Πολύ πριν τα Ίμια και το «θερμό» στρατιωτικό επεισόδιο με την Τουρκία που άφησε ως «κληρονομιά» τις γκρίζες στο Αιγαίο, η Ελλάδα είχε ακόμη μία ανάλογη διένεξη με γειτονική χώρα –και συγκεκριμένα την Βουλγαρία- με την οποία βρέθηκε στα πρόθυρα του πολέμου το 1952.
Αφορμή στάθηκε και τότε ένα μικρό νησί, μικρότερο και από τα Ίμια, στον ποταμό Έβρο, την ελληνικότητα του οποίου αμφισβήτησαν έμπρακτα οι Βούλγαροι. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, στις 27 Ιουλίου του 1952 ελληνική περίπολος μεταβαίνει στην περιοχή έχοντας πληροφορίες ότι στρατιώτες της όμορης χώρας συνόδευαν βοσκούς προκειμένου εκείνοι να εγκατασταθούν στη νησίδα που στους χάρτες αναφερόταν ως «νησίδα Γ».
Εκεί η περίπολος δέχθηκε εχθρικά πυρά, με αποτέλεσμα τον θάνατο του ανθυπασπιστή της χωροφυλακής Ν. Ψαράκη και ακόμα δύο ανδρών των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης), ενώ άλλοι τρεις ένστολοι είχαν τραυματιστεί. Οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας έκαναν λόγο για απώλειες και της απέναντι πλευράς και συγκεκριμένα για 7 νεκρούς Βούλγαρους.
Η κατάσταση ήταν εκρηκτική και οι δύο χώρες, οι οποίες είχαν εμπλακεί σε ένοπλες συγκρούσεις πολλές φορές στο παρελθόν, λόγω της πάγιας διεκδίκησης των Βουλγάρων για έξοδο στη θάλασσα του Αιγαίου, για άλλη μια φορά βρέθηκαν στο χείλος του ολοκληρωτικού πολέμου.
Ο τότε πρωθυπουργός, Νικόλαος Πλαστήρας, δέχεται τα «βέλη» της αντιπολίτευσης, που τον κατηγορεί για επικίνδυνη κλιμάκωση και επιπόλαιους χειρισμούς, καλώντας τον παράλληλα να ενημερώσει την διεθνή κοινότητα για την βουλγαρική προκλητικότητα και να αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση, σε μια Ελλάδα που ακόμη μετρούσε τις πληγές που της είχαν αφήσει οι προηγούμενοι πόλεμοι, τόσο ο Β’ Παγκόσμιος, όσο και ο αιματηρός εμφύλιος.
Οι επόμενες 48 ώρες αποδεικνύονται ιδιαίτερα κρίσιμες. Η Ελλάδα ενημερώνει τον ΟΗΕ για το συμβάν κάνοντας λόγο για καταπάτηση και καταγγέλλει διεθνώς την Σόφια για μη σεβασμό των συνθηκών αλλά και για προσχεδιασμένο σχέδιο που τελικά κόστισε την ζωή Ελλήνων. Κι ενώ ο διπλωματικός «πυρετός» ανεβαίνει, την ίδια ώρα ο ελληνικός στρατός δεν μένει με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά ετοιμάζει την απάντησή του, παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις ότι η προσφυγή στα όπλα θα ήταν μόνο η έσχατη λύση.
Έτσι, στις 4 Αυγούστου –και αφού δεν διαφαίνεται ειρηνική λύση- η ελληνική κυβέρνηση δίνει τελεσίγραφο 48 ωρών στους Βούλγαρους για να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη νήσο Γ αλλά και άλλες δύο, τις Α και Β που χρησιμοποιούσε ως βάση και προγεφύρωμα.
Κι ενώ το πρωί της 7ης Αυγούστου ο Πλαστήρας δήλωνε ότι οι Βούλγαροι είχαν αποχωρήσει από την περιοχή, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ετοίμαζε βομβαρδισμό της νησίδας. Ακριβώς στις 9.30 τα λόγια σταμάτησαν και το μόνο πράγμα που ακουγόταν ήταν οι βολές των όλμων που δεν σταμάτησαν πριν τις 6 το απόγευμα.
Τότε ο Πλαστήρας διεμήνυσε πως εάν οι Βούλγαροι δεν απαντούσαν με τον ανάλογο τρόπο, τότε το επεισόδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν, ενώ στην περιοχή έσπευδε και κλιμάκιο του ΟΗΕ που πρότεινε να παραμείνει στην Ελλάδα ο έλεγχος των νησίδων, ζητώντας παράλληλα να μην μεταβούν επί αυτής στρατιώτες υπό τον φόβο νέας κλιμάκωσης.
Η κατάσταση γινόταν ακόμη πιο περίπλοκη εξαιτίας των ειδικών συνθηκών εκείνη την εποχή. Στην Ελλάδα ο πολιτικός κόσμος παρέμενε βαθιά διχασμένος, ενώ μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα η χώρα είχε γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ η Βουλγαρία παρέμενε ουσιαστικά προτεκτοράτο της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όμως, έχοντας τις δικές της συνοριακές διαφορές με την Βουλγαρία, ξεκαθάρισε ότι αν το επεισόδιο μετατρεπόταν σε γενικευμένη σύρραξη, θα έπαιρνε το μέλος του αντιπάλου της, κάνοντας για άλλη μια φορά ξεκάθαρο ότι παρέμενε κομμουνιστική χώρα, αλλά δεν θα γινόταν πιόνι του Στάλιν στα Βαλκάνια.
Φαίνεται ότι η αιματηρή σύγκρουση ήταν «απλά» άλλο ένα επεισόδιο στον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΕΣΣΔ και Δύσης, που κορυφώθηκε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Όταν οι Βούλγαροι συνειδητοποίησαν πως δεν θα είχαν ανάλογη κάλυψη για τις αξιώσεις τους, αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση υπό τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, που έδειξε αμέσως τις προθέσεις του.
Επιπλέον στην περιοχή ενισχύθηκε η ελληνική στρατιωτική παρουσία, με το ΓΕΣ να διατρανώνει και να προειδοποιεί ότι «θα βάλλεται οσάκις θα σημειούται εκεί εμφάνισις Βουλγάρων στρατιωτών», όπως και συνέβη στις 12 Αυγούστου, όταν και έλαβε χώρα η τελευταία απόπειρα αποσταθεροποίησης.
Η απάντηση ήρθε και πάλι από τα όπλα, με βομβαρδισμό από όλμους και βολές πολυβόλων. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που αμφισβητήθηκε ελληνική γη στα βόρεια σύνορα. Όσο για εκείνα στην ανατολή και συγκεκριμένα στο Αιγαίο, η κατάσταση παραμένει… «γκρίζα».
menshouse.gr
Αφορμή στάθηκε και τότε ένα μικρό νησί, μικρότερο και από τα Ίμια, στον ποταμό Έβρο, την ελληνικότητα του οποίου αμφισβήτησαν έμπρακτα οι Βούλγαροι. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, στις 27 Ιουλίου του 1952 ελληνική περίπολος μεταβαίνει στην περιοχή έχοντας πληροφορίες ότι στρατιώτες της όμορης χώρας συνόδευαν βοσκούς προκειμένου εκείνοι να εγκατασταθούν στη νησίδα που στους χάρτες αναφερόταν ως «νησίδα Γ».
Εκεί η περίπολος δέχθηκε εχθρικά πυρά, με αποτέλεσμα τον θάνατο του ανθυπασπιστή της χωροφυλακής Ν. Ψαράκη και ακόμα δύο ανδρών των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης), ενώ άλλοι τρεις ένστολοι είχαν τραυματιστεί. Οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας έκαναν λόγο για απώλειες και της απέναντι πλευράς και συγκεκριμένα για 7 νεκρούς Βούλγαρους.
Η κατάσταση ήταν εκρηκτική και οι δύο χώρες, οι οποίες είχαν εμπλακεί σε ένοπλες συγκρούσεις πολλές φορές στο παρελθόν, λόγω της πάγιας διεκδίκησης των Βουλγάρων για έξοδο στη θάλασσα του Αιγαίου, για άλλη μια φορά βρέθηκαν στο χείλος του ολοκληρωτικού πολέμου.
Ο τότε πρωθυπουργός, Νικόλαος Πλαστήρας, δέχεται τα «βέλη» της αντιπολίτευσης, που τον κατηγορεί για επικίνδυνη κλιμάκωση και επιπόλαιους χειρισμούς, καλώντας τον παράλληλα να ενημερώσει την διεθνή κοινότητα για την βουλγαρική προκλητικότητα και να αποφύγει την ένοπλη σύγκρουση, σε μια Ελλάδα που ακόμη μετρούσε τις πληγές που της είχαν αφήσει οι προηγούμενοι πόλεμοι, τόσο ο Β’ Παγκόσμιος, όσο και ο αιματηρός εμφύλιος.
Οι επόμενες 48 ώρες αποδεικνύονται ιδιαίτερα κρίσιμες. Η Ελλάδα ενημερώνει τον ΟΗΕ για το συμβάν κάνοντας λόγο για καταπάτηση και καταγγέλλει διεθνώς την Σόφια για μη σεβασμό των συνθηκών αλλά και για προσχεδιασμένο σχέδιο που τελικά κόστισε την ζωή Ελλήνων. Κι ενώ ο διπλωματικός «πυρετός» ανεβαίνει, την ίδια ώρα ο ελληνικός στρατός δεν μένει με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά ετοιμάζει την απάντησή του, παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις ότι η προσφυγή στα όπλα θα ήταν μόνο η έσχατη λύση.
Έτσι, στις 4 Αυγούστου –και αφού δεν διαφαίνεται ειρηνική λύση- η ελληνική κυβέρνηση δίνει τελεσίγραφο 48 ωρών στους Βούλγαρους για να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη νήσο Γ αλλά και άλλες δύο, τις Α και Β που χρησιμοποιούσε ως βάση και προγεφύρωμα.
Κι ενώ το πρωί της 7ης Αυγούστου ο Πλαστήρας δήλωνε ότι οι Βούλγαροι είχαν αποχωρήσει από την περιοχή, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ετοίμαζε βομβαρδισμό της νησίδας. Ακριβώς στις 9.30 τα λόγια σταμάτησαν και το μόνο πράγμα που ακουγόταν ήταν οι βολές των όλμων που δεν σταμάτησαν πριν τις 6 το απόγευμα.
Τότε ο Πλαστήρας διεμήνυσε πως εάν οι Βούλγαροι δεν απαντούσαν με τον ανάλογο τρόπο, τότε το επεισόδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν, ενώ στην περιοχή έσπευδε και κλιμάκιο του ΟΗΕ που πρότεινε να παραμείνει στην Ελλάδα ο έλεγχος των νησίδων, ζητώντας παράλληλα να μην μεταβούν επί αυτής στρατιώτες υπό τον φόβο νέας κλιμάκωσης.
Η κατάσταση γινόταν ακόμη πιο περίπλοκη εξαιτίας των ειδικών συνθηκών εκείνη την εποχή. Στην Ελλάδα ο πολιτικός κόσμος παρέμενε βαθιά διχασμένος, ενώ μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα η χώρα είχε γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ η Βουλγαρία παρέμενε ουσιαστικά προτεκτοράτο της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όμως, έχοντας τις δικές της συνοριακές διαφορές με την Βουλγαρία, ξεκαθάρισε ότι αν το επεισόδιο μετατρεπόταν σε γενικευμένη σύρραξη, θα έπαιρνε το μέλος του αντιπάλου της, κάνοντας για άλλη μια φορά ξεκάθαρο ότι παρέμενε κομμουνιστική χώρα, αλλά δεν θα γινόταν πιόνι του Στάλιν στα Βαλκάνια.
Φαίνεται ότι η αιματηρή σύγκρουση ήταν «απλά» άλλο ένα επεισόδιο στον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΕΣΣΔ και Δύσης, που κορυφώθηκε τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Όταν οι Βούλγαροι συνειδητοποίησαν πως δεν θα είχαν ανάλογη κάλυψη για τις αξιώσεις τους, αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση υπό τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, που έδειξε αμέσως τις προθέσεις του.
Επιπλέον στην περιοχή ενισχύθηκε η ελληνική στρατιωτική παρουσία, με το ΓΕΣ να διατρανώνει και να προειδοποιεί ότι «θα βάλλεται οσάκις θα σημειούται εκεί εμφάνισις Βουλγάρων στρατιωτών», όπως και συνέβη στις 12 Αυγούστου, όταν και έλαβε χώρα η τελευταία απόπειρα αποσταθεροποίησης.
Η απάντηση ήρθε και πάλι από τα όπλα, με βομβαρδισμό από όλμους και βολές πολυβόλων. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που αμφισβητήθηκε ελληνική γη στα βόρεια σύνορα. Όσο για εκείνα στην ανατολή και συγκεκριμένα στο Αιγαίο, η κατάσταση παραμένει… «γκρίζα».
menshouse.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών