Κατά τη διαφυγή της ομάδας, ένας Αλβανός οπλίτης κρατείται όμηρος μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το ίδιο βράδυ αναλαμβάνει την ευθύνη η οργάνωση «Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου» (ΜΑΒΗ) με προκήρυξη στην Ελευθεροτυπία.
Στις 6 Οκτωβρίου 1994 δημοσιεύεται νέα προκήρυξη του ΜΑΒΗ με φωτογραφία της σημαίας της οργάνωσης, των λαφύρων της και λεπτομέρειες για την ενέργεια. Στις 19 Μαρτίου 1995 συλλαμβάνονται 7 υπόπτοι σε νυχτερινό μπλόκο της ΕΛ.ΑΣ. στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Στα δυο τους οχήματα ανακαλύπτονται 6 Kalashnikov με 878 σφαίρες, 2 πιστόλια Tokarev με 42 σφαίρες, 1 ασύρματος, μαχαίρια, στρατιωτικές στολές, μάλλινες κουκούλες κ.λπ. Ακολουθούν άλλες δυο συλλήψεις υπόπτων και ανακαλύπτονται κρησφύγετα όπλων στην Καισαριανή και την Παλλήνη.
Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. ταυτοποιεί 8 από τα κατασχεθέντα με τα όπλα της φωτογραφίας που είχε στείλει το ΜΑΒΗ.
Με απόφαση του Αρείου Πάγου, η εκδίκαση της υπόθεσης μεταφέρεται στην Αθήνα για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Η κατ’ έφεση δίκη γίνεται κεκλεισμένων των θυρών και το εφετείο μειώνει τις ποινές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Το πρωί της 10ης Απριλίου 1994 , η αλβανική κυβέρνηση χάλασε τον κόσμο. Γνωστοποίησε με την παρακάτω ανακοίνωση το επεισόδιο:
'Σήμερα 10 Απριλίου 1994 και ώρα 2:40 τα ξημερώματα, μία ομάδα οχτώ ατόμων από Έλληνες κομάντο, εκ των οποίων ο ένας μιλούσε αλβανικά με ελληνική προφορά, οπλισμένοι και με στολή του ελληνικού στρατού, μπήκαν στα αλβανικά σύνορα κοντά στο χωριό Επισκοπή του νομού Αργυροκάστρου, στο στρατόπεδο που εκπαιδεύονταν Αλβανοί στρατιώτες, και άνοιξαν πυρ εναντίον των στρατιωτών που κοιμούνταν. Σκότωσαν το στρατιώτη Άρσεν Γκίνη από το Φίερι και τον αξιωματικό Φατμίρ Σέχου από το Τεπελένι ενώ τραυμάτισαν και άλλους τρεις στρατιώτες. Οι κομάντος κραύγαζαν 'αυτά θα πάθετε στη Βόρειο Ήπειρο και να μην νομίζετε ότι ξεχνάμε'.
Στην Αθήνα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε ότι τα γεγονότα αυτά ήταν άγνωστα στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είχε καμία εμπλοκή σε τέτοιες ενέργειες, οι οποίες είναι αντίθετες στα συμφέροντα των δύο χωρών, και πρόσθεσε πως 'η Ελλάδα είναι υποστηρικτής της ειρήνης και της σταθερότητας στα Βαλκάνια και δεν μπορεί να έχει σχέση με αυτά τα γεγονότα, όπως είναι γνωστό παγκοσμίως αλλά και στην ίδια την αλβανική κυβέρνηση'.
Τα Τίρανα, παρά ταύτα, επέμειναν στην εκδοχή του ελληνικού δακτύλου και η ένταση κορυφώθηκε όταν την επομένη έγινε στο Αργυρόκαστρο η κηδεία του άτυχου αξιωματικού που εξελίχθηκε σε ανθελληνικό παραλήρημα με τον υπουργό Άμυνας Σαφέτ Ζουλάλι στον επικήδειό του παραλίγο να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Το φέρετρο με το άψυχο κορμί του αξιωματικού, καλυμμένο με την αλβανική σημαία, περιφέρθηκε στους δρόμους της πόλης και κατευθύνθηκε προς το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας, που στεγαζόταν σε ένα κτίριο απέναντι από το τζαμί. Εκφωνήθηκαν πύρινοι λόγοι και ακούστηκαν αποκρουστικά συνθήματα κατά της Ελλάδας.
Την επομένη, αλλά κυρίως στο διάστημα 15-18 Απριλίου, οι μυστικές υπηρεσίες, οι εισαγγελικές αρχές και η αστυνομία εξαπέλυσαν πρωτοφανές πογκρόμ εναντίον της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Εφόρμησαν στα σπίτια ομογενών και στα γραφεία της ΔΕΕΕΜ "ΟΜΟΝΟΙΑ", υλοποιώντας σχέδιο με την κωδική ονομασία BLIC.
Η χιονοστιβάδα είχε αρχίσει να κατρακυλάει. Πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από εξακόσιες προσαγωγές, κακοποίησαν βάναυσα όσους τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν ή να ζητήσουν να τους επιδειχθεί ένταλμα για τις έρευνες. Άρπαξαν από τα γραφεία της Ομόνοιας όλα τα αρχεία της.
Τελικά, συνέλαβαν ως ύποπτα για αποσχιστικές δραστηριότητες έξι στελέχη της οργάνωσης, και συγκεκριμένα τους Θεόδωρο Μπεζιάνη, πρόεδρο της Ομόνοιας Αργυροκάστρου, Ηρακλή Σύρμο και Κώστα Κυριακού, αντιπρόεδρο και μέλος του προεδρείου της ίδιας οργάνωσης αντίστοιχα, Ευάγγελο Παπαχρήστο, πρόεδρο της Ομόνοιας Αγίων Σαράντα, Παναγιώτη Μάρτο, πρόεδρο της Ομόνοιας Δελβίνου και Κωνσταντίνο Τσιάβο, μέλος της Ομόνοιας Αγίων Σαράντα.
Η μαρτυρία του Ηρακλή Σύρμου, όπως την κατέθεσε αργότερα ο ίδιος, είναι χαρακτηριστική του κλίματος που επικράτησε εκείνη τη νύχτα που για τους Έλληνες της Αλβανίας έμεινε γνωστή ως η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου:
'Με ποιο δικαίωμα μπήκατε στο σπίτι μου, έχετε άδεια από τον εισαγγελέα;', τους ρώτησα.
'Ήρθαμε να κάνουμε έλεγχο. Σκάσε, βούλωσέ το! Εσείς της Ομόνοιας το κάνατε αυτό στην Επισκοπή. Θα σας φάμε σκυλιά, σκατοέλληνες! Θέλετε αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, έ, σας βάζει ο τραγόπαπας ο Σεβαστιανός...', μου απάντησαν.
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που κλήθηκε να διαχειριστεί την πρώτη μεγάλη κρίση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις στη βραχεία έως τότε θητεία της, σκλήρυνε τη στάση της, συλλαμβάνοντας και απελαύνοντας χιλιάδες Αλβανούς λαθρομετανάστες. Μολονότι υποπτευόταν τι είχε συμβεί, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Η αλβανική πλευρά, η οποία έως εκείνη τη στιγμή είχε αποφύγει να αναμίξει επισήμως την κυβέρνηση της Αθήνας στην υπόθεση, απέλασε στις 20 Απριλίου τον γενικό πρόξενο Χρήστο Ιακώβου, για να απαντήσει η Αθήνα με την απέλαση του Α' γραμματέα της αλβανικής πρεσβείας Καστριότ Ρόμπο.
Η κατάσταση οδηγείτο στα άκρα, με την Αθήνα να μπλοκάρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την προοριζόμενη για την Αλβανία οικονομική βοήθεια. Από τη μία η αλβανική ξεροκεφαλιά και από την άλλη η ελληνική υπεροψία του τύπου να σπάσουμε τον τσαμπουκά των ξυπόλυτων και πεινασμένων Αλβανών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών