Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, "Η ποίηση είναι εγωιστική πράξη"

Ο 26χρονος Βορειοηπειρώτης από τη Χιμάρα και απόφοιτος του Πολυτεχνείου είναι από τις σημαντικότερες «ανακαλύψεις» των πρόσφατων Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας. Η ποιητική συλλογή του «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» του χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα

Της Παρής Σπίνου

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣΗ έκπληξη στα φετινά Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας ακούει στο όνομα Χρήστος Αρμάντο Γκέζος. Μόλις 26 ετών, γεννημένος στη Χιμάρα, από τα τρία του κάτοικος Ελλάδας -υπήκοος μόλις τα τελευταία χρόνια-, απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Πολυτεχνείου, βραβεύτηκε ως πρωτοεμφανιζόμενος για την ποιητική συλλογή του «Ανεκπλήρωτοι φόβοι» (εκδ. Πολύτροπον). Η επιτροπή εκτίμησε το ταλέντο, την ωριμότητα της σκέψης και της γραφής του. Στο πρόσωπό του είδε έναν νέο, που τη «βορειοηπειρώτικη παράδοση της ελληνικής γλώσσας και την ανθεκτική ψυχή του την κάνει δυνατή ποίηση».

Η αλήθεια είναι ότι και ο ίδιος θεωρεί τη βορειοηπειρώτικη γλώσσα καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς του. «Είναι πολύ όμορφη, ακόμα τη μιλάμε στην οικογένειά μου και συχνά τη χρησιμοποιώ στον πεζό λόγο», μας λέει. Ναι, έχει γράψει και διηγήματα, τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ τώρα ακονίζεται στο μυθιστόρημα. «Ο πεζός λόγος μού φαίνεται πιο δύσκολος, απαιτεί περισσότερη προσοχή και τεχνική. Με αγχώνει, ενώ η ποίηση με καθησυχάζει».

Τα ποιήματά του τα έστειλε, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε δυο-τρεις εκδότες και βρήκε άμεση ανταπόκριση. Ο κόσμος που πλάθει με λέξεις και εικόνες είναι ιδιαίτερος, προσωπικός και ταυτόχρονα οικουμενικός. Συναισθηματικός, λυρικός, αλλά και ρεαλιστικός. Ο Γκέζος μοιάζει να βυθίζεται στο σκοτάδι και στην αμφιβολία, να κυνηγάει το ανεκπλήρωτο. «Ηθελα να κάνω κάτι που αν το ξανακοίταζα μετά 10 χρόνια, θα το έβρισκα αξιοπρεπές» τονίζει. «Η ποίηση είναι μια εγωιστική πράξη. Γράφω πρωτίστως για μένα και επιθυμώ να επικοινωνήσω, να δω εάν αυτά που νιώθω και εκφράζω, τα αισθάνονται κι άλλοι. Ετσι δεν νιώθω μόνος».

Είναι άνθρωπος απαισιόδοξος; Δεν συμφωνεί: «Αποτυπώνω μια άποψη για το πώς είναι τα πράγματα, μια πτυχή όσων μας περιβάλλουν.

Τίποτα δεν είναι μονόπλευρο. Δεν μπορώ να δώσω μια συνολική θεώρηση, γιατί όλα είναι ρευστά γύρω μας. Το βίωμα με επηρεάζει, όπως και η παρατήρηση. Και το συναίσθημα συνδυάζεται με την ενατένιση και την ονειροπόληση όταν γράφω».

Μοιράζει τις μέρες του μεταξύ Αθήνας και Σκάλας Λακωνίας, όπου μεγάλωσε. Παραδέχεται ότι μικρός δεν ήταν βιβλιόφιλος, ώσπου κάποια στιγμή στην εφηβεία ανακάλυψε τον Βερν. «Μου άνοιξε τη λογοτεχνική όρεξη», λέει, «όμως η πιο συνειδητή αγάπη μου ήταν ο Πόε. Ζήλεψα όταν διάβασα τα ποιήματά του, ήθελα να γράψω κι εγώ. Στην αρχή οι επιρροές του ήταν πιο έντονες στα ποιήματά μου, όμως στη συνέχεια τις αποτίναξα».

Αλλοι συγγραφείς που τον έχουν επηρεάσει είναι ο Κάφκα, ο Ντοστογέφσκι, ο Μπέκετ, ο Φόκνερ και από ποιητές ο Ρεμπό, η Πλαθ, ο Σαχτούρης, ο Βαρβέρης, ο Καρυωτάκης. «Βλέπουν τη ζωή σαν αγώνα και αυτό με αφορά. Η πορεία, οι αγωνίες, ο πόνος, η μνήμη και η λήθη, πώς το παρελθόν επιδρά στο παρόν και στο μέλλον και ασφαλώς ο θάνατος, το κυρίαρχο θέμα της λογοτεχνίας».

Μία από τις αγωνίες του ήταν να βρει το στίγμα του. Πειραματίστηκε, ένιωσε εύπλαστος. Σιγά σιγά όμως έγινε λιγότερο ευάλωτος στις λογοτεχνικές επιδράσεις. «Το να αποκτήσω προσωπικό ύφος δεν είναι αυτοσκοπός» λέει. «Δουλεύω προσεκτικά με τις λέξεις, ασφαλώς είναι η πρώτη ύλη μου. Ενα ποίημα μπορεί να μου βγει με ευκολία σε μερικά λεπτά, μπορεί όμως να κολλήσω για μέρες σε έναν στίχο ή να μη μου πάει κάτι στον ρυθμό… Η ποίηση έχει το στοιχείο του αυθορμητισμού, αλλά είναι μια τέχνη, θέλει επεξεργασία, να την παιδέψεις. Να βρεις τελικά τη χρυσή τομή, όπου η τεχνική θα συμβαδίσει με το πηγαίο συναίσθημα για να μην καταλήξεις σε πλαστό αποτέλεσμα. Στην τελική επεξεργασία προσπαθώ να αφαιρέσω τα περιττά, τις λεπτομέρειες που θολώνουν τα σημαντικά – ίσως σε αυτό με επηρέασε η σχέση μου με τα Μαθηματικά».

Ευτυχής συγκυρία ήταν ότι παρουσίασε τη διπλωματική του στο Πολυτεχνείο σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση της ποιητικής του συλλογής. «Εχω κάνει κάποιες δουλειές τον τελευταίο χρόνο μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ πάνω στο αντικείμενο που σπούδασα. Θα ήθελα να δουλέψω ως ελεύθερος επαγγελματίας, αλλά πλέον είναι δύσκολο, ο κλάδος των μηχανικών, που ήταν περιζήτητος, έχει πάθει καθίζηση».

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του ανυπόμονο. «Μόνο για μικρά πράγματα της καθημερινότητας. Στα υπόλοιπα είμαι μεθοδικός». Τώρα αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μεταιχμιακή φάση. «Ενα στοιχείο της ταυτότητάς μου είναι ότι είμαι ξένος, μετανάστης. Το κουβαλάω και το διαχειρίζομαι ανάλογα. Εξαρχής όμως ήμουν ενσωματωμένος στην τοπική κοινωνία όπου μεγάλωσα, συμμετείχα στις δραστηριότητες. Είμαι περήφανος για τη βορειοηπειρώτικη καταγωγή μου. Νιώθω ότι είμαι Ελληνας, επειδή έλαβα την ελληνική παιδεία και μιλάω την ελληνική γλώσσα. Ωστόσο υπάρχουν πολλά στοιχεία που με απομακρύνουν. Με ενοχλούν πολλά πράγματα της καθημερινότητας και αντιλήψεις σφηνωμένες που θέλουν χρόνο να αλλάξουν. Περισσότερο με ενοχλεί η έμφαση που δίνεται στη σαχλαμάρα. Κι εμένα μου αρέσει το ανάλαφρο, η ενασχόληση με το ασήμαντο, το κουτσομπολιό, το χασομέρι, όλα έχουν την αξία τους, αλλά ο κόσμος ασχολείται τόσο πολύ με αυτά που χάνει τα σημαντικά…».

Προς το παρόν δεν σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό, δεν το αποκλείει όμως κάποια στιγμή να δοκιμάσει την τύχη του σε κάποια κεντροευρωπαϊκή χώρα. «Η κρίση στην Ελλάδα είναι μόνιμη, όχι απλώς ένα ξέσπασμα. Και το χειρότερο, δεν υπάρχει σχεδιασμός για το μετά.

Φοβάμαι μήπως όταν έρθει η ανάκαμψη καταλήξουμε πάλι στα ίδια. Γιατί, δυστυχώς, ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από την Ιστορία και τα λάθη του».

Σχόλια