Ο Δεκέμβρης του 2008: Η εξέγερση που ρωτά, η κοινωνία που απαντά

Η νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 2008 χαράχθηκε ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη. Η εν ψυχρώ δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα δεν υπήρξε απλώς ένα τραγικό μεμονωμένο γεγονός. Ήταν ο σπινθήρας που άναψε το φυτίλι μιας συσσωρευμένης οργής. Σε λίγες ώρες, η Αθήνα και πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας μετατράπηκαν σε πεδίο σύγκρουσης: μια αυθόρμητη, πολυήμερη, μαζική εξέγερση που ξέσπασε με πρωταγωνιστές τη νεολαία και συμμέτοχους χιλιάδες πολίτες.
Η βρετανική Guardian χαρακτήρισε τις ταραχές «τις χειρότερες στην Ελλάδα από το 1974, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία». Το BBC μίλησε για «εξέγερση». Όμως, πέρα από τις ετικέτες και τους δημοσιογραφικούς χαρακτηρισμούς, εκείνες οι μέρες φανέρωσαν κάτι βαθύτερο: το τέλος μιας εποχής ψευδαίσθησης. Ήταν η στιγμή που η κοινωνία συνειδητοποίησε πως κάτω από το φαινομενικό «ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό» και την οικονομική «ευημερία» των αρχών του 2000, έκρυβε ένα βαθύ πολιτικό και κοινωνικό έλλειμμα, μια γενικευμένη ανασφάλεια, μια αίσθηση αδιεξόδου.

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, ο Δεκέμβρης του 2008 συμβολίζει τον μόνιμο εφιάλτη κάθε καθεστώτος εξουσίας: τη μαζική, αυθόρμητη και αποφασιστική είσοδο των απλών ανθρώπων στο πολιτικό γίγνεσθαι. Άνθρωποι που σε περιόδους «κανονικότητας» υπομένουν σιωπηλά την εκμετάλλευση και την αδικία, σε μια στιγμή ανάφλεξης μετατρέπουν την παθητική ανοχή σε ενεργή αμφισβήτηση. Η εικόνα του «καζανιού που βράζει» αποδίδει εύστοχα αυτή τη μετασχηματιστική δυναμική.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου δεν αποτέλεσε την αιτία, αλλά την αφορμή. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε ένα ποτήρι γεμάτο απογοήτευση, κοινωνική πίεση, αδικία και ανασφάλεια. Στο πρόσωπο του ένοπλου φρουρού, η νεολαία είδε το σύστημα στο σύνολό του: αυταρχικό, αλαζονικό, βίαιο, αδιάφορο για τις ζωές των πολιτών. Η εξέγερση εξέπεμψε ένα κραυγαλέο μήνυμα: ότι πίσω από το προσωπείο του «εκσυγχρονισμού» και της καταναλωτικής ευδαιμονίας κρυβόταν ένας μηχανισμός βαθιά άδικος και εχθρικός απέναντι στη νέα γενιά.
Ο Σεφεριάδης σημειώνει πως εκείνη η στιγμή συμπύκνωσε την αυταπάτη μιας εποχής. Οι υποσχέσεις για «τέλος της ιστορίας», για οριστική νίκη της αγοράς και για ένα μέλλον διαρκούς ευημερίας αποδείχθηκαν φούσκες — κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, το 2009, η διεθνής οικονομική κρίση χτύπησε την Ελλάδα με σφοδρότητα, αποκαλύπτοντας την αλήθεια πίσω από τα νούμερα της ανάπτυξης. Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, έτσι, προοιώνιζε το κοινωνικό ξέσπασμα που θα ακολουθούσε με τα Μνημόνια και τις μαζικές κινητοποιήσεις των επόμενων ετών.

Για να κατανοηθεί ο Δεκέμβρης, δεν αρκεί να εστιάσουμε στο ίδιο το γεγονός. Όπως τονίζει ο Σεφεριάδης, κανένα κίνημα δεν γεννιέται από παρθενογένεση. Τα φοιτητικά και νεολαιίστικα κινήματα του 2006–2007, που αντιτάχθηκαν στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, είχαν ήδη θέσει τις βάσεις μιας κουλτούρας συλλογικής δράσης και αμφισβήτησης.
Οι αγώνες εκείνοι ανέδειξαν μια νέα γενιά που δεν πείθεται εύκολα από τα παραδοσιακά κόμματα ή τους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς. Όταν, λοιπόν, ήρθε η στιγμή της δολοφονίας, υπήρχε ήδη ένα δίκτυο επικοινωνίας, μια κοινή γλώσσα οργής και αντίδρασης, έτοιμη να μετατραπεί σε πράξη. Οι μαθητές, οι φοιτητές, οι άνεργοι, οι επισφαλώς εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους όχι μόνο για τον Αλέξη, αλλά για ό,τι εκείνος συμβόλιζε: την απαξίωση μιας γενιάς, τη σιωπηλή βία της καθημερινότητας, το αδιέξοδο ενός συστήματος που υπόσχεται μέλλον χωρίς να το προσφέρει.
Ο Δεκέμβρης του 2008 δεν υπήρξε «τυφλή βία». Ήταν, κατά τον Σεφεριάδη, αποτέλεσμα ενός «διαλόγου» με το πολιτικό περιβάλλον: απάντηση σε ένα εκκωφαντικό έλλειμμα δημοκρατίας και εκπροσώπησης. Οι νέοι δεν οδηγήθηκαν στη σύγκρουση από «γενετική ροπή στη βία», αλλά από τη συνειδητοποίηση ότι οι θεσμοί που υποτίθεται πως εκπροσωπούν το λαό είχαν καταστεί απολύτως αναξιόπιστοι. Όταν η πολιτική τάξη και τα παραδοσιακά μέσα αποτυγχάνουν να εκφράσουν τις ανάγκες της κοινωνίας, το πεζοδρόμιο γίνεται το νέο κοινοβούλιο.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη είχε χαρακτηριστεί «εξέγερση χωρίς αιτήματα». Ωστόσο, αυτή η φαινομενική απουσία προγράμματος δεν σήμαινε απουσία νοήματος. Το σύνθημα «ο Δεκέμβρης δεν είναι απάντηση, είναι ερώτηση» συμπύκνωνε την ουσία της: μια γενιά που δεν ζητούσε απλώς λύσεις, αλλά έθετε το ίδιο το ερώτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας.
Παρόλα αυτά, ο Σεφεριάδης επισημαίνει ότι ο Δεκέμβρης ανέδειξε και τα πολιτικά όρια του αυθόρμητου. Οι μαζικές εξεγέρσεις, όσο συγκλονιστικές κι αν είναι, δεν αρκούν από μόνες τους για να επιφέρουν ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Απαιτείται στρατηγική, οργάνωση, μεταβατικό πρόγραμμα – στοιχεία που να μεταφράζουν τη διαμαρτυρία σε προοπτική. «Η εξέγερση», γράφει χαρακτηριστικά, «διαχύθηκε σαν χείμαρρος, αλλά βρέθηκε ανέτοιμη να μετασχηματίσει την καταγγελτική της κραυγή σε πολιτικά ώριμο αίτημα».
Αυτό το έλλειμμα στρατηγικής δεν ακυρώνει τη σημασία του Δεκέμβρη. Αντίθετα, προσφέρει ένα κρίσιμο μάθημα για το μέλλον: ότι οι αγώνες, για να είναι αποτελεσματικοί, χρειάζονται συνείδηση, οργάνωση και πολιτική στόχευση. Αλλιώς, παραμένουν «ποιητικοί» αλλά ατελέσφοροι, προσφέροντας άλλοθι στους εκ των υστέρων «ερμηνευτές» και απονευρώνοντας το ριζοσπαστικό τους μήνυμα.

Το 2008 τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν ακόμη στα σπάργανα· η διάχυση της πληροφορίας βασιζόταν στα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα οποία διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο λόγο γύρω από τα γεγονότα. Όπως τονίζει ο Σεφεριάδης, τα μέσα επιχείρησαν να υποβαθμίσουν την κυρίαρχη αφήγηση μέσα από τρία μοτίβα:
  1. Η καταγγελία της “βίας” – Μια εύκολη και βολική εξίσωση των εξεγερμένων με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής. Παραλείπεται συστηματικά η θεσμοθετημένη βία του ίδιου του κράτους, η κοινωνική βία της ανεργίας, της φτώχειας, της περιθωριοποίησης.
  2. Η θεωρία του “αδιεξόδου” – Μια ρητορική που θέλει τις κοινωνίες να είναι «ανώριμες», ανίκανες να αλλάξουν, παγιδευμένες σε «συντηρητικά αντανακλαστικά». Το μήνυμα είναι σαφές: «δεν αλλάζει τίποτα, απολαύστε ό,τι έχετε».
  3. Η μουσειοποίηση του Δεκέμβρη – Μια αφηγηματική στρατηγική που μετατρέπει την εξέγερση σε «επέτειο», αποσυνδέοντάς την από το παρόν. Αντί να διδαχθούμε από τα συμπεράσματα, προβάλλεται η ιδέα ότι «δεν υπάρχουν συμπεράσματα», ότι η ιστορία είναι ένα άμορφο πλήθος γεγονότων χωρίς αιτίες και νοήματα.
Απέναντι σε αυτή τη λογική, ο Σεφεριάδης αντιπαραθέτει μια διαφορετική στάση: να διαφυλάξουμε τη μνήμη του Δεκέμβρη ως ζωντανό πολιτικό κεφάλαιο, όχι ως μουσειακό αντικείμενο. Οι παρακαταθήκες του, υποστηρίζει, παραμένουν ενεργές και απαιτούν συνειδητή διεκδίκηση.

Η δεκαετία που ακολούθησε τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου ανέδειξε σε όλη του την ένταση το πολιτικό έλλειμμα που είχε καταγγείλει η εξέγερση. Η οικονομική κρίση, τα Μνημόνια, η ανεργία και η κοινωνική καταβαράθρωση επιβεβαίωσαν τον πυρήνα του μηνύματος του 2008: ότι ένα σύστημα που βασίζεται στη ληστρική κερδοφορία μιας μειοψηφίας δεν μπορεί να εξασφαλίσει αξιοπρεπή ζωή για την πλειονότητα.
Στο νέο αυτό πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως πολιτικός φορέας που φιλοδόξησε να δώσει θεσμική φωνή στη λαϊκή αγανάκτηση. Η εκλογική του άνοδος, όπως παρατηρεί ο Σεφεριάδης, εξέφρασε την ανάγκη μετασχηματισμού της κινηματικής δυναμικής σε πολιτική εκπροσώπηση. Ωστόσο, η πορεία του αποδείχθηκε απογοητευτική. Η αδυναμία του να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του, η προσαρμογή του στις επιταγές των δανειστών και η τελική του μετάλλαξη κατέδειξαν, κατά τον καθηγητή, τα όρια κάθε «μεταρρύθμισης εντός του συστήματος» όταν αυτό βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα κρίση εκπροσώπησης, ακόμα βαθύτερη από εκείνη του 2008. Όμως, μέσα από αυτή την απογοήτευση, ξαναγεννιέται η επικαιρότητα του Δεκέμβρη. Το σύνθημα «Θέλω να ζήσω» αποκτά και πάλι νόημα σε μια εποχή όπου οι νέοι βιώνουν εργασιακή επισφάλεια, οικονομική ασφυξία και πολιτική αδιαφορία. Ο Δεκέμβρης επιστρέφει όχι ως ανάμνηση, αλλά ως προειδοποίηση.

Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Αλέξη, η χρεοκοπία της Lehman Brothers είχε ήδη προκαλέσει παγκόσμιο σοκ. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η κοινωνική ατμόσφαιρα έμοιαζε «ήρεμη». Ο Σεφεριάδης επιμένει πως αυτή η «νηνεμία» ήταν απολύτως απατηλή. Κάτω από την επιφάνεια, είχαν ήδη διαμορφωθεί οι όροι μιας κρίσης: ελαστικές μορφές εργασίας, ανασφάλεια, κοινωνικές ανισότητες, απαξίωση της δημόσιας σφαίρας, ιδεολογική επιβολή του ατομισμού και του ανταγωνισμού ως «αρετής».
Η Ελλάδα του 2008 έμοιαζε με κοινωνία που ζούσε δανεισμένο χρόνο. Η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά φυσική συνέπεια ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηριζόταν στη φούσκα του χρέους και στην αποπολιτικοποίηση. Ο Δεκέμβρης αποκάλυψε το βαθύτερο νόημα αυτής της κρίσης: ότι δεν ήταν απλώς οικονομική, αλλά πολιτική και αξιακή.

Δεκαεπτά χρόνια μετά, ο Δεκέμβρης του 2008 εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις, ερμηνείες, συγκρούσεις. Κάθε χρόνο επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο, άλλοτε ως «επέτειος βίας» κι άλλοτε ως σύμβολο αξιοπρέπειας. Όμως, όπως τονίζει ο Σεφεριάδης, η μνήμη του Δεκέμβρη δεν πρέπει να εγκλωβίζεται στη νοσταλγία ή στην ενοχοποίηση. Είναι μια ανοιχτή πολιτική πρόκληση: τι κάναμε, τι μάθαμε και, κυρίως, τι θα κάνουμε με όσα μας έδειξε.

Οι παρακαταθήκες του είναι σαφείς:
  • Οι κοινωνίες, όταν στερούνται δημοκρατικών διεξόδων, εκρήγνυνται.
  • Οι μεγάλες ανατροπές δεν είναι ποτέ γραμμικές· προκύπτουν από στιγμές πυκνής συνειδητοποίησης.
  • Οι μεταρρυθμίσεις χωρίς ρήξη παραμένουν επιφανειακές και πρόσκαιρες.
  • Η συλλογική δράση χρειάζεται στρατηγική και πολιτικό σχέδιο για να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές.
Ο καθηγητής καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που ηχεί επίκαιρο όσο ποτέ: η φαινομενική ισχύς των κυρίαρχων είναι ψευδής. Ο «βασιλιάς είναι γυμνός». Η επιμονή στην κοινωνική δικαιοσύνη, η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας και ο αγώνας για πραγματική δημοκρατία παραμένουν ζωντανά αιτήματα. Αν ο Δεκέμβρης ήταν η κραυγή «δεν πάει άλλο», η εποχή μας καλείται να δώσει την απάντηση στο ερώτημα που τότε τέθηκε.

Ο Μπρεχτ είχε γράψει πως «ο πόλεμός τους σκοτώνει ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους». Στην εποχή μας, όπου η βία των ανισοτήτων, η κοινωνική αποσύνθεση και οι διεθνείς συγκρούσεις βαφτίζονται «κανονικότητα», οι στίχοι αυτοί ακούγονται προφητικοί. Ο Δεκέμβρης του 2008, μέσα από τη βία και την οδύνη, αποκάλυψε μια αλήθεια που εξακολουθεί να ισχύει: ότι οι κοινωνίες δεν είναι παθητικοί δέκτες της μοίρας τους. Ότι κάτω από την επιφάνεια της σιωπής και της απάθειας, βράζει πάντοτε η δυνατότητα της εξέγερσης, της αμφισβήτησης, της αλλαγής.
Δεκαεπτά χρόνια μετά, το αίτημα εκείνου του Δεκέμβρη παραμένει ανοιχτό. Όχι απλώς να θυμόμαστε, αλλά να κατανοούμε. Όχι μόνο να διαμαρτυρόμαστε, αλλά να οργανωνόμαστε. Γιατί, όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Σεφεριάδης, το μάθημα της ιστορίας είναι ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο – και καμία εξουσία δεν είναι παντοδύναμη, όταν οι άνθρωποι αποφασίσουν να σταθούν όρθιοι.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια