Ελληνοαλβανικές σχέσεις: η ώρα των επιλογών, όχι των ευγενικών διατυπώσεων

Η επίσκεψη της Υπουργού Ευρώπης και Εξωτερικών Υποθέσεων της Αλβανίας, Elisa Spiropali, στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση επανανακαλύπτει τα Δυτικά Βαλκάνια όχι από ιδεαλισμό, αλλά από γεωπολιτική ανάγκη. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις δεν έχουν την πολυτέλεια της ασάφειας. Οφείλουν να περάσουν από τη ρητορική της «καλής γειτονίας» στο πεδίο των απτών αποφάσεων.
Η αλβανική πλευρά επέλεξε να θέσει με έμφαση το ζήτημα του λεγόμενου «νόμου του πολέμου», παρουσιάζοντάς το ως αναχρονισμό που βαραίνει αποκλειστικά την Αθήνα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι λιγότερο βολική. Η άρση ιστορικών εκκρεμοτήτων δεν μπορεί να λειτουργεί επιλεκτικά, ούτε να αποσυνδέεται από το συνολικό πλαίσιο συμπεριφοράς ενός κράτους που επιδιώκει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επίκληση του παρελθόντος ως άλλοθι για να παρακαμφθούν σημερινές ευθύνες δεν συνιστά ευρωπαϊκή στάση.

Ανάλογη είναι και η εικόνα στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών. Η ρητορική περί «διαλόγου ανά πάσα στιγμή» ακούγεται εύηχη, αλλά δεν αρκεί. Το προηγούμενο της ακύρωσης της συμφωνίας του 2009 εξακολουθεί να βαραίνει. Χωρίς σαφή δέσμευση σε διαδικασίες που παράγουν αποτέλεσμα –είτε μέσω διμερούς συμφωνίας είτε μέσω διεθνούς δικαιοδοσίας– ο διάλογος κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο αναβολής.
Στο κοινωνικό πεδίο, το αίτημα για αναγνώριση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των Αλβανών εργαζομένων στην Ελλάδα είναι απολύτως θεμιτό. Όμως, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα ότι η Ελλάδα έχει εδώ και δεκαετίες επωμιστεί το βάρος της ένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών πολιτών, συχνά χωρίς την αντίστοιχη θεσμική ανταπόκριση από την άλλη πλευρά σε ζητήματα που αφορούν τη δική της ελληνική μειονότητα.

Και εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Η προστασία των δικαιωμάτων της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία δεν είναι «διμερές αγκάθι», ούτε διαπραγματευτικό χαρτί. Είναι ο καθρέφτης στον οποίο αντανακλάται η πραγματική ευρωπαϊκή ετοιμότητα των Τιράνων. Περιουσιακά ζητήματα, κτηματολόγιο, κράτος δικαίου και θεσμική ασφάλεια δεν προσφέρονται για πολιτικούς τακτικισμούς ή επικοινωνιακές ισορροπίες.
Η ελληνική στήριξη στην ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας υπήρξε διαχρονική και στρατηγική. Όμως η στήριξη αυτή δεν μπορεί να συνεχίσει να εκλαμβάνεται ως δεδομένη. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι γεωπολιτικό «εισιτήριο», αλλά διαδικασία συμμόρφωσης με κανόνες και αξίες. Και σε αυτή τη διαδικασία, η Ελλάδα οφείλει να είναι σαφής: πρόοδος χωρίς σεβασμό θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν νοείται.

Η συνάντηση στην Αθήνα επιβεβαίωσε ότι οι δυνατότητες σύγκλισης υπάρχουν. Επιβεβαίωσε όμως και κάτι ακόμη: ότι ο χρόνος των ευγενικών διατυπώσεων έχει εξαντληθεί. Αν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις θέλουν να αποκτήσουν στρατηγικό βάθος, θα πρέπει να στηριχθούν όχι σε επικοινωνιακές χειρονομίες, αλλά σε πολιτικές επιλογές με κόστος. Διαφορετικά, η «ευρωπαϊκή προοπτική» θα παραμείνει ένα βολικό σύνθημα – χρήσιμο στις δηλώσεις, αλλά άδειο περιεχομένου στην πράξη.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια