Η σερβική παρουσία στη Μακεδονία

Η εμπειρία της παρουσίας σερβικών στρατευμάτων στην ελληνική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου καθορίστηκε από τρεις κυρίως παράγοντες.

Πρώτα απ’ όλα, από την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια: Μετά τη συνδυασμένη επίθεση εναντίον της Σερβίας από αυστροουγγρικά, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα, τον Οκτώβριο του 1915, ο σερβικός στρατός, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, καθώς επίσης και χιλιάδες άμαχοι υποχώρησαν προς τον Νότο και στη συνέχεια, διασχίζοντας την Αλβανία, κατέληξαν στην Κέρκυρα.

Από εκεί οι Αγγλογάλλοι μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος του εναπομείναντος σερβικού στρατού στην ελληνική Μακεδονία, προκειμένου να δράσει από κοινού με τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν οι ελληνοσερβικές σχέσεις: Η διμερής συνθήκη συμμαχίας του 1913 είχε ενεργοποιηθεί στον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας, όχι όμως και κατά την ελληνοτουρκική κρίση του 1913-4, ούτε κατά την κήρυξη πολέμου από τη Βιέννη στο Βελιγράδι τον Αύγουστο του 1914 - χωρίς παρ' όλα αυτά να τεθεί σε αμφισβήτηση η συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες.


Ωστόσο, η άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου να συνδράμει τη σύμμαχό της τον Οκτώβριο του 1915, μετά την εμπλοκή της Βουλγαρίας στον πόλεμο, προκάλεσε αγανάκτηση στη Σερβία και βύθισε τις ελληνοσερβικές σχέσεις σε κρίση.


Ο τρίτος παράγοντας που καθόρισε τη σερβική παρουσία στην ελληνική Μακεδονία ήταν οι σερβικές βλέψεις στην περιοχή: Σέρβοι στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι είχαν εκφράσει παλιότερα διεκδικήσεις για μέρος των μακεδονικών εδαφών που προσάρτησε η Ελλάδα στα 1912-3, αλλά η διμερής συμμαχία υποβάθμισε τέτοιου είδους σχέδια.


Η «εγκατάλειψη» της Σερβίας από την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1915 και η άρνηση του Κωνσταντίνου να συνεργαστεί με την Αντάντ, ανανέωσε το σερβικό ενδιαφέρον για την περιοχή.


Μετά την αποβίβαση των πρώτων αγγλογαλλικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915, η Ελλάδα βρέθηκε σε μια ιδιαίτερη κατάσταση: ενώ επισήμως παρέμεινε ουδέτερη μέχρι το καλοκαίρι του 1917, στην πράξη τα σύνορά της και η κυριαρχία της στη Μακεδονία παραβιάστηκε κατ’ επανάληψη και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα του πολέμου.


Μάλιστα, μετά τη βουλγαρική εισβολή στην ανατολική Μακεδονία το 1916, ο Γάλλος αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή Sarrail ανέλαβε ουσιαστικά τον πλήρη έλεγχο της ελληνικής Μακεδονίας, χωρίζοντάς την σε ζώνες στρατιωτικής κατοχής.

Στην κατοχή αυτή ο σερβικός στρατός συμμετείχε ενεργά, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα για ευρεία προπαγανδιστική δραστηριότητα.

Θα πρέπει βέβαια να πούμε ότι οι σερβικές βλέψεις στην ελληνική Μακεδονία δεν ήταν οι μοναδικές που εκφράστηκαν την εποχή εκείνη: Γάλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι υποστήριξαν τη δημιουργία ενός προτεκτοράτου στην περιοχή, ενώ παρόμοιες σκέψεις για την αυτονόμηση της Μακεδονίας ή τη διεθνοποίηση της Θεσσαλονίκης εξέφρασαν και άλλοι αξιωματούχοι της Αντάντ.

Στην περίπτωση της σερβικής προπαγάνδας τα δεδομένα ήταν διαφορετικά, αφού η Σερβία ήταν ένα βαλκανικό κράτος που συνόρευε με την ελληνική Μακεδονία. Επιπλέον, ο τοπικός σλαβομακεδονικός πληθυσμός μπορούσε θεωρητικά να είναι θετικός απέναντι στην ιδέα της «προστασίας» του από ένα άλλο σλαβικό κράτος.

Η πραγματικότητα ήταν πάντως διαφορετική: Οι Σλαβομακεδόνες της ελληνικής επικράτειας δεν είχαν ποτέ σαφή ή ενιαία στάση απέναντι στην ελληνική, σερβική ή βουλγαρική επιρροή. Επιπλέον, το σερβικό κράτος είχε πολύ κακή φήμη για τον τρόπο που είχε προηγουμένως διοικήσει τους Σλαβομακεδόνες της δικής του επικράτειας.

Οι σερβικές προπαγανδιστικές ενέργειες κινήθηκαν κατά κύριο λόγο σε τρεις τομείς: την αντικατάσταση ελληνόφωνων κληρικών και δασκάλων από Σέρβους, την αντικατάσταση των τοπικών ελληνικών αρχών από τους Σέρβους αξιωματούχους, και την άσκηση προπαγάνδας με στόχο τόσο τον τοπικό πληθυσμό όσο και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.


Η σερβική προπαγάνδα έδρασε πρωτίστως στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας -περισσότερο στην περιφέρεια Καρατζόβας (Αριδαία) που ελεγχόταν από τα σερβικά στρατεύματα- και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη.


Ωστόσο, η επιτυχία της ήταν περιορισμένη για μια σειρά από λόγους. Καταρχήν, εξαιτίας της αυθαιρεσίας της σερβικής διοίκησης εις βάρος του τοπικού πληθυσμού: οι επιτάξεις προϊόντων, ζώων ή μεταφορικών μέσων, οι κατασχέσεις ιδιωτικών περιουσιών, οι παράνομες εισπράξεις φόρων καθώς επίσης και η εκμετάλλευση των χωρικών σε στρατιωτικά έργα προκάλεσε συχνά δυσαρέσκεια ή ακόμα και φυγή ντόπιων από τις ζώνες της σερβικής διοίκησης.


Επιπλέον, η εξουσία που διέθετε ο σερβικός στρατός δεν ήταν απεριόριστη: εξαρτιόταν πάντοτε από τις επιθυμίες τόσο της σερβικής πολιτικής ηγεσίας όσο και της γαλλικής στρατιωτικής διοίκησης· η τελευταία ήταν πρόθυμη να κάνει τα στραβά μάτια στη σερβική προπαγάνδα όσο οι ελληνικές αρχές ελέγχονταν από τον Κωνσταντίνο, αλλά μετά τη συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη από τον Βενιζέλο, ήταν πολύ περισσότερο προσεκτική.

Για τον ίδιο λόγο και η σερβική πολιτική ηγεσία σταδιακά περιόρισε την υποστήριξη ή την ανοχή προς τις προπαγανδιστικές ενέργειες Σέρβων στρατιωτικών, αν και οι τελευταίοι δεν φάνηκαν πάντοτε πρόθυμοι να υπακούσουν - πρόκειται για μόνο μία παράμετρο της σύγκρουσης τμήματος του σερβικού στρατού με τον διάδοχο Αλέξανδρο και την κυβέρνηση Πάσιτς το 1917.

Ο ρόλος της σερβικής διοίκησης στην ελληνική Μακεδονία πρέπει να εξεταστεί μέσα στο ιστορικό της πλαίσιο: Είναι αλήθεια ότι σε γενικές γραμμές η εμπειρία της σερβικής παρουσίας δεν άφησε πίσω της αρνητικές μνήμες είτε λόγω της καλλιέργειας στη συνέχεια του μύθου περί «ελληνοσερβικής φιλίας» είτε επειδή τελικά οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις και αυθαιρεσίες δεν ήταν ούτε συστηματικές ούτε χειρότερες άλλων διοικήσεων και άλλων εποχών.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η ίδια εμπειρία δεν επηρέασε μακροπρόθεσμα καθόλου τις ελληνοσερβικές σχέσεις.

Φαίνεται ότι μέσα στο ρευστό κλίμα των ανακατατάξεων στα Βαλκάνια κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και των ανεξάντλητων διεκδικήσεων των βαλκανικών κρατών, που συχνά χρησιμοποιούνταν για τα διπλωματικά «παζάρια» τους ή για την πολιτική επικράτηση στο εσωτερικό τους, η διατύπωση βλέψεων εις βάρος ακόμα και συμμαχικών κρατών δεν θεωρήθηκε εχθρική ενέργεια.


Λουκιανός Χασιώτης
Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμο Θεσσαλονίκης

Σχόλια