Ο Ενβέρ Χότζα γεννήθηκε στην πόλη του Αργυροκάστρου στις 16 Οκτωβρίου 1908. Ο πατέρας του, ο Χαλίλ, ήταν έμπορος υφασμάτων ενώ η μητέρα του, η Γκιουλιχάν, ήταν µία παραδοσιακή γυναίκα της περιόδου της οθωµανικής αυτοκρατορίας που ασχολούταν µε τις οικιακές εργασίες. Η οικογένεια του Χότζα ήταν τοσκικής καταγωγής και ο πατέρας του είχε ασπαστεί το τάγμα των μπεκτασήδων.
Ο Ενβέρ πέρασε τα νηπιακά του χρόνια δίχως την παρουσία του πατερά του που είχε µεταναστεύσει στις Η.Π.Α. για να εργαστεί. Έτσι το βάρος της ανατροφής του Ενβέρ και των τεσσάρων αδελφών του έπεσε στην µητέρα του και στον θείο Χουσεΐν.
Ο Χουσείν Χότζα ήταν ενεργό µέλος του αλβανικού πατριωτικού κινήµατος που διεκδικούσε την ανεξαρτησία της Αλβανίας από τον Οθωµανικό ζυγό. Όταν γεννήθηκε ο Ενβέρ ήταν προεδρεύον της επιτροπής εθνικής αντίστασης στο Αργυρόκαστρο. Επίσης διατέλεσε πρόεδρος διαφόρων πατριωτικών (Bashkimi, Pleqërisë) και πολιτιστικών συλλόγων (Drita) που αποσκοπούσαν στην εθνική αφύπνιση των Αλβανών, ενώ ήταν και ο εµπνευστής της δηµιουργίας του πρώτου αλβανικού σχολείου στο Αργυρόκαστρο, το επονοµαζόµενο Liria. Το 1912 συµµετείχε ως ένας από τους εκπροσώπους του Αργυροκάστρου στην συνέλευση της Αυλώνας όπου και κηρύχτηκε η ανεξαρτησία του αλβανικού κράτους (28 Νοέµβριου 1912) .
Τρεισήµισι µήνες µετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας τα ελληνικά στρατεύµατα κατέλαβαν την Βόρειο Ήπειρο συµπεριλαµβανοµένου και του Αργυροκάστρου προκαλώντας τις αντιδράσεις των Αλβανών εθνικιστών και του Χουσεΐν Χότζα προσωπικά. Ο ελληνικός στρατός παρέµεινε για περίπου τρία χρόνια στην περιοχή και αποχώρησε υπό την πίεση των µεγάλων δυνάµεων. Στο Αργυρόκαστρο τους Έλληνες διαδέχτηκαν οι ιταλικές δυνάµεις όπου παρέµειναν µέχρι το 1920. Η περίοδος αυτή συνέπεσε µε την παιδική ηλικία του Ενβέρ Χότζα και αποτέλεσε σηµαντικό παράγοντα για την µετέπειτα εξέλιξη του καθώς έχοντας και το παράδειγµα του θείου του ανατράφηκε µέσα σ’ ένα περιβάλλον έντονου πατριωτισµού και αντιπάθειας προς τους ξένους εισβολείς. Αυτό εν µέρη εξηγεί και την µετέπειτα καχυποψία και εχθρικότατα που διέκρινε τον Χότζα ως προς τα γειτονικά κράτη και κυρίως προς την Ελλάδα.
Μεταξύ 1917-1923 ο Ενβέρ Χότζα φοίτησε στο αλβανικό δηµοτικό σχολείο του Αργυροκάστρου, ενώ τα έτη 1923-1927 συνέχισε τις σπουδές του στο γαλλικό λύκειο της πόλης. Την περίοδο αυτή έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή µε τα ιδανικά της γαλλικής και της ρώσικης επανάστασης µέσα από γαλλικά αντίτυπα.
Το 1924 ήταν ένα έτος πολιτικών εντάσεων για την Αλβανία. Στις 10 Ιουνίου δολοφονείται από οµάδες προσκείµενες στον πρωθυπουργό Αχµέτ Ζώγου ο δηµοκρατικός βουλευτής Αβνί Ρουστέµι. Με αφορµή την δολοφονία ξέσπασαν την ίδια µέρα ταραχές, οι οποίες προκάλεσαν την ανατροπή του Ζώγου. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο ορθόδοξος επίσκοπος Φαν Νόλι. Η κυβέρνηση Νόλι αποδείχθηκε βραχύβια καθώς τον ∆εκέµβρη του ίδιου έτους ο Αχµετ Ζώγου επανακατέβαλε την εξουσία.
Με το ξέσπασµα της επανάστασης του Φαν Νόλι ο 16χρονος τότε Ενβέρ Χότζα εµφανίζεται ως ιδρυτής και γραµµατέας του «Μαθητικού Συνδέσµου Αργυροκάστρου». Σκοπός της οργάνωσης ήταν να καλλιεργήσει στην νεολαία της πόλης την αγάπη για την πατρίδα, για την ελευθερία και την δηµοκρατία µέσα από διάφορες καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η δηµοκρατική κατεύθυνση του συλλόγου δεν ήταν αρεστή προς τους συντηρητικούς κύκλους της Αλβανίας και έτσι µε την επάνοδο του Ζώγου στην εξουσία ο Μαθητικός Σύνδεσµος έκλεισε κατόπιν κυβερνητικής εντολής. Μετά το κλείσιµο του Συνδέσµου ο Ενβέρ Χότζα αποφάσισε ότι το περιβάλλον του Αργυροκάστρου τον περιόριζε γι’ αυτό και µεταγράφτηκε στο Γαλλικό Λύκειο της Κορυτσάς. H Κορυτσά ήταν ένα ανεπτυγµένο αστικό κέντρο για τα δεδοµένα της Αλβανίας και διακρίνονταν για προοδευτικό της περιβάλλον.
Στην Κορυτσά ο Χότζα εµφάνισε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την φιλοσοφία, την λογοτεχνία και την ιστορία. Εκεί ήρθε και για πρώτη φορά σε επαφή µε τον κοµµουνισµό, διαµέσου ενός γαλλικού αντιτύπου του κοµµουνιστικού µανιφέστου που του δάνεισε ο εργάτης Κότσι Μπάκο για να το µεταφράσει.
Ο Χότζα ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθµιες σπουδές του στην Κορυτσά µε άριστα και συνέχισε σε τριτοβάθµιο επίπεδο στο πανεπιστήµιο του Μονπελιέ, όπου έγινε δεκτός µε υποτροφία στο τµήµα Φυσικών επιστηµών (1930). Ο ίδιος ήθελε να ακολουθήσει τον κλάδο των ανθρωπιστικών επιστήµων όµως τα οικονοµικά του δεν του επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά τον ελεύθερο του χρόνο τον δαπανούσε διαβάζοντας Μαρξιστική φιλοσοφία και παρακολουθώντας διαλέξεις του γαλλικού Κοµµουνιστικού Κόµµατος. Η ενασχόληση του µε το κοµµουνιστικό κίνηµα δεν πέρασε απαρατήρητη γι’ αυτό και η αλβανική κυβέρνηση του διέκοψε την υποτροφία ως αντίποινα (1933). Καθώς δεν µπόρεσε να βρει κάποια εργασία που θα µπορούσε να του εξασφαλίσει τα δίδακτρα εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Μονπελιέ και κατέφυγε στο Παρίσι µε σκοπό να σπουδάσει νοµικά. Κατά την διαµονή του εκεί εντάθηκε στο κοµµουνιστικό κόµµα και εµπλούτισε τους γνώσεις του πάνω στον µαρξισµό συµµετέχοντας σε σεµινάρια που οργανώνονταν στα γραφεία του κόµµατος.
Τον επόµενο χρόνο κατάφερε µε την βοήθεια κάποιων φίλων του να βρει δουλειά ως υπάλληλος του προξενείου της Αλβανίας στις Βρυξέλες. Εκεί γράφθηκε και στο τµήµα της νοµικής του πανεπιστήµιου της πόλης. Για ακόµη µία φορά όµως δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς δύο χρόνια αργότερα απολύθηκε εξαίτιας της ιδεολογικής σχέσης του µε τον κοµµουνισµό. Μη µπορώντας πλέον να εξασφαλίσει τους πόρους που απαιτούνταν για τα δίδακτρα ο Χότζα εγκατέλειψε (το καλοκαίρι του 1936) το Παρίσι και επέστρεψε στην Αλβανία.
Με την επιστροφή του στην Αλβανία ο Χότζα αναζήτησε άµεσα επαφές µε τους εκεί κοµµουνιστές. Τότε γνωρίστηκε και µε τον Αλή Κελµέντι ένα από τα ηγετικά στελέχη του κοµµουνιστικού κινήµατος της Αλβανίας και ο οποίος λίγο καιρό αργότερα εξορίστηκε από την κυβέρνηση Ζώγου.
Παρά τον επαναπατρισµό του Χότζα το πρόβληµα του βιοπορισµού συνέχισε να τον ακολουθεί. Αν και ιδιαίτερα µορφωµένος για τα δεδοµένα της χωράς δυσκολευόταν να βρει κάποια εργασία λόγω ιδεολογικών αντιλήψεων. Τελικά κατάφερε να εργαστεί ως καθηγητής, αρχικά ως ωροµίσθιος στο γυµνάσιο αρρένων των Τιράνων και στην συνέχεια ως εποχιακός καθηγητής στο λύκειο της Κορυτσάς.
Στην Κορυτσά καθώς δεν υπήρχε στην Αλβανία εκείνη την περίοδο ένα ενιαίο κοµµουνιστικό κόµµα εντάχτηκε στην κοµµουνιστική οµάδα της πόλης και άµεσα αναδείχτηκε ως ένα από τα πιο δραστήρια µέλη της. Εκεί έχοντας το πλεονέκτηµα του εκπαιδευτικού κατάφερε να γίνει ένας από τους βασικούς καθοδηγητές της εξωσχολικής οργάνωσης Korça Youth («Νεολαία Κορυτσάς») και να αποκτήσει σύνδεσµο µε τµήµατα καθηγητών και νεολαίας.
Η Αλβανία όλο αυτό το διάστηµα συνέχιζε να κυβερνάται από τον Αχµέτ Ζώγου ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς, όµως ουσιαστικά βρίσκονταν κάτω από ιταλική πολιτική και οικονοµική κηδεµονία. Το 1939, οι φασιστικές δυνάµεις του Μουσολίνι κατέλαβαν την Αλβανία και την ανακήρυξαν ιταλική επαρχία, ενώ ο βασιλιάς Ζώγου διέφυγε στο εξωτερικό παίρνοντας µαζί του και όλα τα αποθέµατα χρυσού της χώρας.
Η οικονοµική εξάρτηση της Αλβανίας από την Ιταλία είχε ξεκινήσει σχεδόν από την γέννηση του αλβανικού κράτους και γιγαντώθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τον Ζώγου. Κατά το τέλος της δεκαετίας του ‘30 στην φασιστική Ιταλία είχε αρχίσει να ωριµάζει η ιδέα µίας πιθανής στρατιωτικής κατάληψης. Υπήρχαν όµως κάποιοι ενδοιασµοί εκ µέρους του Μουσολίνι για την στάση που θα κρατούσαν σε µία τέτοια περίπτωση οι Βρετανοί και οι Γιουγκοσλάβοι. Τον Απρίλιο του 1938 ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας κόµης Τσιάνο επισκέφτηκε την Αλβανία και αµέσως
µε την επιστροφή του στην Ρώµη συνέταξε µία λεπτοµερή αναφορά για τον καταλληλότερο τρόπο δράσης της Ιταλικής διπλωµατίας στο επόµενο διάστηµα, ενώ ταυτόχρονα παρέδωσε και έναν πίνακα µε τις σπουδαιότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και των προοπτικών εκµετάλλευσης τους.
Στο αµέσως επόµενο διάστηµα άρχισαν διερευνητικές επαφές µε τους Βρετανούς και ο Τσιάνο διέβλεψε ότι δεν υπήρχε διάθεση από το µέρος τους να εµπλακούν. Παράλληλα ήρθε σε διαβουλεύσεις µε τον πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβίας Στογιαντίνοβιτς όπου και συµφωνήθηκε ο διαµερισµός των αλβανικών εδαφών.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά αυτή την περίοδο ευνόησαν ιδιαίτερα τον ιταλικό επεκτατισµό. Η ανοχή των µεγάλων δυνάµεων στις χιτλερικές προσαρτήσεις της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας απέδειξε στους Ιταλούς ότι δεν υπήρχε καµία διάθεση από µέρος τους να συγκρουστούν µε τις δυνάµεις του άξονα, ενώ παράλληλα το φασιστικό µέτωπο φαινόταν πως ισχυροποιούνταν και άλλο µε την επικράτηση του Φράνκο στην Ισπανία. Η ανατροπή του Στογιαντίνοβιτς στην Γιουγκοσλαβία τον Φεβρουάριο του 39 απελευθέρωσε τους ιταλούς από την απαίτηση διαµοιρασµού της χώρας και τους επέτρεψε την ολοκληρωτική κατάληψη της.
Ο Ζώγου αν και επίσηµα διέψευδε κατηγορηµατικά τις φήµες περί ιταλικής παρέµβασης γνώριζε πλήρως την κατάσταση καθώς επιχείρησε να διαπραγµατευτεί το Ιταλικό τελεσίγραφο που εστάλει στις 25 Μαρτίου του 1939. Παρόλα αυτά θεώρησε πως ήταν περιττό να οργανώσει ένοπλη αντίσταση παρά την διάθεση που έδειχναν οι Αλβανοί πολίτες. Έτσι στις 7 Απριλίου οι εντελώς ανέτοιµες αλβανικές µονάδες βρέθηκαν αντιµέτωπες µε έναν στρατό 30.000 ανδρών, ο οποίος είχε υποστήριξη από θάλασσα και από αέρα. Τα πρώτα µέρη που καταλήφθηκαν ήταν τα λιµάνια, ενώ σε 3
µόλις µέρες είχε ολοκληρωθεί η κατάληψη ολόκληρης της χώρας. Με την κατάληψη της Αλβανίας επεδίωκαν τόσο την πλήρη οικονοµική εκµετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών µέσων της χώρας όσο και να δηµιουργήσουν έναν στρατηγικό θύλακα για τις δυνάµεις του άξονα στα Βαλκάνια.
Οι Ιταλοί καθ’όλη την διάρκεια προπαρασκευής της επιχείρησης είχαν έρθει σε επαφή µε µέλη της αλβανικής ανώτερης τάξης που ήταν πρόθυµα να συνεργαστούν µαζί τους και είχαν προετοιµάσει την διάδοχη πολιτική κατάσταση. Αµέσως µετά την κατάληψη της χώρας καταργήθηκε το Σύνταγµα του 1928 και εγκαθιδρύθηκε κυβέρνηση προσφιλής στους Ιταλούς υπό την ηγεσία του µεγαλοτσιφλικά Σεφκέτ Μπέη Βερλάτσι, ενώ το στέµµα της Αλβανίας παραχωρήθηκε στον βασιλιά της Ιταλίας Εµµανουήλ.
Τον Ιούνιο του 1939 ο Εµµανουήλ ως ανώτατος αρχηγός του κράτους παραχώρησε νέο Σύνταγµα προσαρµοσµένο στα ιταλικά φασιστικά πρότυπα και διόρισε ως τοποτηρητή του τον πρώην Ιταλό πρόξενο στα Τίρανα Γιακοµόνι.
Την πολιτική επιβολή ακολούθησε και η οικονοµική. Οι δύο χώρες ενώθηκαν τελωνειακά και το αλβανικό φράγκο συνδέθηκε µε την ιταλική λιρέτα. Ταυτόχρονα εγκαταστάθηκαν στην χώρα δεκάδες ιταλικές εταιρίες που εκµεταλλεύονταν τον ορυκτό πλούτο τις χώρας και χιλιάδες Ιταλοί έποικοι που απολάµβαναν όλα τα δικαιώµατα του αλβανού πολίτη. Σε σύντοµο χρονικό διάστηµα το µόνο που παρέµενε από το αλβανικό κράτος ήταν το όνοµα, η σηµαία, η γλώσσα και το δικαίωµα να τυπώνει γραµµατόσηµα.
Η φασιστικοποίηση του κράτους ήταν άµεση. ∆ηµιουργήθηκε το Φασιστικό Κόµµα Αλβανίας και απολύθηκαν όλοι οι δηµόσιοι υπάλληλοι που αρνήθηκαν να γίνουν µέλη του, ενώ στις ανώτερες διοικητικές θέσεις προωθήθηκαν έµπιστοι στο καθεστώς Αλβανοί που βρίσκονταν υπό την εποπτεία Ιταλών συµβούλων. Η φασιστική προπαγάνδα παρουσίαζε τους Ιταλούς σαν διάδοχους των Ρωµαίων και εµφάνιζε την προσάρτηση της Αλβανίας σαν αποκατάσταση ενός ιστορικού τους δικαιώµατος µε το επιχείρηµα πως βρίσκονταν στην περιοχή της Ιλλυρίας που ήταν τόπος καταγωγής αρκετών Ρωµαίων αυτοκρατόρων αλλά και τόπος διαµονής του µυθικού γενάρχη των ρωµαίων Αινεία πριν αυτός εγκατασταθεί στην Ιταλία.
Αν και η χώρα παραδόθηκε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση οι Αλβανοί στην πλειοψηφία τους δεν συµφιλιώθηκαν µε την νέα κατάσταση. Σχεδόν άµεσα άρχισαν να οργανώνονται πορείες και διαµαρτυρίες στα µεγάλα αστικά κέντρα. Τις πρώτες αυθόρµητες εκδηλώσεις διαµαρτυρίας τις διαδέχθηκαν απεργιακές διαµαρτυρίες κατά των Ιταλών εργοδοτών αλλά και κατά της πολιτικής που υποβίβαζε του Αλβανούς σε πολίτες Β' κατηγορίας µέσα στην ίδια τους την χώρα. Στην οργάνωση αυτής της αντίδρασης έντονη ήταν η δραστηριότητα των κοµµουνιστικών πυρήνων της χώρας.
Ο Ενβέρ Χότζα ήταν και αυτός ανάµεσα στους πληγέντες της νέας κατάστασης καθώς απολύθηκε άµεσα από την θέση του δασκάλου σαν εχθρικό στοιχείο προς το καθεστώς. Έτσι µε απόφαση του κοµµουνιστικού πυρήνα Κορυτσάς ο Ενβέρ στάλθηκε στα Τίρανα ως σύνδεσµος µε τους εκεί κοµµουνιστές. Στα Τίρανα ο Χότζα εργαζόταν σαν καπνοπώλης και το καπνοπωλείο του σύντοµα αναδείχθηκε ως χώρος συνάντησης των παράνοµων κοµµουνιστών. Τον Οκτώβριο του 1941 ο Χότζα τέθηκε επικεφαλής σε µία µεγάλη αντιφασιστική διαδήλωση στα Τίρανα. Γι’ αυτή του την πράξη καταδικάστηκε ερήµην σε θάνατο και αναγκάστηκε να βγει στην παρανοµία.
Παρότι διαφαίνονταν η ανάγκη για οργάνωση αντίστασης οι διάσπαρτες κοµµουνιστικές οµάδες της χωράς δεν είχαν ακόµη την δυνατότητα να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα οι πρώτες ένοπλες αντιστασιακές επιθέσεις κατά των Ιταλών οργανωθήκαν από διάφορες φυλετικές οµάδες της Αλβανίας, οι οποίες ήταν προσαρµοσµένες στον νοµαδικό βίο και είχαν ως παράδοση την οπλοκατοχή. Η πρώτη
µεγάλη σύγκρουση πραγµατοποιήθηκε περιοχή της Μιρντίτας, οπού ξεσηκώθηκαν περισσότεροι από 4000 άνθρωποι. Το εντυπωσιακό σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι οι κάτοικοι της Μιρντίτας ήταν ως επί το πλείστον καθολικοί και θεωρητικά οι πιο ευνοηµένοι και φίλα προσκείµενοι προς τους Ιταλούς. Ο φόβος όµως του ενδεχοµένου να αποσταλούν νεαροί Αλβανοί στο αφρικανικό µέτωπο για να πολεµήσουν για λογαριασµό των φασιστικών δυνάµεων δηµιούργησε τις συνθήκες εξέγερσης. Η εξέγερση καταστάλθηκε εύκολα αλλά µέχρι το τέλος του χρόνου τα περιστατικά αµφισβήτησης της ιταλικής κυριαρχίας αυξάνονταν µε αποτέλεσµα την παραίτηση του πρωθυπουργού Βερλάτσι και την αντικατάσταση του από τον εθνικιστή Μουσταφά Κρούγια.
Εντωµεταξύ τον Οκτώβριο του 1940 η Ιταλία ξεκίνησε την επίθεση κατά της Ελλάδας. Στο µέτωπο στάλθηκαν και δύο αλβανικά τάγµατα, τα οποία όµως αρνήθηκαν να πολεµήσουν στο πλευρό του άξονα, µε αποτέλεσµα να οδηγηθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης την κεντρική Αλβανία.
Μετά την ήττα της Γιουγκοσλαβίας από την χιτλερική πολεµική µηχανή ακολούθησε και η κατάρρευση του ελληνικού µετώπου. Η Ιταλία επιχειρώντας να κάµψει τις αντιδράσεις των Αλβανών χρησιµοποίησε τον αλβανικό αλυτρωτισµό και έθεσε κάτω από την ζώνη επιρροής της το Κόσσοβο, το όποιο προσάρτησε στο Αλβανικό προτεκτοράτο.
Ταυτόχρονα µε την επικράτηση των Ιταλογερµανών στα Βαλκάνια άρχισε να οργανώνεται ένα µεγάλο αντιστασιακό κίνηµα από τους κοµµουνιστές στην κατεχόµενη Ελλάδα και στην Γιουγκοσλαβία.
Την αδυναµία οργάνωσης αντιστασιακού κινήµατος στην Αλβανία ήρθαν να καλύψουν οι Γιουγκοσλάβοι (αν και αυτό είναι κάτι που το αρνούνταν πεισµατικά στην συνέχεια οι Αλβανοί). Ο ηγέτης του Κ.Κ.Γ. Γιόζιπ Μπροζ Τίτο απέστειλε στην Αλβανία τους Μλάντιν Πόποβιτς και Ντούσαν Μουγκόσα µε σκοπό να οργανώσουν το Κοµµουνιστικό Κόµµα της Αλβανίας και να ξεκινήσουν άµεσα αντίσταση.
Η Αλβανία ήταν η µόνη βαλκανική χώρα που δεν είχε οργανωµένο κοµµουνιστικό κόµµα εκείνη την περίοδο. Αντίθετα υπήρχαν οκτώ διάσπαρτοι πυρήνες εκ των οποίων µάλιστα οι δύο ήταν τροτσκιστικοί και αντιτίθονταν στην πολιτική της Ε.Σ.Σ.∆.. Οι Γιουγκοσλάβοι κατάφεραν να φέρουν σε επαφή κάποιους απ’ αυτούς τους πυρήνες και να οργανώσουν µία συνάντηση. Η συνάντηση έλαβε χώρα στα Τίρανα από τις 8 έως τις 14 Νοεµβρίου 1941, υπό την παρουσία 15 αντιπροσώπων των κοµµουνιστικών πυρήνων. Ανάµεσα στους αντιπροσώπους ήταν και ο Ενβέρ Χότζα. Στην συνάντηση αποφασίστηκε η ίδρυση του ενιαίου Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Αλβανίας, ενώ ταυτόχρονα ορίστηκε επταµελής προσωρινή κεντρική επιτροπή. Την θέση του συντονιστή, καθώς δεν εκλέχτηκε γραµµατέας, ανέλαβε ο Χότζα. Η ανάδειξη του Χότζα σε ηγετική µορφή του κόµµατος δεν ήταν αναµενόµενη καθώς δεν άνηκε στην ηγετική οµάδα ούτε του πυρήνα της Κορυτσάς. Η επιλογή του προφανώς προκρίθηκε ως µία συµβιβαστική και µετριοπαθής λύση ανάµεσα στις συγκρούσεις των υπολοίπων διεκδικητών της ηγεσίας του Κ.Κ.Α. Ο Χότζα αν και δεν θεωρούταν ηγετική φυσιογνωµία του αλβανικού κοµµουνιστικού κινήµατος είχε όλα τα απαιτούµενα προσόντα για αυτή την θέση καθώς ήταν νέος (µόλις 33χρονων), εµφανίσιµος, µορφωµένος, διανοούµενος, δραστήριος και δεινός ρήτορας.
Σύµφωνα µε την ιδρυτική διακήρυξη του κόµµατος οι ιδεολογικές του βάσεις ορίζονταν από τις αρχές των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν.
Παρόλες τις αντιπαλότητες ανάµεσα στους κοµµουνιστικούς πυρήνες η ίδρυση του ενιαίου κόµµατος ήταν το ευκολότερο κοµµάτι. Ο Χότζα και τα υπόλοιπα µέλη της κεντρικής επιτροπής τέθηκαν στην ηγεσία ενός κόµµατος µόλις 130 µελών και καλούνταν µε αυτά να οργανώσουν την αντίσταση απέναντι στον άξονα σε µία ολόκληρη χώρα.
Παρότι η ρητορική του κόµµατος απευθύνονταν στην εργατική τάξη τα περισσότερα
µέλη του προέρχονταν από τα µεσαία στρώµατα και ήταν κυρίως διανοούµενοι και νεαροί φοιτητές. Άλλωστε η Αλβανία εκείνη την περίοδο ήταν ένα κράτος που είχε µείνει στην φεουδαρχική περίοδο µε πολύ λίγους µικροαστούς και χωρίς διαµορφωµένη εργατική τάξη. Αυτό έκανε δύσκολη την προσέγγιση στους σχεδόν αναλφάβητους στην πλειοψηφία Αλβανούς αγρότες και κτηνοτρόφους που έβλεπαν µε καχυποψία τους διανοούµενους.
Οι Γιουγκοσλάβοι ανέλαβαν να κατευθύνουν τα πρώτα βήµατα του νεοσύστατου κόµµατος. Ο Μουγκόσα ανέλαβε τον τοµέα στρατολόγησης µελών, ενώ ο Πόποβιτς ανέλαβε να βοηθήσει τον Χότζα στην οργάνωση του προγράµµατος του κόµµατος στα πρότυπα του γιουγκοσλαβικού.
Η υιοθέτηση συνθηµάτων κατά των φασιστών και υπέρ της ελευθερίας του λαού και της δηµοκρατίας, όπως επίσης και η στάση του κόµµατος στο αγροτικό ζήτηµα οπού ζητούσε την αναδιανοµή της γης υπέρ των κατωτέρων στρωµάτων ήταν ένας από τους λόγους που έκαναν το Κ.Κ.Α. να αρχίζει να κερδίζει την συµπάθεια των κατοίκων. Παράλληλα και παρότι ο αριθµός των µελών δεν ήταν ακόµη ικανοποιητικός οργανώθηκαν µικρές οµάδες 5-10 ατόµων που άρχισαν να παρενοχλούν τις δυνάµεις κατοχής και να προβαίνουν σε σαµποτάζ.
Ταυτόχρονα οι κοµµουνιστές για να ενισχύσουν τις δυνάµεις τους, προσέγγισαν και κάποιες µικρές αλλά εµπειροπόλεµες ένοπλες οµάδες ατάκτων που κυκλοφορούσαν στα αλβανικά βουνά, όπως αυτή του Μύσλιµ Πέζα.
Στις αρχές του 1942 η αντιστασιακή δράση του κόµµατος µπορεί να µην είχε ιδιαίτερα αποτελέσµατα κατά των Ιταλών αλλά είχε αρχίσει να κερδίζει τις εντυπώσεις της κοινής γνώµης χάρη στην προπαγανδιστική του µηχανή. Το κόµµα άρχισε να βρίσκει ανταπόκριση στους πληθυσµούς της υπαίθρου και ιδιαίτερα στον νότο και στους τόσκικους πληθυσµούς των µπεκτασήδων και των ορθοδόξων που έβλεπαν τις υποσχέσεις των κοµµουνιστών για ισότητα και ισονοµία, ως µία ευκαιρία να απελευθερωθούν από την σουνιτική καταπίεση.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους οι συγκρούσεις ανταρτών µε τις κατοχικές δυνάµεις και τα σαµποτάζ κατά κρατικών και στρατιωτικών στόχων άρχισαν να κλιµακώνονται. Στις 25 Αυγούστου 1942 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της εφηµερίδας Zëri i Ρopullit («Η φωνή του λαού») που διακήρυσσε ότι στόχος του κοµµουνιστικό κόµµατος ήταν να ενώσει στον αγώνα κατά των φασιστών όλους τους έντιµους και αντιφασίστες πατριώτες, ανεξάρτητα από πολιτικά και θρησκευτικά πιστεύω, για µία ελεύθερη και δηµοκρατική Αλβανία.
Λίγες µέρες αργότερα µε πρωτοβουλία του Κ.Κ.Α. συγκλήθηκε στην πόλη Πέζα εθνικοαπελευθερωτική συνδιάσκεψη µε σκοπό την δηµιουργία διευρυµένου αντιστασιακού µετώπου.
Η πρόταση για την δηµιουργία αντιστασιακού µετώπου βαραίνει περισσότερο τους παλαιότερους κοµµουνιστές Mustafa Gjinishi, Koco Tasko, Ymer Dishnica και λιγότερο τον Χότζα. Στην συνδιάσκεψη προσκλήθηκαν κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες που θα µπορούσαν να συµβάλουν στην αντίσταση, από τους φύλαρχους του βορρά µέχρι τους τσιφλικάδες του νότου και από δηµοκρατικούς έως βασιλόφρονες. Τελικά όµως κανένας δεν παραβρέθηκε πέρα από κάποιους
µεµονωµένους αλλά αναγνωρισµένους αντιστασιακούς πατριώτες όπως ο Μυσλίµ Πέζα και Αµπάζ Κούπι. Αυτό ισχυροποίησε ουσιαστικά τους κοµµουνιστές καθώς ήταν η µόνη οργανωµένη οµάδα που συµµετείχε.
Στην συνδιάσκεψη αποφασίστηκε να παραµεριστούν οι όποιες πολιτικές διαφορές µεταξύ των αυτών που συµµετείχαν και να δηµιουργηθεί το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο µε σκοπό την αντίσταση κατά των κατακτητών. Στο γενικό συµβούλιο που εκλέχτηκε συµµετείχαν επτά κοµµουνιστές (µεταξύ των οποίων και ο Χότζα) και τρεις µη κοµµουνιστές, οι Κούπι, Πέζα και Μπαµπά Φάγια. Όταν τέθηκε στην συνδιάσκεψη το ζήτηµα της µορφής εξουσίας µετά την απελευθέρωση οι κοµµουνιστές υποστήριξαν ότι αυτό ήταν άκαιρο και πως προείχε πρώτα η απελευθέρωση της πατρίδας.
Με την ίδρυση του µετώπου άρχισαν να δηµιουργούνται µικρές αντιστασιακές οµάδες σε όλη την χώρα και να ιδρύονται τοπικά εθνικοαπελευθερωτικά συµβούλια. Οι οµάδες αυτές έρχονταν σε επαφή µε διάφορους συνδέσµους, οι οποίοι τους µετέφεραν τις οδηγίες της ηγεσίας. Μέχρι το τέλος του χρόνου το Ε.Α.Μ.-Α. είχε αναπτύξει δράση σχεδόν σε ολόκληρη την Αλβανία κυρίως όµως στα κεντρικά και στα νότια της χώρας.
Το Ε.Α.Μ.-Α. δεν ήταν η µόνη αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Αλβανία. Κατά την διάρκεια της κατοχής της χώρας ιδρυθήκαν και άλλες οργανώσεις αντικοµουνιστικής όµως κατεύθυνσης, οι οποίες δεν προσέβλεπαν µόνο στην σύγκρουση µε τον εχθρό αλλά και η παρεµπόδιση των κοµµουνιστών να καταλάβουν την εξουσία µετά την απελευθέρωση.
Η ίδρυση της αντιστασιακής οργάνωσης Balli Kombëtar («Εθνικό Μέτωπο») ήρθε ως απάντηση στην ίδρυση του Ε.Α.Μ.-Α. Το Ε.Μ. ήταν ένα εθνικιστικό, αντικοµουνιστικό και αντιζωγικό µέτωπο που επιζητούσε την δηµιουργία ενός αβασίλευτου εθνικού, αστικού κράτους, στο οποίο θα συµπεριλαµβάνονταν και το Κόσσοβο. Αν και δεν δεχόταν την επιστροφή του Ζώγου ουσιαστικά αντιπροσώπευε την προκατοχική άρχουσα τάξη της Αλβανίας και αρνούταν να εντάξει στο πρόγραµµα του ριζοσπαστικές µεταρρυθµίσεις, όπως ήταν αυτή της αναδιανοµής της γης που κήρυτταν οι κοµµουνιστές. Ηγέτες του µετώπου ήταν οι γνωστοί πολιτικοί Μιντάτ Φρασέρι και Αλή Κελτσίρα.
Το Ε.Μ. αν και αρχικά είχε στρατολογήσει ανάλογες ή και περισσότερες ίσως δυνάµεις από Ε.Α.Μ.-Α. απέφευγε να έρθει σε ευθεία σύγκρουση µε τους κατακτητές. Περιορίζονταν σε ορισµένες µόνο παρενοχλήσεις και παράλληλα έκανε συντήρηση δυνάµεων για να ναι έτοιµο να κηρύξει την εξέγερση µε τη ήττα του άξονα και να αντιµετωπίσει τους κοµµουνιστές.
Το πρώτο καιρό και µέχρι την αποχώρηση των Ιταλών η αντιπαλότητα µεταξύ των δύο οργανώσεων δεν εκφράστηκε εµπράκτως. Αντίθετα θα µπορούσαµε να πούµε ότι σε κάποιες µεµονοµένες περιπτώσεις υπήρχε και διάθεση για συνεργασία. Η συνεχόµενη όµως αύξηση της επιρροής του Ε.Μ. µε την στρατολόγηση νέων στελεχών άρχισε να θορυβεί τους κοµµουνιστές.
Τον Μάρτιο του 1943 πραγµατοποιήθηκε η Πρώτη Εθνική Συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Α. στην πόλη Λαµπινότ. Η συνδιάσκεψη εξέλεξε και επίσηµα τον Χότζα ως Γενικό Γραµµατέα της Κεντρικής Επιτροπής του κόµµατος. Στην συνδιάσκεψη ασκήθηκε έντονη κριτική στο Κ.Κ.Α. από τους Γιουγκοσλάβους όσον αφορά την στρατηγική που ακολουθούσε στο πλαίσιο της διεύρυνσης του λαϊκού µετώπου. Η κριτική αύτη εκφράστηκε και επίσηµα από επιστολή που απέστειλε ο ίδιος ο Τίτο, µε την οποία καλούσε το κόµµα να προχωρήσει σε ευρεία στρατολόγηση νέων µελών από τους αγρότες. Αποτέλεσµα της συνδιάσκεψης ήταν η πλήρης υιοθέτηση των γιουγκοσλαβικών θέσεων.
Η πίεση για άµεση διεύρυνση του µετώπου έκανε µία µερίδα του Κ.Κ.Α. να πιστεύει ότι θα µπορούσε να επιτευχθεί µε την συνεργασία του Ε.Α.Μ.-Α. µε το Ε.Μ. Ο Χότζα όµως έβλεπε µε αντιπαλότητα το Ε.Μ. καθώς το θεωρούσε καιροσκοπικό και καθεστωτικό, ενώ υποστήριζε πώς κανένας από τα µέλη του δεν ήταν αντάρτης στη πράξη αλλά ότι ήταν άνθρωποι της ίντριγκας, της κινδυνολογίας και των µεγάλων λόγων. Παρόλη όµως την αντιπάθεια του ο Χότζα παρέµενε βαθιά πατριώτης και αυτό ήταν ένα σηµείο, στο οποίο µπορούσε να ταυτιστεί µε την εθνικιστική αντιστασιακή οργάνωση.
Στο πλαίσιο της δηµιουργίας του κοινού µετώπου οργανώθηκε µία συνάντηση του Ε.Α.Μ.-Α. και του Ε.Μ. στο χωριό Μουκάι κοντά στην Κρούγια. Το Ε.Α.Μ.-Α. αντιπροσώπευαν οι κοµµουνιστές Μουσταφά Γκινίσι και Ιµέρ Ντισνίτσα και ο µη κοµµουνιστής Αµπάζ Κούπι. Την πλευρά του Ε.Μ. αντιπροσώπευε µεταξύ άλλων ο ηγέτης της οργάνωσης και έµπειρος πολιτικός Μιντάτ Φρασέρι. Οι διπλωµατικές ικανότητες του Φρασέρι αποτέλεσαν ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα του Ε.Μ. έναντι των πιο άπειρων στελεχών του Ε.Α.Μ.-Α. Η συµφωνία που προέκυψε προέβλεπε την δηµιουργία ενός κοινού µετώπου εθνικιστών και κοµµουνιστών που θα αγωνίζονταν για την απελευθέρωση από τους κατακτητές για την δηµιουργία ενός εθνικού κράτους, στο οποίο θα συµπεριλαµβάνονταν και το Κόσσοβο. Η συµφωνία προέβλεπε επίσης τον σχηµατισµό µιας µεικτής επιτροπής σωτηρίας µε ίσο αριθµό µελών και από τις δύο οργανώσεις, στην οποία θα προήδρευε ο Χασάν Ντόστι, ένα από τα ηγετικά στελέχη του Ε.Μ. Η επιτροπή σωτηρίας θα λειτουργούσε και ως προσωρινή κυβέρνηση. Σε κανένα σηµείο της συµφωνίας δεν αναφέρονταν η πρόθεση για κοινωνικές µεταρρυθµίσεις σοσιαλιστικού τύπου.
Το αποτέλεσµα της συνάντησης θορύβησε τον Χότζα καθώς η συµφωνία υιοθετούσε όλες τις θέσεις του προγράµµατος του Ε.Μ., ενώ δεν λαµβάνονταν καθόλου υπόψιν αυτές του προγράµµατος του Ε.Α.Μ.-Α. Περισσότερο θορυβηµένη εµφανίζονταν όµως η γιουγκοσλαβική πλευρά. Ο Τίτο αποσκοπούσε στην δηµιουργία µιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Οµοσπονδίας, στην οποία θα συµπεριλαµβάνονταν ως ισότιµο και το αλβανικό κράτος, καθώς πίστευε ότι η Αλβανία ήταν πολύ µικρή και αδύναµη για να επιβιώσει µόνη της. Σ’αυτό το πλαίσιο κινούταν και η προσπάθεια των Γιουγκοσλάβων να βοηθήσουν να δηµιουργηθεί και να οικοδοµηθεί το Κ.Κ.Α. Η συµφωνία όµως του Μουκάι δεν έθετε σε αµφισβήτηση µόνο το σχέδιο οµοσπονδιοποίησης των Βαλκανίων αλλά έφερε και τους Αλβανούς ως διεκδικητές του Κοσσόβου, ενός δηλαδή κοµµατιού του κράτους της Γιουγκοσλαβίας!
Ο Χότζα κάτω και από τις γιουγκοσλαβικές πιέσεις αρνήθηκε να επικυρώσει την συµφωνία. Αυτό όµως δεν ήταν αρκετό για να αποκατασταθούν οι σχέσεις του Κ.Κ.Α. µε το Κ.Κ.Γ. καθώς η εµπιστοσύνη των Γιουγκοσλάβων είχε κλονιστεί. Έτσι ξεκίνησε από πλευρά Γιουγκοσλάβων µία προσπάθεια ηγεµόνευσης του αδελφού αλβανικού κόµµατος.
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού αποστάλθηκε στην Αλβανία ο Βουκµάνοβιτς-Τέµπο ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Τίτο και µέλος του Ανωτάτου Επιτελείου του Λ.Α.Σ.Γ., τον οποίο ο Χότζα χαρακτήριζε ως πολίτικο γκάνγκστερ.
Η συµφωνία του Μουκάι και η άρνηση επικύρωσης της από τον Χότζα αποτελεί σηµείο τοµής για την αλβανική αντίσταση, καθώς από εκείνη την στιγµή αρχίζει ουσιαστικά ο εµφύλιος πόλεµος µεταξύ κοµµουνιστών και εθνικιστών για την µελλοντική νοµή της εξουσίας.
Η άρνηση των συµφωνηθέντων του Μουκάι προκάλεσε τριγµούς και στο Ε.Α.Μ.-Α. Ο Αµπάς Κούπι µέλος του γενικού συµβουλίου και ένας από τους συµµετέχοντες στην συνάντηση αποχώρησε από το Ε.Α.Μ.-Α. και ίδρυσε δική του αντιστασιακή οργάνωση. Η οργάνωση ονοµάστηκε Legalitet δηλαδή νοµιµότητα και υποστήριζε ότι ο µόνος που είχε το δικαίωµα να αναλάβει την εξουσία µετά την απελευθέρωση ήταν ο εκδιωχθής από τους Ιταλούς βασιλιάς Ζώγου.
Η οργάνωση του Κούπι δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην περιοχή του Μάτι και είχε την υποστήριξη από τους βασιλόφρονες κατοίκους των όρεων και από ορισµένους Γκέγκηδες φύλαρχους που θεωρούσαν ότι οι Τόσκηδες κατά την πλειονότητα τους κοµµουνιστές θα δρούσαν κατά των συµφερόντων τους.
Κατά το 1943 ο Β' Παγκόσµιος πόλεµος βρίσκονταν στο αποκορύφωµα του και οι βρετανικές µυστικές υπηρεσίες έκριναν απαραίτητη για την θετική έκβαση του πολέµου εναντίον του άξονα, την ενίσχυση των αντιστασιακών οργανώσεως της Αλβανίας. Γι’ αυτόν τον λόγο εστάλησαν οµάδες πρακτόρων που ήρθαν σε επαφή µε τους αντάρτες και τους ενίσχυσαν µε όπλα, προµήθειες και χρήµατα. Στους Άγγλους χρεώνεται από πολλούς και η πρωτοβουλία της συνάντησης των αντιστασιακών οργανώσεων στο Μουκάι. Η αποστολή των πρακτόρων δυσκόλεψε απίστευτα µετά το ναυάγιο των συζητήσεων καθώς έπρεπε να συντονίσουν την αντίσταση και να διανείµουν προµήθειες, ενώ ήταν διασκορπισµένοι και µοιρασµένοι σε τρία εχθρικά στρατόπεδα.
Η εµφύλια αντιπαράθεση κατάφερε διχάσει ακόµη και την βρετανική αποστολή καθώς µία µερίδα υποστήριζε την ενίσχυση των κοµµουνιστών που έδειχναν πιο µαχητική διάθεση εναντίον των Γερµανών, ενώ µια άλλη οµάδα υποστήριζε τις δυνάµεις του Ε.Μ. και των βασιλοφρόνων µε την αιτιολογία πως δεν έπρεπε να επιτραπεί η επικράτηση των κοµµουνιστών. Για τους σχεδιαστές του πολέµου όµως ήταν σηµαντικότερη η εξασφάλιση της ήττας του Χιτλερικού στρατού και ποσώς τους ενδιέφερε εκείνη την στιγµή ποιος θα έπαιρνε την εξουσία στην Αλβανία µετά το πέρας του πολέµου. Καθώς λοιπόν το Ε.Μ. και το Legalitet έδειχναν µικρότερη διάθεση να συγκρουστούν µε τους γερµανούς λογικό και επόµενο ήταν η πλειονότητα των εφοδίων να δίδεται στο πιο αξιόµαχο Ε.Α.Μ.-Α. .
Στον αντίποδα οι Γερµανοί (που είχαν διαδεχθεί τους Ιταλούς στην κατοχή της Αλβανίας µετά από την πτώση του Μουσολίνι το καλοκαίρι του 1943) σε µία προσπάθεια να περιορίσουν τις αντιδράσεις εναντίον τους παραχώρησαν κάποια δικαιώµατα στους Γκέγκηδες µεγαλοκτηµατίες του βορρά, αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Αλβανίας (κάτω βέβαια από την γερµανική κατοχή), ενώ υποστήριξαν πως µόνο µε την δική τους επικράτηση µπορεί να εξασφαλιστεί η προσάρτηση του Κοσσόβου και της Τσαµουριάς στο αλβανικό κράτος. Παράλληλα προσέγγισαν τις αντικοµουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις και συνεργάστηκαν µαζί τους στον αγώνα κατά του Ε.Α.Μ.-Α. και του Κ.Κ.Α.103
Τον Νοέµβριο του 1943 οι Γερµανοί οργάνωσαν µια συντονισµένη επιχείρηση κατά των κοµµουνιστών σε όλη την χώρα µε αποτέλεσµα τον περιορισµό των δυνάµεων του Ε.Α.Μ.-Α. στους ορεινούς όγκους του νότου. Τον ∆εκέµβριο κατά την διάρκεια µίας επίθεσης στη περιοχή µεταξύ ∆ίβρας και Επισκοπής παραλίγο να πέσει στα χέρια των Γερµανών και ο ίδιος ο Χότζα µαζί µε τα περισσότερα µέλη του συµβουλίου του Ε.Α.Μ.-Α., τελικά όµως διασώθηκαν µετά από έναν παράτολµο ελιγµό της πρώτης ταξιαρχίας του Ε.Α.Μ.-Α. υπό τις οδηγίες του Μεχµέτ Σέχου.
Στις αρχές του 1944 η γερµανική επίθεση και ο δύσκολος χειµώνας στα αλβανικά βουνά περιόρισε την επιχειρησιακή δραστηριότητα του Ε.Α.Μ.-Α. Το βάρος των κοµµουνιστών έπεσε στην οργάνωση των κοµµατικών µηχανισµών στις πόλεις και στα χωριά, ώστε να είναι έτοιµη να καταλάβουν την εξουσία αµέσως µετά την διαφαινόµενη ήττα των Γερµανών.
Ήδη από το προηγούµενο έτος (Σεπτέµβριο του ʼ43) µε απόφαση ενός νέου συνεδρίου στο Λαµπινότ τα τοπικά εθνικοαπελευθερωτικά συµβούλια είχαν ανακηρυχθεί ως η µοναδική κρατική οντότητα που αναγνώριζε το κόµµα. Η αντιφασιστική δράση του κόµµατος µε τα ανταρτικά τµήµατα του Ε.Α.Μ.-Α., οι γερµανικές θηριωδίες και τα αντίποινα κατά πολιτών και το πολιτικό του Κ.Κ.Α. που υπόσχονταν αναδιανοµή της γης υπέρ των φτωχών αγροτών προσέλκυε πλέον µαζικούς πληθυσµούς στις τάξεις του. Έτσι την άνοιξη του 1944 το Ε.Α.Μ.-Α. απαριθµούσε περισσότερους από 20.000 µαχητές και ήταν σε θέση να σπάσει την γερµανική πολιορκία που το είχε περιορίσει στα βουνά.
Στις 5 Απριλίου το γενικό επιτελείο του µετώπου κάλεσε σε γενική επίθεση κατά των γερµανικών δυνάµεων. Τα ανταρτικά τµήµατα του Ε.Α.Μ.-Α. -που είχε πλέον µετονοµαστεί από τον Χότζα σε Αλβανικό Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό-, καθοδηγούµενα από τον Σέχου και εξοπλισµένα από τους Άγγλους είχαν εξελιχθεί από µερικές οµάδες άτακτων σε εµπειροπόλεµες και αξιόµαχες µονάδες. Η επίθεση των ανταρτών του Α.Ε.Α.Σ. ήταν τόσο ραγδαία που βρήκε απροετοίµαστους τόσο τους Γερµανούς, όσο και τις αντικοµουνιστικές αντάρτικες οµάδες µε αποτέλεσµα σε λιγότερο από µία βδοµάδα να τεθεί υπό τον έλεγχο του Χότζα το µεγαλύτερο µέρος της αλβανικής υπαίθρου. Το κλίµα πλέον είχε στραφεί υπέρ των κοµµουνιστών και αυτό δε µπορούσε να ανατραπεί ούτε µε την τελευταία γενική επίθεση των γερµανών ούτε µε τις διάφορες προσπάθειες εναλλαγής κατοχικών κυβερνήσεων µε πρόσωπα του Ζωγικού περιγύρου που περιλάµβαναν και µέλη του Ε.Μ.
Στις 24 Μαΐου 1944 συγκλήθηκε στην Πρεµέτη το Πρώτο Αντιφασιστικό Εθνικοαπελευθερωτικό Συνέδριο κατά το οποίο εκλέχθηκε η Αντιφασιστική Απελευθερωτική Επιτροπή µε προεδρεύον τον Χότζα και αναγορεύτηκε ως προσωρινή κυβέρνηση της χώρας. Με απόφαση του συνεδρίου θεωρήθηκαν άκυρες όλες οι οικονοµικές συµφωνίες που πραγµατοποιήθηκαν στα χρόνια διακυβέρνησης του Ζώγου και απαγορεύτηκε η επιστροφή του βασιλιά.
Μέχρι το καλοκαίρι η επικράτηση των κοµµουνιστών στο εσωτερικό της χώρας ήταν σχεδόν αδιαµφισβήτητη και το µόνο που τους ανησυχούσε ήταν πλέον µία πιθανή εισβολή των συµµάχων από την Σικελία. Ο Χότζα αν και εξαρχής δεν είχε σχεδόν καµία εµπιστοσύνη στους βρετανούς πράκτορες, αναγκάστηκε να συνεργαστεί µαζί τους καθώς είχε ανάγκη τις συµµαχικές προµήθειες και τα όπλα. Με εδραιωµένη όµως την δύναµη του A.E.A.Σ. η συµµαχική βοήθεια ήταν πλέον περιττή, ενώ ταυτόχρονα οι επαφές κάποιων βρετανών πρακτόρων µε τους ηγέτες του Ε.Μ. και του Legalitet ενίσχυαν την ανασφάλεια των κοµµουνιστών. Έτσι στις 25 Αυγούστου ο Χότζα απέστειλε τελεσίγραφο στους Βρετανούς πράκτορες Smiley, Mac Lean και Seymor ζητώντας τους να αποχωρήσουν εντός 5 ηµερών από την χώρα ειδάλλως θα έδινε εντολή να συλληφθούν για να περάσουν από λαϊκό δικαστήριο µε την κατηγορία των «εχθρών του λαού».
Ήταν φανερό πως πλέον ο Χότζα δεν αντιµετώπιζε τους Βρετανούς αντιπροσώπους ως συµµάχους αλλά ως συνεργάτες των εχθρών που επιδίωκαν την ανατροπή των ανταρτών. Η ολική ρήξη µε τους Βρετανούς ήρθε λίγες εβδοµάδες αργότερα στις 9 Οκτωβρίου όταν ο Χότζα απαίτησε την απόσυρση και όλων των υπολοίπων Βρετανών πρακτόρων.
Παρότι ο Χότζα ετοιµαζόταν να καταλάβει την εξουσία σε διεθνές επίπεδο ήταν φανερό ότι το αλβανικό ζήτηµα δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τις µεγάλες δυνάµεις. Τόσο οι Άγγλοι όσο οι Αµερικάνοι και οι Σοβιετικοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρονταν για το µεταπολεµικό µέλλον της µικρής Αλβανίας. Η παντελής αδιαφορία των µεγάλων δυνάµεων για την Αλβανία συνεχίστηκε και λίγο πριν την ολοκληρωτική λήξη του πόλεµου και είναι ενδεικτική η έλλειψη αναφοράς της χώρας στην συνδιάσκεψη της Γιάλτας όπου χωρίστηκε η Ευρώπη σε ζώνες επιρροής.
Την αδιαφορία αυτή ενέτεινε η πεποίθηση πως η χώρα θα προσαρτιόνταν στην Γιουγκοσλαβική οµοσπονδία κάτι που ήταν και βασική επιδίωξη του Τίτο.
Οι γιουγκοσλαβικές πιέσεις προς την αλβανική ηγεσία αυτή την περίοδο εντείνονταν καθώς ο Χότζα εµφανίζονταν αρνητικός στην προοπτική της οµοσπονδιοποίησης των δύο κρατών. Γι’ αυτή τη στάση του αµφισβητούνταν ανοιχτά και µέσα στο κόµµα, από µια φιλογιουγκοσλαβική αντιπολίτευση υπό την καθοδήγηση του Κότσι Τζότζε. Στο πλαίσιο των πιέσεων, τον Αύγουστο του 1944, αντικαταστάθηκε από τον Τίτο ο Γιουγκοσλάβος απεσταλµένος και στενός συνεργάτης του Χότζα Πόποβιτς µε την δικαιολογία πως είχε αλβανοποιηθεί και ταυτιστεί πλήρως µε τις αλβανικές θέσεις. Στην θέση του ανέλαβε ο συνταγµατάρχης Βέλιµιρ Στόινιτς, ο οποίος είχε ως αποστολή να αναγκάσει τους Αλβανούς να δεχτούν την ένωση τους µε την οµοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας.
Τον Οκτώβριο στην χώρα παρέµεναν λίγες γερµανικές δυνάµεις, οι οποίες λειτουργούσαν ως οπισθοφυλακή µέχρι να αποχωρήσουν τα γερµανικά στρατεύµατα από την Ελλάδα. Αυτό έδωσε το δικαίωµα στο δεύτερο Αντιφασιστικό Συνέδριο που διεξήχθη στο Μπεράτι στις 20 Οκτωβρίου να ανακηρύξει την αντιφασιστική επιτροπή σε ∆ηµοκρατική Κυβέρνηση της χώρας µε τον Χότζα να αναλαµβάνει την Πρωθυπουργία και το Υπουργείο Άµυνας.
Λίγες µέρες αργότερα διεξήχθη στην ίδια πόλη και η ολοµέλεια του Κ.Κ.Α. µε την συµµετοχή και του Στόινιτς. Εκεί ο Γιουγκοσλάβος αντιπρόσωπος εξαπέλυσε µία δριµύτατη επίθεση εναντίον του Ενβέρ Χότζα και της πολιτικής που είχε ακολουθήσει ως τότε θέτοντας ξεκάθαρα ζήτηµα αποποµπής του. Ο Χότζα αναδιπλώθηκε αναγνωρίζοντας τα λάθη του και κατάφερε να παραµείνει στην θέση του αν και πλέον η εξουσία του ήταν υπ’ ατµόν, καθώς το κόµµα είχε προσαρµοστεί πλήρως στην γιουγκοσλαβική γραµµή.
Στις 17 Νοεµβρίου 1944 αν και µε κλονισµένο το κοµµατικό του γόητρο, ο Χότζα εισήλθε σαν απελευθερωτής στην πρωτεύουσα των Τίρανων και έγινε αποδέκτης θερµής υποδοχής από τους κατοίκους, ενώ στις 29 Νοεµβρίου ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση της χώρας από τον άξονα µε την κατάληψη της Σκόδρας.
Η Σκόδρα όµως έγινε πεδίο συγκρούσεων µεταξύ των κοµµουνιστών και εξεγερµένων αντικαθεστωτικών, οι οποίοι επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη χωρίς να τα καταφέρουν. Την ευθύνη της εξέγερσης ο Χότζα την έριξε κυρίως στον καθολικό κλήρο της πόλης, όµως ουσιαστικά τα αίτια της ήταν κατά κύριο λόγο φυλετικά καθώς το Κ.Κ.Α. απαρτίζονταν κυρίως από Τόσκηδες του νότου και οι γκέγκικες φυλές του βορρά αντέδρασαν αφού θεώρησαν ότι έχαναν τον έλεγχο της χώρας.
πηγή πληροφοριών: Μεταπτυχιακή εργασία «Η εκκλησιαστική πολιτική του Ενβέρ Χότζα και των επιγόνων του»
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών