Ενα απίστευτο οδοιπορικό στην μαρτυρική Β. Ηπειρο του αγαπητού μας φίλου Γιάννη Κατσέα μας αποκάλυψε την τρομερή ιστορία μιας ελληνίδας μάνας και παράλληλα μας έδειξε το πανέμορφο ελληνικό χωριό Χλωμό Πωγωνίου.
Ας αφήσουμε τα λόγια του Γιάννη να προλογίσουν το οδοιπορικό και κατόπιν ας ανατρέξουμε στην απίστευτη ιστορία της Σάννας Τσίπα μέσα από την εξιστόρηση όπως την είδαμε στο ιστολόγιο της ΣΦΕΒΑ, αλλά κυρίως όπως την μετέφερε ο γιός της αδερφής της Μήτρος Παναγιώτου.
Γράφει ο Γιάννης:
Ο πρόλογος αν θέλετε, από την δική μου αφήγηση όπως έζησα από άκοντα την διήγηση των γεγονότων αυτών το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, κατά την επίσκεψή μας με τα παιδιά της ΣΦΕΒΑ Θεσσαλονίκης, στα χωριά του Πωγωνίου της Μαρτυρικής Βόρειας Ηπείρου, που σε κάθε χωρίο θα ακούσεις και πολλές τέτοιες πονεμένες ιστορίες λες και είναι βγαλμένες από Αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες...
Ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη το Σάββατο το πρωί με τον Δημήτρη Παναγιωτου ανιψιό της Σαννας Τσιπα με καταγωγή από το χωριό Χλωμό Πωγωνίου, τον Φιλόθεο Κεμεντζετζιδη πρόεδρο της Σφεβα Θεσσαλονίκης, τον Ηλία Μαραντζο μέλος και αυτός της Σφεβα και εγώ ο Γιάννης Κατσεας.
Η κατεύθυνση μας ήταν στα Ελληνοαλβανικα σύνορα και συγκεκριμενα στο ακριτικο μας χωριο Δρυμαδες, εκει περασαμε τα συνορα πεζη και μας περίμενε ο Βορειο Ηπειρωτης οδηγός μας ο Δημος.
Αφου συναντησαμε τα χωρια Σωπικη, Σχωριαδες και Πολιτσανη στριψαμε με κατευθυνση τον καμπο της Δροπολης και συντομα ξαναστριψαμε με κατευθυνση αυτη την φορα το χωριο Χλωμο.
Το χωριο ειναι απιστευτης ομορφιας με τα πετρινα αρχοντικα του το σχολειο με την κεντρικη θερμανση απο ενεργειακο λεβητα πισω στις αρχες!!! του προηγουμενου αιωνα και τον υπεροχο Ναο της Αγιας Παρασκευης.
Στον δρομο ο Δημητρης (Μητρος στα Ηπειρωτικα) Παναγιωτου μας διηγηθηκε με δακρυα στα ματια την ιστορια της αδερφης της γιαγιας του Σαννας Τσιπα και μοιραστηκε μαζι μας τις φωτογραφιες-κειμηλια της οικογενειας του που θα συνοδεψουν την ιστορια αυτη ....
Μία βορειοηπειρώτισσα γυναίκα είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι από τις λίγες- ελάχιστες γυναίκες, που καταδικάστηκαν από τα σταλινικά δικαστήρια του Χότζα όχι απλά σε εξορία όπως συνέβη σε πολλές άλλες, αλλά σε εγκλεισμό σε φυλακές υψίστης ασφάλειας στη Βόρειο Αλβανία.
Η Σάννα Τσίπα (Άννα Δημουλά, το πατρικό της) γεννήθηκε στο Χλωμό Πωγωνίου της επαρχίας Αργυροκάστρου το 1902. Παντρεύεται το 1928 και το 1930 γεννιέται ο γιός της Αλέξης Τσίπας. Η πρώτη συμφορά την χτυπάει τον ίδιο χρόνο, όταν ο σύζυγός της που υπηρετούσε ως φαντάρος στον αλβανικό στρατό, πνίγεται στο ψάρεμα, αφήνοντας χήρα τη σύζυγο και ορφανό το παιδί του που ουσιαστικά δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Η γυναίκα του Άννα (Σάννα το χαϊδευτικό της) δεν ξαναπαντρεύεται και μεγαλώνει με χίλια βάσανα το μοναχοπαίδι της μέσα στις στερήσεις και τις δυσκολίες της εποχής με τη βοήθεια των συγγενών της. Το παιδί της μεγαλώνει, βιώνουν μαζί τον πόλεμο του 1940, την ολιγόμηνη απελευθέρωση από τον ελληνικό στρατό και τα βάσανα της ιταλογερμανικής κατοχής που καταλήγει στην κατάληψη της εξουσίας από τις αντάρτικες ομάδες του Χότζα.
Νεαρό παλληκαράκι, ο Αλέξης Τσίπας, διαβλέποντας τις δυσκολίες που έρχονται και ποθώντας την λευτεριά, δεν αντέχει την καταπίεση και πριν κλείσουν εντελώς τα σύνορα δραπετεύει για την Ελλάδα, το 1946 αφήνοντας πια εντελώς μόνη τη μητέρα του. Δεν την ξεχνά όμως και προσπαθεί συνεχώς να έλθει σε επαφή μαζί της, χωρίς να το κατορθώσει όμως καθώς ο εμφύλιος πόλεμος είναι σε εξέλιξη. Πιάνει δουλειά στα Άνω Ραβένια Ιωαννίνων (για να είναι κοντά στο χωριό του) ως βοηθός τσαγκάρη και νυμφεύεται μία κοπέλα από τους Σχωριάδες Πωγωνίου, την κόρη του Αντώνη Καλύβα, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Σχεδιάζει να φύγει για την Αμερική καθώς η εξεύρεση μόνιμης εργασίας είναι πολύ δύσκολη αλλά δεν μπορεί να αφήσει τη μητέρα του.
Το 1950 μετά την ήττα των ανταρτών αποφασίζει να στείλει μήνυμα με ένα συγχωριανό τους, επίσης φυγά που θα έμπαινε κρυφά από τα σύνορα, για να της πει να ετοιμαστεί για να δραπετεύσει κι αυτή με την πρώτη ευκαιρία. Ο γνωστός του πηγαίνει όντως στο χωριό, βρίσκει το σπίτι, ανεβαίνει τη σκάλα και της κτυπάει το παράθυρο. Ωστόσο για κακή τους τύχη εκείνη την ώρα επέστρεφε από τη συγκέντρωση της κομματικής οργάνωσης, ο γείτονάς της, φανατικός κομμουνιστής. Χωρίς να τον αναγνωρίζει καθώς ήταν μισοσκόταδο, τον υποψιάζεται και του επιτίθεται. Ακολουθεί συμπλοκή κατά την οποία ο γνωστός της Άννας τραυματίζει και ρίχνει κάτω τον γείτονα και κατορθώνει να ξεφύγει μολονότι ξέσπασε συναγερμός στο χωριό και σε λίγες ώρες η περιοχή ως τα σύνορα γέμισε με στρατό και αστυνομία.
Δεν προλαβαίνει ωστόσο να παραδώσει το μήνυμα στην Άννα που δεν είχε ιδέα για τον σκοπό της επίσκεψης. Οδηγείται στην ασφάλεια του Αργυροκάστρου όπου παρά την πίεση και τις ανακρίσεις δηλώνει ότι δεν γνωρίζει ούτε τον άνθρωπο που την επισκέφτηκε καθώς δεν πρόλαβε να τον δει, αλλά ούτε και το σκοπό της επίσκεψής του. Οι ανακριτές την αφήνουν να επιστρέψει στο χωριό αλλά πια βρίσκεται στο στόχαστρο των αρχών. Ο κλοιός γύρω της είναι ασφυκτικός και οι χαφιέδες του καθεστώτος, Αλβανοί και Έλληνες παρακολουθούν κάθε της βήμα και κίνηση. Περνούνε έτσι 2 χρόνια και η Σάννα το 1952 αποφασίζει να δραπετεύσει μόνη της, μην αντέχοντας άλλο την κατάσταση καθώς για το καθεστώς είναι μητέρα φυγά (άρα εν δυνάμει εχθρός) αλλά και την απουσία του αγαπημένου της και μονάκριβου γιού.
Παραπλανά τη μητέρα της λέγοντάς της πως θα πάει στο Αργυρόκαστρο και της ζητά να της φυλάει το σπίτι. Αυτή εκμεταλλευόμενη το πρωινό σκοτάδι φεύγει για τα σύνορα. Περνάει την κορυφή πάνω από το Χλωμό και κατευθύνεται προς τους Δρυμάδες. Με τη βοήθεια και της ομίχλης περνάει τα σύνορα (δεν είχαν μπει ακόμη τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα) αλλά τότε κάνει το μοιραίο λάθος. Από μία κοντινή στάνη τη μυρίζονται σκυλιά που της ορμούνε. Αυτή ακούγοντας τους τσοπαναραίους να μιλούν ελληνικά φωνάζει για να μαζέψουν τα σκυλιά. Ωστόσο αυτοί, φανατικοί κομμουνιστές καταλαβαίνουν ότι προσπαθεί να δραπετεύσει και πυροβολούν στον αέρα για να την εκφοβίσουν. Από το φόβο της κοκαλώνει στο σημείο που βρίσκεται με αποτέλεσμα να τη συλλάβουν ύστερα από λίγη ώρα οι Αλβανοί στρατιώτες που έσπευσαν μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς.
Από τη στιγμή εκείνη ξεκινάει η οδύσσειά της. Σιδηροδέσμια τη σέρνουν στο Αργυρόκαστρο όπου υφίσταται σκληρότατες ανακρίσεις και βασανιστήρια, στον φοβερό και φρικτό καλιά του Αργυροκάστρου όπου εκατοντάδες Βορειοηπειρώτες μαρτύρησαν από τα νύχια των αιμοδιψών ανθρωπόμορφων τεράτων της Σιγκουρίμι.
Κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου, μένει προφυλακισμένη για 3 χρόνια, ως το Μάρτιο του 1955, για να αποκαλύψει πιθανούς συνεργούς της αλλά και την «προδοτική οργάνωση» της οποίας ήταν μέλος όπως υποστήριζαν οι ανακριτές. Όταν τελικά γίνεται η δίκη η ποινή είναι εξοντωτική. 12 χρόνια φυλάκιση σε κολαστήριο στη Βόρεια Αλβανία, στέρηση των πολιτικών της δικαιωμάτων, δήμευση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της αλλά και επιπλέον 3 χρόνια φυλάκιση για λίγα χρυσά νομίσματα που βρέθηκε να έχει πάνω της κατά τη σύλληψή της.
Στη φυλακή παραμένει ως το 1957 για 2 χρόνια και κληρονομεί από κει αναπνευστικά προβλήματα που την ταλαιπωρούν σε όλη της τη ζωή!
Τη μεταφέρουν από κει επειδή ήταν μόνη και με προβλήματα υγείας έπειτα από αίτηση της αδελφής της Κυριακής που είχε μείνει και εκείνη χήρα. Στη διάρκεια των 2 ετών έχει 1-2 επισκέψεις μόνο, από συγγενείς της, που τη συναντούνε για 30 λεπτά το πολύ, σε μία αίθουσα με κιγκλίδωμα στη μέση, χωρίς να έρχονται σε επαφή και με την παρουσία αστυνόμου που τους απαγορεύει να μιλάνε ελληνικά. Για την ολιγόλεπτη αυτή συνάντηση οι συγγενείς τόσο της Αννας όσο και των άλλων φυλακισμένων έκαναν πολύωρο ταξίδι που στην περίπτωση της Άννας που καταγόταν από το Πωγώνι, μπορεί να έφτανε ακόμη και τις 30 ώρες με ότι μέσο ήταν διαθέσιμο, ζώα, λεωφορεία, φορτηγά, τρένα κ.α. Μία φρικτή «λεπτομέρεια» από τη ζωή εκεί, ήταν και το γεγονός ότι αν κάποιος φυλακισμένος πέθαινε κατά την διάρκεια της ποινής του, η σορός του δεν παραδιδόταν στους συγγενείς του παρά μόνον αφού ολοκληρωνόταν το διάστημα της ποινής που του είχε επιβληθεί, συχνά μετά από 3, 4, ή και 5 χρόνια! Το καθεστώς δηλαδή σε βασάνιζε και μετά θάνατον.
Το 1957 εξορίζεται στην Κάμζα των Τιράνων, σε μία φάρμα με καλαμπόκια όπου παραμένει εργαζόμενη σκληρά ως το 1969-1970 ώσπου ολοκλήρωσε κανονικά την ποινή της φυλάκισής της. Αφήνεται ελεύθερη χωρίς όμως να της επιτρέπεται η επιστροφή στο χωριό της. Διαμένει στο Αργυρόκαστρο και εργάζεται σε εργοστάσιο καπνού, με την υποχρέωση να παρουσιάζεται κάθε εβδομάδα στο αστυνομικό τμήμα.
Το 1973 επιστρέφει τελικά στο χωριό της όπου συναντά μία νέα πραγματικότητα καθώς είναι ξένη στην ίδια της την πατρίδα. Οι περισσότεροι συγγενείς έχουν πεθάνει ενώ το πατρικό της σπίτι δεν είναι πια δικό της. Νοικιάζει ένα μικρό σπιτάκι και παλεύει να επιβιώσει μέσα στην εξαθλίωση και τα πολλά προβλήματα υγείας που της άφησαν οι αλβανικές φυλακές. Μόνη βοήθεια οι συγγενείς από την πλευρά της αδελφής της και ειδικά ο εγγονός της Δημήτριος Παναγιώτου που την γηροκομούν με πολλή αγάπη και στοργή. Ωστόσο παρά την ηλικία της ένας πόθος και καημός την κρατά ζωντανή. Να ξαναδεί τον γιό της πριν πεθάνει.
Ο γιός της Αλέξης πληροφορήθηκε την τύχη της μητέρας του από την Αμερική όπου είχε μεταναστεύσει. Προσπάθησε να μάθει νέα της αλλά ήταν αδύνατο κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ενώ και κάποιες προσπάθειες που έκανε για να εξασφαλίσει άδεια επίσκεψης στην Αλβανία μετά το 1985 και το θάνατο του Χότζα, προσέκρουαν στο γεγονός ότι ήταν φυγάς, άρα υπόδικος και πιθανή είσοδός του στη χώρα, θα οδηγούσε στην άμεση σύλληψή του. Ωστόσο το 1990 με τη σταδιακή κατάρρευση του καθεστώτος, εγκρίνονται ορισμένες αιτήσεις για επίσκεψη και ανάμεσα σε αυτές και του Αλέξη Τσίπα.
Γίνονται οι συνεννοήσεις με το μοναδικό τηλέφωνο της κοινότητας του χωριού, και ο ανιψιός του Δημήτρης Παναγιώτου τον υποδέχεται τον Μάιο του 1990 στην Κακαβιά για να τον οδηγήσει στο χωριό. Τότε διαδραματίζεται η τελευταία πράξη του δράματος της Σάννας. Μόλις την ειδοποιούν ότι ήλθε ο γιός της στο χωριό (καθώς ήταν απίστευτο και αδιανόητο αυτό που συνέβαινε) ο έτσι κι αλλιώς εξασθενημένος σωματικά και ψυχολογικά οργανισμός της (ήταν ήδη 88 ετών) δεν αντέχει και παθαίνει εγκεφαλικό. Ο γιός της τη βλέπει μπαίνοντας στο δωμάτιο μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι και ορμάει στην αγκαλιά της φωνάζοντας ΜΑΝΑ! Η μητέρα του προλαβαίνει να του πει μόνο: «Ήλθες παιδί μου…» και αμέσως πέφτει σε κώμα! Δεν είναι δυνατόν να της προσφέρουν κάποια βοήθεια και την αυριανή ημέρα κατά τη διάρκεια ενός λιτού γεύματος των συγγενών προς τιμήν του Αλέξη που ήλθε από τις ΗΠΑ, η πολυβασανισμένη Σάννα σβήνει στην αγκαλιά του γιού της που τόσο ποθούσε να δει σε όλη της τη ζωή.
Ο γιός της Αλέξης αφού έκανε την ταφή και το τριήμερο μνημόσυνο της μητέρας του, επιστρέφει στην Αμερική με την προοπτική να επιστρέψει αργότερα στο χωριό του. Ωστόσο οι υποχρεώσεις αλλά και η επιβάρυνση της υγείας του δεν του επιτρέπουν να έλθει ξανά και πεθαίνει στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1991 σε ηλικία 61 ετών.
Αυτή είναι η ιστορία της Σάννας Τσίπα, μία ιστορία που αντανακλά τα βάσανα και τον πόνο που βίωσε ο ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου κατά τη διάρκεια της σκοτεινής δικατορίας του Χότζα. Η Σάννα που είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι από τις λίγες γυναίκες που πέρασαν τις πύλες των στρατοπέδων του Χότζα, μας δίνει ένα μοναδικό παράδειγμα φιλοπατρίας και μητρικής αγάπης που υπέφερε τα πάνδεινα χωρίς να προδώσει τον γιό της.
Είναι πεποίθησή μας ότι οι ψυχές όλων των μαρτύρων της πίστης και της πατρίδας που άφησαν τα νιάτα τους και τα κόκκαλά τους στις πιο σκληρές φυλακές που μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, θα βρουν δικαίωση στο θρόνο του θεού και οι ολόθερμες προσευχές τους θα φέρουν την τελική δικαίωση στην πολύπαθη , τη μαρτυρική την Εσταυρωμένη γη της Βορείου Ηπείρου.
koukfamily.blogspot.gr
Ας αφήσουμε τα λόγια του Γιάννη να προλογίσουν το οδοιπορικό και κατόπιν ας ανατρέξουμε στην απίστευτη ιστορία της Σάννας Τσίπα μέσα από την εξιστόρηση όπως την είδαμε στο ιστολόγιο της ΣΦΕΒΑ, αλλά κυρίως όπως την μετέφερε ο γιός της αδερφής της Μήτρος Παναγιώτου.
Γράφει ο Γιάννης:
Ο πρόλογος αν θέλετε, από την δική μου αφήγηση όπως έζησα από άκοντα την διήγηση των γεγονότων αυτών το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, κατά την επίσκεψή μας με τα παιδιά της ΣΦΕΒΑ Θεσσαλονίκης, στα χωριά του Πωγωνίου της Μαρτυρικής Βόρειας Ηπείρου, που σε κάθε χωρίο θα ακούσεις και πολλές τέτοιες πονεμένες ιστορίες λες και είναι βγαλμένες από Αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες...
Ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη το Σάββατο το πρωί με τον Δημήτρη Παναγιωτου ανιψιό της Σαννας Τσιπα με καταγωγή από το χωριό Χλωμό Πωγωνίου, τον Φιλόθεο Κεμεντζετζιδη πρόεδρο της Σφεβα Θεσσαλονίκης, τον Ηλία Μαραντζο μέλος και αυτός της Σφεβα και εγώ ο Γιάννης Κατσεας.
το σχολείο με την Αγία Παρασκευή στο Χλωμό
οι σκάλες του σχολείου με τον Φιλόθεο, τον Δημήτρη, τον Σπύρο Παλλη και τον Ηλία (ο Σπυρος μας φιλοξένησε στο σπίτι του με τον πατροπαραδοτο Ηπειρώτικο τρόπο)
η αίθουσα του σχολείου ερειπωμένη πλέον ....
ο Δημήτρης αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στο σχολείο που έμαθε τα πρώτα του γράμματα και μπροστά του αλλά και πίσω του οι σχάρες εξόδου του θερμού αέρα από το σύστημα θέρμανσης
Η κατεύθυνση μας ήταν στα Ελληνοαλβανικα σύνορα και συγκεκριμενα στο ακριτικο μας χωριο Δρυμαδες, εκει περασαμε τα συνορα πεζη και μας περίμενε ο Βορειο Ηπειρωτης οδηγός μας ο Δημος.
ο Δημητρης στο σπιτι των υπεργηρων θειων του Βασιλη και Φωτεινης που ζουν μονιμα στο χωριο ....
ο Δημητρης στο τελευταιο χωριο του Πωγωνιου Τσιατιστα μαζι με μια παλια συμμαθητρια του
Αφου συναντησαμε τα χωρια Σωπικη, Σχωριαδες και Πολιτσανη στριψαμε με κατευθυνση τον καμπο της Δροπολης και συντομα ξαναστριψαμε με κατευθυνση αυτη την φορα το χωριο Χλωμο.
Το χωριο ειναι απιστευτης ομορφιας με τα πετρινα αρχοντικα του το σχολειο με την κεντρικη θερμανση απο ενεργειακο λεβητα πισω στις αρχες!!! του προηγουμενου αιωνα και τον υπεροχο Ναο της Αγιας Παρασκευης.
Στον δρομο ο Δημητρης (Μητρος στα Ηπειρωτικα) Παναγιωτου μας διηγηθηκε με δακρυα στα ματια την ιστορια της αδερφης της γιαγιας του Σαννας Τσιπα και μοιραστηκε μαζι μας τις φωτογραφιες-κειμηλια της οικογενειας του που θα συνοδεψουν την ιστορια αυτη ....
Ο Δημήτρης Παναγιώτου με την θεία του
Μία βορειοηπειρώτισσα γυναίκα είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι από τις λίγες- ελάχιστες γυναίκες, που καταδικάστηκαν από τα σταλινικά δικαστήρια του Χότζα όχι απλά σε εξορία όπως συνέβη σε πολλές άλλες, αλλά σε εγκλεισμό σε φυλακές υψίστης ασφάλειας στη Βόρειο Αλβανία.
Η Σάννα Τσίπα (Άννα Δημουλά, το πατρικό της) γεννήθηκε στο Χλωμό Πωγωνίου της επαρχίας Αργυροκάστρου το 1902. Παντρεύεται το 1928 και το 1930 γεννιέται ο γιός της Αλέξης Τσίπας. Η πρώτη συμφορά την χτυπάει τον ίδιο χρόνο, όταν ο σύζυγός της που υπηρετούσε ως φαντάρος στον αλβανικό στρατό, πνίγεται στο ψάρεμα, αφήνοντας χήρα τη σύζυγο και ορφανό το παιδί του που ουσιαστικά δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Οικογενειακές φωτογραφίες
Η γυναίκα του Άννα (Σάννα το χαϊδευτικό της) δεν ξαναπαντρεύεται και μεγαλώνει με χίλια βάσανα το μοναχοπαίδι της μέσα στις στερήσεις και τις δυσκολίες της εποχής με τη βοήθεια των συγγενών της. Το παιδί της μεγαλώνει, βιώνουν μαζί τον πόλεμο του 1940, την ολιγόμηνη απελευθέρωση από τον ελληνικό στρατό και τα βάσανα της ιταλογερμανικής κατοχής που καταλήγει στην κατάληψη της εξουσίας από τις αντάρτικες ομάδες του Χότζα.
Νεαρό παλληκαράκι, ο Αλέξης Τσίπας, διαβλέποντας τις δυσκολίες που έρχονται και ποθώντας την λευτεριά, δεν αντέχει την καταπίεση και πριν κλείσουν εντελώς τα σύνορα δραπετεύει για την Ελλάδα, το 1946 αφήνοντας πια εντελώς μόνη τη μητέρα του. Δεν την ξεχνά όμως και προσπαθεί συνεχώς να έλθει σε επαφή μαζί της, χωρίς να το κατορθώσει όμως καθώς ο εμφύλιος πόλεμος είναι σε εξέλιξη. Πιάνει δουλειά στα Άνω Ραβένια Ιωαννίνων (για να είναι κοντά στο χωριό του) ως βοηθός τσαγκάρη και νυμφεύεται μία κοπέλα από τους Σχωριάδες Πωγωνίου, την κόρη του Αντώνη Καλύβα, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Σχεδιάζει να φύγει για την Αμερική καθώς η εξεύρεση μόνιμης εργασίας είναι πολύ δύσκολη αλλά δεν μπορεί να αφήσει τη μητέρα του.
Το 1950 μετά την ήττα των ανταρτών αποφασίζει να στείλει μήνυμα με ένα συγχωριανό τους, επίσης φυγά που θα έμπαινε κρυφά από τα σύνορα, για να της πει να ετοιμαστεί για να δραπετεύσει κι αυτή με την πρώτη ευκαιρία. Ο γνωστός του πηγαίνει όντως στο χωριό, βρίσκει το σπίτι, ανεβαίνει τη σκάλα και της κτυπάει το παράθυρο. Ωστόσο για κακή τους τύχη εκείνη την ώρα επέστρεφε από τη συγκέντρωση της κομματικής οργάνωσης, ο γείτονάς της, φανατικός κομμουνιστής. Χωρίς να τον αναγνωρίζει καθώς ήταν μισοσκόταδο, τον υποψιάζεται και του επιτίθεται. Ακολουθεί συμπλοκή κατά την οποία ο γνωστός της Άννας τραυματίζει και ρίχνει κάτω τον γείτονα και κατορθώνει να ξεφύγει μολονότι ξέσπασε συναγερμός στο χωριό και σε λίγες ώρες η περιοχή ως τα σύνορα γέμισε με στρατό και αστυνομία.
Δεν προλαβαίνει ωστόσο να παραδώσει το μήνυμα στην Άννα που δεν είχε ιδέα για τον σκοπό της επίσκεψης. Οδηγείται στην ασφάλεια του Αργυροκάστρου όπου παρά την πίεση και τις ανακρίσεις δηλώνει ότι δεν γνωρίζει ούτε τον άνθρωπο που την επισκέφτηκε καθώς δεν πρόλαβε να τον δει, αλλά ούτε και το σκοπό της επίσκεψής του. Οι ανακριτές την αφήνουν να επιστρέψει στο χωριό αλλά πια βρίσκεται στο στόχαστρο των αρχών. Ο κλοιός γύρω της είναι ασφυκτικός και οι χαφιέδες του καθεστώτος, Αλβανοί και Έλληνες παρακολουθούν κάθε της βήμα και κίνηση. Περνούνε έτσι 2 χρόνια και η Σάννα το 1952 αποφασίζει να δραπετεύσει μόνη της, μην αντέχοντας άλλο την κατάσταση καθώς για το καθεστώς είναι μητέρα φυγά (άρα εν δυνάμει εχθρός) αλλά και την απουσία του αγαπημένου της και μονάκριβου γιού.
Παραπλανά τη μητέρα της λέγοντάς της πως θα πάει στο Αργυρόκαστρο και της ζητά να της φυλάει το σπίτι. Αυτή εκμεταλλευόμενη το πρωινό σκοτάδι φεύγει για τα σύνορα. Περνάει την κορυφή πάνω από το Χλωμό και κατευθύνεται προς τους Δρυμάδες. Με τη βοήθεια και της ομίχλης περνάει τα σύνορα (δεν είχαν μπει ακόμη τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα) αλλά τότε κάνει το μοιραίο λάθος. Από μία κοντινή στάνη τη μυρίζονται σκυλιά που της ορμούνε. Αυτή ακούγοντας τους τσοπαναραίους να μιλούν ελληνικά φωνάζει για να μαζέψουν τα σκυλιά. Ωστόσο αυτοί, φανατικοί κομμουνιστές καταλαβαίνουν ότι προσπαθεί να δραπετεύσει και πυροβολούν στον αέρα για να την εκφοβίσουν. Από το φόβο της κοκαλώνει στο σημείο που βρίσκεται με αποτέλεσμα να τη συλλάβουν ύστερα από λίγη ώρα οι Αλβανοί στρατιώτες που έσπευσαν μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς.
Το έγγραφο καταδίκης της Σάννας
Από τη στιγμή εκείνη ξεκινάει η οδύσσειά της. Σιδηροδέσμια τη σέρνουν στο Αργυρόκαστρο όπου υφίσταται σκληρότατες ανακρίσεις και βασανιστήρια, στον φοβερό και φρικτό καλιά του Αργυροκάστρου όπου εκατοντάδες Βορειοηπειρώτες μαρτύρησαν από τα νύχια των αιμοδιψών ανθρωπόμορφων τεράτων της Σιγκουρίμι.
Κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου, μένει προφυλακισμένη για 3 χρόνια, ως το Μάρτιο του 1955, για να αποκαλύψει πιθανούς συνεργούς της αλλά και την «προδοτική οργάνωση» της οποίας ήταν μέλος όπως υποστήριζαν οι ανακριτές. Όταν τελικά γίνεται η δίκη η ποινή είναι εξοντωτική. 12 χρόνια φυλάκιση σε κολαστήριο στη Βόρεια Αλβανία, στέρηση των πολιτικών της δικαιωμάτων, δήμευση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της αλλά και επιπλέον 3 χρόνια φυλάκιση για λίγα χρυσά νομίσματα που βρέθηκε να έχει πάνω της κατά τη σύλληψή της.
Στη φυλακή παραμένει ως το 1957 για 2 χρόνια και κληρονομεί από κει αναπνευστικά προβλήματα που την ταλαιπωρούν σε όλη της τη ζωή!
Τη μεταφέρουν από κει επειδή ήταν μόνη και με προβλήματα υγείας έπειτα από αίτηση της αδελφής της Κυριακής που είχε μείνει και εκείνη χήρα. Στη διάρκεια των 2 ετών έχει 1-2 επισκέψεις μόνο, από συγγενείς της, που τη συναντούνε για 30 λεπτά το πολύ, σε μία αίθουσα με κιγκλίδωμα στη μέση, χωρίς να έρχονται σε επαφή και με την παρουσία αστυνόμου που τους απαγορεύει να μιλάνε ελληνικά. Για την ολιγόλεπτη αυτή συνάντηση οι συγγενείς τόσο της Αννας όσο και των άλλων φυλακισμένων έκαναν πολύωρο ταξίδι που στην περίπτωση της Άννας που καταγόταν από το Πωγώνι, μπορεί να έφτανε ακόμη και τις 30 ώρες με ότι μέσο ήταν διαθέσιμο, ζώα, λεωφορεία, φορτηγά, τρένα κ.α. Μία φρικτή «λεπτομέρεια» από τη ζωή εκεί, ήταν και το γεγονός ότι αν κάποιος φυλακισμένος πέθαινε κατά την διάρκεια της ποινής του, η σορός του δεν παραδιδόταν στους συγγενείς του παρά μόνον αφού ολοκληρωνόταν το διάστημα της ποινής που του είχε επιβληθεί, συχνά μετά από 3, 4, ή και 5 χρόνια! Το καθεστώς δηλαδή σε βασάνιζε και μετά θάνατον.
Το 1957 εξορίζεται στην Κάμζα των Τιράνων, σε μία φάρμα με καλαμπόκια όπου παραμένει εργαζόμενη σκληρά ως το 1969-1970 ώσπου ολοκλήρωσε κανονικά την ποινή της φυλάκισής της. Αφήνεται ελεύθερη χωρίς όμως να της επιτρέπεται η επιστροφή στο χωριό της. Διαμένει στο Αργυρόκαστρο και εργάζεται σε εργοστάσιο καπνού, με την υποχρέωση να παρουσιάζεται κάθε εβδομάδα στο αστυνομικό τμήμα.
Το 1973 επιστρέφει τελικά στο χωριό της όπου συναντά μία νέα πραγματικότητα καθώς είναι ξένη στην ίδια της την πατρίδα. Οι περισσότεροι συγγενείς έχουν πεθάνει ενώ το πατρικό της σπίτι δεν είναι πια δικό της. Νοικιάζει ένα μικρό σπιτάκι και παλεύει να επιβιώσει μέσα στην εξαθλίωση και τα πολλά προβλήματα υγείας που της άφησαν οι αλβανικές φυλακές. Μόνη βοήθεια οι συγγενείς από την πλευρά της αδελφής της και ειδικά ο εγγονός της Δημήτριος Παναγιώτου που την γηροκομούν με πολλή αγάπη και στοργή. Ωστόσο παρά την ηλικία της ένας πόθος και καημός την κρατά ζωντανή. Να ξαναδεί τον γιό της πριν πεθάνει.
Ο Αλέξης Τσίπας στην Αμερική
Ο γιός της Αλέξης πληροφορήθηκε την τύχη της μητέρας του από την Αμερική όπου είχε μεταναστεύσει. Προσπάθησε να μάθει νέα της αλλά ήταν αδύνατο κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ενώ και κάποιες προσπάθειες που έκανε για να εξασφαλίσει άδεια επίσκεψης στην Αλβανία μετά το 1985 και το θάνατο του Χότζα, προσέκρουαν στο γεγονός ότι ήταν φυγάς, άρα υπόδικος και πιθανή είσοδός του στη χώρα, θα οδηγούσε στην άμεση σύλληψή του. Ωστόσο το 1990 με τη σταδιακή κατάρρευση του καθεστώτος, εγκρίνονται ορισμένες αιτήσεις για επίσκεψη και ανάμεσα σε αυτές και του Αλέξη Τσίπα.
Βιβλιάριο με την βεβαίωση ότι η Σάννα Τσίπα ήταν μέλος του Συλλόγου
Γίνονται οι συνεννοήσεις με το μοναδικό τηλέφωνο της κοινότητας του χωριού, και ο ανιψιός του Δημήτρης Παναγιώτου τον υποδέχεται τον Μάιο του 1990 στην Κακαβιά για να τον οδηγήσει στο χωριό. Τότε διαδραματίζεται η τελευταία πράξη του δράματος της Σάννας. Μόλις την ειδοποιούν ότι ήλθε ο γιός της στο χωριό (καθώς ήταν απίστευτο και αδιανόητο αυτό που συνέβαινε) ο έτσι κι αλλιώς εξασθενημένος σωματικά και ψυχολογικά οργανισμός της (ήταν ήδη 88 ετών) δεν αντέχει και παθαίνει εγκεφαλικό. Ο γιός της τη βλέπει μπαίνοντας στο δωμάτιο μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι και ορμάει στην αγκαλιά της φωνάζοντας ΜΑΝΑ! Η μητέρα του προλαβαίνει να του πει μόνο: «Ήλθες παιδί μου…» και αμέσως πέφτει σε κώμα! Δεν είναι δυνατόν να της προσφέρουν κάποια βοήθεια και την αυριανή ημέρα κατά τη διάρκεια ενός λιτού γεύματος των συγγενών προς τιμήν του Αλέξη που ήλθε από τις ΗΠΑ, η πολυβασανισμένη Σάννα σβήνει στην αγκαλιά του γιού της που τόσο ποθούσε να δει σε όλη της τη ζωή.
Ο Αλέξης Τσίπας μπροστά στο λείψανο της μητέρας του
Ο γιός της Αλέξης αφού έκανε την ταφή και το τριήμερο μνημόσυνο της μητέρας του, επιστρέφει στην Αμερική με την προοπτική να επιστρέψει αργότερα στο χωριό του. Ωστόσο οι υποχρεώσεις αλλά και η επιβάρυνση της υγείας του δεν του επιτρέπουν να έλθει ξανά και πεθαίνει στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1991 σε ηλικία 61 ετών.
Αυτή είναι η ιστορία της Σάννας Τσίπα, μία ιστορία που αντανακλά τα βάσανα και τον πόνο που βίωσε ο ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου κατά τη διάρκεια της σκοτεινής δικατορίας του Χότζα. Η Σάννα που είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι από τις λίγες γυναίκες που πέρασαν τις πύλες των στρατοπέδων του Χότζα, μας δίνει ένα μοναδικό παράδειγμα φιλοπατρίας και μητρικής αγάπης που υπέφερε τα πάνδεινα χωρίς να προδώσει τον γιό της.
Είναι πεποίθησή μας ότι οι ψυχές όλων των μαρτύρων της πίστης και της πατρίδας που άφησαν τα νιάτα τους και τα κόκκαλά τους στις πιο σκληρές φυλακές που μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, θα βρουν δικαίωση στο θρόνο του θεού και οι ολόθερμες προσευχές τους θα φέρουν την τελική δικαίωση στην πολύπαθη , τη μαρτυρική την Εσταυρωμένη γη της Βορείου Ηπείρου.
koukfamily.blogspot.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών