Υπάρχουν λέξεις που είναι ανεπίτρεπτες στην πολιτική και την διπλωματία. Ευτυχώς για την λογοτεχνία. Λογοτεχνία είναι να χρησιμοποιήσεις χίλιες λέξεις για να περιγράψεις μία απαγορευμένη. Ή εν προκειμένω δυο. Βράδυ της Παναγίας σε πανηγύρι στην Δερβιτσάνη, κεφαλοχώρι Δρόπολης, όπου τον χορό άνοιξαν οι Δροπολίτισσες νύφες, ξακουστές για το κάλλος και τις χρυσοποίκιλτες στολές τους, συνομιλητής περιέγραφε επίσκεψη Έλληνα πολιτικού σε περιοχή. -Και τι έλεγε; Ρώτησα δίχως ίχνος αθωότητας, για να λάβω την πληρωμένη απάντηση. -Δεν θυμάμαι τι έλεγε. Θυμάμαι τις δύο λέξεις που ποτέ δεν είπε.
Χαονία είναι η περιοχή που σήμερα βρίσκεται στην Νότιο Αλβανία, με ένα μικρό κομμάτι στο νομό Θεσπρωτίας και περιλαμβάνει τις παράκτιες περιοχές Ωρικού, Χειμάρρας, Αγίων Σαράντα και Βουθρωτού στην Αδριατική θάλασσα και το Ιόνιο πέλαγος. Πρωτεύουσα της Χαονίας ήταν η Φοινίκη, σημερινή Finiq, πρωτεύουσα αργότερα του κοινού των Ηπειρωτών. Οι Χάονες ήταν ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αρχαίας Ηπείρου και συγκεκριμένα στα βορειοδυτικά της. Οι Μολοσσοί εγκαταστάθηκαν βορειοανατολικά και οι Θεσπρωτοί νοτιοδυτικά. Οι Χάονες υπήρξαν το πιο βόρειο ελληνικό φύλο στην περιοχή και συνόρευαν με ιλλυρικά. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο οι Χάονες υπήρξαν απόγονοι του γενάρχη τους Χάονα.
Σε αυτόν ακριβώς το τόπο, στο πικρό πια Δέλβινο, στον Ιερό Ναό της Παναγίας της Θεοτόκου, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ολοκλήρωσε την Θεία Λειτουργία με την ομιλία του περί της ακριβής σιωπής της Παναγίας, ως μητέρας του Θεανθρώπου και μήτρας της ανακαινίσεως του κόσμου, δεν σταμάτησε εκεί. Ζήτησε από το εκκλησίασμα να τον ακολουθήσει λίγα μέτρα πιο πέρα, στην ράχη ενός λόφου, κάτω από τον ίσκιο ενός υπέρψηλου με πλούσια φυλλωσιά πλάτανου. Πριν από εικοσιπέντε έτη, με τον Μακαριώτατο άρτι αφιχθέντα από ιεραποστολές στην Αφρική, στο σημείο αυτό, στα ερείπια της μεγάλης εκκλησίας της πάλαι ποτέ ευημερούσας πόλης ακούστηκαν οι πρώτοι ψίθυροι Ορθόδοξης πίστης. -Τότε είχα μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους, εκμυστηρεύτηκε καθ οδόν το αγαπημένο του παπαδοπαίδι, που τελικά επέλεξε την πολιτική. -Εκ νεότητος; Απόρησα μειδιώντας. Κατά την αρτοκλασία, πνευματοπαίδι του Αρχιεπισκόπου ψιθύρισε. -Εδώ πριν από εικοσιπέντε χρόνια ήταν η πρώτη λειτουργία του πατέρα μου.
-Τώρα θα πάμε στο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας, εκεί έχουμε ένα ακόμη μυστικό, είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Μακαριώτατος, υπονοώντας το οστεοφυλάκιο για τους Έλληνες πεσόντες στρατιώτες του '40.
Φοιτήτρια, είχα διαβάσει ότι ο Χριστός δεν θα είχε γίνει ποτέ ο Ιησούς, εάν η Παναγία δεν τον είχε αναθρέψει ως Μεσσία. Έτσι όταν αγαθή ή σκαιά τύχη, επέστρεφα εκείνο το πρωινό στους Αγίους Σαράντα στο ίδιο αυτοκίνητο με την παπαδιά, έγινα μάρτυρας της ίδιας ιστορίας. -Το παιδί μου ήταν άριστο από μικρό στο σχολείο, και λέγοντας παιδί εννοούσε τον μονάκριβο γιο της, και όχι κάποια από τις δύο του αδελφές Πήγαινα στους δασκάλους και μου έλεγαν πάντοτε τα καλύτερα. Τον πίεζα πολύ να μελετά και να τελειώσει το σχολείο. Κι εκείνο μου έλεγε, “γιατί να διαβάζω μάνα, αφού πάντα τους καλούς βαθμούς τους παίρνουν οι άλλοι. Μήτε στο Πανεπιστήμιο θα μπω, αντικαθεστωτικούς δεν βάζουν”. Εγώ θα βάλω παντελόνια, του έλεγα, και θα πάω στον Χότζα εσένα να σε πάρει στον Πανεπιστήμιο. Και να που ήταν το τυχερό του και άνοιξαν τα σύνορα και σπούδασε στην Ελλάδα.
Αυτό το “εγώ θα βάλω παντελόνια” από μια γυναίκα που δεν είχε ούτε παπούτσια να φορέσει, εκείνη την εποχή οι γυναίκες δούλευαν ξυπόλυτες στα χωράφια, μονάχα ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πάσχα καλοκαιριού, θα μπορούσαν να το αξιωθούν τα εμβρόντητα ώτα μου.
Μόνο όταν έχει κανείς προσεγγίσει, κατακτήσει και πληρώσει κάτι με κάθε δυνατό τρόπο, θεμελιώνει το δικαίωμα να πει ότι το γνωρίζει, το κατέχει ή το αγαπάει. Αυτό ισχύει και για τους Αγίους Σαράντα. Το Σκάλωμα, από το skela, δηλαδή λιμάνι, ή από τα σκαλιά της αμφιθεατρικής πόλης.
Αν πουλούσα για ένα πράγμα την ζωή μου στον διάολο, αυτό θα ήταν η θάλασσα. Των Αγίων Σαράντα την θάλασσα. Για τον ορθόδοξο ήχο από το καμπαναριό που αντιμάχεται την τακτική φωνή του Ιμάμη, ως προς το ποιος από τους δύο θα επικρατήσει αντηχώντας πάνω από τα αφρισμένα κύματα. Για όλα όσα αντιπαλεύουν σιωπηλά εντός μας. Για τις αποστάσεις από ξηράς και θαλάσσης με την πατρίδα, που δεν είναι διαχειρίσιμες. Για την θάλασσα στα στενά που εγκολπώνεται το ανεκπλήρωτο. Τα ανεκπλήρωτα.
Αν όφειλε κανείς να συνοψίσει με ένα μονάχα χαρακτηριστικό τους Χάονες, αυτό είναι το πάθος. Το πάθος για τον τόπο τους ξεπερνά την αγάπη των Ελλαδιτών για την πατρίδα. Και πάντα, μα πάντα τους περισσεύει η αυθορμησία, η αγνότητα και η παιδικότητα.
Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων. Παιδὸς ἡ βασιληίη.
Ανηφορίζοντας για Τεπελένι και Φίερι, με τελικό προορισμό τα Τίρανα, μας κατευόδωσαν οι Αργυροκαστρίτες. Άλλος με βόλτα στα πλακόστρωτα σοκάκια του Χότζα και περιήγηση στο Κάστρο, άλλος προσφέροντας κουβέντα γλυκιά, καφέ με μέλι και παγωμένο νερό κάτω από τα έλατα στο “μπαλκόνι” της πόλης.
-Ανέβα, ανέβα στα τείχη, να δεις όλες τις συνοικίες της πόλης μέχρι τον Δρύνο ποταμό, και τα γραφεία της Κυβέρνησης της Ηπείρου του 1914. Είναι εύφορη τούτη η γη, από εδώ έστειλε ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής όλη την ξυλεία στην Αγγλία για την κατασκευή του βασιλικού στόλου. Είχε πολύ χρυσό, για αυτό και τρεις Δεροπολίτες, ο Αργυρός, ο Χρυσόδαλος και ο Κολόρης, δημιούργησαν τρεις πόλης, κάθε μια έφερε και το ονόμά τους, για να ελέγχουν το πέρασμα, τον δρόμο. Ακόμη και τα ονόματά τους απηχούν τον πλούτο. Οι Αργυροκαστρίτες έχτιζαν πάντοτε τα σπίτια τους πάνω από την γραμμή της ομίχλης για να αποφεύγουν την υγρασία. -Και ποιά είναι αυτή η γραμμή; -Είναι εκείνη μέχρι την οποία βλέπεις παλαιά σπίτια.
Οι Δεροπολίτες, της ευρύτερης περιοχής του Αργυροκάστρου, θεωρούσαν τον πολιτισμό τους ανώτερο από εκείνον των κατοίκων του Βούρκου, δηλαδή της περιοχής των Αγίων Σαράντα που σήμερα αντιστοιχεί στον Δήμο Φοινίκης. Οι Δεροπολίτες ταξίδευαν ανά τον κόσμο, ενώ οι Βουρκιώτες παρέμεναν στον τόπο τους, χορταίνοντας με καλαμπόκι και χέλια.
Πάνω σε αυτά τα τείχη, ενός κάστρου, που το μισό ανήκει στην βυζαντινή εποχή και το νεότερο τμήμα κατασκευάστηκε κατά την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τις τούρκικες φυλακές και τα “Επτά παράθυρα του Χότζα”, το υδραγωγείο της πόλης, που κατέστρεψε ο Ενβέρ για να φτιάξει φυλακές, όλες οι στέγες των σπιτιών φαντάζουν αργυρές. Η ανοιχτόχρωμες πέτρες που χρησιμοποιούνται από την περιοχή γκριζάρουν με το πέρασμα του χρόνου, για να ταιριάξουν κι αυτές με την σειρά τους στο ακριβό όνομα, του Αργυροκάστρου.
“Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνια”. Κι εδώ “το πέτρινο χέρι” που συγύρισε “τα σπίτια και τις ζωές” των ανθρώπων, κατά Ρίτσο. Οι Ηπειρώτες γεννήθηκαν, μαθήτευσαν μέσα στην υπομονή. Δεν θα μπορούσαν Χειμαρραίοι, Καστρίτες, Βουρκάρηδες, Σαραντινοί, παρά να σαβανωθούν την περηφάνια.
“Το μέσα μας παρακμάζει. Το μέσα στον εαυτό μας, το μέσα στην οικογένειά μας, μέσα στο σπίτι μας, μέσα στην γειτονιά μας, μέσα στην πόλη μας, μέσα στην χώρα μας, μέσα στην θρησκεία μας. Μονάχα το έξω φέρνει την λύτρωση. Να μοιράζεστε τα δώρα του Θεού με τους συνανθρώπους σας, αυτό είναι το καλύτερο δώρο που μπορείτε να κάνετε στον εαυτό σας. Μονάχα προσφέροντας τον εαυτό μας, τον κερδίζουμε”
Αυτά ήταν τα λόγια του Αναστάσιου, παραμονή Παναγιάς στα θυρανοίξια του Ναού Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στον Μεσοπόταμο Δέλβινου. Που έχοντας ξυπνήσει από χαράματα για να φτάσω εγκαίρως στην Εκκλησία ξεκινώντας μόνη από Αγίους Σαράντα, χάθηκα περιπλανώμενη σε όλη την Χαονία. Παρασυρόμενη από την άνεση και την ζέση με την οποία οι Χάονες αλώνται νυχθημερόν αδιάκοπα μες στις γητειές της γης τους. Και όπου κι αν χάθηκα, από όπου και αν έπρεπε να επιστρέψω, όπου και αν ρώτησα, όλοι μου αποκρίθηκαν ελληνικά.
Καμιά φορά δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις, η όποια απάντηση. Το μόνο που μετράει είναι να είσαι και να φανείς άξιος να αξιωθείς το ερώτημα.
Μυρένα Σερβιτζόγλου
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών