Την 28η Νοεμβρίου 1912, τις πρωινές ώρες, δύο ελληνικά τάγματα του πεζικού συντάγματος της δεύτερης Μεραρχάις άρχισαν την κίνησή τους κατά μήκος της αμαξιτής οδού προς το Δέλβινο. Καθώς η εμπροσθοφυλακή περνούσε τον ποταμό του Καλεσιώτη, αντιλήφθηκε στα αντίπερα υψώματα εχθρικά τμήματα. Η ορειβατική πυροβολαρχία τάχθηκε και έβαλε εναντίον τους. Δεν πρόλαβαν να εκτοξεύσουν την πρώτη οβίδα, όταν άρχισε να βάλλει το τούρκικο πυροβολικό εναντίον της κινούμενης φάλαγγας του πεζικού αλλά και της μοναδικής στο μέρος εκείνο γέφυρας του ποταμού, η οποία και καταστράφηκε. Οι πληροφορίες που είχε το Ελληνικό Αρχηγείο ήταν λανθασμένες. Όχι μόνον που στο Δέλβινο υπήρχαν τουρκικές δυνάμεις, αλλά ήταν και καλά οπλισμένες. Είχαν οκτώ πολυβόλα με άκαπνο πυρίτιδα, έναντι ολίγων του ελληνικού στρατού, παλιού συστήματος, τα οποία έδειχναν τη θέση των δια του πυκνού καπνού της πυρίτιδός των…
…Οι κακούργοι, ακόρεστοι ληστοσυμμορίτες από το Κουρβελέσι, που ζητούσαν όπως ο λύκος αντάρα, έχοντας στα νώτα τους τη στρατιά των Τούρκων, προχώρησαν λυσσαλέα προς τα ελληνοχώρια. Μια ομάδα πέρασε το στενό της Ματομάρας και ανηφόρισε τους λόφους. Μπροστά τους το ελληνοχώρι της Φοινίκης. Αφού πήραν μια ανάσα και διψασμένοι για αίμα, καΐλα και πλιάτσικο, μπήκαν στο χωριό. Μέσα σε μια ώρα το χωριό είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη καμινάδα. Φλόγες ανάμεικτες με πυκνούς καπνούς είχαν καλύψει τα πάντα. Από τα υψώματα, που ήταν τοποθετημένοι οι Έλληνες στρατιώτες, έβλεπαν τις στήλες του καπνού των καμένων σπιτιών να υψώνονται προς τον ουρανό ως τελευταία έκκληση ευσπλαχνίας προς την τόση συμφορά Χριστιανών Ελλήνων. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους, έτοιμοι να σπάσουν την διαταγή της υποχώρησης και να σπεύσουν για βοήθεια…
Σαν την πανούκλα ξαπλώθηκε το κακό μαντάτο σ’ όλο το Βούρκο. «Τα ελληνικά τάγματα οπισθοχωρούν. Οι Τουρκαλβανοί μπαίνουν στα χωριά, καίνε, ατιμάζουν, φονεύουν». Οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις των φανατικών Μουσουλμάνων συνέχισαν την προέλευσή τους. Μετά τη Φοινίκη προχώρησαν και στα άλλα χωριά του Βούρκου. Οργισμένοι και σαν λυσσασμένοι σκύλοι μπαίνανε στα χωριά και με αναμμένες δάδες στα χέρια, βάζανε φωτιά στα καλυβόσπιτα των χωρικών. Μπαίνανε στ’ αχούρια κι άρπαζαν ότι είχε ο χωριάτης: αγελαδινά, πρόβατα, πουλερικά. Ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση γενοκτονίας. Εξήντα χωριά του Δελβίνου κάηκαν εν μέρη και ολοσχερώς. Οι κάτοικοι έντρομοι και γυμνοί, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Άλλοι προς την Κέρκυρα και άλλοι για την ορεινή Λεσινίτσα, όπου δοκιμάστηκε και πάλι η αλληλεγγύη του τόπου μας. Οι Λεσινιτσιώτες φιλοξένησαν γέρους και γυναικόπαιδα, μοίρασαν στα δύο τη φτωχή μπουκιά τους και τους σώσανε από το διπλό θάνατο: την πείνα και το μαχαίρι.
«Πέσαν οι Λιάπηδες και άρχισαν να χαλάν τα χωριά μας. Μάζεψαν το βιός και το βάλανε κοπάδια μπροστά. Φεύγαμε με εκείνα που είχαμε στο κορμί. Ο τόπος μας κόπηκε στα δύο: Τα Βουρκοχώρια λάκτισαν για τη θάλασσα. Ήρθαν τα καράβια στο Διαπόρι και τους πήραν. Απ’ τη Λειβαδιά και πάνω φύγαμε για τη Λεσινίτσα και του Τσαμαντά. Χειμώνας, χιόνια, παγωνιά. Πολλά παιδιά πούντιασαν στο δρόμο και πέθαναν. Εκεί στην εκκλησία του Τσαμαντά τα θάψαμε…», ομολογούσε αυτόπτης μάρτυρας αργότερα.
Στα Ριζά, δύο ήταν οι άνθρωποι που οργάνωναν την αντίσταση: Ο Διβριώτης Μήτσιος Κούρης και ο Καπετάν Χορμόβας, με το τσιγκελωτό μουστάκι, Οπλαρχηγός που δρούσε στα χωριά μας μαζί με τον καπετάν Πουτέτση. Ντυμένοι με τις φουστανέλες τρέχουν από ράχη σε ράχη και εμψυχώνουν τους πολεμιστές. Οι Λιάπηδες στέλνουν ενισχύσεις. Μαζί τους έρχονται τώρα να πολεμήσουν και Τούρκοι στρατιώτες. Στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα δίνουν την τελευταία μάχη. Ο παπα- Βαγγέλης απ’ τη Δίβρη αρπάζεται χέρι με χέρι με τους Λιάπηδες. Γυρίζει με δύο αράδες φυσεκλίκια και δίχως γένια. Ύστερα οι πολεμιστές τραβιούνται και, δίνοντας μάχη πέτρα την πέτρα, μπαίνουν στα στενά της Λεσινίτσας. Εκεί στο φαράγγι του Αϊ- Λια, ενωμένοι με τους ντόπιους θ’ αγωνιστούν και θ’ ανακόψουν την επίθεση των μισθοφόρων, που δε θα μπορέσουν να μπουν στη Λεσινίτσα. Τα δύο αυτά χωριά θα γλυτώσουν απ’ τη φωτιά και το χαλασμό.
Κι ο καπετάν Θύμιος Λιώλης δεν είχε καιρό για ξεκούραση. Έπρεπε να τρέξει, να δώσει μάχες με τα παλικάρια του, για να προστατέψει τους άμαχους χωρικούς στο Βούρκο. Οι Λιάπηδες βγήκαν πάνω στο Λυκούρσι κι απ’ εκεί πέσαν στην Τσούκα και στο Καραλίμπεη που γινόταν χαμός απ’ τα γυναικόπαιδα. Αυτός με τους άντρες του κρατούσαν άμυνα, για να μπορέσει ο άμαχος πληθυσμός να βγει στο Μπερντενέσι. Ένα καράβι έριχνε στο Λυκούρσι με το κανόνι για να συγκρατήσει τις τσέτες. Λιγοστά τα τουφέκια δεν κρατιόνταν οι Λιάπηδες. Οι άντρες θέλησαν να φύγουν. Τότε ο καπετάν Θύμιος βγαίνει μπροστά και λέει στον πρώτο: «Μη φύγεις! Περίμενε να σκοτωθώ εγώ, να πάρεις εσύ το ντουφέκι μου!» Σηκώνει το μαουζέρι και το σταυρό! Πέσανε οι τρεις πρώτοι Λιάπηδες. Οι άλλοι σταμάτησαν. Έτσι δόθηκε χρόνος στα γυναικόπαιδα ν’ ανέβουν στα καράβια, να σωθούν.
Την άλλη μέρα, αφού οι ληστοσυμμορίτες λεηλάτησαν και έκαψαν τόσα χωριά, έφθασαν στα Ξαμίλια και τα τάγματα των Τούρκων. Έπιασαν και πέρασαν στη λεπίδα όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν για την Κέρκυρα.
«Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί ελεηλάτησαν και επυρπόλησαν πλείστα ηπειρωτικά χωρία, εκακομεταχειρίσθησαν απάνθρωπα τους κατοίκους και ηνάγγασαν χιλιάδας εξ αυτών να ζητήσουν καταφύγιον εις τας Ιονίους νήσους», έγραφε ο Pember Reever σε γνωστή για την εποχή εφημερίδα.
Αυτή η μαύρη εποχή μπήκε στη ζωή των κατοίκων του λεκανοπεδίου του Δελβίνου, και έμεινε ως τις μέρες μας, ως «Χαλασμός του Δώδεκα».
(Από το βιβλίο «Ο αγροφύλακας που έγινε θρύλος» του Βαγγέλη Παπαχρήστου)
…Οι κακούργοι, ακόρεστοι ληστοσυμμορίτες από το Κουρβελέσι, που ζητούσαν όπως ο λύκος αντάρα, έχοντας στα νώτα τους τη στρατιά των Τούρκων, προχώρησαν λυσσαλέα προς τα ελληνοχώρια. Μια ομάδα πέρασε το στενό της Ματομάρας και ανηφόρισε τους λόφους. Μπροστά τους το ελληνοχώρι της Φοινίκης. Αφού πήραν μια ανάσα και διψασμένοι για αίμα, καΐλα και πλιάτσικο, μπήκαν στο χωριό. Μέσα σε μια ώρα το χωριό είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη καμινάδα. Φλόγες ανάμεικτες με πυκνούς καπνούς είχαν καλύψει τα πάντα. Από τα υψώματα, που ήταν τοποθετημένοι οι Έλληνες στρατιώτες, έβλεπαν τις στήλες του καπνού των καμένων σπιτιών να υψώνονται προς τον ουρανό ως τελευταία έκκληση ευσπλαχνίας προς την τόση συμφορά Χριστιανών Ελλήνων. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους, έτοιμοι να σπάσουν την διαταγή της υποχώρησης και να σπεύσουν για βοήθεια…
Σαν την πανούκλα ξαπλώθηκε το κακό μαντάτο σ’ όλο το Βούρκο. «Τα ελληνικά τάγματα οπισθοχωρούν. Οι Τουρκαλβανοί μπαίνουν στα χωριά, καίνε, ατιμάζουν, φονεύουν». Οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις των φανατικών Μουσουλμάνων συνέχισαν την προέλευσή τους. Μετά τη Φοινίκη προχώρησαν και στα άλλα χωριά του Βούρκου. Οργισμένοι και σαν λυσσασμένοι σκύλοι μπαίνανε στα χωριά και με αναμμένες δάδες στα χέρια, βάζανε φωτιά στα καλυβόσπιτα των χωρικών. Μπαίνανε στ’ αχούρια κι άρπαζαν ότι είχε ο χωριάτης: αγελαδινά, πρόβατα, πουλερικά. Ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση γενοκτονίας. Εξήντα χωριά του Δελβίνου κάηκαν εν μέρη και ολοσχερώς. Οι κάτοικοι έντρομοι και γυμνοί, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Άλλοι προς την Κέρκυρα και άλλοι για την ορεινή Λεσινίτσα, όπου δοκιμάστηκε και πάλι η αλληλεγγύη του τόπου μας. Οι Λεσινιτσιώτες φιλοξένησαν γέρους και γυναικόπαιδα, μοίρασαν στα δύο τη φτωχή μπουκιά τους και τους σώσανε από το διπλό θάνατο: την πείνα και το μαχαίρι.
«Πέσαν οι Λιάπηδες και άρχισαν να χαλάν τα χωριά μας. Μάζεψαν το βιός και το βάλανε κοπάδια μπροστά. Φεύγαμε με εκείνα που είχαμε στο κορμί. Ο τόπος μας κόπηκε στα δύο: Τα Βουρκοχώρια λάκτισαν για τη θάλασσα. Ήρθαν τα καράβια στο Διαπόρι και τους πήραν. Απ’ τη Λειβαδιά και πάνω φύγαμε για τη Λεσινίτσα και του Τσαμαντά. Χειμώνας, χιόνια, παγωνιά. Πολλά παιδιά πούντιασαν στο δρόμο και πέθαναν. Εκεί στην εκκλησία του Τσαμαντά τα θάψαμε…», ομολογούσε αυτόπτης μάρτυρας αργότερα.
Στα Ριζά, δύο ήταν οι άνθρωποι που οργάνωναν την αντίσταση: Ο Διβριώτης Μήτσιος Κούρης και ο Καπετάν Χορμόβας, με το τσιγκελωτό μουστάκι, Οπλαρχηγός που δρούσε στα χωριά μας μαζί με τον καπετάν Πουτέτση. Ντυμένοι με τις φουστανέλες τρέχουν από ράχη σε ράχη και εμψυχώνουν τους πολεμιστές. Οι Λιάπηδες στέλνουν ενισχύσεις. Μαζί τους έρχονται τώρα να πολεμήσουν και Τούρκοι στρατιώτες. Στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα δίνουν την τελευταία μάχη. Ο παπα- Βαγγέλης απ’ τη Δίβρη αρπάζεται χέρι με χέρι με τους Λιάπηδες. Γυρίζει με δύο αράδες φυσεκλίκια και δίχως γένια. Ύστερα οι πολεμιστές τραβιούνται και, δίνοντας μάχη πέτρα την πέτρα, μπαίνουν στα στενά της Λεσινίτσας. Εκεί στο φαράγγι του Αϊ- Λια, ενωμένοι με τους ντόπιους θ’ αγωνιστούν και θ’ ανακόψουν την επίθεση των μισθοφόρων, που δε θα μπορέσουν να μπουν στη Λεσινίτσα. Τα δύο αυτά χωριά θα γλυτώσουν απ’ τη φωτιά και το χαλασμό.
Κι ο καπετάν Θύμιος Λιώλης δεν είχε καιρό για ξεκούραση. Έπρεπε να τρέξει, να δώσει μάχες με τα παλικάρια του, για να προστατέψει τους άμαχους χωρικούς στο Βούρκο. Οι Λιάπηδες βγήκαν πάνω στο Λυκούρσι κι απ’ εκεί πέσαν στην Τσούκα και στο Καραλίμπεη που γινόταν χαμός απ’ τα γυναικόπαιδα. Αυτός με τους άντρες του κρατούσαν άμυνα, για να μπορέσει ο άμαχος πληθυσμός να βγει στο Μπερντενέσι. Ένα καράβι έριχνε στο Λυκούρσι με το κανόνι για να συγκρατήσει τις τσέτες. Λιγοστά τα τουφέκια δεν κρατιόνταν οι Λιάπηδες. Οι άντρες θέλησαν να φύγουν. Τότε ο καπετάν Θύμιος βγαίνει μπροστά και λέει στον πρώτο: «Μη φύγεις! Περίμενε να σκοτωθώ εγώ, να πάρεις εσύ το ντουφέκι μου!» Σηκώνει το μαουζέρι και το σταυρό! Πέσανε οι τρεις πρώτοι Λιάπηδες. Οι άλλοι σταμάτησαν. Έτσι δόθηκε χρόνος στα γυναικόπαιδα ν’ ανέβουν στα καράβια, να σωθούν.
Την άλλη μέρα, αφού οι ληστοσυμμορίτες λεηλάτησαν και έκαψαν τόσα χωριά, έφθασαν στα Ξαμίλια και τα τάγματα των Τούρκων. Έπιασαν και πέρασαν στη λεπίδα όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν για την Κέρκυρα.
«Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί ελεηλάτησαν και επυρπόλησαν πλείστα ηπειρωτικά χωρία, εκακομεταχειρίσθησαν απάνθρωπα τους κατοίκους και ηνάγγασαν χιλιάδας εξ αυτών να ζητήσουν καταφύγιον εις τας Ιονίους νήσους», έγραφε ο Pember Reever σε γνωστή για την εποχή εφημερίδα.
Αυτή η μαύρη εποχή μπήκε στη ζωή των κατοίκων του λεκανοπεδίου του Δελβίνου, και έμεινε ως τις μέρες μας, ως «Χαλασμός του Δώδεκα».
(Από το βιβλίο «Ο αγροφύλακας που έγινε θρύλος» του Βαγγέλη Παπαχρήστου)
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών