Που έκαναν τα μπάνια τους στην αρχαιότητα

Για τους αρχαίους Έλληνες “μπάνια του λαού” δεν υπήρχαν, όπως εξάλλου για κανέναν λαό στις σκληρές εποχές της καθημερινής μάχης με την πείνα, των συνεχών πολέμων και της διαρκούς εργασίας. Ένας σημαντικός λόγος, παράλληλα, ήταν και ότι οι θάλασσα έκρυβε απειλές. Μικρά διαλείμματα στην σκληρή καθημερινότητά τους οι Έλληνες έκαναν τότε μόνον κατά τις πανελλήνιες ή τοπικές εορτές, που ακόμα κι αυτές οι αργίες όμως ανατρέπονταν από συρράξεις.
Σοφά διεσπαρμένες στο ημερολόγιο έδιναν στους ανθρώπους μια ανάσα και κατά τις καλοκαιρινές εορτές, οι Αθηναίοι πιθανόν να έκαναν και τα μπάνια τους π.χ. στο Φάληρο. Ενώ όμως έχουμε πολλά στοιχεία για την κολυμβητική δεινότητα των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, κυρίως στις ναυμαχίες ή σε ναυάγια, δεν έχουμε αδιάσειστα στοιχεία για ψυχαγωγικά μπάνια σε παραλίες. Τεκμαίρεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες και ειδικά οι Αθηναίοι προτιμούσαν να δροσίζονται σε λουτρά και “πισίνες” γυμναστηρίων, ενίοτε θερμαινόμενες, παρά στην επικίνδυνη θάλασσα.

Eξάλλου τα κολυμβητήρια ήταν πιο προσιτά. Μια μεγάλη πισίνα ή κολυμβητήριο που έφεραν στο φως οι ανασκαφές βρίσκεται στην Ολυμπία και χρονολογείται από τον 5 αι. π.Χ. Πρόκειται για μια υπαίθρια δεξαμενή διαστάσεων 24μΧ16μ.και μέγιστου βάθους 1,60μ. που χρησιμοποιείτο από τους αθλητές.
Για πολλούς λόγους (π.χ. λίγα ποτάμια, τεχνικά δύσκολη η μεταφορά νερού σε μεγάλη απόσταση), τα λουτρά και τα μικρά κολυμβητήρια των αρχαίων Ελλήνων ήταν σχετικά λίγα. Εξελίχθηκαν πάντως στις ρωμαϊκές θέρμες, που όπως και το όνομα φανερώνει αντέγραψαν την ελληνική πρακτική και απλά την έκαναν πιο ψυχαγωγική, παρά εκπαιδευτική και στρατιωτική ή αθλητική. Το γεγονός ότι υπήρχαν κολυμπήθρες και μικρά κολυμβητήρια στα νοσοκομεία της αρχαιότητας, δηλαδή στα Ασκληπιεία (περίπου 300 πανελλαδικά), δείχνει επίσης ότι η κολύμβηση ή πάντως η επαφή με το νερό ήταν πολύ σημαντική και για τους γιατρούς της εποχής εκείνης, ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα.

Ιστορίες για θηρία της θάλασσα
Στο φόβο για το κολύμπι στη θάλασσα συνέβαλαν και ιστορίες σαν αυτές που παραθέτουμε και που προκαλούσαν έναν φόβο για τα άγνωστα θηρία που έκρυβε το πέλαγος στα βαθιά, αλλά καμιά φορά και στα ρηχά. Ο Ηρόδοτος, αναφερόμενους στην πανωλεθρία των Περσών στον Άθω περιγράφει πώς οι πιο πολλοί πνίγηκαν επειδή δεν ήξερα κολύμπι (όπως γράφει αργότερα και ο Ξενοφώντας για τη Σαλαμίνα), αλλά πολλούς τους έφαγαν και θηρία της θάλασσας (τα οποία κάποιοι αποδίδουν ως σκυλόψαρα).
Στο 6ο βιβλίο του (44.3) γράφει: «λέγεται γὰρ κατὰ τριηκοσίας μὲν τῶν νεῶν τὰς διαφθαρείσας εἶναι, ὑπὲρ δὲ δύο μυριάδας ἀνθρώπων· ὥστε γὰρ θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης τῆς περὶ τὸν Ἄθων οἱ μὲν ὑπὸ τῶν θηρίων διεφθείροντο ἁρπαζόμενοι, οἱ δὲ πρὸς τὰς πέτρας ἀρασσόμενοι· οἳ δὲ αὐτῶν νέειν οὐκ ἠπιστέατο, καὶ κατὰ τοῦτο διεφθείροντο, οἱ δὲ ῥίγεϊ». Χάθηκαν 300 πλοία, δηλαδή, και 20.000 άνθρωποι, επειδή εκείνα τα νερά έχουν πολλά θηρία και άλλους τους άρπαξαν αυτά, άλλοι τσακίστηκαν στα βράχια, άλλοι χάθηκαν επειδή δεν ήξεραν κολύμπι και άλλοι από το κρύο.

Ο Πλούταρχος στον Φωκίωνα γράφει κάτι ακόμα χειρότερο, γιατί το κήτος φέρεται να άρπαξε κάποιον στα ρηχά της Ελευσίνας, κάτι που ερμηνεύει ως χρησμό. Συγκεκριμένα γράφει για έναν μύστη που έκανε τελετή καθαρμού σε χοίρο προς θυσία, ότι τον άρπαξε κάποιο κήτος από τη μέση και κάτω: «Μύστην δὲ λούοντα χοιρίδιον ἐν Κανθάρῳ λιμένι κῆτος συνέλαβε, καὶ τὰ κάτω μέρη τοῦ σώματος ἄχρι τῆς κοιλίας κατέπιε, προδεικνύντος αὐτοῖς τοῦ θεοῦ προφανῶς, ὅτι τῶν κάτω καὶ πρὸς θαλάσσῃ στερηθέντες τὴν ἄνω πόλιν διαφυλάξουσιν».

Νέα ήθη από τους Ρωμαίους
Γενικά πάντως τα μπάνια στη θάλασσα και οι διακοπές ή τα εξοχικά άρχισαν να διαδίδονται από τους προνομιούχους Ρωμαίους, οι οποίοι έκαναν διακοπές στη Μεσόγειο και μάλιστα στην Ελλάδα. Οι πολύ πλούσιοι είχαν και εξοχικά την πατρίδα τους, ένα σε βουνό και ένα σε ιδιωτική παραλία, μακριά από τους κοινούς θνητούς.
Όμως οι περισσότεροι υπήκοοι της ρωμαϊκή αυτοκρατορίας ήταν στην ίδια μοίρα με τους Έλληνες: Αν το ποτάμι, η λίμνη ή η θάλασσα δεν ήταν σε απόσταση αναπνοής, απλούστατα δεν είχαν την χαρά να κάνουν μπάνια για να δροσίζονται. Οι δε πλούσιοι Ρωμαίοι που είχαν λεφτά δεν έρχονταν στην Ελλάδα για μπάνια – είχαν τις θέρμες και τις πισίνες τους για αυτή τη δουλειά ή τις δικές τους παραλίες – έρχονταν κυρίως ως επίδειξη προς τους λοιπούς “βαρβάρους”. Υπήρχαν βέβαια και πολλοί Ρωμαίοι που επισκέπτονταν την Αθήνα – και εν μέρει τη Σπάρτη – από ειλικρινή θαυμασμό.
Οι Έλληνες ως κατακτημένος λαός ήταν σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, παρά τις όποιες μικροελευθερίες, οπότε σχεδόν κανείς δεν είχε την άνεση των διακοπών, εκτός κι αν έμενε κυριολεκτικά δίπλα σε ποτάμι ή σε παραλία. Η ελληνική “ελίτ” όταν κατακτήθηκε ο τόπος από τους Ρωμαίους ήταν πολύ μικρή για να πηγαίνει διακοπές στα ξένα ή σε θέρετρα, ούτε είχε νόημα στα χρόνια εκείνα να φύγει κάποιος να πάει σε νησί, αφού ουσιαστικά πήγαινε σε άλλο κράτος. Η αίσθηση της πόλης-κράτους συνέχιζε να επιβιώνει και κάτω από την ομπρέλα της Ρώμης.

Άθληση και εκπαίδευση
Ξαναγυρνώντας στην κλασική εποχή, οι μόνοι Έλληνες που δροσίζονταν τα καλοκαίρι ή πάγωναν το χειμώνα κολυμπώντας στην αρχαία Ελλάδα, ήταν οι Αθηναίοι και πολίτες άλλων πόλεων-κρατών, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους γυμναστήρια με μικρά κολυμβητήρια ή διέμεναν κοντά σε ποτάμια και θάλασσες. Έπρεπε υποχρεωτικά όλα τα αγόρια (και σύμφωνα με κάποιες πηγές και τα κορίτσια, για λόγους ασφαλείας) να ξέρουν κολύμπι. Τα δε αγόρια έπρεπε να ασκούνται ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών σκληρά για να γίνουν δεινοί κολυμβητές και να αντέχουν για ώρες στο κρύο νερό της θάλασσας. Οι Αθηναίοι, όπως πάντα, ήταν πιο χαλαροί σε αυτό το θέμα σε σύγκριση με τους Σπαρτιάτες και το χειμώνα έβραζαν νερό και ζέσταιναν τα λουτρά τους.
Τεκμαίρεται ότι τα κορίτσια μάθαιναν κολύμπι σε ποτάμια ή στη θάλασσα και σε λίμνες, γιατί στα κολυμβητήρια των γυμναστηρίων τα αγόρια κολυμπούσαν γυμνά. Η εκδοχή τα κορίτσια να εκπαιδεύονται στα γυμναστήρια άλλες ώρες, δεν τεκμηριώνεται από καμία πηγή. Όσο ευχάριστο και να ήταν το κολύμπι στα λιγοστά ελληνικά κολυμβητήρια της εποχής, δεν θα μπορούσε πάντως να παραλληλιστεί με τα σημερινά μπάνια στη θάλασσα ως ψυχαγωγία τα καλοκαίρια.

Η δε θάλασσα που σήμερα μας φαίνεται στην Αθήνα “δυο βήματα”, ήταν για τους ανθρώπους τότε, μακριά. Με ταχύτητα 3-5 χιλιόμετρα την ώρα ο πεζός Αθηναίος και η οικογένειά του χρειαζόταν δύο ώρες για να φτάσει στην παραλία και άλλες τόσες να γυρίσει. Αυτό δεν μπορούσε να το κάνει ο μέσος πολίτης στην αρχαιότητα.
Ακόμα και οι πλούσιοι, αν και πήγαιναν ενίοτε μακρινά ταξίδια με αμέτρητους δούλους και μουλάρια για να κουβαλάνε ένα σωρό χρήσιμα πράγματα (π.χ. τρόφιμα) αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της ληστείας. Τα ψυχαγωγικά ταξίδια άρχισαν πολύ αργότερα, αν και βεβαίως κάποιοι Έλληνες ταξίδευαν από παλιά σε μεγάλες αποστάσεις: Στρατιωτικοί, πολιτικοί, συγγραφείς, ρήτορες, φιλόσοφοι και δάσκαλοι ή έμποροι. Η πλειοψηφία απολάμβανε μόνον ό,τι μπορούσε να προσφέρει το δικό της κράτος, δηλαδή η πόλη.

Οι μετακινήσεις στην παραλιακή
Το κάρο και τα ιππήλατα αποτελούσαν είδος πολυτελείας –ένα άλογο στοίχιζε ως αγορά, όσο μια οικία στο άστυ ή περίπου 1.000 δραχμές, χώρια που χρειαζόταν πάνω από μια δραχμή τη μέρα για να ταΐζει κάποιος το άλογο, δηλαδή παραπάνω από ένα ολόκληρο ημερομίσθιο της εποχής εκείνης. Όπως αναφέρει ο Ξενοφώντας περίπου180 δραχμές ετησίως ήταν στα χρόνια του το ελάχιστο εισόδημα μιας οικογένειας για να τα βγάλει πέρα (δηλαδή μισή δραχμή ή τρεις οβολοί την ημέρα). Οι Ιππείς ή τριακοσιομέδιμνοι αποτελούσαν την δεύτερη κατά σειρά πλουσιότερη τάξη της εποχής.
Εν γένει ήταν στην ουσία τότε μια μικρή περιπέτεια να περπατά κάποιος μισή μέρα μέσα στη ζέστη ίσα για να πάει να βουτήξει τα πόδια ή το πολύ μέχρι τη μέση του στη θάλασσα. Πιθανολογείται βεβαίως ότι το καλοκαίρι πολλοί ψυχαγωγούνταν με κάθε ευκαιρία τσαλαβουτώντας έστω και στα ρηχά στη θάλασσα, όταν αυτή όμως ήταν στο δρόμο τους. Η πρώτη και τελευταία “ψυχαγωγική” τρόπον τινά αναφορά μπάνιου στη θάλασσα, είναι στην Ραψωδία Κ της Ιλιάδας.

Εκεί ο Οδυσσέας και ο Διομήδης μετά από μια εξοντωτική κατόπτευση του εχθρικού στρατοπέδου, όταν επιστρέφουν πρώτα τρέχουν και μπαίνουν στη θάλασσα και μετά πηγαίνουν να λουστούν σε λουτρά κοντά στις σκηνές τους. Αναφέρεται ως κάτι ευχάριστο, το ότι δροσίστηκαν στο νερό της θάλασσας, ανεξαρτήτως του ότι μετά έκαναν κανονικό λουτρό με έλαια: «αὐτοὶ δ᾽ ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ ἐσβάντες κνήμας τε ἰδὲ λόφον ἀμφί τε μηρούς. αὐτὰρ ἐπεί σφιν κῦμα θαλάσσης ἱδρῶ πολλὸν νίψεν ἀπὸ χρωτὸς καὶ ἀνέψυχθεν φίλον ἦτορ, ἔς ῥ᾽ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο»

Ο αφορισμός του Πλάτωνα
Ψυχαγωγική αναφορά σε μπάνια έχουμε από διάφορους μη επιστήμονες, χωρίς επαρκή ιστορική τεκμηρίωση. Σύμφωνα με αυτήν οι Ρωμαίοι αντέγραψαν τους Έλληνες και άρχισαν να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα μαζί με γυναίκες –πιθανόν εταίρες– κάτι που σταμάτησε επί Ιουστινιανού. Είναι τεκμηριωμένο ότι ο τελευταίος έδωσε τέλος στα κοινά λουτρά.
Σε δημόσιες ακτές με παιδιά και γυναίκες, φέρεται οι αρχαίοι Έλληνες να έκαναν μπάνιο με έναν ελαφρύ χιτών, σύμφωνα με τον Θεόπομπο (380 π.Χ.) που αναφέρεται σε ένα τρόπον τινά μαγιό της εποχής ή ελαφριά χλαμύδα – την λουτρίδα. Ομως η λουτρίς δεν αναφέρεται πουθενά αλλού ως μαγιό. Αναφέρεται με την έννοια της πλύστρας ή της ιέρειας που καθάριζε το μανδύα της Αθηνάς.

Πάντως η κολύμβηση ήταν απαραίτητη γνώση ειδικά για τους άνδρες. Ο Πλάτωνας θέλοντας να χαρακτηρίσει κάποιον άχρηστο, αναφέρει ως παροιμία “αυτός που ούτε γράμματα ξέρει, ούτε κολύμπι”. Και στην Αίγυπτο θεωρείτο ντροπή να μην ξέρει κάποιος κολύμπι. Υπάρχουν δε και για εκείνη την περιοχή γραπτά που μαρτυρούν ότι επειδή οι πιο πολλοί στρατευόμενοι Αιγύπτιοι γνώριζαν να κολυμπούν, είχαν πλεονέκτημα έναντι των εχθρών τους.
Στα καθ΄ημάς, οι Θηβαίοι νίκησαν τους Θράκες επειδή οι δεύτεροι δεν γνώριζαν να κολυμπούν. Επίσης πολλοί Πέρσες χάθηκαν στην Σαλαμίνα και στον Άθω επειδή δεν ήξεραν κολύμπι ,ενώ για κάποιες πολεμικές επιχειρήσεις τους χρειάστηκαν Έλληνα δύτη και αυτό τους κόστισε την ήττα στο Αρτεμίσιο, επειδή ο Έλληνας ειδοποίησε τους συμπατριώτες του. Συγκεκριμένα ο τρομερός δύτης Σκυλλίας και η κόρη του Ύδνα βοήθησαν στην αρχή τους Πέρσες να περισυλλέξουν πολύτιμα πράγματα από καράβια τους που ειχαν ξωκείλει ή ναυαγήσει, όμως την κρίσιμη στιγμή απέκοψαν τις άγκυρες των περσικών πλοίων και εν συνεχεία ειδοποίησαν τους Έλληνες για τα σχέδια του περσικού στόλου.

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι είδε άγαλμα του Σκυλλία και της Ύδνας στους Δελφούς και είναι μάλλον από αυτά που άρπαξε ο Νέρωνας. Ο Ηρόδοτος κρατάει κάποιες επιφυλάξεις ως προς το αφήγημα ότι πατέρας και κόρη κολύμπησαν 15-20 χιλιόμετρα (ογδόντα στάδια) ή περίπου 10 ναυτικά μίλια και πιστεύει ότι ο Σκυλλίας ειδοποίησε τους Έλληνες μάλλον χρησιμοποιώντας βάρκα. Η κολύμβηση ως άθλημα πάντως δεν μπήκε στις Ολυμπιακούς αγώνες της Ελλάδας.
Υπάρχει ένα φρέσκο του 5ου π.Χ. αιώνα στην ελληνική αποικία της Ποσειδωνίας στην σημερινή Καμπανία της Ιταλίας, που δείχνει έναν νέο να κάνει βουτιά από ψηλά. Εντούτοις δεν πρέπει να σχετίζεται με την κολύμβηση ως αγώνισμα, γιατί δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα πισίνες με τέτοιο βάθος ώστε να γίνονται βουτιές από τόσο ψηλά. Πιθανόν η παράσταση αυτή –που βρέθηκε σε τάφο– να έδειχνε το πώς έχασε τη ζωή του αυτός ο νέος (ίσως πνίγηκε) ή να σχετιζόταν με την αγάπη του για τη θάλασσα ή να είχε μεταφορική έννοια, την “βουτιά” στο άγνωστο μετά το θάνατό του…

Τα αρχαία ΟΥΚ
Σε πολλές στρατιωτικές και μη παραστάσεις πάντως βλέπουμε κολυμβητές. Μάλιστα υπήρχαν και στρατιωτικές μονάδες αντίστοιχες με τα σημερινά “βατράχια” και αποκαλούνταν “ὕφυδροι“. Αναφέρονται στα στρατηγήματα (πώς τους χρησιμοποίησε ο Αθηναίος Ιφικράτης, όταν ήταν σε δυσχερή θέση στην Άβυδο), αλλά και στον Θουκυδίδη στην πολιορκία της Πύλου και της Σφακτηρίας, όπου οι Σπαρτιάτες έταζαν ότι θα απελευθερωνόταν όποιος είλωτας βουτούσε και κατάφερνε να τους μεταφέρει τρόφιμα.
Πολλοί είλωτες και Σπαρτιάτες είχαν καταφέρει να ξεγελάσουν τους Αθηναίους και να ανεφοδιάσουν τους πολιορκημένους Σπαρτιάτες, κολυμπώντας και κουβαλώντας εφόδια δεμένα σε σκοινιά, αλλά μετά οι Αθηναίοι έβαλαν περιπολίες. Όπως αναφέρει το κείμενο «ἐσένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι, καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην καὶ λίνου σπέρμα κεκομμένον: ὧν τὸ πρῶτον λανθανόντων φυλακαὶ ὕστερον ἐγένοντο. [9] παντί τε τρόπῳ ἑκάτεροι ἐτεχνῶντο οἱ μὲν ἐσπέμπειν τὰ σιτία, οἱ δὲ μὴ λανθάνειν σφᾶς.»

Στην εκστρατεία στη Σικελία, δύτες αποκόλλησαν το φράγμα από πασσάλους που είχαν βάλει οι οι Συρακούσιοι στο λιμάνι για να μη μπορέσουν να πλησιάσουν τα αθηναϊκά πλοία. Στις δε εμπόλεμες ζώνες όταν οι άνδρες έπρεπε να διασχίσουν ποταμό, γδύνονταν και κρατούσαν μόνο το ξιφίδιο τους. όμως υπάρχει και η ρομαντική εκδοχή της δεινότητας των Ελλήνων στην κολύμβηση, με τον άτυχο Λέανδρο που ζούσε στην Άβυδο και ερωτεύθηκε την Ηρώ, ιέρεια της Αφροδίτης στην πόλη που βρισκόταν απέναντι, στη Σηστό. Κάθε βράδυ ο ερωτευμένος νέος διέσχιζε τον Ελλήσποντο (2 χιλιόμετρα ή ένα ναυτικό μίλι στο σημείο εκείνο) για να συναντά την καλή του. Και μια χειμωνιάτικη νύχτα, πνίγηκε.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια