Εντάχθηκε στον Αυτονομιακό Στρατό τα έτη 1913-1914 και διακρίθηκε για την παλικαριά του. Συγκρούστηκε σθεναρά με τις αρχές του νεοσύστατου Αλβανικού κράτους και των Ιταλών προστατών τους, στην προσπάθειά τους για εξόντωση και αφελληνισμό των Ελληνικών Σχολείων και Γραμμάτων (1917-1919).
Το 1923 χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο από τον αείμνηστο Δρυινουπόλεως Βασίλειο στο Δελβινάκι και τοποθετήθηκε στην ενορία της «Αγίας Βαρβάρας», που εκκλησιάζονται οι πιστοί των χωριών: Αλύκο, Τσαούσι, Τρέμουλη και Νεοχώρι.
Το σχολικό έτος 1927-1928 δεν του επιτράπει να διδάξει στο σχολείο του Αλύκου, γιατί ήταν εμπόδιο των αλβανικών εθνικιστικών βλέψεων. Ο φλογερός ρασοφόρος, παπα-Ανδρέας, ακλόνητος στις αρχές και στα πιστεύω του, για την περήφανη ελληνική του ταυτότητα και την χριστιανική ορθόδοξη πίστη, έδωσε σκληρές μάχες στην ξέφρενη προπαγάνδα των Ιταλών που αποσκοπούσε τον προσηλυτισμό στην καθολική εκκλησία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Όταν ο νεοκατακτητής Ιταλός Λόρδος Μπιμπέλι, ανακαίνισε, το 1929, το σχολείο του Αλύκου, προσπάθησε να διορίσει Ιταλό δάσκαλο. Ο παπα-Ανδρέας αντέδρασε δυναμικά ξεσηκώνοντας τους κατοίκους.
Το 1931τον κάλεσαν στους Αγίους Σαράντα να τελέσει δοξολογία με την ευκαιρία της 28ης Νοεμβρίου-εθνικής εορτής της Αλβανίας- αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να εξοριστεί για οκτώ μήνες.
Όταν ο αλβανοδιδάσκαλοςΑθ. Λιάκος, το 1933, τόλμησε να ψάλει στα αλβανικά την ώρα της δοξολογίας, αντί το «Κύριε ελέησον» το «Μεσιρό ο Ζοτ» (Μετάφραση στα αλβανικά), ο παπα- Ανδρέας τον χτύπησε με το θυμιατό και τον έβγαλε έξω από τον Ι. Ν. Αγίας Βαρβάρας. Για το περιστατικό αυτό εξορίστηκε από τις αλβανικές αρχές, αλλά όταν τον κάλεσε ν’ απολογηθεί στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο, δικαιώθηκε από τον Μητροπολίτη Παντελεήμονα. Μάλιστα ο Γραμματέας της Μητρόπολης Αργυροκάστρου, Ντάντος, παρουσιάζοντας τον παπα-Ανδρέα στο Δεσπότη του λέει: «Σεβασμιότατε, να έχετε υπόψη σας πως ο παπα-Ανδρέας οπλοφορεί». «Δεν είναι δυνατόν να οπλοφορεί ο παπάς», του απάντησε ο Δεσπότης. «Δεν σας λέει ψέματα, Σεβασμιότατε, ο κ. Ντάντος. Ναι οπλοφορώ». Και άνοιξε το ράσο όπου πρόβαλλε στη μέση του ένα καινούργιο πιστόλι. Ο Δεσπότης τον συγχάρηκε και όχι μόνον δεν τον τιμώρησε, αλλά τον έκανε οικονόμο και σταυροφόρο. Οι προξενικές αρχές από τότε τον αποκαλούσαν «ο Νέος Παπαφλέσσας».
Σημαντική ήταν η προσφορά του και στον σχολικό αγώνα το 1933-1934, όταν οι αλβανικές αρχές, έκλεισαν όλα τα Ελληνικά Σχολεία. Ενθάρρυνε, παρότρυνε και πρωτοστάτησε, μαζί με τους Ελληνοδιδάσκαλους και πρόκριτους των χωριών του Βούρκου, στις διαμαρτυρίες προς την αλβανική κυβέρνηση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα, ώστε να συγκεντρωθούν όσο περισσότερες υπογραφές διαμαρτυρίας προς την Κ. τ. Ε. και το Δικαστήριο της Χάγης. Διώκεται από το καθεστώς του Βασιλιά Ζώγκου, αλλά δεν λυγίζει. Επιμένει να εμπνέει το ποίμνιό του μαχητικά στον αγώνα για δικαίωση.
Στην διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου (1940-41) ο παπα-Ανδρέας πρωτοστατεί, βοηθώντας τον Ελληνικό Στρατό με τρόφιμα και συνοδούς στην Ιερή τους αποστολή. Στην οπισθοχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων, ο κίνδυνος γενοκτονίας, ρεμπελιού και πλιατσικολόγησης των χωριών μας έγινε ορατός. Ο παπα- Ανδρέας κάλεσε τους κατοίκους σε συναγερμό, όταν οι ομάδες των ρέμπελων και πλιατσικολόγων ζύγωσαν στον ποταμό Μπίστρισσα. Ύστερα από ένοπλη αντίσταση μερικών ημερών οι ληστοσυμμορίτες δεν πέρασαν τον ποταμό αλλά τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο μαχητής ιερέας συγκροτεί ομάδες αυτοάμυνας και πείθει τους κατοίκους να μην φύγουν αλλά ν’ αγωνιστούν και ν’ αποκρούσουν κάθε επιδρομέα. Στον Αντιφασιστικό Αγώνα, ο παπα - Ανδρέας έγινε σύμβολο αντίστασης. Δεκάδες παιδιά από το Αλύκο και τα γύρω χωριά, με την ευλογία του, βγήκαν στα βουνά στο πλευρό των δυνάμεων κατά του φασισμού.
Στο συνέδριο της Μεμόραχης (8-8-1943), προσπαθεί να πείσει τους περίπου 80 απεσταλμένους από το χώρο του Βούρκου και Ριζών στην αναγκαιότητα ίδρυσης αυτόνομων ταγμάτων, με στόχο την απελευθέρωση από τον κατακτητή και συνάμα την εθνική αποκατάσταση. Αντικρούει δυναμικά τις μαρξιστικές ιδέες του Έλληνα ΕΑΜτηΓιάνναρη (του Μιλτιάδη Κυργιάννη), περί δήθεν διεθνιστικής πολιτικής, που θ’ ακολουθούνταν μετά τον πόλεμο, δίνοντας όλα τα δικαιώματα και στον Β.Η. Ελληνισμό. Ο παπα- Ανδρέας αισθάνεται την παγίδα και βροντοφωνάζει: «Τίποτε δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται με αγώνες και θυσίες». Δεν εισακούστηκε και όσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Δεκάδες Έλληνες πατριώτες δικάστηκαν, φυλακίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Μεταξύ αυτών δικάστηκε, εν ερήμην, με την εσχάτη των ποινών και ο παπα- Ανδρέας. Το Μάρτη του 1944 η παρτιζάνικη ένοπλη ομάδα (τσέτα) καίει το σπίτι του και όλα του τα υπάρχοντα. Ο ίδιος ενσωματώνεται με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ, υπηρετώντας στο 15ο Σύνταγμα Πεζικού της VIII-ης Μεραρχίας.
Για τον πατριωτικό του αγώνα, του απονέμεται ο βαθμός του «Οπλαρχηγού». Το Φεβρουάριο του 1945 τοποθετήθηκε εφημέριος στην ενορία Δουκάδων Κέρκυρας όπου υπηρέτησε 14 χρόνια. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων και υπηρέτησε στην ενορία Ελάτης Ζαγορίου και στην Ι. Μ. Βελλάς. Τελευταία βρήκε άσυλο στο γηροκομείο Ιωαννίνων κι εκεί έκλεισε τα μάτια του τον Ιούλιο του 1967.
Ο παπα- Ανδρέας, ως Ελληνοδιδάσκαλος, Ιερέας, Σταυροφόρος και Οπλαρχηγός του Βούρκου, έκανε στο έπακρον το Χρέος του προς την Πατρίδα. Οι αλβανικές αρχές εξόρισαν την οικογένειά του στα δυσπρόσιτα βουνά της Βόρειας Αλβανίας, όπου υπέστησαν όλα τα δεινά. Ο ίδιος έζησε απομονωμένος και σακατεμένος από τόσους αγώνες, μακριά από την αγαπημένη του οικογένεια και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Έφυγε απ’ τη ζωή πολύ πικραμένος και ξεχασμένος από την πολιτεία, αλλά ΟΧΙ από την οικογένεια και τους συμπατριώτες του. Είθε ο θεός να τον αναπαύσει και η μνήμη του να είναι αιωνία.
Βασίλειος Ιωάννου
Τέως έπαρχος Αλύκου
πηγή: sfeva.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών