Οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνούν


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 καταφέραμε με μια μικρή ομάδα να μπούμε παράνομα στην Αλβανία του Χότζα και να κινηματογραφήσουμε το πρώτο ντοκιμαντέρ της ιδιωτικής τηλεόρασης για την εποποιία του ’40. Διαπιστώσαμε τότε, και το κάναμε και τίτλο του ντοκιμαντέρ, ότι οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνούν.

Η κινηματογράφηση ενός ντοκιμαντέρ είναι από μόνη της μια δύσκολη υπόθεση. Το να μπεις όμως στην Αλβανία του δικτάτορα Εμβέρ Χότζα και να αλωνίσεις όλα τα πεδία των σημαντικών μαχών του ελληνικού στρατού το 1940 – 41 εμπεριέχει, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε από πρώτο χέρι, σημαντικό κίνδυνο ζωής. Γι’ αυτό δεν θα ξεχάσω ποτέ την ομάδα εκείνη, τον Άγγελο Ιατρού με την κάμερα, την Ειρήνη Δορκοφίκη, τον Γιώργο Κόρδα και κυρίως τον οδηγό μας, τον Μιχάλη Δεληγιώργη.

Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν το πόσο νωπές είναι οι μνήμες του Ελληνισμού της Νότιας Αλβανίας από τον πόλεμο του ’40. Οι θρύλοι για τον Κωστάκη τον πολυβολητή είναι ακόμη ζωντανοί. Οι παλιοί έχουν να το λένε για την ακρίβεια των βολών του. Όταν οι Ιταλοί είχαν στρατοπεδεύσει στη Χειμάρρα, όχι μόνο έπληξε τη μονάδα τους, αλλά σημάδεψε και το καζάνι του συσσιτίου την ώρα του φαγητού για να τους αφήσει νηστικούς, να νιώσουν κι εκείνοι λίγη πείνα, όπως ο Έλληνας στρατιώτης στα χιονισμένα βουνά. Αυτό τουλάχιστον λέει ο τοπικός θρύλος.

Εκεί στα βουνά της Χειμάρρας χρειάστηκε ο ελληνικός στρατός να κάνει μια κυκλωτική κίνηση. Ένας τοπικός βοσκός ανέθεσε στον μικρό σε ηλικία γιο του να τους καθοδηγήσει, ώστε να μην εγείρουν υποψίες. Επικεφαλής της ομάδας των κομάντος ήταν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο δημοφιλής αργότερα ηθοποιός, που έδωσε στο μικρό παιδί σαν δώρο ένα ζευγάρι άρβυλα γιατί ο μικρός περπατούσε στο βουνό σχεδόν ξυπόλητος, όπως μας διηγήθηκε ο ίδιος ο –γέροντας πλέον- ιχνηλάτης.

Οι Βορειοηπειρώτισσες έπλεκαν κάλτσες και έψηναν ψωμιά για τους στρατιώτες και τους τα πήγαιναν στο μέτωπο με τα γαϊδουράκια ή οι περισσότερες με τα πόδια για να μην κινήσουν υποψίες. Όλα αυτά, είναι πρωτογενείς, καταγεγραμμένες στην κάμερα μαρτυρίες από τα παιδιά τότε, που θυμούνται ακόμη τι έκαναν οι μανάδες τους ή οι άλλες γυναίκες στα χωριά.

Κάποιες οικογένειες φιλοξενούσαν τους Έλληνες στρατιώτες κρυφά σε σπίτια, σε υποστατικά, ακόμη και σε χωράφια. Και μετά τις μάχες, όσους δεν επιβίωναν τους έθαβαν στις αυλές. Όμως πολλοί Έλληνες στρατιώτες έμειναν άταφοι, ή θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους ως ανώνυμοι κι ακόμη η ελληνική πολιτεία δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει μια πλήρη και λεπτομερή λίστα των ηρώων του Έπους.

Ενώ πολλοί Αλβανοί επευφημούσαν τους Ιταλούς, και μάλιστα συνεργάζονταν μαζί τους, ολόκληρος ο Ελληνισμός περίμενε την Ανάσταση από τον ελληνικό στρατό. Πολλοί Βορειοηπειρώτες πήγαν εθελοντές και πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες στρατιώτες.

Ένας Βορειοηπειρώτης, κομματικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας τότε, στην Κορυτσά, μου κράτησε σφιχτά το χέρι και με ανάγκασε να πάμε στο σπίτι του. Εκεί, άνοιξε ένα σεντούκι και μου έδειξε μια παλιά ελληνική σημαία. Την είχε ανεβάσει στον ιστό του μπαλκονιού τους ο πατέρας του, όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Κορυτσά, αψηφώντας τους κινδύνους. Αργότερα η οικογένεια το πλήρωσε με διώξεις κι ο ίδιος αναγκάσθηκε να γίνει άνθρωπος του συστήματος για να μην υποφέρουν και τα παιδιά του. Μίλαγε για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του ελληνικά όπως μου είπε σπαστά και με δάκρυα στα μάτια.

Τις πιο δύσκολες ώρες μας τις περάσαμε στο Λεσκοβίκι. Εκεί σε μια ηλιόλουστη αυλή μιλούσαμε με μια γερόντισσα με γαλάζια καθάρια ματιά που μας έλεγε τις αναμνήσεις της σε σπαστά ελληνικά. Έξω από το σπίτι είχε αρχίσει να γίνεται σούσουρο. Δεκάδες άτομα είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το τζιπ, που χρησιμοποιούσαμε και που έφερε τα διακριτικά του Ερυθρού Σταυρού, καθώς παράλληλα μεταφέραμε και βοήθεια της Διεθνούς Οργάνωσης. Η ενέδρα φαίνεται πως είχε στηθεί επαγγελματικά.

Μόλις μπήκαμε όλοι μέσα στο τζιπ, μας απέκλεισαν από παντού κι άρχισαν να χτυπούν και να προσπαθούν να σπάσουν και να αναποδογυρίσουν το βαρύ λαντ ρόβερ. Αισθάνθηκα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες μας στιγμές. Ανησυχήσαμε και για τους ανθρώπους που μας είχαν μιλήσει. Αν σε εμάς το έκαναν αυτό τι θα έκαναν στους ανθρώπους που έμεναν πίσω;

Την πιο κρίσιμη στιγμή, όταν ο κίνδυνος είχε πλέον κορυφωθεί, και οι συγκεντρωμένοι γύρω μας περνούσαν τους εκατό, ο Μιχάλης ο Δεληγιώργης πετάχτηκε έξω και με σταθερή και δυνατή φωνή που ακούστηκε σε όλη την πλατεία τους είπε μερικές φράσεις στα αλβανικά και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο. Όταν κάποιος πήγε να χτυπήσει ξανά το αυτοκίνητο, άνοιξε ατάραχος το παράθυρο, τον έδειξε με το δάκτυλο και του είπε μια φράση. Εκείνος και σιγά – σιγά κι οι άλλοι έκαναν πίσω και φύγαμε. Η σκληρότατη απειλή του παλικαριού, που δεν μεταφέρεται στο χαρτί, έπιασε τόπο. Ήταν το δικό του «αέρα» που τρόμαξε τους πολυπληθείς εχθρούς και μας έσωσε τη ζωή.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμάμαι εκείνες τις στιγμές του έπους όπως μου της μετέφεραν σε πρώτο πρόσωπο οι τελευταίοι επιζώντες. Ήδη οι περισσότεροι από τους αφανείς πρωταγωνιστές εκείνου του ντοκιμαντέρ έχουν φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Ελπίζω η πολιτεία να ενδιαφερθεί για να σωθούν τουλάχιστον οι αναμνήσεις τους.




Νικόλας Βαφειάδης
www.antenna.gr

Σχόλια