Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
* Οι ελληνοδάσκαλοι, σε χρόνια δύσκολα και επικίνδυνα,
μετέδωσαν στους μαθητές τους την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό
πολιτισμό και αναδείχτηκαν σε σωτήρες του ελληνικού στοιχείου στις
Βορειοηπειρωτικές και όχι μόνο περιοχές, διαγράφοντας με τη στάση τους
και το θάρρος τους την πορεία που πάντοτε ακολουθούν οι Έλληνες στις
ιστορικές περιπέτειες.Στο διάβα των αιώνων, με τις πρωτοβουλίες, τη στάση και τα ελληνικά τους φρονήματα, κράτησαν ζωντανή την ελληνική γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη, σε καιρούς χαλεπούς, που «τ'άσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά...». Αναφέρομαι σε τρεις βασικούς άξονες, σε τρεις πυλώνες, σε τρεις σταθμούς, που σφράγισαν την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά γράμματα στις περιοχές μας.
Οι βασικοί αυτοί σταθμοί ξεκινούν από τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, σε μια μακρόχρονη περίοδο, από την κατάκτηση της Ηπείρου (1430) μέχρι την αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων, τον 17ο και 18ο αιώνα, ως την απελευθέρωση (1913). Ο δεύτερος σταθμός είναι πριν και μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους, ως τη δεκαετία του 1940 και ο τελευταίος στην κομμουνιστική δικτατορία υπό τον Ενβέρ Χότζα (1945-1990).
Μετά την επικράτηση των Τούρκων βαθύ σκοτάδι επικρατούσε. Μόνο κανένας καλόγερος ή κάποιος παπάς, αν τύχαινε, δίδασκε ελάχιστα κολυβογράμματα. Σ' αυτή την περίοδο η ελληνική παιδεία βρήκε άσυλο στα μοναστήρια. Τα πρώτα σχολεία ήταν «τα σχολεία του νάρθηκα». Φτωχοί παπάδες στα υπόγεια δίδασκαν γραφή και ανάγνωση με το φως του καντηλιού.
Τα ελληνόπουλα διδάσκονταν στο νάρθηκα της εκκλησίας και σε άλλα απόκρυφα μέρη ελάχιστα γράμματα, ίσα-ίσα για να μην χάσουν τη γλώσσα τους και να συντηρείται η εθνική ιδέα.
Τα «κρυφά σχολειά» που υπολειτουργούσαν στα κελιά των μοναστηριών, καθώς και τα «σχολεία του νάρθηκα», ήταν εκείνα που, με το ψαλτήρι και την οκτώηχο και με τις εκκλησιαστικές προσευχές, κράτησαν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής των σκλάβων και τους έδωσαν αργότερα την ευκαιρία να αναπτύξουν εκπαιδευτική δράση και να μορφωθούν ελληνόπρεπα πολλές γενιές.
Η σταυροφορία, για την ανασύσταση των σχολείων και την αναγέννηση των γραμμάτων, άρχισε με τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον «Άγιο των σκλάβων», από το 1760 μέχρι το 1769, που σήμανε εθνικό συναγερμό. Το εγερτήριο σάλπισμα του Πατροκοσμά ξύπνησε τις λανθάνουσες εθνικές συνειδήσεις, με αποτέλεσμα να στραφεί η προσοχή στην εκπαίδευση του λαού.
Το 1775 ξεκίνησε ο «Μεγάλος Δάσκαλος του Γένους» την τελευταία του περιοδεία στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Ιονίου, με την άδεια και την ευλογία του πατριάρχη Σωφρόνιου. Να πούμε με βεβαιότητα ότι το βάρος της προσπάθειάς του το έριξε στην Ήπειρο (Βόρεια και Νότια) και όχι τυχαία. Σ' αυτή την περιοχή οι αλλαξοπιστίες είχαν λάβει τη μορφή καταιγίδας.
Ο θάνατος τον βρήκε στις 24 Αυγούστου 1779. Με εντολή του Τοπάρχη του Μπερατίου Κούρτ Πασά, ο Χότζας της περιοχής τον παρέδωσε σε μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι τον κρέμασαν σ' ένα δέντρο έξω από το χωριό Κολικόντασι, κοντά στο Μπεράτι, δίπλα στο Άψο ποταμό.
Ο Πατροκοσμάς άφησε κληρονομιά στον ελληνισμό τις διδαχές του καθώς, όπως έγραψε ο ίδιος στον αδελφό του Χρύσανθο, ίδρυσε «δέκα σχολεία ελληνικά» και «διακόσια διά Κοινά γράμματα», τα οποία, βέβαια, μετά τον θάνατό του αυξήθηκαν. Τελικά ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός δικαιώθηκε, όταν αναφερόταν στην ελληνική γλώσσα και προέτρεπε τους πληθυσμούς να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα αρχίζει η μεγάλη αναγεννητική προσπάθεια. Την πρωτοβουλία στην προσπάθεια αυτή την έχει η εκκλησία. Ιδρύονται σχολεία σε όλη την Ήπειρο. Στο Αργυρόκαστρο, από Αργυροκαστρίτες εμπόρους στη Βενετία, ιδρύεται ελληνικό σχολείο το 1633 και στο Δέλβινο το 1681. Ηπειρώτες λόγιοι και δάσκαλοι, συνεπικουρούμενοι από Ηπειρώτες ευεργέτες, έδωσαν ώθηση ηθική στο υπόδουλο γένος, για πνευματική άνθηση και εθνική δικαίωση.
Ιδρύονται σχολεία Κοινά, Ελληνικά (σχολαρχεία), αστικές σχολές, παρθεναγωγεία, Ανώτερες Σχολές. Τα σχολεία που ιδρύονται για να επιτελούν το εθνικό τους έργο προικοδοτούνται από εύπορους Ηπειρώτες με πάγιους ετήσιους πόρους και με τις διαθήκες πολλών ευεργετών σταθεροποιήθηκαν και δημιούργησαν τις υποδομές για την αναγέννηση των γραμμάτων. Ιδρύονται επίσης Ανώτερες Σχολές όπως: Η Ακαδημία και τα άλλα Εκπαιδευτήρια στη Μοσχόπολη, που τροφοδοτούσαν τα σχολεία με δασκάλους, από την ίδρυση της Ακαδημίας το 1730 ως την καταστροφή της από ληστοσυμμορίες το 1769 και την ολοσχερή καταστροφή της το 1916.
Η Ακαδημία της Μοσχόπολης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους θυλάκους πολιτισμού και Παιδείας σε δεσπόζοντες χώρους ακτινοβολίας, αφού μέχρι και στις μέρες μας ακτινοβολεί. Τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία στο Κεστοράτι Αργυροκάστρου (1874-1891), με τη χορηγία του Εθνικού Ευεργέτη Χρηστάκη Ζωγράφο απέβησαν φυτώριο πνευματικής δημιουργίας.
Η Σχολή της Μονής Δρυάνου (ιδρύθηκε επί Ιουστινιανού το 550 μ.Χ.), ανάμεσα στη Δρόβιανη και στους Μπουλιαράτες και Ζερβάτες, απέβη φυτώριο των γραμμάτων. Όπως και άλλες μοναστηριακές Σχολές στις οποίες μορφώνονταν ιερείς και δάσκαλοι, που επάνδρωναν τα σχολεία. Με την λειτουργία των σχολείων άρχισε να σταματάει το ποτάμι της εξωμοσίας, οι ανόσιες πράξεις του εξισλαμισμού.
Ο δεύτερος σταθμός
Και ερχόμαστε στον δεύτερο σταθμό από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι την απελευθέρωση και μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους. Στα χρόνια αυτά, πριν και μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες προσέφεραν ανυπολόγιστες εθνικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες στον βορ/κό χώρο.
Ελληνοδάσκαλοι απόφοιτοι της Σχολής Κεστορατίου, του Αρσακείου Αθηνών, από άλλες σχολές που λειτουργούσαν στην Ήπειρο, Μακεδονία και Κων/πολη, Ζ.Σ. Ιωαννίνων, Θεσ/νίκης, Μοναστηρίου και αλλού, πλαισίωσαν τα χωριά του χώρου μας και δίδαξαν ελληνικά γράμματα, γλώσσα και πολιτισμό.
Όμως, μετά το 1920 και την ανακήρυξη του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου, αρχίζει νέος κύκλος διώξεων και καταπιέσεων του βορ/κού στοιχείου. Στο στόχαστρο βρίσκονται τα ελληνικά σχολεία και οι ελληνοδάσκαλοι. Τα σχολεία μετά από αυτήν την πολιτική κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Από τα 589 ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν στους Καζάδες Αργυροκάστρου και Κοριτσάς, ως τα μέσα του 1914, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Επιτροπής Εθνολογικού Ελέγχου, το 1925 λειτουργούσαν 78 και κατά το σχολ. έτος 1932-33 μόνο 10 και το 1934 δεν λειτουργούσε ελληνικό σχολείο.
Από αυτά τα στοιχεία γίνεται φανερή η συρρίκνωση, και τελικά η εξαφάνιση των ελληνικών σχολείων. Είναι γνωστή η προσφυγή το 1935 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η δικαίωση και η επαναλειτουργία των ελληνικών σχολείων.
Από έκθεση του Αλβανού επιθ/τη Κολ Κότσι, σχολ. έτους 1936-37, έχουμε ελληνόφωνους δασκάλους που είχαν αποφοιτήσει από διάφορες σχολές: Απόφοιτοι Ιερ/λείου Βελλάς, Εμπορικής Σχολής Κων/λεως, Ζωγράφειο Γυμνάσιο Κων/λεως, Ζωγράφεια Διδ/λεία Κεστορατίου, Διδασκαλείου Ιωαννίνων, Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων, Γυμνασίου Πωγωνιανής, Ζ.Σ. Ιωαννίνων, Γυμνάσιο Κερκύρας, Ελληνογαλλικό Λύκειο Κων/λεως, Ελληνική Αστική Σχολή Κων/λεως, Ριζάρειος Ιερατική Σχολή, Διδασκαλείο Φιλιατών, Μεγάλη του Γένους Σχολή, Εμπορική Σχολή Ιωαννίνων.
Ο Κολ Κότσι γράφει στους χαρακτηρισμούς για τους δασκάλους. Όταν συναντάει αλβανόφωνους «στάζει μέλι» γι' αυτούς. Οι δάσκαλοι αυτοί παρουσιάζονται μετριόφρονες, συνετοί, εργατικοί, ενθουσιώδεις, σοβαροί, ειλικρινείς, κλπ. και μεταδίδουν με συνέπεια τα αλβανικά γράμματα και την αλβανική γλώσσα. Στους ελληνοδασκάλους, όμως, εξαντλεί την αυστηρότητα του. Για κανέναν δεν υπάρχει ένας καλός λόγος. Οι Έλληνες δάσκαλοι είναι φανατικοί, χοντροειδείς, οκνηροί, τύποι μεγαλομανείς, δειλοί, επιδειξίες, ευφυείς, αλλά δόλιοι και οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν την αλβανική γλώσσα.
Η δικτατορία Χότζα
Και φτάνουμε στον μισό αιώνα σχεδόν από την εγκαθίδρυση της «Σοσιαλιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας» από τον στυγνό δικτάτορα Ενβέρ Χότζα και τους διαδόχους του, όπου οι άνθρωποι, Έλληνες και Αλβανοί, εγκλωβισμένοι στην απέραντη φυλακή της Αλβανίας, έχασαν την ψυχική τους ισορροπία. Είναι μια περίοδος πολύ χειρότερη από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο αφελληνισμός κορυφώθηκε. Ο φόβος και ο τρόμος σημάδεψαν τους ανθρώπους. Ζούσαν τη ζωή του «θιγμένου», του «κολιάκου».
Φτώχεια, ανέχεια, ανασφάλεια. Τείχη υψώθηκαν για να φυλακίσουν τον λαό. Απαγορεύτηκε η θρησκευτική ελευθερία και η ελευθερία της λατρείας. Οι ναοί έκλεισαν και οι ιερείς αποσχηματίστηκαν. Τα παιδιά ανήκουν στο Κόμμα που έχει την ευθύνη της αγωγής τους. Η κατάργηση της θρησκείας έπαιξε σοβαρότατο ρόλο στην παιδεία των πολιτών, στην ψυχική και πνευματική τους ισορροπία και πιο πολύ στις εύπλαστες παιδικές ψυχές.
Η λειτουργία των σχολείων στις ελληνόφωνες περιοχές ακολούθησε το εκπ/κό σύστημα που βασιζόταν στη Μαρξιστική - Λενινιστική θεωρία και επομένως και η ύλη των διδακτικών βιβλίων, που χρησιμοποιήθηκαν στα μειονοτικά σχολεία, ακολούθησε την ίδια πορεία. Η ελληνική γλώσσα στα 8/χρονα σχολεία διδασκόταν μόνο στις τέσσερις τάξεις του Δημοτικού. Από την πρώτη μέχρι και την ογδόη διδασκόταν η αλβανική γλώσσα, ενώ η ελληνική διδασκόταν ως ξένη γλώσσα, μόνο 4 ώρες την εβδομάδα.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα οι Ελληνοδάσκαλοι (συνταξιούχοι σήμερα οι περισσότεροι και πολλοί ταξίδεψαν για την αιωνιότητα), με συνείδηση ελληνική, αλλά κάτω από το βάρος της επιβίωσης, σ' ένα εχθρικό περιβάλλον, αφού μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις αντίξοες συνθήκες και τους προσωπικούς φόβους, δίδαξαν, έστω και στοιχειωδώς, την ελληνική γλώσσα στα ελληνοχώρια (για τις πόλεις δεν γίνεται λόγος), μετέδωσαν, όσο οι συνθήκες το επέτρεπαν, ελληνικό πολιτισμό. Είναι οι νέοι ιεραπόστολοι του ελληνικού γένους. Οι νέοι Ελληνοδάσκαλοι κατέθεσαν το προσωπικό τους ύφος και την ντοπιολαλιά τους και τις εμπειρίες τους, για τα πραγματικά και ανίερα εγκληματικά γεγονότα που βίωναν, παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές.
Αντάλλασσαν, στα θλιβερά χρόνια, μεταξύ τους, σκέψεις και προβληματισμούς και με προσοχή και σύνεση τα μετέδιδαν στους μαθητές τους. Άντεξαν οι δάσκαλοί μας στο καμίνι των ταξικών διεργασιών και δίδαξαν ελληνική γλώσσα και ελληνικό πολιτισμό. Είναι οι δάσκαλοι που κληροδότησαν το όνειρο της γενιάς τους, το όραμα που διαλύθηκε από τις «ταξικές εκκαθαρίσεις» και κατέληξε σε εφιάλτη. Αλλά και οι κάτοικοι των βορ/κών περιοχών και όχι μόνο, εμφορούμενοι από ελληνικά φρονήματα, κράτησαν αμείωτη την αγάπη τους για τη Μητέρα Πατρίδα και την πίστη τους στην Ορθοδοξία και εμφύσησαν στα παιδιά τους υγιή ελληνικά φρονήματα, φροντίζοντας για τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και την πληρωμή ελληνοδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν στους μαθητές τους ελληνική γλώσσα και ελληνική ιστορία.
Και σήμερα οι ελληνοδάσκαλοι δίνουν δυναμικά τον αγώνα για να διατηρηθεί η ορθόδοξη πίστη και η εθνική συνείδηση. Κάθε συμπαράσταση και ενίσχυση στο έργο τους είναι επωφελής και επιβεβλημένη.
Η απότιση φόρου τιμής και ευγνωμοσύνης προς τους Ελληνοδασκάλους που υπηρέτησαν στον ευρύτερο βορ/κό χώρο κρίνεται αναγκαία. Οι φτωχοί αυτοί δάσκαλοι στα δυσχερή οθωμανικά χρόνια, αλλά και μετά την απελευθέρωση μέχρι τις μέρες μας, αφιέρωσαν τη ζωή τους στην πνευματική ανατροφοδότηση και στην ελληνική διαπαιδαγώγηση των μαθητών τους.
Γενικά στους Ελληνοδασκάλους που κράτησαν όρθια την εθνική ελληνική συνείδηση και την ορθόδοξη πίστη, αλλά και τους προγονικούς δεσμούς με τον μητροπολιτικό κορμό, κάτω από αντίξοες και δυσμενείς συνθήκες αξίζει ο ΕΠΑΙΝΟΣ της Πατρίδας.
*Το παραπάνω κείμενο είναι από ομιλία που εκφωνήθηκε από τον κ. Υφαντή στη Δερβιτσάνη της Δερόπολης, με την ευκαιρία της παρουσίασης της Β‘ έκδοσης του βιβλίου του Συνδέσμου των Συνταξιούχων Δασκάλων Ν. Αργυροκάστρου με τίτλο «Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα Βορείου Ηπείρου στην Ενβεριακή καταιγίδα – Μαύρη Βίβλος».
ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών