όµως συνέβαλε και η ρήξη του µε την Γιουγκοσλαβία, καθώς του έδωσε την δυνατότητα να εκκαθαρίσει το κόµµα απ' όλους τους εσωκοµµατικούς του αντιπάλους.

Πηγή: Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο "Η εκκλησιαστική Πολιτική του Ενβέρ Χότζα και των επιγόνων του", του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Επιβλέπων: Μιχαήλ Τρίτος
Επιμέλεια: Τζαχρήστος Βάιος 
Θεσσαλονίκη 2012

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια