Όπως είναι γνωστό, σε κάθε κοπάδι προβάτων των μετακινούμενων κτηνοτρόφων κρατάνε ένα ποσοστό γίδια για κάποιους λόγους. Ενας από αυτούς είναι να αποτελούν την "μπροστνέλα" του κοπαδιού, δηλ. τους μπροστάρηδες και οδηγούς. Αυτό διότι τα γίδια είναι πιο γρήγορα, πιο τολμηρά, πιο ριψοκίνδυνα. Έτσι, σε περιπτώσεις που το κοπάδι πρέπει να διαβεί ένα δύσκολο μέρος , ακόμα κι ένα ποτάμι, βάζουνε μπροστά τα γίδια κι έτσι ακολουθεί όλο το κοπάδι. Βέβαια και η "μπροστνέλα" χρειάζεται τον αρχηγό ή τους αρχηγούς, ανάλογα με το μέγεθος του κοπαδιού και το μεράκι του τσομπάνου. Ο αρχηγός αυτός είναι ένα τραΐ "μουνούχι" ( στριμμένο), δηλαδή ευνουχισμένο . Αυτό λέγεται " γκισέμι" και πρέπει να είναι πολύ όμορφο και περήφανο, να το λέει η καρδιά του, να τραβάει μπροστά, να είναι ηγέτης.... Τα γκισέμια τα διαλέγουν με μεγάλη προσοχή, λαμβάνοντας υπόψιν και τους προγόνους τους. Ένα γκισέμι, λοιπον, είναι πολύ όμορφο και φοράει το μεγαλύτερο κουδούνι. Συνήθως μια "μπίμπα" αλλά και καμιά φορά μεγάλο κυπρί. Αν είναι περισσότερα του ενός, έχουμε συνδυασμό των δύο ειδών κουδουνιού.
Ο πατέρας μου, όταν χώρισε από τα αδέρφια του, με τα οποία είχαν τσελιγκάτο μέχρι το 1971, είχε το δικό του κοπάδι, γύρω στα τριακόσια πρόβατα και δέκα με δεκαπέντε γίδια. Τα γίδια με ένα γκισέμι αποτελούσαν την μπροστνέλα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν εγώ ήμουν φοιτητής, η μάνα μου μεγάλωσε με το μπιμπερό ένα αρσενικό κατσίκι, κανούτο, από την παλιά ντόπια δική μας ράτσα ( βλ. φωτογραφία). Αυτό το κάνανε όταν αρνιά ή κατσίκια έμεναν ορφανά ή ήταν διπλάρικα και τριπλάρικα και δεν μπορούσαν να τα αναθρέψουν οι μανάδες τους. Αυτό το κατσίκι, λοιπόν, μεγάλωσε σαν μανάρι και έτρεχε διαρκώς πίσω από τη μάνα μου, κι αυτό γιατί μέχρι να μεγαλώσει το είχαμε στο σπίτι. Όταν μεγάλωσε και το αποκόψαμε από γάλα, το πήγαμε ξανά στο κοπάδι. Αυτό, όμως, καθώς είχε μεγαλώσει με ανθρώπους, δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στη συλλογικότητα του κοπαδιού. Αντί να πάει με το κοπάδι, πήγαινε με τους ανθρώπους, έφευγε από δω κι από κει, με αποτέλεσμα να δημιουργεί προβλήματα, αφού συχνά πήγαινε και σε λιβάδια ξένα...
Παρόλα αυτά, ήταν τόσο αγαπητό σαν μανάρι, που οι γονείς δεν ήθελαν να το δώσουν, που σημαίνει να το πουλήσουν για σφαγή. Το κράτησαν από αγάπη...Έλα όμως που μια μέρα έφυγε ως συνήθως σε ένα ξένο γρασίδι, εκνεύρισε τον πατέρα μου, ο οποίος έριξε μια πέτρα να το φοβίσει και δίχως να το θέλει το χτύπησε στο αριστερό του μάτι, με αποτέλεσμα να το χάσει. Η στενοχώρια ανείπωτη, όπως και οι τύψεις. Όλη η οικογενεια απαρηγόρητη...
Το κατσίκι μεγάλωσε "κιόρο" ( τυφλό από το ένα μάτι). Παρόλα αυτά, πανέμορφο και γλύκας. Έγινε ένας ωραίος τράγος.
Ο πατέρας μου, παρότι κιόρικο, ίσως από τύψεις αποφάσισε να το κάνει γκισέμι. Το "έστριψε" τελετουργικά και του φόρεσε μια μπίμπα, που κλρονομήσαμε από το παλιό τσελιγκάτο και την οποία κρατώ εγώ τώρα ως κειμήλιο οικογενειακό.
Αρματωμένος, λοιπόν, ο κανούτος κιόρος κάθε άνοιξη και φθινόπωρο οδηγούσε το κοπάδι από τα χειμαδια στα βουνά και αντίστροφα. Ο πατέρας μου αδιαφορούσε για τα αρνητικά σχόλια των φίλων του ( να έχεις ένα μονόφθαλμο τραΐ σαν γκισέμι, ντροπή). Το αγαπούσε πολύ και καμάρωνε. Μάλλον το έβλεπε με τα δυο του μάτια! Κι εμείς στην οικογένεια το είχαμε σαν το καλό στοιχειό στο βιος μας....
Κάποιο Φθινόπωρο στο διάβα για τα χειμαδιά, το κοπάδι του πατέρα συνελήφθη από ντόπιο αγροφύλακα στα Χάσια να βόσκει σε σπαρμενο χωράφι! Το είχε οδηγήσει ο κιόρος, ενώ ο πατέρας μου φρόντιζε τα άλογα. Τους έπιασε κλοιπόν, επ' αυτοφώρω, ο ντραγάτης και άρχισε να φωνάζει και να απειλεί ότι θα τους πάει στο δικαστήριο. Εκεί που ωρυόταν, προφανώς να βγάλει ότι μπορούσε από την υπόθεση...έρχεται το γκισέμι κι άρχισε να τρίβεται πάνω του και να τον χαϊδεύει με τα κέρατα...Σταματά ο ντραγάτης τις φωνές, κοιτάζει το τραΐ...και λέει απορημένος και με άλλη χροιά στη φωνή του: " Ίιιι, τραΐ γκαβό τραΐ μι κ'δούνι!!!!"
Έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια, ηρέμησε ο ντραγάτης, πήρε βέβαια το μπαξίσι του, έγιναν φίλοι...Το βράδυ τσίπουρα στο κονάκι....
Έτσι ο κιόρος πέρασε στην ιστορία και η φράση " ίιιι τραΐ γκαβό μι κ'δουνι" έγινε παροιμιώδης!
Ο πατέρας μου, όταν χώρισε από τα αδέρφια του, με τα οποία είχαν τσελιγκάτο μέχρι το 1971, είχε το δικό του κοπάδι, γύρω στα τριακόσια πρόβατα και δέκα με δεκαπέντε γίδια. Τα γίδια με ένα γκισέμι αποτελούσαν την μπροστνέλα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν εγώ ήμουν φοιτητής, η μάνα μου μεγάλωσε με το μπιμπερό ένα αρσενικό κατσίκι, κανούτο, από την παλιά ντόπια δική μας ράτσα ( βλ. φωτογραφία). Αυτό το κάνανε όταν αρνιά ή κατσίκια έμεναν ορφανά ή ήταν διπλάρικα και τριπλάρικα και δεν μπορούσαν να τα αναθρέψουν οι μανάδες τους. Αυτό το κατσίκι, λοιπόν, μεγάλωσε σαν μανάρι και έτρεχε διαρκώς πίσω από τη μάνα μου, κι αυτό γιατί μέχρι να μεγαλώσει το είχαμε στο σπίτι. Όταν μεγάλωσε και το αποκόψαμε από γάλα, το πήγαμε ξανά στο κοπάδι. Αυτό, όμως, καθώς είχε μεγαλώσει με ανθρώπους, δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στη συλλογικότητα του κοπαδιού. Αντί να πάει με το κοπάδι, πήγαινε με τους ανθρώπους, έφευγε από δω κι από κει, με αποτέλεσμα να δημιουργεί προβλήματα, αφού συχνά πήγαινε και σε λιβάδια ξένα...
Παρόλα αυτά, ήταν τόσο αγαπητό σαν μανάρι, που οι γονείς δεν ήθελαν να το δώσουν, που σημαίνει να το πουλήσουν για σφαγή. Το κράτησαν από αγάπη...Έλα όμως που μια μέρα έφυγε ως συνήθως σε ένα ξένο γρασίδι, εκνεύρισε τον πατέρα μου, ο οποίος έριξε μια πέτρα να το φοβίσει και δίχως να το θέλει το χτύπησε στο αριστερό του μάτι, με αποτέλεσμα να το χάσει. Η στενοχώρια ανείπωτη, όπως και οι τύψεις. Όλη η οικογενεια απαρηγόρητη...
Το κατσίκι μεγάλωσε "κιόρο" ( τυφλό από το ένα μάτι). Παρόλα αυτά, πανέμορφο και γλύκας. Έγινε ένας ωραίος τράγος.
Ο πατέρας μου, παρότι κιόρικο, ίσως από τύψεις αποφάσισε να το κάνει γκισέμι. Το "έστριψε" τελετουργικά και του φόρεσε μια μπίμπα, που κλρονομήσαμε από το παλιό τσελιγκάτο και την οποία κρατώ εγώ τώρα ως κειμήλιο οικογενειακό.
Αρματωμένος, λοιπόν, ο κανούτος κιόρος κάθε άνοιξη και φθινόπωρο οδηγούσε το κοπάδι από τα χειμαδια στα βουνά και αντίστροφα. Ο πατέρας μου αδιαφορούσε για τα αρνητικά σχόλια των φίλων του ( να έχεις ένα μονόφθαλμο τραΐ σαν γκισέμι, ντροπή). Το αγαπούσε πολύ και καμάρωνε. Μάλλον το έβλεπε με τα δυο του μάτια! Κι εμείς στην οικογένεια το είχαμε σαν το καλό στοιχειό στο βιος μας....
Κάποιο Φθινόπωρο στο διάβα για τα χειμαδιά, το κοπάδι του πατέρα συνελήφθη από ντόπιο αγροφύλακα στα Χάσια να βόσκει σε σπαρμενο χωράφι! Το είχε οδηγήσει ο κιόρος, ενώ ο πατέρας μου φρόντιζε τα άλογα. Τους έπιασε κλοιπόν, επ' αυτοφώρω, ο ντραγάτης και άρχισε να φωνάζει και να απειλεί ότι θα τους πάει στο δικαστήριο. Εκεί που ωρυόταν, προφανώς να βγάλει ότι μπορούσε από την υπόθεση...έρχεται το γκισέμι κι άρχισε να τρίβεται πάνω του και να τον χαϊδεύει με τα κέρατα...Σταματά ο ντραγάτης τις φωνές, κοιτάζει το τραΐ...και λέει απορημένος και με άλλη χροιά στη φωνή του: " Ίιιι, τραΐ γκαβό τραΐ μι κ'δούνι!!!!"
Έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια, ηρέμησε ο ντραγάτης, πήρε βέβαια το μπαξίσι του, έγιναν φίλοι...Το βράδυ τσίπουρα στο κονάκι....
Έτσι ο κιόρος πέρασε στην ιστορία και η φράση " ίιιι τραΐ γκαβό μι κ'δουνι" έγινε παροιμιώδης!
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών