Η εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας


Η Πολωνία υπέστη μεγαλύτερες απώλειες, ως ποσοστό του πληθυσμού της, από οποιαδήποτε άλλο κράτος, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα μισά και πλέον από τα σχεδόν 6.000.000 θύματα που καταγράφηκαν ήταν Εβραίοι. Η συστηματική τους εξόντωση ξεκίνησε ήδη από το 1940, λίγο μετά τον «διαμελισμό» της χώρας ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ενωση, σε υλοποίηση της συμφωνίας Μολότοφ - Ρίμπεντροπ. Η θηριωδία έφτασε όμως στο αποκορύφωμά της από το 1941 και έπειτα, όταν ο Χίτλερ ξεκίνησε τη γερμανική εκστρατεία εναντίον της ΕΣΣΔ και έθεσε ολόκληρη την πολωνική επικράτεια υπό τον έλεγχό του. Οι Ναζί συγκέντρωσαν τους εβραϊκούς πληθυσμούς της Πολωνίας σε περίκλειστα «γκέτο», πλήρως αποκομμένα από τον έξω κόσμο και χωρίς βασικές προμήθειες για την επιβίωση των έγκλειστων. Οσοι επιβίωσαν από την πείνα και τις ασθένειες εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης, όπου θανατώθηκαν μαζικά σε θαλάμους αερίων.

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια αντίστασης, οι Εβραίοι κάτοικοι του Γκέτο της Βαρσοβίας ξεσηκώθηκαν στις αρχές του 1943 εναντίον των κατακτητών και με τα λιγοστά όπλα που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν, κατάφεραν να υψώσουν για μερικές ημέρες την πολωνική σημαία στο κέντρο της γερμανοκρατούμενης πρωτεύουσας. Η εξέγερση έληξε με την ολοκληρωτική ισοπέδωση του Γκέτο και την εκτέλεση όλων σχεδόν των κατοίκων του, αντιστασιακών και μη.

Η συγκέντρωση, η καταπίεση, η εξόντωση

Μετά την εισβολή των στρατευμάτων της Γερμανίας και τη στρατιωτική κατάληψη της Πολωνίας, η γερμανική ηγεσία αποφάσισε τη βίαιη απομάκρυνση των Πολωνών Εβραίων από τις εστίες τους και τον περιορισμό τους σε ειδικά τμήματα μεγάλων πόλεων, που ονομάστηκαν γκέτο – έναν όρο που αρχικά υποδήλωνε την κλειστή περιοχή, στην οποία ήταν αναγκασμένοι να ζουν οι Εβραίοι κάτοικοι της Βενετίας κατά τον Μεσαίωνα.

Στη Βαρσοβία, ειδικότερα, μείζον πολιτιστικό κέντρο του εβραϊσμού της ανατολικής Ευρώπης, ο εβραϊκός πληθυσμός περιορίστηκε σε ένα γκέτο, το οποίο τον Νοέμβριο του 1940 απομονώθηκε από την υπόλοιπη πόλη με ένα μεγάλο τείχος με συρματόπλεγμα. Ειδική ένοπλη φρουρά έλεγχε έτσι ώστε να τηρείται συνεχώς η απαγόρευση εισόδου και εξόδου με εξαίρεση όσους διέθεταν άδειες εργασίας σε γειτονικά εργοστάσια.

Το μεγαλύτερο

Ηταν το μεγαλύτερο από όλα τα γκέτο της Ευρώπης. Περίπου 350.000 έκπληκτοι και σοκαρισμένοι άνθρωποι, το 30% του συνολικού πληθυσμού της Βαρσοβίας, κλήθηκαν να συγκεντρωθούν σε μια από τις πιο φτωχικές περιοχές της πόλης, που αντιστοιχούσε σε 2,4% της έκτασής της. Στους δρόμους του γκέτο συσσωρεύτηκαν άστεγες οικογένειες και λόγω των αυστηρών περιορισμών στη διακίνηση ατόμων και τροφίμων ο πληθυσμός σύντομα λιμοκτονούσε. Γρήγορα οι έγκλειστοι άρχισαν να υποκύπτουν από την ασιτία και τις επιδημίες σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον.

Μέσα στο γκέτο δόθηκε μάχη για επιβίωση. Οργανώθηκαν υποτυπώδη έστω συσσίτια, φτιάχτηκαν καταλύματα και ιδρύθηκαν σχολεία και ορφανοτροφεία. Κατορθώθηκε να ανοιχτούν κρυφές δίοδοι προς τον ελεύθερο κόσμο για να διακινούνται λαθραία τρόφιμα, συχνά από παιδιά, τυπώνονταν παράνομα έντυπα, διενεργούνταν εμπορικές συναλλαγές, δίνονταν μουσικές συναυλίες. Μια μυστική ομάδα με το όνομα Οϊνεγκ Σάμπες (στα Yiddish: Oyneg Shabbes, Ευτυχία του Σαββάτου), η οποία είχε ως πρωτεργάτη τον ιστορικό και δάσκαλο Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ, ανέλαβε να καταγράψει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο γκέτο με σκοπό να αποκαλυφθούν οι θηριωδίες των ναζί μετά το τέλος του πολέμου. Τα μέλη της ομάδας άρχισαν να συλλέγουν σχολαστικά κάθε πειστήριο από όσο το δυνατόν περισσότερους έγκλειστους: φωτογραφίες, γράμματα, δελτία τροφίμων, ποιήματα, ταυτότητες, επίσημα έντυπα, συνταγές, σκίτσα, ημερολόγια, παιδικές εκθέσεις, μαρτυρίες ραββίνων, λαθρεμπόρων, καθηγητών, καλλιτεχνών, αστυνομικών… Ηταν μια επικίνδυνη αποστολή, επειδή όποιος συγκέντρωνε στοιχεία σχετικά με τη δράση των γερμανικών στρατευμάτων διέτρεχε τον κίνδυνο να εκτελεστεί.

Καθώς η βία των Γερμανών κλιμακωνόταν, ο Ρίνγκελμπλουμ και οι συνεργάτες του συνειδητοποίησαν ότι πιθανώς δεν θα επιζούσαν. Παρότι ήταν αβέβαιοι για το μέλλον, συνέχισαν το έργο τους, αντιμετωπίζοντας πια τη συλλογή τους ως ένα χρονικό δίωξης, που θα έπρεπε να γίνει γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο έτσι ώστε να μη διαπραχθούν άλλες μαζικές θηριωδίες στο μέλλον.

Η ηγεσία του γκέτο, το Εβραϊκό Συμβούλιο (Judenrat), παλινδρόμησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην προοπτική της συνεργασίας με τους κατακτητές, προκειμένου να εξασφαλιστούν πιο υποφερτές συνθήκες διαβίωσης, ή στην οργάνωση μιας ένοπλης εξέγερσης, που όμως φαινόταν από την αρχή καταδικασμένη στην αποτυχία λόγω της υπεροπλίας των Γερμανών.

Κακουχίες - εκτοπισμοί

Μέχρι τον Ιούλιο του 1942, 100.000 έγκλειστοι είχαν υποκύψει από την κακουχία, ενώ παράλληλα οι Γερμανοί εκτόπισαν άλλα 150.000 άτομα στο γκέτο. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν μαζικές εκτοπίσεις με προορισμό, όπως ανακοίνωναν οι ναζί, διάφορα στρατόπεδα εργασίας. Τον ίδιο μήνα, ο Ανταμ Τσερνιακόβ, επικεφαλής του Εβραϊκού Συμβουλίου, διαισθανόμενος τον κίνδυνο, απηύθυνε έκκληση προς τους Γερμανούς να εξαιρέσουν από την εκτόπιση τα παιδιά των ορφανοτροφείων του γκέτο. Το αίτημά του δεν εισακούστηκε και ο Τσερνιακόβ αυτοκτόνησε. Ο ιατρός και υπεύθυνος ενός από τα ορφανοτροφεία, δρ Γιάνους Κόρτσακ, επέμεινε να μπει επικεφαλής στη γραμμή των παιδιών κατά την εκτόπιση. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, στο γκέτο είχε φτάσει πια η πληροφορία ότι η πραγματική κατάληξη των εκτοπισμένων ήταν το στρατόπεδο θανάτου Τρεμπλίνκα, όπου, όσοι έφταναν, δολοφονούνταν αμέσως σε θαλάμους αερίων. Σύμφωνα με στοιχεία που αποκαλύφθηκαν μετά τον πόλεμο, μέσα στους επόμενους δύο μήνες, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1942, περίπου 300.000 άνθρωποι είχαν εκτοπιστεί και θανατωθεί στην Τρεμπλίνκα.

Οδομαχίες

Τα νέα για τα εξωφρενικά μαζικά εγκλήματα –και η αδιαφορία των συμμαχικών δυνάμεων– είχαν ως συνέπεια τη δυναμική αντίδραση των αντιστασιακών εβραϊκών οργανώσεων, και την άνοιξη του 1943 στο γκέτο ξέσπασε εξέγερση, που ενισχύθηκε από ορισμένα μέλη της πολωνικής αντίστασης. Προκειμένου να κάμψουν τους πενιχρά οπλισμένους Εβραίους μαχητές, οι Γερμανοί ενισχύθηκαν μεταξύ άλλων με βαριά οπλισμένες μονάδες των SS και Πολωνούς αστυνομικούς. Στις 19 Απριλίου 1943, άρχισαν οδομαχίες που διήρκεσαν περίπου ένα μήνα. Στη συνέχεια, οι Γερμανοί άρχισαν να καίνε το ένα κτίριο μετά το άλλο και από το γκέτο δεν απέμεινε τελικά τίποτα, παρά μόνο χαλάσματα. Ο Ρίνγκελμπλουμ, πρωτεργάτης του αρχείου του γκέτο, συνελήφη τελικά τον Μάρτιο 1944 και εκτελέστηκε με τη γυναίκα και τον γιο του.

Tο γκέτο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε και αφανίστηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού προγράμματος μαζικής θανάτωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που στην κωδικοποιημένη ναζιστική ορολογία αποκλήθηκε Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος. Για τον σκοπό αυτό, οι Γερμανοί και οι συνεργοί τους έχτισαν στρατόπεδα εξόντωσης, δηλαδή χώρους που σχεδιάστηκαν για τη μαζική εκτέλεση άμαχου πληθυσμού με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο, συνήθως σε θαλάμους αερίων. Ο νομομαθής Raphael Lemkin επινόησε έναν νέο νομικό όρο για να περιγράψει το μαζικό έγκλημα: «Γενοκτονία» («genocide», από την ελληνική λέξη «γένος» και το ρήμα της λατινικής «caedere», σκοτώνω).

Η ιστορία του γκέτο της Βαρσοβίας δεν έκλεισε όμως με την καταστροφή του. Τα μέλη της ομάδας Οϊνεγκ Σάμπες αποφάσισαν να κρύψουν το αρχείο τους και λίγο πριν από το τέλος τους, χώρισαν βιαστικά 35.000 τεκμήρια κάθε είδους σε τρία μέρη, τα οποία σκέπασαν βαθιά κάτω από το έδαφος μέσα σε μεταλλικά κουτιά και δοχεία γάλακτος, όπου το αρχείο παρέμεινε για χρόνια.

Τα ιστορικά αρχεία

Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη στρατιωτική ήττα της Γερμανίας, η Βαρσοβία απελευθερώθηκε. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946, ύστερα από υπόδειξη του Χερς Βάσερ, ενός από τα τρία επιζώντα μέλη της ομάδας, οι Αρχές ανέσυραν προσεκτικά από τα χαλάσματα της οδού Νοβολίπκι 68 ένα μέρος του αρχείου. Το δεύτερο μέρος ανακαλύφθηκε το 1950, ενώ το τρίτο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.

Κανείς σχεδόν από τους έγκλειστους του γκέτο δεν ζούσε πια, όμως ο κόσμος θα μάθαινε την ιστορία μέσα από τις μαρτυρίες τους. Ο 19χρονος φοιτητής Ντάβιντ Γκράμπερ είχε συντάξει ένα συνοπτικό βιογραφικό σημείωμά του μαζί με τη διαθήκη του λίγο πριν να θάψει το αρχείο του γκέτο, μαζί με λίγους ακόμη συνεργάτες: «Ο,τι αδυνατούσαμε να φωνάξουμε και να πούμε δυνατά στον κόσμο, το θάψαμε στο έδαφος... Θα ήθελα να δω τη στιγμή που αυτός ο μεγάλος θησαυρός θα ανασυρθεί και θα κραυγάσει την αλήθεια στον κόσμο. Ετσι ο κόσμος θα γνωρίζει τα πάντα. Ετσι, όσοι δεν θα επιζήσουν θα μπορούν να είναι χαρούμενοι και εμείς θα μπορούμε να αισθανόμαστε σαν βετεράνοι με παράσημα στα στήθη μας... Αλλά όχι, σίγουρα δεν θα ζήσουμε για να το δούμε αυτό και γι’ αυτό γράφω την τελευταία βούλησή μου. Μακάρι ο θησαυρός να πέσει σε καλά χέρια, μακάρι να διαρκέσει σε καλύτερους καιρούς, μακάρι να ανησυχήσει και να προειδοποιήσει τον κόσμο για ό,τι συνέβη... στον εικοστό αιώνα... Τώρα μπορούμε να πεθάνουμε εν ειρήνη. Εκπληρώσαμε την αποστολή μας...».

Το 1999, τα Ηνωμένα Εθνη έθεσαν το αρχείο Οϊνεγκ Σάμπες στο Μητρώο της Μνήμης του Κόσμου σε αναγνώριση της μεγάλης αξίας του ως ιστορικού τεκμηρίου σχετικά με ένα από τα κεφάλαια της γενοκτονίας των Εβραίων της Ευρώπης. Σύμφωνα, παραπέρα, με τα λόγια του Ρίνγκελμπλουμ, «πρέπει να δούμε τους εαυτούς μας σαν να μετέχουν σε μια οικουμενική απόπειρα να δημιουργηθεί μια στέρεη δομή αντικειμενικής τεκμηρίωσης που θα λειτουργήσει για το καλό της ανθρωπότητας». Οι φωνές του γκέτο καλούν τη διεθνή κοινωνία όχι μόνο να τηρεί το καθήκον της μνήμης, αλλά και να μην επιτρέψει να επαναληφθούν μαζικές θηριωδίες εις βάρος καμιάς στοχευμένης ομάδας ανθρώπων, παντού και ποτέ.

Άρθρο του Νίκου Ζάικου για την εφημερίδα «Καθημερινή»
Ο κ. Ζάικος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Σχόλια