Η νεοφιλελεύθερη επίθεση και η φοιτητική αντίσταση στην Αλβανία


- Η μεγάλη φλόγα της φοιτητικής αντίστασης άναψε αυθόρμητα τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Δεκάδες χιλιάδες φοιτητές κατέκλυσαν το χώρο μπροστά από το Υπουργείο Παιδείας. Για δυόμισι εβδομάδες τράνταξαν συθέμελα όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρο το αλβανικό πολιτικό σύστημα. Τα αιτήματά τους αναπτύχθηκαν και ριζοσπαστικοποιήθηκαν τάχιστα. Ήταν η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, η πανεπιστημιακή δημοκρατία, οι επενδύσεις σε πανεπιστημιακές υποδομές, η τιμωρία της διαφθοράς των πανεπιστημιακών καθηγητών κλπ.

- Με τη μεταρρύθμιση στον ενεργειακό τομέα, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια σκληρή εκστρατεία κατά της μη πληρωμής της ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι τότε, υπήρχε ανοχή, ώστε χιλιάδες φτωχές οικογένειες να πληρώνουν -παράτυπα-λιγότερο από το ρεύμα που καταναλώνουν. Με τη νέα επίθεση, η οποία συνοδεύτηκε με την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, η πρόσβαση στο αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας κόπηκε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους και, στις περιπτώσεις που γίνονταν παράνομες συνδέσεις, ο νόμος οδηγούσε στη φυλακή.

- Λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψιν το πλαίσιο εφαρμογής των πολιτικών, οι οποίες έχουν εγκαθιδρύσει μια εταιρική σχέση μεταξύ της οικονομικής ολιγαρχίας και της υψηλής πολιτικής γραφειοκρατίας, μπορεί να κατανοήσει γιατί οι πρόσφατες μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις έχουν προκαλέσει έναν πρωτοφανή ενθουσιασμό στην κοινωνία.

Το φθινόπωρο του 2013 βρήκε την Αλβανία με μια νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το λεγόμενο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Πολύ σύντομα φάνηκε ότι αυτή δεν είχε καμία διαφορά με την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και καμία σχέση με τις σοσιαλδημοκρατικές και προοδευτικές αρχές. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, η κυβέρνηση όρισε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, η οποία επιφορτίστηκε με τη μεταρρύθμιση της αλβανικής ανώτατης εκπαίδευσης σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες αρχές.

Αγανακτισμένοι με όλο αυτό που δρομολογούνταν για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, μια μικρή ομάδα ακτιβιστών συγκεντρώθηκε στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου των Τιράνων. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που, δύο χρόνια πριν, είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους σε μια παρόμοια μεταρρύθμιση, που προωθούσε η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος. Ύστερα από μια σειρά διαφωτιστικών διαβουλεύσεων, στις αίθουσες και τις αυλές των σχολών, το «Κίνημα για το Πανεπιστήμιο» διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του. Το Κίνημα για το Πανεπιστήμιο στηρίζει τη δράση του σε δύο πυλώνες: όσον αφορά το περιεχόμενο του σχεδιασμού, το κίνημα αγωνίζεται για ένα αυτόνομο από κρατικές και επιχειρηματικές παρεμβάσεις πανεπιστήμιο. Ένα πανεπιστήμιο όπου οι αδύναμοι οικονομικά φοιτητές θα λαμβάνουν υποτροφίες, για να καλύπτουν τις ανάγκες διαβίωσής τους. Όπου θα διαμορφώνεται η κριτική σκέψη και θα ενθαρρύνονται πιο χειραφετικές πρακτικές. Όπου φοιτητές και καθηγητές θα θεωρούνται ισότιμοι συν-διαμορφωτές του πανεπιστημίου. Ένα πανεπιστήμιο στο οποίο δεν θα υπάρχει καμία μορφή ρατσισμού, σεξισμού ή οποιασδήποτε άλλης διάκρισης. Όσον αφορά την οργανωτική λειτουργία του κινήματος, αυτή βασίζεται στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας.

Όμως, η μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση βασίστηκε κι αυτή στους δικούς της πυλώνες. Πρώτα απ’ όλα, μετέτρεπε τα δημόσια πανεπιστήμια σε οικονομικά ανασφαλείς θεσμούς. Πράγματι, το κράτος δεν παραιτούνταν από τη μερική χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Ωστόσο, προκειμένου να επιβιώσουν, τα τελευταία έπρεπε να βασίζονται όλο και περισσότερο στα δίδακτρα των φοιτητών και στα κεφάλαια που απορροφώνταν από ιδιωτικούς φορείς. Προτείνονταν, λοιπόν, όχι μόνo κοινά ερευνητικά προγράμματα με ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και η διαφήμιση διαφόρων εμπορικών σημάτων εντός του πανεπιστημίου. Αυτό θα μετέτρεπε το Πανεπιστήμιο από χώρο διαμόρφωσης κριτικής σκέψης σε διαφημιστικό έλος. Θα το μετέτρεπε, δηλαδή, σε κάτι το οποίο δεν θα είχε καμία σχέση με την αλήθεια και το δημόσιο συμφέρον.

Ο δεύτερος πυλώνας της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης ήταν η ισότιμη οικονομική μεταχείριση δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων από το κράτος. Με την προσδοκία τα ιδιωτικά πανεπιστήμια να ανταγωνίζονται με τα δημόσια για τις ίδιες επιχορηγήσεις. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην ένδεια των δημόσιων πανεπιστημίων και στη μεγαλύτερη αποξένωσή τους από την αποστολή τους. Και ενώ η κυβέρνηση υποστηρίζει πως είχε λάβει το μοντέλο από τις μεταρρυθμίσεις των Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλερ, η αλήθεια είναι ότι το μοντέλο μιμούνταν το χείριστο δυνατό: το ανοιχτά νεοφιλελεύθερο μοντέλο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη Χιλή, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ.

Τρίτον, η κυβέρνηση στόχευε στο να υπονομεύσει και τη λιγοστή αυτονομία και δημοκρατία που παρέμεναν ζωντανές στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Αφ’ ενός, στόχευε στο να αναλάβει εξ ολοκλήρου τον έλεγχο της διοίκησης των πανεπιστημίων, εφόσον τα διοικητικά συμβούλια θα ελέγχονταν από τους διορισμένους της κυβέρνησης. Και αφετέρου, το ποσοστό στο οποίο μετρούσε η ψήφος των φοιτητών, στην εκλογή των διοικητικών αρχών του πανεπιστημίου, μειώθηκε στο ήμισυ, από 20% σε 10%. Κάτι τέτοιο αποτελούσε έναν επιπλέον παράγοντα για τη μετατροπή του φοιτητή σε κοινό πελάτη, που δεν έχει καμία δυνατότητα λήψης αποφάσεων εντός του πανεπιστημίου.

Η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση, η οποία έγινε νόμος το Σεπτέμβριο του 2015, βρήκε απέναντί της ένα μεγάλο κομμάτι της πανεπιστημιακής κοινότητας: φοιτητές, καθηγητές, πανεπιστημιακά φόρουμ, αλλά και πολλές προσωπικότητες του δημόσιου βίου. Οι μόνοι που στάθηκαν στο πλευρό της κυβέρνησης ήταν οι ιδιοκτήτες των κερδοφόρων ιδιωτικών πανεπιστημίων και ένας μικρός αριθμός υπαλλήλων των τελευταίων. Ήταν ηλίου φαεινότερον ποια ήταν τα συμφέροντα που εξυπηρετούσε αυτός ο νόμος.

H μεγαλύτερη και η πιο καλά οργανωμένη δύναμη, που βρέθηκε απέναντι από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κατά τη διάρκεια των ετών 2014-2015, ήταν οι φοιτητές και οι καθηγητές του Κινήματος για το Πανεπιστήμιο. Μόνο κατά τη διάρκεια του 2015 διοργανώθηκαν 7-8 διαμαρτυρίες, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες φοιτητές και καθηγητές. Ωστόσο, η κυβέρνηση παρέμεινε αμετακίνητη στα σχέδιά της.

Το Νοέμβριο του 2015, ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα προσκλήθηκε σε ένα αμφιθέατρο της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, από μια ένωση επιχειρηματιών. Η εν λόγω ένωση -όντας εντός του πνεύματος εμπορευματοποίησης του νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση- νοίκιασε μια πανεπιστημιακή αίθουσα (διακόπτοντας το μάθημα). Οι ακτιβιστές του Κινήματος για το Πανεπιστήμιο καλωσόρισαν τον Ράμα στην αυλή της σχολής πετώντας του αυγά, για να δείξουν ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Τότε οι σωματοφύλακες και οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν αντέδρασαν βίαια, χτυπώντας φοιτητές και φοιτήτριες εντός του πανεπιστημίου, παραβιάζοντας καταφανώς το νόμο.

Η μεγάλη φλόγα, όμως, της φοιτητικής αντίστασης άναψε αυθόρμητα τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Εξοργισμένοι, από μια κυβερνητική απόφαση, που επέβαλε ποινές-πρόστιμα για τις επαναληπτικές εξετάσεις, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές κατέκλυσαν το χώρο μπροστά από το Υπουργείο Παιδείας. Για δυόμισι εβδομάδες τράνταξαν συθέμελα όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρο το αλβανικό πολιτικό σύστημα. Τα αιτήματά τους αναπτύχθηκαν και ριζοσπαστικοποιήθηκαν τάχιστα. Ήταν η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, η πανεπιστημιακή δημοκρατία, οι επενδύσεις σε πανεπιστημιακές υποδομές, η τιμωρία της διαφθοράς των πανεπιστημιακών καθηγητών κλπ. Σε όλα αυτά (τα αιτήματα) η κυβέρνηση αναγκάστηκε να απαντήσει. Και απάντησε πολύ αργά και με πολύ λίγα. Λόγου χάριν, συμφώνησε να μειώσει τα δίδακτρα των προπτυχιακών σπουδών, αλλά όχι των μεταπτυχιακών. Ενώ, αρνήθηκε να αυξήσει σοβαρά τον προϋπολογισμό της εκπαίδευσης, να αυξήσει το ποσοστό της ψήφου των φοιτητών (στην εκλογή των διοικητικών αρχών), να ακυρώσει το νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση κ.ο.κ. Λόγοι οι οποίοι αρκούν για τη συνέχιση και τη ριζοσπαστικοποίηση των κινητοποιήσεων -όπως και συμβαίνει αυτές τις μέρες- όπου οι φοιτητές έχουν περάσει από τις κινητοποιήσεις στην πλατεία στην κατάληψη των σχολών.

Για να έχουμε μια συνολική θεώρηση του φαινομένου, όμως, πρέπει να πούμε ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά συστατικό στοιχείο ενός συνόλου νεοφιλελεύθερων μέτρων, που έχουν ληφθεί από τη «σοσιαλιστική» κυβέρνηση. Εκτός ίσως από τη φορολογική μεταρρύθμιση, οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση είχε ως στόχο το να πλουτίσει περισσότερο η οικονομική ολιγαρχία και να χτυπηθούν οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί και η μεσαία τάξη.

Η επίθεση ξεκίνησε με την κατάργηση του σιωπηρού κοινωνικού συμβολαίου που είχε επικρατήσει στην Αλβανία από το 1992. Όλες οι κυβερνήσεις είχαν εργαστεί για τη δημιουργία και την ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά παράλληλα είχαν αφήσει και ένα μικρό χώρο για να ανασάνουν όλοι οι υπόλοιποι. Έτσι, αν και το μεγάλο κεφάλαίο έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος από την ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων και των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, γίνονταν ανεκτές και άτυπες μορφές απόκτησης ενός μικρού μέρους του δημοσίου πλούτου και χώρου από τους φτωχότερους. Με την άφιξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, η κάνουλα για τους φτωχότερους τελικά έκλεισε.

Με τη μεταρρύθμιση στον ενεργειακό τομέα, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια σκληρή εκστρατεία κατά της μη πληρωμής της ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι τότε, υπήρχε ανοχή, ώστε χιλιάδες φτωχές οικογένειες να πληρώνουν -παράτυπα-λιγότερο από το ρεύμα που καταναλώνουν. Με τη νέα επίθεση, η οποία συνοδεύτηκε με την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, η πρόσβαση στο αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας κόπηκε σε όλους αυτούς τους ανθρώπους και, στις περιπτώσεις που γίνονταν παράνομες συνδέσεις, ο νόμος οδηγούσε στη φυλακή. Πολλοί φτωχοί οικογενειάρχες έχουν αυτοκτονήσει στη φυλακή εξαιτίας της αδυναμίας παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στην οικογένειά τους. Κάτι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και με την κατανάλωση και την τιμή του πόσιμου νερού. Επιπλέον, η ανάγκη στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου οδήγησε σε πιεστικά μέτρα εναντίον των μικρών επιχειρήσεων. Η δημοσιονομική αυστηρότητα σε αυτά αυξήθηκε και ορισμένες επιχειρήσεις οδηγήθηκαν στο λουκέτο.

Τη μεγαλύτερη πίεση, όμως, την έχουν δεχτεί οι πλανόδιοι και το λούμπεν προλεταριάτο των μεγάλων πόλεων. Η δημοτική αστυνομία των Τιράνων - μια πόλη που διοικείται επίσης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα - έχει πραγματοποιήσει μια βίαιη εκστρατεία εκκαθάρισης των δρόμων. Οι επιθέσεις γίνονται κυρίως σε μικροπωλητές, από χωριά κοντά στα Τίρανα, που έρχονται στην πόλη, για να πουλήσουν προϊόντα από τους λαχανόκηπούς τους. Τα προϊόντα τους κατάσχονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μικροπωλητές καλαμποκιών ή προϊόντων όπως τσιγάρα, τσίχλες κοκ. Η δημοτική αρχή έχει επιπροσθέτως προχωρήσει σε μια σειρά επιθέσεων εναντίον των ζητιάνων, για αυτούς προβλέπεται η επιβολή προστίμου και, σε περίπτωση άρνησης πληρωμής, και η φυλάκιση.

Οι πολιτικές της δημοτικής αρχής δεν σταματούν εδώ. Σκοτώνουν τους δημόσιους χώρους της πόλης δίνοντας εκατοντάδες οικοδομικές άδειες για μεγάλες πολυκατοικίες, εμπορικά κέντρα κοκ. Ο εξευγενισμός (gentrification) και η εμπορευματοποίηση του δημοσίου χώρου, προχωρούν με γοργά βήματα. Το συσσωρευμένο από την οικονομία του εγκλήματος κεφάλαιο -πιο συγκεκριμένα από τη μαζική παραγωγή και εμπορία ναρκωτικών- απαιτεί εκροή. Έτσι, στα Τίρανα και στις άλλες μεγάλες πόλεις βρισκόμαστε στην παράδοξη κατάσταση κατά την οποία, αν και υπάρχουν χιλιάδες απούλητα διαμερίσματα ως αποτέλεσμα της έλλειψης καταναλωτικής ζήτησης, ωστόσο αυτά συνεχίζουν να κατασκευάζονται με ιλιγγιώδη ρυθμό.

Όμως, η λαιμαργία του μεγάλου κεφαλαίου και των εταίρων του στην κυβέρνηση δεν σταματά εκεί. Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες για παραχωρήσεις και συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Αεροδρόμια, μεγάλοι δρόμοι, σχολεία, νοσοκομειακές υπηρεσίες κλπ, χτίζονται ή δίνονται με παραχώρηση, πράγμα που εξασφαλίζει μεγάλα και ασφαλή κέρδη στο κεφάλαιο. Σήμερα στην Αλβανία το μεγάλο κεφάλαιο δεν επιζητά -όπως κηρύττει το νεοφιλελεύθερο δόγμα- το κράτος-παρατηρητή, αλλά έχει ανάγκη από ένα κράτος που χρηματοδοτεί το ίδιο συνεχώς. Το μεγάλο κεφάλαιο, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες, λόγω της φτώχειας των καταναλωτών, χρησιμοποιεί την πολιτεία, όπως κάποτε έκαναν οι φεουδάρχες άρχοντες: για την άσκηση κρατικής βίας με σκοπό τη συσσώρευση πλούτου.

Λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψιν το πλαίσιο εφαρμογής των πολιτικών, οι οποίες έχουν εγκαθιδρύσει μια εταιρική σχέση μεταξύ της οικονομικής ολιγαρχίας και της υψηλής πολιτικής γραφειοκρατίας, μπορεί να κατανοήσει γιατί οι πρόσφατες μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις έχουν προκαλέσει έναν πρωτοφανή ενθουσιασμό στην κοινωνία. Αν και τα αιτήματα των φοιτητών, μέχρι στιγμής, αφορούν το πανεπιστημιακό πλαίσιο, το γεγονός ότι αντιτίθενται, μεταξύ άλλων, στη φιλόδοξη συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και ιδιωτών ιδιοκτητών πανεπιστημίων -αλλά και το ότι οργανώνονται ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα- έχει ζωντανέψει την ελπίδα σε μια κοινωνία όπου μέχρι σήμερα φαινόταν να κοιμάται. Πολλοί ονειρεύονται ενα ευρύτερο πολιτικό κίνημα που θα φέρει συστημικές αλλαγές. Φαίνεται ότι όλα είναι δυνατά, ακόμα και εκείνα που μόλις πριν από ένα μήνα φάνταζαν ουτοπία.


Arlind Qori
Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Τιράνων

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Μάτα

πηγή: avgi.gr

Σχόλια