Όταν Αγρινιώτης γιατρός κατέλαβε αεροπλάνο της Ολυμπιακής και το οδήγησε στην Αλβανία

16 Αυγούστου 1969
Ο γιατρός Βασίλης Τσιρώνης μαζί με τη Βαρβάρα Τσιρώνη και τα δύο τους παιδιά, κατέλαβαν αεροπλάνο της Ολυμπιακής, που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα – Αγρίνιο – Ιωάννινα με 28 επιβαίνοντες. Η οικογένεια ήταν οπλισμένη με δύο όπλα και μαχαίρια, τα οποία είχαν καταφέρει να περάσουν στο αεροσκάφος, καθώς τότε δεν υπήρχαν έλεγχοι στο αεροδρόμιο.
Ο Τσιρώνης είχε επιλέξει την 16η Αυγούστου, ημέρα διακοπών για τους περισσότερους και την πτήση προς το Αγρίνιο, καθώς ήταν τόπος καταγωγής του και δεν ήθελε να τον υποπτευθούν. Η τετραμελής οικογένεια αρχικά πήρε θέση στα μπροστινά καθίσματα και λίγο μετά την απογείωση μπούκαραν στο κόκπιτ και απείλησαν τον πιλότο Γιώργο Τζώρτζη. «Ήταν, αν θυμάμαι καλά, η 7η πτήση μου. Ήμουν 19 χρονών και όλα πήγαιναν καλά ως τη στιγμή που μετά τους γνωστούς καφέδες και τις πορτοκαλάδες που προσέφερα στους 25 επιβάτες, διαπίστωσα ότι οι τέσσερις πρώτοι έλειπαν απ’ τις θέσεις τους και η πόρτα του κόκπιτ ήταν κλειστή. Και δεν άνοιγε, παρότι χτύπησα και δοκίμασα να την σπρώξω. Αυτό ήταν περίεργο, διότι μπορεί τότε πολύς κόσμος να μπαινόβγαινε στο πιλοτήριο χωρίς ειδική συνεννόηση με το πλήρωμα, αλλά η πόρτα έμενε ανοιχτή”, είχε αναφέρει η συνοδός Ρίλα Παπασπύρου. «…Στο όνομα της δημοκρατίας, της ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ, κυριεύω αυτό το αεροπλάνο…», είπε ο Τσιρωνης και οδήγησε το αεροπλάνο στα Τίρανα της Αλβανίας, όπου προσγειώθηκε σε ένα εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο. Αφού ο Τσιρώνης έκανε διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς Αξιωματικούς οδηγήθηκαν σε ένα κοντινό πανδοχείο. Μια ημέρα μετά, στις 17 Αυγούστου πλήρωμα και επιβάτες επέστρεψαν μέσω Κέρκυρας στο Ελληνικό, όπου τους υποδέχτηκε ο αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας Αγαθαγγέλου, εκ μέρους του Παπαδόπουλου.

Ο Τσιρώνης και η οικογένεια του κατευθύνθηκαν στη Σουηδία, όπου ο γιατρός καταδικάστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και οδηγήθηκε στη φυλακή.

Ποιος ήταν ο Βασίλης Τσιρώνης 
Ο Βασίλης Τσιρώνης είχε γεννηθεί στις 15 Αυγούστου 1929 στην Αθήνα. Ήταν απόγονος Μικρασιατών προσφύγων και είχε μεγαλώσει σε μια αυστηρή οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. Παρά τις πιέσεις της οικογένειας του να μπει στη Σχολή Ευελπίδων και να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, εκείνος επέλεξε να γίνει γιατρός. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τέλη της δεκαετίας του ’50 εργάστηκε στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό γιατρός των εξόριστων του Αϊ – Στράτη. Τότε, είδε από πρώτο χέρι τις κακουχίες που βίωναν οι πολιτικοί εξόριστοι και την αγριότητα του καθεστώτος. Παρά τις απαγορευτικές διαταγές βοήθησε τους εξόριστους και κατήγγειλε την κυβέρνηση της Δεξιάς για «ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης» και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για «συνθηκολόγηση και υποταγή». Μάλιστα, είχε διοχετεύσει στον ξένο Τύπο οδηγίες και εμπιστευτικά έγγραφα του τότε υφυπουργείου Ασφαλείας που επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του. Στις 12 Δεκεμβρίου 1962 ίδρυσε το «Κόμμα των Αδεσμεύτων», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Ε.Α.Κ. (Εθνικό Αστικό Κόμμα).
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχε απασχολήσει τον Τύπο με μια απεργία πείνας 50 ημερών που πραγματοποίησε με αίτημα τον άμεσο επαναπατρισμό των αριστερών πολιτικών προσφύγων που βρίσκονταν στη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, αποφάσισε να κάνει την αεροπειρατεία μαζί με την οικογένειά του, και μέσω Αλβανίας διέφυγε στην Σουηδία, στην οποία ζούσαν οι περισσότεροι αντιδικτατορικοί πολιτικοί πρόσφυγες εκείνη την εποχή. Τότε, μετονόμασε το κόμμα του σε Ε.Α.Κ. (Εθνικό Αστικό Κόμμα) και αργότερα σε Ο.Ε.Μ., Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο. Αφού εξέτισε την ποινή του στη Σουηδία, αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβρη του ’74 και επέστρεψε στην Ελλάδα.

Ο Τσιρώνης συνέχισε τον αγώνα του κατά της Δεξιάς, έγραφε υβριστικά συνθήματα κατά του πρωθυπουργού Καραμανλή, των μεγαλοεκδοτών και ήταν εκείνος που έριξε το σύνθημα της λευκής ψήφου, διεκδικώντας τα 251.000 λευκά ψηφοδέλτια της Β Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών.

Το τέλος 
Στις 30 Νοεμβρίου 1977 οι ειδικές αστυνομικές μονάδες και ελεύθεροι σκοπευτές περικύκλωσαν το σπίτι του Τσιρώνη, ο οποίος ταμπουρώθηκε στο διαμέρισμα και πυροβόλησε εναντίον τους. Η πολιορκία στο σπίτι του διήρκεσε μήνες με τον Τσιρώνη να κηρύττει το σπίτι του «ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος» βγαίνοντας στο μπαλκόνι με έναν φορητό τηλεβόα διαβάζοντας «πολεμικά ανακοινωθέντα» ενάντια στο «κράτος των μαύρων (εννοώντας των φασιστών)». Η εφημερίδα «Το Βήμα» ανέφερε ότι δήθεν με το «αυτόνομο κράτος» του Τσιρώνη «υπονομευόταν η έννοια του κράτους» γράφοντας ότι «από το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στον ιδιότυπο αυτό γιατρό όχι μόνο να ζει υπό το κράτος ποινικής ασυλίας αλλά και να μεταβάλλεται σε ελεύθερος δρώντα, στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου ελεύθερο σκοπευτή.
Οι πιέσεις προς την κυβέρνηση ήταν τεράστιες καθώς μεγάλες εφημερίδες έκαναν λόγο για ανυπαρξία κράτους. Τα ξημερώματα της 11ης Ιουλίου με εντολή του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξης Μπάλκου, 28 πάνοπλοι κομάντος της «Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών» μπούκαραν στο διαμέρισμα με παρουσία εισαγγελέα, και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ο Τσιρώνης έπεσε νεκρός. Η σύζυγός του, που είχε μείνει μέχρι τέλους στο πλευρό του υποστήριζε πως «οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του». Σύμφωνα με την αστυνομία είχε αυτοκτονήσει. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στο κράτος.

Σχόλια