Ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέι Βλόρα (Ismail Qemal Bej Vlora, υπήρξε ο ιδρυτής του αλβανικού κράτους και ο πρώτος πρωθυπουργός της Αλβανίας. Γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1844 στην Αυλών. Ήταν γιος του Μαχμούντ Μπέι Βλόρα και της Χεντιτζέ χανούμ Λιμποχόβες. Πέθανε στην Ιταλία στις 24 Ιανουαρίου το 1919. Ο Ισμαήλ Κεμάλ ήταν ο πρώτος που υπέγραψε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας.
Γεννήθηκε στην Αυλώνα από οικογένεια ευγενών. Έχοντας τελειώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του στη γενέτειρά του, και στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, το 1859 μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ξεκίνησε επαγγελματική σταδιοδρομία ως δημόσιος υπάλληλος του οθωμανικού κράτους, διακρινόμενος στη φιλελεύθερη πτέρυγα της υπηρεσίας, της οποίας ηγούνταν ο Μιντάτ Πασά, ενώ διετέλεσε και διοικητής πολλών πόλεων στην περιοχή των Βαλκανίων. Στη διάρκεια αυτών των ετών, έλαβε μέρος στις προσπάθειες για τον καθορισμό του αλβανικού αλφαβήτου και την ίδρυση μιας αλβανικής πολιτισμικής ένωσης. Το 1877, ο Ισμαήλ φαινόταν πλέον έτοιμος να αναλάβει σημαντικές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, αλλά όταν ο Σουλτάνος Αμπντουλχαμίντ Β΄ έδιωξε τον Μιντάτ από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ο Ισμαήλ Κεμάλ οδηγήθηκε στην εξορία στην Δυτική Ανατολία, αν και ο Σουλτάνος λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσε πίσω, κάνοντάς τον διοικητή της Βηρυτού. Πάντως, οι φιλελεύθερες πολιτικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν στο να χάσει, και πάλι, την εύνοια του Σουλτάνου, και τον Μάιο του 1900, ο Ισμαήλ Κεμάλ επιβιβάστηκε στο σκάφος του Βρετανού πρέσβη, όπου ζήτησε άσυλο. Οδηγήθηκε εκτός Τουρκίας και για τα επόμενα οκτώ χρόνια έζησε στην εξορία, εργαζόμενος τόσο για τη θέσπιση νέου συντάγματος εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και για την αλβανική εθνική ανεξαρτησία. Μετά το Κίνημα των Νεοτούρκων το 1908, εκλέχτηκε βουλευτής στην ανασυστηθείσα τουρκική βουλή, εργαζόμενος με φιλελεύθερους πολιτικούς και Βρετανούς. Το 1909, στη διάρκεια ενός αντικινήματος ενάντια στους Νεότουρκους, για σύντομο χρονικό διάστημα διετέλεσε Πρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη οριστικά μία με δύο μέρες αργότερα. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα η πολιτική του σταδιοδρομία επικεντρώθηκε στον αλβανικό εθνικισμό.
Στη διάρκεια της Αλβανικής Εξέγερσης του 1911, συντάχθηκε με τους ηγέτες της εξέγερσης, με τους οποίους συναντήθηκε σε ένα συμβούλιο στο χωριό Γκέρτσε του Μαυροβουνίου στις 23 Ιουνίου και μαζί συνέταξαν το Μνημόνιο του Γκέρτσε (αλβανικά: Gerče Memorandum, πιο συχνά αναφερόμενο ως «Κόκκινη Βίβλο» λόγω του χρώματος του εξωφύλλου και του οπισθόφυλλου του) στο οποίο βρισκόταν οι απαιτήσεις των Αλβανών τόσο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και από την Ευρώπη (ειδικότερα από την Μεγάλη Βρετανία).
Ο Ισμαήλ Κεμάλ μετά τη συνεδρία της Συνέλευσης της Αυλώνας, ανακοινώνοντας στον αλβανικό λαό την απόφαση για ανεξαρτησία.
Αποτέλεσε βασικό παράγοντα στην Αλβανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και στη δημιουργία της Ανεξάρτητης Αλβανίας στις 28 Νοεμβρίου 1912. Αυτό οδήγησε στο τέλος της 500ετούς κατοχής της Αλβανίας από τους Οθωμανούς. Μαζί με τον Λουίτζι Γκουρακούτσι, ύψωσε τη σημαία στο μπαλκόνι του διώροφου κτιρίου στην Αυλώνα, όπου υπεγράφη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Η εγκατάσταση κυβέρνησης αναβλήθηκε για την τέταρτη συνεδρία της Συνέλευσης της Αυλώνας, η οποία έλαβε χώρα στις 4 Δεκεμβρίου 1912, μέχρις ότου καταφτάσουν εκεί εκπρόσωποι όλων των περιοχών της Αλβανίας. Ο Κεμάλ διετέλεσε Πρωθυπουργός της Αλβανίας την περίοδο 1912-1914.
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ισμαήλ Κεμάλ ζούσε εξόριστος στο Παρίσι, όπου, αν και σε δεινή οικονομική κατάσταση, διατήρησε μεγάλο αριθμό επαφών, ενώ συνεργαζόταν με τον ανταποκριτή της ηπειρωτικής έκδοσης της Daily Mail, Σόμερβιλ Στόρι, προκειμένου ο τελευταίος να καταγράψει τα απομνημονεύματά του. Η αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, αποτελεί τη μοναδική γραπτή μαρτυρία Οθωμανού δημοσίου υπαλλήλου, η οποία έχει γραφτεί στα αγγλικά, ενώ αποτελεί και μοναδικό δείγμα μιας φιλελεύθερης, πολυπολιτισμικής οπτικής γωνίας επί του θέματος της αργοθανούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1918, ο Ισμαήλ Κεμάλ ταξίδεψε στην Ιταλία ώστε να βρει υποστηρικτές στο κίνημά του στην Αλβανία, αλλά του απαγορεύτηκε από το ιταλικό κράτος να εγκαταλείψει τη χώρα, παραμένοντας, δίχως την επιθυμία του, φιλοξενούμενός του σε ένα ξενοδοχείο της Περούτζια, κάτι που προκάλεσε την αγανάκτησή του. Πέθανε, φαινομενικά, από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε αυτό το συγκεκριμένο ξενοδοχείο.
Μνημείο του Ισμαήλ Κεμάλ Βλόρα στα Τίρανα
Ο Ισμαήλ Κεμάλ πέθανε στην Περούτζια, όπου ήταν προσκεκλημένος από την ιταλική κυβέρνηση για ενδεχόμενη μελλοντική συνεργασία με την Αλβανία. Οι τρεις γιοι του, Χετέμ, Τσιαζίμι και Τσιαμίλι, και εκπρόσωποι του ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών, συνόδευσαν, στις 8 Φεβρουαρίου του 1919, το άψυχο σώμα του και έγινε η μεταφορά του με τρένο στο Μπρίντιζι και, στη συνέχεια, μέσω του πλοίου "Alpino" έφτασε στην Αυλώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου, με μια μεγαλειώδη πομπή, και το φέρετρο σκεπασμένο με την εθνική σημαία της Αλβανίας μεταφέρθηκε στο χωριό Κανίνα, όπου θάφτηκε στο τζαμί στο Τεκέ, στον οικογενειακό του τάφο. «Εάν μετρήσουμε το μεγαλείο μια πολιτικής προσωπικότητας με την αγάπη του απλού λαού, -ανέφερε στις «Οικογενειακές αναμνήσεις» ο Σάφα Βλόρα- μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι κανείς δεν φτάνει τον Ισμαήλ Κεμάλ της Αυλώνας. Στην πομπή … κανείς δεν έμεινε σπίτι. Όλες οι πλευρές των βουνών και ακτών στις οποίες κινήθηκε η πομπή ήταν γεμάτες με κόσμο. Υπήρχε μια πρωτοφανής λαοθάλασσα, η οποία αδιάκοπα κατέθετε στεφάνι το οποίο κέρδισε επάξια με το σπουδαίο έργο του στη χώρα του, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή.»
Εκείνο το διάστημα η Αυλώνα βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Η ιταλική διοίκηση, φοβούμενη την εξέγερση, διέταξε να μην χρησιμοποιηθεί καμία αλβανική σημαία στην τελετή. Αυτή η διαταγή ήταν προσβλητική για τα αισθήματα ενός πατριωτικού λαού. Το δημοτικό συμβούλιο της Αυλώνας επέμενε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αλβανική σημαία-σύμβολο. Η ιταλική διοίκηση κατανόησε την υπερβολική λατρεία προς το πρόσωπο του Κεμάλ και επέτρεψε να καλύψουν το φέρετρο με την αλβανική σημαία κατά τη διάρκεια της τελετής. Και έτσι έγινε, εν τέλει, το φέρετρο σκέπασε η κόκκινη σημαία με τον μαύρο αετό. Αυτή η σημαία δόθηκε στον Ισμαήλ Κεμάλ από τον δούκα του Μονπαζιέ τον Μάρτιο του 1913, όταν επισκέφθηκε την Αυλώνα. Εκείνη την περίοδο τη σημαία κρατούσε μαζί του ο μεγάλος γιος του Κεμάλ, Ετέμ Μπέι Βλόρα. Η τελετή της ταφής πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1919, ημέρα Τετάρτη.
Η μορφή του Ισμαήλ Κεμάλ διακρίνεται στην μπροστινή πλευρά του αλβανικού χαρτονομίσματος των 200 λεκ της περιόδου 1992–1996 και του χαρτονομίσματος των 500 λεκ, το οποίο τυπώνεται από το 1996. Στις 27 Ιουνίου 2012, ο Αλβανός Πρόεδρος, Μπαμίρ Τοπί απένειμε στον Κεμάλ το παράσημο του Τάγματος της Εθνικής Σημαίας
Γεννήθηκε στην Αυλώνα από οικογένεια ευγενών. Έχοντας τελειώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του στη γενέτειρά του, και στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, το 1859 μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ξεκίνησε επαγγελματική σταδιοδρομία ως δημόσιος υπάλληλος του οθωμανικού κράτους, διακρινόμενος στη φιλελεύθερη πτέρυγα της υπηρεσίας, της οποίας ηγούνταν ο Μιντάτ Πασά, ενώ διετέλεσε και διοικητής πολλών πόλεων στην περιοχή των Βαλκανίων. Στη διάρκεια αυτών των ετών, έλαβε μέρος στις προσπάθειες για τον καθορισμό του αλβανικού αλφαβήτου και την ίδρυση μιας αλβανικής πολιτισμικής ένωσης. Το 1877, ο Ισμαήλ φαινόταν πλέον έτοιμος να αναλάβει σημαντικές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, αλλά όταν ο Σουλτάνος Αμπντουλχαμίντ Β΄ έδιωξε τον Μιντάτ από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ο Ισμαήλ Κεμάλ οδηγήθηκε στην εξορία στην Δυτική Ανατολία, αν και ο Σουλτάνος λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσε πίσω, κάνοντάς τον διοικητή της Βηρυτού. Πάντως, οι φιλελεύθερες πολιτικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν στο να χάσει, και πάλι, την εύνοια του Σουλτάνου, και τον Μάιο του 1900, ο Ισμαήλ Κεμάλ επιβιβάστηκε στο σκάφος του Βρετανού πρέσβη, όπου ζήτησε άσυλο. Οδηγήθηκε εκτός Τουρκίας και για τα επόμενα οκτώ χρόνια έζησε στην εξορία, εργαζόμενος τόσο για τη θέσπιση νέου συντάγματος εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και για την αλβανική εθνική ανεξαρτησία. Μετά το Κίνημα των Νεοτούρκων το 1908, εκλέχτηκε βουλευτής στην ανασυστηθείσα τουρκική βουλή, εργαζόμενος με φιλελεύθερους πολιτικούς και Βρετανούς. Το 1909, στη διάρκεια ενός αντικινήματος ενάντια στους Νεότουρκους, για σύντομο χρονικό διάστημα διετέλεσε Πρόεδρος της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη οριστικά μία με δύο μέρες αργότερα. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα η πολιτική του σταδιοδρομία επικεντρώθηκε στον αλβανικό εθνικισμό.
Στη διάρκεια της Αλβανικής Εξέγερσης του 1911, συντάχθηκε με τους ηγέτες της εξέγερσης, με τους οποίους συναντήθηκε σε ένα συμβούλιο στο χωριό Γκέρτσε του Μαυροβουνίου στις 23 Ιουνίου και μαζί συνέταξαν το Μνημόνιο του Γκέρτσε (αλβανικά: Gerče Memorandum, πιο συχνά αναφερόμενο ως «Κόκκινη Βίβλο» λόγω του χρώματος του εξωφύλλου και του οπισθόφυλλου του) στο οποίο βρισκόταν οι απαιτήσεις των Αλβανών τόσο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και από την Ευρώπη (ειδικότερα από την Μεγάλη Βρετανία).
Ο Ισμαήλ Κεμάλ μετά τη συνεδρία της Συνέλευσης της Αυλώνας, ανακοινώνοντας στον αλβανικό λαό την απόφαση για ανεξαρτησία.
Αποτέλεσε βασικό παράγοντα στην Αλβανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και στη δημιουργία της Ανεξάρτητης Αλβανίας στις 28 Νοεμβρίου 1912. Αυτό οδήγησε στο τέλος της 500ετούς κατοχής της Αλβανίας από τους Οθωμανούς. Μαζί με τον Λουίτζι Γκουρακούτσι, ύψωσε τη σημαία στο μπαλκόνι του διώροφου κτιρίου στην Αυλώνα, όπου υπεγράφη η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Η εγκατάσταση κυβέρνησης αναβλήθηκε για την τέταρτη συνεδρία της Συνέλευσης της Αυλώνας, η οποία έλαβε χώρα στις 4 Δεκεμβρίου 1912, μέχρις ότου καταφτάσουν εκεί εκπρόσωποι όλων των περιοχών της Αλβανίας. Ο Κεμάλ διετέλεσε Πρωθυπουργός της Αλβανίας την περίοδο 1912-1914.
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ισμαήλ Κεμάλ ζούσε εξόριστος στο Παρίσι, όπου, αν και σε δεινή οικονομική κατάσταση, διατήρησε μεγάλο αριθμό επαφών, ενώ συνεργαζόταν με τον ανταποκριτή της ηπειρωτικής έκδοσης της Daily Mail, Σόμερβιλ Στόρι, προκειμένου ο τελευταίος να καταγράψει τα απομνημονεύματά του. Η αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, αποτελεί τη μοναδική γραπτή μαρτυρία Οθωμανού δημοσίου υπαλλήλου, η οποία έχει γραφτεί στα αγγλικά, ενώ αποτελεί και μοναδικό δείγμα μιας φιλελεύθερης, πολυπολιτισμικής οπτικής γωνίας επί του θέματος της αργοθανούσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1918, ο Ισμαήλ Κεμάλ ταξίδεψε στην Ιταλία ώστε να βρει υποστηρικτές στο κίνημά του στην Αλβανία, αλλά του απαγορεύτηκε από το ιταλικό κράτος να εγκαταλείψει τη χώρα, παραμένοντας, δίχως την επιθυμία του, φιλοξενούμενός του σε ένα ξενοδοχείο της Περούτζια, κάτι που προκάλεσε την αγανάκτησή του. Πέθανε, φαινομενικά, από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε αυτό το συγκεκριμένο ξενοδοχείο.
Μνημείο του Ισμαήλ Κεμάλ Βλόρα στα Τίρανα
Ο Ισμαήλ Κεμάλ πέθανε στην Περούτζια, όπου ήταν προσκεκλημένος από την ιταλική κυβέρνηση για ενδεχόμενη μελλοντική συνεργασία με την Αλβανία. Οι τρεις γιοι του, Χετέμ, Τσιαζίμι και Τσιαμίλι, και εκπρόσωποι του ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών, συνόδευσαν, στις 8 Φεβρουαρίου του 1919, το άψυχο σώμα του και έγινε η μεταφορά του με τρένο στο Μπρίντιζι και, στη συνέχεια, μέσω του πλοίου "Alpino" έφτασε στην Αυλώνα. Στις 12 Φεβρουαρίου, με μια μεγαλειώδη πομπή, και το φέρετρο σκεπασμένο με την εθνική σημαία της Αλβανίας μεταφέρθηκε στο χωριό Κανίνα, όπου θάφτηκε στο τζαμί στο Τεκέ, στον οικογενειακό του τάφο. «Εάν μετρήσουμε το μεγαλείο μια πολιτικής προσωπικότητας με την αγάπη του απλού λαού, -ανέφερε στις «Οικογενειακές αναμνήσεις» ο Σάφα Βλόρα- μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι κανείς δεν φτάνει τον Ισμαήλ Κεμάλ της Αυλώνας. Στην πομπή … κανείς δεν έμεινε σπίτι. Όλες οι πλευρές των βουνών και ακτών στις οποίες κινήθηκε η πομπή ήταν γεμάτες με κόσμο. Υπήρχε μια πρωτοφανής λαοθάλασσα, η οποία αδιάκοπα κατέθετε στεφάνι το οποίο κέρδισε επάξια με το σπουδαίο έργο του στη χώρα του, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή.»
Εκείνο το διάστημα η Αυλώνα βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Η ιταλική διοίκηση, φοβούμενη την εξέγερση, διέταξε να μην χρησιμοποιηθεί καμία αλβανική σημαία στην τελετή. Αυτή η διαταγή ήταν προσβλητική για τα αισθήματα ενός πατριωτικού λαού. Το δημοτικό συμβούλιο της Αυλώνας επέμενε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η αλβανική σημαία-σύμβολο. Η ιταλική διοίκηση κατανόησε την υπερβολική λατρεία προς το πρόσωπο του Κεμάλ και επέτρεψε να καλύψουν το φέρετρο με την αλβανική σημαία κατά τη διάρκεια της τελετής. Και έτσι έγινε, εν τέλει, το φέρετρο σκέπασε η κόκκινη σημαία με τον μαύρο αετό. Αυτή η σημαία δόθηκε στον Ισμαήλ Κεμάλ από τον δούκα του Μονπαζιέ τον Μάρτιο του 1913, όταν επισκέφθηκε την Αυλώνα. Εκείνη την περίοδο τη σημαία κρατούσε μαζί του ο μεγάλος γιος του Κεμάλ, Ετέμ Μπέι Βλόρα. Η τελετή της ταφής πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1919, ημέρα Τετάρτη.
Η μορφή του Ισμαήλ Κεμάλ διακρίνεται στην μπροστινή πλευρά του αλβανικού χαρτονομίσματος των 200 λεκ της περιόδου 1992–1996 και του χαρτονομίσματος των 500 λεκ, το οποίο τυπώνεται από το 1996. Στις 27 Ιουνίου 2012, ο Αλβανός Πρόεδρος, Μπαμίρ Τοπί απένειμε στον Κεμάλ το παράσημο του Τάγματος της Εθνικής Σημαίας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών