Η μάχη του Βοδίνου

Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι αληθινά γεγονότα και περιστατικά και έχουν σχέση με τη μάχη του Βοδίνου, όπως τη μολόγησαν αυτοί που την είδαν και την έζησαν. Ήταν η πρώτη μάχη που έδωσε ο Ελληνικός Στρατός όταν πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν το πρώτο ελληνικό αίμα που χύθηκε στην πολυβασανισμένη βορειοηπειρωτική γη. Για εμάς τους Αρτινούς, απογόνους αυτών των παλικαριών, έχει να μας πει και να μας θυμίσει και κάτι παραπάνω. Την υποχρέωση που έχουμε να μην τους ξεχάσουμε να μην λησμονήσουμε τους αγώνες τους και κάθε χρόνο να στεκόμαστε με σεβασμό και υπερηφάνεια μπροστά στα ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥΣ και να τους ευγνωμονούμε, καταθέτοντας εκεί, ένα στεφάνι, ένα μικρό λουλούδι, ένα δάκρυ, μια σκέψη, ακόμα και τη σιωπή μας. Και να είμαστε σίγουροι ότι τα ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ εκεί ψηλά, θα ηρεμούν, θα γαληνεύουν, και θ’ αναπαύονται, ξέροντας πως έκαναν το καθήκον τους, δίνοντας για όλους εμάς ότι πολυτιμότερο είχαν. Τα λιγοστά τους χρόνια.

ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ!

Η μάχη έλαβε χώρα σ’ ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου, το Βοδίνο κατά την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940 – 41. Σ’ αυτή την ιστορία δεν θα διαβάσετε για ημίθεους και υπερανθρώπους, για κατορθώματα και πράξεις που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια και κάνουν τη φαντασία να οργιάζει. Είναι μια απλή μικρή ιστορία τριών νέων παιδιών, τριών Ελλήνων φαντάρων που «έμειναν» εκεί όπως και χιλιάδες άλλα παλικάρια που δεν θα μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους. Τα κόκαλά τους είναι σπαρμένα και αφημένα στη γη της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας, ξεχασμένα, χωρίς σταυρό, χωρίς τάφο, χωρίς κανένα δάκρυ. Στην δική μας ιστορία, έχουμε την ευλογία να γνωρίζουμε τα ονόματα των τριών στρατιωτών.

Τα φύλαξαν με κίνδυνο της ζωής τους οι κάτοικοι του μικρού Βοδίνου και σήμερα μας τα παρέδωσαν ακέραια, θυμίζοντάς μας ότι οι ΗΡΩΕΣ δεν έχουν ανάγκη από πατρίδα, αλλά πατρίδα τους είναι όλη η γη.

Που βρίσκεται το Βοδίνο
Το χωριό Βοδίνο, ανήκει στην περιοχή της Δρόπολης και βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αλβανίας. Η Δρόπολη ή Δερόπολη, είναι μια στενόμακρη κοιλάδα που ξεκινάει από τη Θεσπρωτία και φτάνει μέχρι το Αργυρόκαστρο. Το χωριό Βοδίνο βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά της οροσειράς Ακροκεραύνια ή Μακρυβούνι και απέχει 5 χιλιόμετρα από το τελωνείο της Κακαβιάς. Το χωριό φέρει την ονομασία «το μπαλκόνι της Δρόπολης», διότι σαν να βρίσκεσαι σε μπαλκόνι, έχεις θέα όλη την κοιλάδα του ποταμού Δρίνου.

Είναι ένα από τα 37 χωριά που οριοθετούν την Δροπολίτικη κοιλάδα. Κατά μία άποψη το χωριό πήρε το όνομά του από μια βασίλισσα της περιοχής η οποία ονομαζόταν Μποντίνω, ενώ μια δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι παλιότερα ονομαζόταν Βοδινό από τα πολλά βόδια που υπήρχαν και έβοσκαν στην περιοχή. Σ’ αυτό το μικρό βορειοηπειρωτικό χωριό γράφτηκε μια μεγάλη σελίδα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας που θα διαβάσετε στη συνέχεια.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940
Μία μέρα πριν (27 Νοεμβρίου) οι ελληνικές δυνάμεις έχουν απωθήσει τους Ιταλούς από τα ελληνικά σύνορα και πήραν διαταγή να κυνηγήσουν τους Ιταλούς και μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Ο καιρός ήταν βροχερός αλλά το κρύο δεν έκανε την πορεία ακόμα δύσκολη και βασανιστική. Το 40ο Σύνταγμα Ευζώνων της Άρτας ήταν το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που μπήκε στο αλβανικό έδαφος. Οι τσολιάδες πέρασαν γρήγορα και χωρίς αντίσταση πρώτα το χωριό Λόγγος, στη συνέχεια πέρασαν το χωριό Πέπελι και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Βοδίνο, αλλά πριν μπούνε στο χωριό τους έπιασε η νύχτα και σταμάτησαν στα πρώτα υψώματα του χωριού να διανυκτερεύσουν.

Ο λοχαγός του 6ου λόχου, Δημήτριος Κουρκούμπας έστειλε στα πρώτα σπίτια του χωριού μερικούς άντρες οι οποίοι ρώτησαν τους φοβισμένους κατοίκους αν υπάρχουν Ιταλοί μέσα στο χωριό. Οι κάτοικοι τους είπαν ότι οι ιταλοί είχαν φύγει από το χωριό τους το πρωί και είχαν δίκιο. Οι Ιταλοί είχαν οπισθοχωρήσει. Όμως οι Ιταλοί, το ίδιο βράδυ, παίρνοντας διαταγή ν’ αμυνθούν σκληρά, αθόρυβα επέστρεψαν και οχυρώθηκαν πίσω από τις πέτρινες μάντρες των χωραφιών, έστησαν πολυβόλα σε μικρά οχυρά υψώματα και στις λιθόχτιστες μάντρες των σπιτιών, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβραδύνουν την ελληνική αντεπίθεση. Οι κάτοικοι του χωριού, κλεισμένοι στα σπίτια τους, δεν αντιλήφθηκαν το παραμικρό από την νυχτερινή δραστηριότητα του ιταλικού τμήματος το οποίο έστησε αριστοτεχνικά την ενέδρα του.

Το πρωί της Πέμπτης 28 Νοεμβρίου 1940, με την ανατολή του ήλιου, ο λοχαγός του 6ου λόχου, διέταξε τους τσολιάδες του να μπούνε προσεκτικά στο χωριό Βοδίνο. Αριστερά τους και ψηλότερα στο ύψωμα βρισκόταν και κινούνταν ο 5ος λόχος του υπολοχαγού Βασιλείου Ρουπάκα από τη Θήβα. Η πρωινή ομίχλη δυσκόλευε την ορατότητα, τα νυσταγμένα μάτια από την κούραση και την ταλαιπωρία και η διαβεβαίωση των κατοίκων ότι στο χωριό δεν υπήρχαν Ιταλοί έκανε πιο εύκολα τα πράγματα και οι τσολιάδες βάδιζαν χωρίς προφυλάξεις και σχεδόν ανέμελα. Μπήκαν στα πρώτα σπίτια του χωριού και στη συνέχεια αμέριμνοι διακλαδώθηκαν στα στενά σοκάκια του χωριού, όταν ξαφνικά οι άντρες του 5ου λόχου που ήταν ψηλότερα από αυτούς, με φωνές και με αλαλαγμούς τους φώναζαν να καλυφθούν διότι είδαν τους Ιταλούς. Οι άντρες του 6ου λόχου ή δεν άκουσαν ή δεν έδωσαν σημασία και πέφτουν στην ενέδρα των ιταλών. Και άρχισε η μάχη. Διαταγές από τους αξιωματικούς. Φωνές από τους διμοιρίτες και κραυγές από τους στρατιώτες, που τρέχανε στην κορυφογραμμή και πιο κάτω «χαλασμός Κυρίου»,από τους πυροβολισμούς.

Οι Έλληνες στρατιώτες έφτασαν τόσο κοντά με τους Ιταλούς που πιάστηκαν στα χέρια.

Σε λίγο το μικρό χωριό μετατράπηκε σε κόλαση φωτιάς. Χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα όπλα και μάχη σώμα με σώμα. Ο λοχίας Κόκκας Γεώργιος του 5ου λόχου, νεοφερμένος στο λόχο, δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε στον 6ο λόχο και γράφει στο πολεμικό του ημερολόγιο τα εξής: «μπροστά από μας πήγαινε ο 6ος λόχος. Πέρασε μια μικρή ρεματιά και ανέβαινε ολόδρομα την πλαγιά, που ήταν απέναντι…. Εμείς χωρίσαμε και βαδίζαμε αριστερότερα, για να ανεβούμε στην κορυφή του ίδιου αντερείσματος. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε στο μέτωπο του 6ου λόχου, πυροβολισμούς κακό και αντάρα..

– Πιάστηκε η μάχη, τρέξτε παιδιά στην κορυφή. Εκεί η μια διμοιρία, εκεί η άλλη.

Κάποτε έφτασα κι εγώ στην κορυφή. Τι γινόταν όμως, που ήταν ο εχθρός, ούτε που μπορούσα να καταλάβω, ούτε και μπόρεσα σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης να καταλάβω…

Εδώ μια ημιομάδα έστηνε το οπλοπολυβόλο της και έφτιαχνε το οπλοπολυβολείο, που κοιτούσε προς τα πίσω… Εγώ γέμισα το όπλο μου, υπελόγισα την απόσταση σε 800 μέτρα και αφού ταχτοποίησα το κλισιοσκόπιο, σημάδεψα και έριξα. Αμέσως πετάχτηκαν με φωνές οι τσολιάδες από γύρω μου να με φάνε:

– Τι ρίχνεις, μωρέ; θα προδώσεις το οπλοπολυβόλο κ.λ.π.

Αλλά, όταν είδαν πως είμαι από τους νέους, ησύχασαν και μου έδωσαν μια συμβουλή, να πιάσω μια πέτρα και να καθίσω. Σε λίγο από πάνω μου άκουσα τη φωνή του ανθυπολοχαγού Κουτσοσπύρου, που με φώναζε. Έτρεξα προς τα κει.

– Τι γίνεται κύριε ανθυπολοχαγέ; Τι θα φτιάσουμε; Που είναι ο εχθρός;

Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας και αυτός μου είπε να κρυφτώ πίσω από την πέτρα…».

Η μάχη ήταν στο κορύφωμά της, όταν ξαφνικά δύο Έλληνες στρατιώτες που προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο τους γαζώνονται από ιταλικό πολυβόλο και πέφτουν νεκροί.

Ήταν ο Στέφανος Γραβιάς από το συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη Άρτας και ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι Άρτας. Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας από τις Πηγές Άρτας, στοιχειάρχης του πολυβόλου θυμάται: «χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε κυκλωμένοι με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους. Την χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο».

Λίγο πιο πάνω οι τσολιάδες προσπαθούσαν να βγάλουν τους ιταλούς από τα οχυρά τους.

Με τις ξιφολόγχες και με πάλη σώμα με σώμα, αγωνίζονταν να κερδίσουν το εχθρικό έδαφος. Οι Ιταλοί τότε μη μπορώντας να σταματήσουν τους τσολιάδες, άρχισαν να ρίχνουν πολλές χειροβομβίδες για να τους αποκρούσουν. Μια χειροβομβίδα τραυμάτισε θανάσιμα τον στρατιώτη Χρήστο Στάμο από τα Άγναντα Άρτας. Το παλικάρι έπεσε στο χώμα, ενώ ένα ιταλικό πολυβόλο συνέχισε να ρίχνει πάνω του. Ο άδικος θάνατος των τριών στρατιωτών, αφήνιασε τον υπόλοιπο λόχο που επιτέθηκε με λύσσα. Οι ξιφολόγχες και των υπολοίπων βγήκαν από τα θηκάρια τους και μπήγονταν σε κορμιά. Μέχρι το μεσημέρι η μάχη μαίνονταν από άκρη σε άκρη μέσα στο χωριό. Τα ιταλικά πολυβόλα κροτάλιζαν συνεχώς.

Ξαφνικά όμως τα πάντα σταμάτησαν. Οι ιταλοί τα παράτησαν και κίνησαν τροχάδην να σωθούν στον κατήφορο, αφήνοντας τους νεκρούς και τραυματίες συντρόφους τους στο έλεος του Θεού. Δεκατρείς, ήταν οι έλληνες στρατιώτες που τραυματίστηκαν. Κατά το μεσημέρι οι κάτοικοι του Βοδίνου βγήκαν από τα σπίτια τους και μάζεψαν τα τρία νεκρά παλικάρια.

Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Θρήνος και κλάματα από ολόκληρο το χωριό. Η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, πάνω στο λόφο και εκεί τα έθαψαν μαζί, δίπλα – δίπλα, τον Χρήστο, το Γιάννη και τον Στέφανο, για ν’ αναπαυθούν και να κοιμηθούν τον αιώνιο ύπνο τους.

Την επόμενη μέρα ο ελληνικός στρατός έφυγε από το χωριό και προχώρησε μπροστά, αφήνοντας τα τρία παιδιά του στα αιματοβαμμένα χώματα της βορειοηπειρωτικής γης.

Στη μάχη του Βοδίνου, σκοτώθηκαν τρεις στρατιώτες του 6ου λόχου:
1) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Γραβιάς Στέφανος του Χρήστου, από το χωριό Σγάρα
Καταρράκτη Άρτας.
2) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Μπουραντάς Ιωάννης του Ευαγγέλου, από το χωριό
Κομπότι Άρτας.
3) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Στάμος Χρήστος του Γεωργίου, από το χωριό Άγναντα Άρτας.
Γραβιάς Στέφανος του Χρήστου (+28/11/1940)

Ο Στέφανος Γραβιάς, γεννήθηκε στο συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη το έτος 1916. (1) Ήταν γιός του Χρήστου και της ………… Είχε ακόμα τρία αδέρφια, ενώ με τον μεγαλύτερο αδερφό του Ευάγγελο πολεμούσαν μαζί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το έτος 1938. Επιστρατεύτηκε με ατομική πρόσκληση στις 2 Οκτωβρίου 1940 και κατατάχτηκε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα στον

2ο λόχο πολυβόλων και πήρε την ειδικότητα του γεμιστή πολυβόλου. Όταν επιστρατεύτηκε ήταν ανύπανδρος. Φονεύθηκε κατά την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού, την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στην μάχη για την κατάληψη των υψωμάτων προ του χωριού Βοδίνο στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου.



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών