Του Σταύρου Ντάγιου
Την 2α Αυγούστου 1943, ημέρα Δευτέρα, η συμμορία ενός αιμοδιψή λήσταρχου από το Λιμπόχοβο Αργυροκάστρου ονόματι Νέτζιο Μπεϊλέρι (Nexho Bejleri) εισέβαλε στο βορειοηπειρωτικό χωριό Γλύνα, απήγε με καταφανή επίδειξη βίας, συνέλαβε και στη συνέχεια φόνευσε 28 άμαχους και αθώους άνδρες του χωριού (μερικοί πιστεύουν ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν 26 ή 27 ή και 31), πετώντας τους σε παρακείμενη χαράδρα, πλησίον του χωριού Νεπράβιστα. Μερικοί εξ αυτών θανατώθηκαν διά του λιθοβολισμού· η ηλικία τους κυμαινόταν από 15-55 ετών. Στη συνέχεια, οι σεσημασμένοι εγκληματίες Νέτζιο Μπεϊλέρι, Κιανί Ντάσο (Qani Dasho), Τζαφέρ Μπεκίρι (Xhaferr Beqiri), Χαμπέ Χύσα (Habe Hysa), Φεχμί Κούλα (Fehmi Kulla) και η οργανωμένη δολοφονική σπείρα –αδιάφοροι επί του μακάβριου εγκλήματος– αφαίρεσαν προσωπικά αντικείμενα και τιμαλφή των θυμάτων και αποχώρησαν ανενόχλητοι και ψύχραιμοι.
Ήταν η πρώτη μαζική σφαγή τέτοιων διαστάσεων στο Νότο της Αλβανίας και το ειδεχθέστερο έγκλημα πολέμου έως εκείνη την περίοδο, το οποίο καταγραφόταν στις ελληνόφωνες περιοχές του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Οι δράστες ήταν ληστοσυμμορίτες του κοινού ποινικού δικαίου, ενώ τα ανυπεράσπιστα και έκθετα στην εθνικιστική και ληστρική βία θύματα δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα, δεν είχαν καμιά εμπλοκή σε εχθροπραξίες και δεν ανήκαν σε κανένα πολιτικό οργανισμό.
Έκτοτε για την ωμότητα της Γλύνας γράφτηκαν πολλά, κυρίως απομνημονευματογραφικές ή προφορικές διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, δημοσιογράφων ή «γνωριζόντων» την υπόθεση, αλλά η ακαδημαϊκή προσοχή δεν ενέκυψε ποτέ, ενώ οι δράστες δεν απολογήθηκαν και δεν καταδικάσθηκαν από κανένα δικαστήριο ή στρατοδικείο ως εγκληματίες πολέμου, παρά μόνον στην κοινωνική συνείδηση του βορειοηπειρωτικού κόσμου. Και εκείνο που προκαλεί λυπηρή εντύπωση είναι ότι δεν υπήρξε στιβαρή και δημόσια καταδίκη, καθώς η δημόσια συζήτηση εδράστηκε ατερμόνως στο ποιος είναι ο αυτουργός της στυγερής σφαγής. Συνεπώς, η τραγωδία της Γλύνας παραμένει ακόμα και σήμερα ένα κατά βάση ανεξιχνίαστο έγκλημα, καλυμμένο πλέον από την ιστορική λήθη και το μυστήριο της συνομωσίας. Η εγκληματική σιγή, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, επιτρέπει παρερμηνείες, υποβολιμαίες κρίσεις και διαστροφή της ιστορικής αλήθειας.
Καμιά δημόσια καταδίκη της σφαγής
Αμέσως μετά τη σφαγή, η ιταλική διοίκηση Αργυρόκαστρου δεν διέταξε δικαστική έρευνα, ενώ η περιφερειακή χωροφυλακή, της οποίας προΐστατο ο Ιντρίζ Γιάσο Σιναβάνι (Idriz Jaso Sinavani) από το Κούτσι του Κουρβελέσι δεν κούνησε το δακτυλάκι της να διερευνήσει το έγκλημα, τα αίτια και να αποκαλύψει τους δράστες. Ο ίδιος ο Γιάσο κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου, για κατοχικό δωσιλογισμό και για βιασμούς γυναικών (και Βορειοηπειρωτισσών) κατά συρροήν και εκτελέσθηκε από το Στρατοδικείο Αργυρόκαστρου την 16η Μαρτίου 1945.
Το αρχείο των δύο μνηστήρων της εξουσίας, του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου (πολιτικός βραχίονας των αλβανών κομμουνιστών) και του Μπάλι Κομπετάρ (των αλβανών εθνικοφρόνων) γέμει τοξικών εξαγγελλιών και προκηρύξεων, όλη εκείνη την περίοδο, αλλά σε καμία εξ αυτών δεν διατυπώνεται με σαφήνεια η καταδίκη και η κατακραυγή κατά της ανήκουστης θηριωδίας της Γλύνας. Σκοπός των αντιπάλων ήταν αποκλειστικά η κατανομή της εξουσίας και η κυρίευση της περιοχής.
Σε διαλάλημα του Μπάλι Κομπετάρ, –στο οποίο ανήκε ο δράστης– την 12η Σεπτεμβρίου 1943 υπογεγραμμένο από τον δικηγόρο Σκεντέρ Μούτσο (Skënder Muço), ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης, κατονομάζεται αορίστως ο Νέτζιο Μπεϊλέρι ως προδότης –προφανώς για τις παρασπονδίες του εις βάρος του κόμματός του–, αλλά ουδεμία μνεία γίνεται στην ανθρωποσφαγή της Γλύνας. Ο ελληνομαθής δικηγόρος Χασάν Ντόστι (Hasan Dosti) από το Καρδίκι Αργυροκάστρου –ηγετικό στέλεχος του κόμματος– μεταμοσχεύει εκείνη την περίοδο δεκάδες επιστολές με συνεργάτες και ταγούς του κόμματός του, αλλά σε καμιά δεν αναφέρεται η Γλύνα.
Στη δίκη του στα Τίρανα, τον Μάιο του 1950, ο μπαλίστας Ετχέμ Τσάκο (Ethem Çako), καταγόμενος και αυτός από το Προγκονάτ του Κουρβελέσι δήλωνε ότι η σφαγή στη Γλύνα είχε διαπραχθεί με εντολή των Ιταλών (του ταγματάρχη Murgia) και την έγκριση του Μπάλι Κομπετάρ, αποκρύπτοντας τον φυσικό αυτουργό, Νέτζιο Μπεϊλέρι. Και ο Τσάκο, απολογούμενος, παραδεχόταν ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του στο Δέλβινο ως επιθεωρητής χωροφυλακής, διέπραξε σωρεία εγκλημάτων «αλλά με το χέρι μου δεν σκότωσα κανέναν», δήλωνε. Με εντολή του, επί παραδείγματι, δολοφονήθηκε ο διακεκριμένος επιχειρηματίας με πλούσιο κοινωνικό έργο, Βάσος Μάρτος από το Κακοδίκη. Οι Δελβινιώτες κατηγορούσαν τον Τσάκο ότι, ενώ φόνευε τα θύματά του, στη συνέχεια τους αφαιρούσε τα τιμαλφή. Με εντολή του συνελήφθησαν 30 άτομα από χωριό της ευρύτερης περιοχής του Δελβίνου, από τους οποίους αφαίρεσε 1.000 ναπολεόνια χρυσά, και 40 άτομα από γειτονικό χωριό, τους οποίους λήστεψε αφαιρώντας και από αυτούς 1.000 χρυσά. Ο συγκατηγορούμενός του, Κασέμ Ζούπα (Kasem Zhupa), ομοίως, είναι ο εμπρηστής του ελληνόφωνου χωριού Κρανιά, ο οποίος στη συνέχεια προσήγε 400 άτομα και δολοφόνησε δεκάδες εξ αυτών. Στην πραγματικότητα, ο Τσάκο παραδεχόταν ένα κοινό μυστικό: για τους ληστές εγκληματίες η Δρόπολη και ο Βούρκος αποτελούσαν πηγή εσόδων διά την ληστρικών επιδρομών, λαφυραγωγήσεων, ληστειών και απαγωγών διακεκριμένων βορειοηπειρωτών εμπόρων.
Στον αντίποδα, και οι κομμουνιστές αποσιώπησαν το έγκλημα, και το μόνο που τους ενδιέφερε εκείνη την περίοδο, ήταν η εμβολή στην περιοχή και η επιβολή της εξουσίας σε ένα αέναο και εξοντωτικό αγώνα με τους αντιπάλους τους Μπαλίστες, οι οποίοι εμφιλοχωρούσαν διά της τυφλής βίας.
Μερικοί θεωρούν την προκήρυξη της 23ης Αυγούστου 1943, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Bashkimi», επίσημο όργανο του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου, ως καταδίκη από το Περιφερειακό Παράρτημα Αργυροκάστρου. Πράγματι, στο δημοσίευμα υπάρχει αναφορά στην Γλύνα, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο των βιαιοτήτων στην περιοχή που περισσότερο αποσκοπούσε στον ευτελισμό και διαπόμπευση των πολιτικών αντιπάλων των κομμουνιστών και όχι στην αυτή κάθ’ αυτή καταδίκη της σφαγής.
Ο Βαγγέλης Νάστος, μετέχων στο «μειονοτικό αντάρτικο» σε ανάτυπο που κυκλοφόρησε το 2009 αναφέρει ότι την 8η Αυγούστου 1943, το Εθνικοαπελευθερωτικό Συμβούλιο της Περιφέρειας Αργυροκάστρου «όχι μονάχα καταδίκασε το έγκλημα, αλλά ισχυρές δυνάμεις στις 30 Αυγούστου επιτέθηκαν, συνέτριψαν τις εχθρικές δυνάμεις στο Λιμπόχοβο, έκαψαν τη λυκοφωλιά των μπαλήδων στη συνοικία Μαρίνα και εκτέλεσαν πολλούς προδότες».
Διατρέξαμε διαδοχικά το αρχείο του ΚΚΑ αλλά τέτοια καταδίκη δεν προκύπτει. Το αρχείο περιέχει πληθώρα επιστολών δύο επιφανών στρατιωτικών στελεχών της περιοχής, του Χυσνί Κάπο (Μπεσνίκου) [Hysni Kapo (Besniku)] και Σεφκέτ Πέτσι (Shefqet Peçi) οι οποίοι ζητούν βοήθεια, πυρομαχικά, ενίσχυση του μαχητικού δυναμικού για τη συντριβή των πολιτικών τους αντιπάλων (και όχι για φονικές συγκρούσεις με τους κατακτητές) αλλά ούτε λέξη για τη Γλύνα. Η επίθεση του Λιμποχόβου της 8ης Αυγούστου δεν αποτελούσε αντίποινα για τη Γλύνα, αλλά πόλεμο αλληλοεξόντωσης αντίπαλων φατριών για εξουσία και κυριαρχία στην περιοχή.
Ο Μενέλαος Δαλιάνης, θεωρητικό στέλεχος του «μειονοτικού αντάρτικου» θεωρεί τη Γλύνα «φρικαλέο έγκλημα φασιστικής γενοκτονίας», υπονοώντας ιταλικό δάκτυλο.
Κατά διαβολική σύμπτωση την 1η-2α Αυγούστου 1943 στη Μούκια (Mukja), χωριό της περιφέρειας Ελμπασάν, εκπρόσωποι των δύο αντίπαλων κομμάτων συνήλθαν σε κοινή συνάντηση σε μια προσπάθεια συγκρότησης μίας μεικτής «Επιτροπής Εθνικής Σωτηρίας» και συνομολόγησης μίας συνεργατικής συμφωνίας και όλη η αφοσίωση των παραγόντων συγκεντρωνόταν εκεί: στην κατανομή της εξουσίας. Στο κοινό ανακοινωθέν δεν αναφέρθηκε καν η βιαιότητα της Γλύνας.
Μια εβδομάδα βραδύτερα, την 9η Αυγούστου 1943, ο Ενβέρ Χότζα σε τοξική επιστολή προς τον Υμέρ Ντισνίτσα (Ymer Dishnica), επικεφαλής της κομμουνιστικής αντιπροσωπείας, υπό τις αυστηρές υποδείξεις των γιουγκοσλάβων επικυρίαρχων –τους οποίους ενοχλούσε ο όρος «Εθνική Αλβανία»– κατήγγειλε μονομερώς τη επιτευχθείσα συμφωνία, καταδικάζοντας το ντιλ ως μία αισχρή συμβιβαστική υποχώρηση που παρείχε ίσες –αλλά αδικαιολόγητες– εξουσίες στο Μπάλι Κομπετάρ. Η επιστολή αποσιωπά και πάλι τη σφαγή.
Σε αντίστοιχη διακοίνωση του Μπάλι Κομπετάρ εκείνες τις μέρες παραλείπεται κυνικά το μακάβριο έγκλημα.
Η στάση του μειονοτικού αντιστασιακού κινήματος
Εκείνο, όμως, που προκαλεί ελεεινή εντύπωση είναι η ενοχική αποσιώπηση της σφαγής από τους ακραιφνείς κομμουνιστικούς ταγούς της «μειονοτικής αντίστασης». Κατά μία άλλη περίεργη σύμπτωση, μια εβδομάδα βραδύτερα της σφαγής, και στη συναινετική ατμόσφαιρα της Μούκια, τη 10η Αυγούστου του 1943 στην περιβόητη συνάντηση της Κονίσπολης, συμφωνήθηκε με κοινό ψήφισμα («Απόφασις») η δημιουργία ανεξάρτητων εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων για την Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία και τους μουσουλμάνους Τσάμηδες στη Θεσπρωτία, η πολιτική και στρατιωτική δράση των οποίων θα τίθετο υπό ενιαίο ελληνοαλβανικό αρχηγείο. Στη συνάντηση, παρισταμένου του αντιπροσώπου του Απελευθερωτικού Μετώπου της Θεσπρωτίας, του Απελευθερωτικού Μετώπου Ελλάδας, Αλέξη Γιάνναρη, του Απελευθερωτικού Μετώπου Αλβανίας Χακί Ρουσίτι (Haki Rushiti), των απεσταλμένων της Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας για την περιφέρεια Αργυροκάστρου Ρετζέπ Πλάκου (Rexhep Plaku) και Κεμάλ Καραγκιόζι (Qemal Karagjozi), ενώ ήταν ακόμα νωπό το αίμα των θυμάτων, στην υιοθετηθείσα «Απόφασιν» αναφερόταν οι όροι της συνεργασίας, αλλά καμιά καταδίκη του μακελλειού της Γλύνας, όπως θα περίμενε κανείς.
Ο βουβός απόηχος της σφαγής μετά την κατοχή
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από το Αργυρόκαστρο, οι ύποπτοι εγκληματίες πολέμου και χαρακτηριζόμενοι ως «συνεργάτες των Γερμανών, κατοχικοί δωσίλογοι, αιμοδιψείς φονιάδες, λήσταρχοι και μειοδότες του έθνους», κατηγορούμενοι για δολοφονίες, ληστείες, λεηλασίες περιουσιών και εμπρησμούς σπιτιών συνελήφθησαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από τη χώρα με τα υποχωρούντα γερμανικά στρατιωτικά τμήματα, όπως ο Ισμαήλ Γκολέμι, ο Ιντρίζ Γιάσο, και άλλοι, οι οποίοι με συνοπτικές δίκες από στρατοδικεία αμφιλεγόμενου νομικού κύρους καταδικάσθηκαν και εκτελέσθηκαν. Στον μακρύ κατάλογο αυτό δεν βρήκαμε τον μακελάρη Νέτζιο Μπεϊλέρι. Τι απέγινε ο σφαγέας της Γλύνας; Αναζητήσαμε και βρήκαμε μία λιτή ανακοίνωση του Αλβανικού Τηλεγραφικού Πρακτορείου Ειδήσεων τον Ιούλιο του 1945, την οποία αναμηρύκασε το ελληνόφωνο «Λαϊκό Βήμα» με μια μικροσκοπική και κατακρεουργημένη αισθητικά καταχώρηση, στην οποία ανέφερε ότι σκοτώθηκε σε αεροπορικό βομβαρδισμό των συμμάχων μεταβαίνοντας στη Γερμανία ο Νέτζιο Μπεϊλέρι ο «διαβόητος εγκληματίας από το Λιμπόχοβο, αυτουργός των τόσων φόνων και εγκλημάτων και πρωτεργάτης του στυγερού εγκλήματος της Γλύνας» και, αποσπώντας την προσοχή, η εφημερίδα ανέφερε ότι στην κατοχή του είχε βρεθεί «σοβαρό χρηματικό ποσό» πιθανώς και άλλα κλοπιμαία από τα τιμαλφή των βορειοηπειρωτών θυμάτων.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αμείλικτα: Πώς μπόρεσε ο Μπεϊλέρι να διασχίσει όλη την Αλβανία χωρίς να γίνει αντιληπτός, ενώ οι συνοδοιπόροι του Ιντρίζ Γιάσο κα Ιμσαήλ Γκολέμη συνελήφθησαν στη Σκόδρα και καταδικάσθηκαν κατά την προσπάθειά τους διαφυγής από τη χώρα; Ποιον δεν ενδιέφερε η σύλληψη και η οδήγησή του ενώπιον του στρατοδικείου; Ποια θα ήταν η απολογία του; Ποιος όπλισε το χέρι του για τη σφαγή. Ήτοι: ποιοι είναι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος, το οποίο, ως ενέργεια εθνοκάθαρσης, στρεφόταν κατά του άμαχου βορειοηπειρωτικού πληθυσμού με εύγλωττο μήνυμα: την τρομοκράτησή του; Η επιστημονική έρευνα οφείλει να εγκύψει και να δώσει πειστικές απαντήσεις.
Συμπερασματικό επίμετρο
Την 31η Δεκεμβρίου 1949 με εντολή των τοπικών αρχών Αργυρόκαστρου εστάλησαν στα λιβάδια των χωριών της Μαύρης Ρίζας 200 πρόβατα του γεωργικού συνεταιρισμού για διαχείμαση. Η ενέργεια αυτή πυροδότησε την αντίδραση σύσσωμου του χωριού της Γλύνας και των Ριζών με πρωτεργάτες τις γυναίκες, οι οποίες απώθησαν τα ζωντανά. Την ίδια μέρα, εξεγέρθηκαν στη Γκορίτσα οι αγρότες και προέβαλαν αντίσταση κατά των τοπικών αρχών με αφορμή τα βοσκοτόπια.
Οι βίαιες αντεγκλήσεις και οι συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό στη Γλύνα προσέλαβαν πολιτικές διαστάσεις, υπό την αιγίδα των Θεοδωρή Κυρίτση και Κώτσο Πάσκου. Το βράδυ κατέφτασαν ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις του ερυθρού κομμουνιστικού τρομοκρατικού μηχανισμού για να καταστείλουν την εξέγερση: Συνέλαβαν και προσήγαν όλους τους άντρες του χωριού στο τμήμα εσωτερικών υποθέσεων Αργυροκάστρου, εξόρισαν έξι οικογένειες και, αφού επιδιώχθηκε κάποια διαφοροποίηση, κρατήθηκαν οι κύριοι υποκινητές, συνολικά 13 άνδρες και γυναίκες. Οι αθρόες συλλήψεις προκάλεσαν κλίμα τρομοκρατίας.
Στη Γλύνα, ιδίως, οι εξεγερθέντες διαμαρτυρήθηκαν κατά της κομμουνιστικής διακυβέρνησης και νομοθεσίας και ακούστηκαν συνθήματα κατά του καθεστώτος και προσωπικά κατά του Ενβέρ Χότζα. Οι κομμουνιστές της περιοχής ενώθηκαν με τους εξεγερθέντες και αυτό προκαλούσε ανησυχία, καθώς η Γλύνα, αναφερόταν στη σχετική έκθεση, ότι ανέκαθεν υπήρξε προπύργιο της ελληνικής αντίδρασης και οι κάτοικοι της περιοχής ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα. Τα χωριά της ευρύτερης περιοχής δεν καταδίκασαν τα γεγονότα και αυτό μπορούσε να ερμηνευθεί ως στάση σιωπηρής αλληλεγγύης.
Την 8η Ιανουαρίου 1950 το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΕΑ εξέτασε αποκλειστικά την κατάσταση στην ελληνική μειονότητα, με αφορμή τις ταραχές της Γλύνας. Για πρώτη φορά το θέμα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας συζητήθηκε σε τόσο υψηλό κομματικό επίπεδο. Η κατάσταση θεωρήθηκε κρίσιμη. Η συνέλευση καταδίκασε τις αθρόες προσαγωγές και τον αυταρχισμό των δυνάμεων καταστολής καθώς θεωρήθηκε υπέρβαση η σύλληψη 29 ανδρών. Ο αριθμός δημιουργούσε αναλογίες με τα θύματα της φονικής τραγωδίας της Γλύνας, επτά χρόνια πριν. Τέλος, η ιστορία δεν είναι επιστήμη «αναμόχλευσης των παλαιών διαφορών», αλλά μια σκληρή θεότητα, την οποία, όσοι επιχείρησαν να την αγνοήσουν ή να τη χειραγωγήσουν, βρέθηκαν μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια.
Διαβάστε περισσότερα στο blog.literatus.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών