Η μεγάλη λαϊκή εξέγερση της 23ης Δεκεμβρίου 1990. Μετά τα γεγονότα της Δίβρης, άνοιξαν τα σύνορα της Αλβανίας.

Ο Δεκέμβρης του 1990 θα μείνει αξέχαστος για πάντα στη μνήμη των Διβριωτών. Ήταν ένας Δεκέμβρης φορτωμένος με ένα βουνό από στενοχώριες, αγωνία και άγχος. Πηγαίναμε στις δουλειές μας και ο μυαλό μας ήταν αλλού. Γυρίζαμε στο σπίτι και χωρίς να σκεφτούμε για φαγητό, ανοίγαμε το ραδιόφωνο στην Ελλάδα και χαμηλώνοντας τη φωνή ακούγαμε τις ειδήσεις, τα έκτατα δελτία μέχρι αργά τα μεσάνυχτα…Ακούγαμε για τις δραπετεύσεις των νέων του χωριού μας και των γειτονικών χωριών και την άλλη μέρα μεταδίδονταν τα νέα από στόμα σε στόμα.

Οι γονείς γεμάτοι φόβο και αγωνία έκλαιγαν συνέχεια μέχρι τη στιγμή που άκουγαν ότι τα παιδιά τους πέρασαν τα σύνορα ή έφτασαν στα ελληνικά φυλάκια και στη συνέχεια με δυσκολία έκρυβαν τη χαρά τους. Επιτέλους τα παιδιά τους βρίσκονταν στον κόρφο της μητέρας Ελλάδας.! Κι άλλοι ετοιμάζονταν για φευγιό. Στο συνεταιρισμό είχαν παραλυθεί τα πάντα. Μια ατμόσφαιρα οργής και μίσους επικρατούσε στους διβριώτες, όπως και σε όλους τους Βορειοηπειρώτες, ενάντια στο σύστημα στο οποίο ζούσαμε.

Είχαν προηγηθεί τα γεγονότα με τα παιδιά της Μάλτσιανης και του Αλύκου όπου τα κορμιά τους γαζώθηκαν από τα πυρά των καλάζνικωφ των συνοριακών φρουρών της δικτατορίας.

Άλλοι χάθηκαν στις δύσβατες διαβάσεις και τους γκρεμούς γεμάτα χιόνι του Σεντενίκου και της Στουγάρας. Γι αυτό και ο κίνδυνος της φυγής γίνονταν ολοένα και πιο μεγάλος.
Όμως καρτεριόνταν οι νέοι;;;;

Στις 22 Δεκεμβρίου 1990 μια ομάδα από 13 άτομα, αγόρια και κορίτσια ξεκινούν νύχτα για να περάσουν τα σύνορα. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο, οι παγίδες, τα χιόνια και το σκοτάδι τους εμπόδισαν να βρουν το μονοπάτι και έπεσαν πάνω στους φρουρούς. Οι 4 κατάφεραν και πέρασαν στην αντίπερα μεριά των συνόρων, στα ελληνικά, ενώ οι άλλοι 9 συλλαμβάνονται από τους φρουρούς. Κανένας δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη αυτών των παιδιών, οι μανάδες τους έκοβαν μαύρο δάκρυ…

Την επομένη, 23 Δεκέμβρη, ήρθε στο χωριό μας μυστικά η είδηση ότι τα παιδιά πιάστηκαν και ότι θα τα περάσουν για τους Αγίους Σαράντα. Κι αν τα πηγαίνανε στις φυλακές, μαύρη η μοίρα τους. Όχι μόνο θα τα ξυλοκοπούσανε, αλλά ποιος ξέρει τι αποφάσεις θα βγάζανε: η φυλακή, ή θάνατος.

Εκείνη την περίοδο κάθε μέρα το κέντρο του χωριού γέμιζε από νεολαία, αλλά και από μεγαλύτερους. Χωρίς υπερβολή καθημερινά εκεί βρίσκονταν πάνω από 500 άτομα. Έτσι και την ημέρα αυτή, αφού η είδηση κυκλοφόρησε στο χωριό και στους γονείς των παιδιών, μερικά θαρραλέα παλικάρια που βρίσκονταν στο κέντρο, μεμιάς σκέφτηκαν ότι έπρεπε να μπλοκάρουν το όχημα που θα μετέφερε τους νέους για την πόλη, γιατί αν έπεφταν στα χέρια της « ντέγκας», θα μαρτυρούσαν το γάλα της μάνας τους. Κι έτσι έστησαν οδόφραγμα στο κέντρο του χωριού, κάτω από τα μεγάλα πλατάνια, εκεί που θα περνούσε το συνοριακό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Εν τω μεταξύ ειδοποιούσαν τους κατοίκους από άκρη σε άκρη του χωριού.

Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Οι Διβριώτες από όλους τους μαχαλάδες έτρεχαν φουρτουνιασμένοι, όπως οι χείμαρροι που κατεβαίνουν με φόρα από το βουνό του χωριού. Αυτούς δεν τους σταματούσε τίποτα., ήταν εξαγριωμένοι και δεν σκέπτονταν πιθανές συνέπειες που θα ακολουθούσαν.

Η οργή του κόσμου ήταν μεγάλη, σε λίγα λεπτά γέμισαν το κέντρο και κατατάχτηκαν να εμποδίσουν το αυτοκίνητο, σαν να χτυπούσαν το «δράκο» που τους καταβρόχθιζε τα παιδιά.

Μόλις βράδιασε το αυτοκίνητο έφτασε στο κέντρο του χωριού και αναγκάστηκε να σταματήσει στο οδόφραγμα. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον αξιωματικό και τους αλβανούς φαντάρους. Τι ήταν αυτό που αντίκριζαν μπροστά τους;;;

-Ανοίξτε το δρόμο, φώναξε ο αξιωματικός.
-Δώστε μας τα παιδιά μας, γιατί αλλιώς δεν το κουνάτε ρούπι από τη Δίβρη σήμερα. Εδώ θα γίνει ο τάφος σας, απάντησαν εξαγριωμένοι οι Διβριώτες.

Πλήθος 900 ατόμων περίπου, αγόρια και κορίτσια, άντρες και μητέρες όρμισαν οργισμένοι και με απειλές απαίτησαν ξανά την άμεση και άνευ όρων απελευθέρωση των κρατουμένων. Ο αξιωματικός που ήταν μπροστά με τον οδηγό έριξε φωτοβολίδες, ενώ οι στρατιώτες που βρίσκονταν επάνω στην καροτσερία με τους κρατούμενους έριξαν ριπές αυτομάτων στον αέρα.

Τότε ηλικιωμένος διβριώτης πρόταξε το στήθος και φώναξε.
-Επάνω τους παιδιά, εγώ μπροστά και όλοι οι άλλοι πίσω μου. Εγώ δε φοβήθηκα το βόλι στον πόλεμο, θα φοβηθώ τούτους εδώ.
Πέτρες, ξύλα, λιθάρια ότι είχαν μπροστά τους τα έριξαν προς τους αλβανούς στρατιώτες, ενώ το πλήθος όρμησε στο αμάξι.

Τη στιγμή αυτή με τις κραυγές του πλήθους ενώθηκαν και οι σειρήνες που χτυπούσαν αδιάκοπα και η βοή τους έφτανε σε όλα τα χωριά του Βούρκου και του Θεολόγου.

Μερικοί νέοι ανέβηκαν επάνω στην καροτσερία και αρπάχτηκαν με τους στρατιώτες, ζητώντας την απόλυση των παιδιών που ήταν δεμένα με χειροπέδες και σύρμα. Τότες ακούστηκαν φωνές ενηλίκων:

- Παιδιά, μη πειράξετε τους στρατιώτες, έχουμε κι εμείς παιδιά δικά μας που υπηρετούν στο στρατό.

Ο αξιωματικός και οι στρατιώτες φοβήθηκαν, δεν περίμενα να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα τόσο μεγάλο πλήθος οργισμένων ανθρώπων. Θέλησαν να ειδοποιήσουν τους Αγίους Σαράντα, αλλά οι διβριώτες είχαν κόψει την τηλεφωνική σύνδεση.

Και τα 9 παιδιά είχαν ελευθερωθεί και βρίσκονταν στις αγκαλιές των δικών τους.
Μια ομάδα νέων οδήγησαν τους στρατιώτες και τον αξιωματικό στο καφενείο του χωριού και τους πρόσφεραν τσιγάρα, αλλά τα χέρια τους έτρεμαν.

Ο αξιωματικός αν και φοβισμένος που θα έδινε λογαριασμό στους ανωτέρους του, δήλωσε στους διβριώτες ότι την επομένη θα παραιτούνταν και θα παρέδιδε το καπέλο.
Εν τω μεταξύ τα χωριά του Βούρκου και του Θεολόγου, άκουσαν τις σειρήνες και τους πυροβολισμούς και ανησυχούσαν όλη τη νύχτα, για το τι γίνεται στη Δίβρη.

Αργά τη νύχτα ήρθαν τα ΜΑΤ, αλλά έφυγαν όπως ήρθαν. Την επομένη μαθεύτηκε πέρα ως πέρα σε όλα τα χωριά η ηρωική αντίσταση των Διβριωτών.

Η απήχησή της ήταν μεγάλη κι έτσι το γεγονός αυτό ήταν η αιτία να ανοίξουν τα σύνορα.
Η μεγάλη φυγή έγινε τις επόμενες μέρες κάθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, παραμονές Πρωτοχρονιάς, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς του 1991 και όλο το Γενάρη.

Όλες αυτές οι εκατοντάδες και χιλιάδες άνθρωποι πεζοί, κουρασμένοι, νηστικοί περνούσαν από τη Δίβρη, έπαιρναν μια ανάσα στο νερό της ΚΑΜΑΡΑΣ ή και στα σπίτια των διβριωτών και έλεγαν «Μπράβο Διβριώτες! Το κάνατε φόρα, δείξατε την ανδρεία σας!» και έπειτα ακολουθούσαν τα αποχαιρετίσματα, τα αγκαλιάσματα, τα δάκρυα και οι ευχές για καλό ταξίδι.

Πέρασαν 23 ολόκληρα χρόνια από την ιστορική εκείνη μέρα. Οι σημερινοί νέοι ίσως και να μη θυμούνται και πολλά από τότε. Εμείς όμως που ζήσαμε έντονα εκείνες τις στιγμές μιας πρωτόγνωρης, γρανιτένιας και ανεπανάληπτης ενότητας του χωριού μας, που ήρθε σαν αποτέλεσμα μιας σύσσωμης οργής και μίσους ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ την 23η Δεκεμβρίου 1990. Θα μείνει στη μνήμη όλων μας ως η μεγάλη λαϊκή εξέγερση των Διβριωτών.

του Καθηγητή Βασίλη Πάντου


Σχόλια