Ενβερ Χότζα: Η περίοδος διακυβέρνησης


Ο Ενβέρ Χότζα κλήθηκε να κυβερνήσει την Αλβανία κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η Αλβανία ακόµη και πριν τον πόλεµο ήταν µία από τις πιο υπανάπτυκτες γωνίες της Ευρώπης, µετά όµως το πέρας του ακόµη και οι ελάχιστες υποδοµές της χώρας είχαν καταστραφεί. Η Αλβανία ήταν η µόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν είχε Πανεπιστήµιο, σιδηρόδροµο και µεταφορές, ενώ υπήρχαν µόλις 2.800 χιλιόµετρα δρόµων κακής κατασκευής. Παράλληλα η έτσι και αλλιώς ελαχίστη προπολεµική παραγωγή είχε περιοριστεί δραµατικά δηµιουργώντας ένα τεράστιο επισιτιστικό πρόβληµα, ενώ χιλιάδες Αλβανοί αντιµετώπιζαν πρόβληµα στέγης αφού οι κατοικίες τους είχαν καταστραφεί από βοµβαρδισµούς. 

Στην προσπάθεια να εξευρεθούν λύσεις σ’ αυτά τα προβλήµατα η κυβέρνηση κρατικοποίησε άµεσα την βιοµηχανία, τις τράπεζες και τις µεταφορές. Παράλληλα κατέσχεσε όλα τα αποθέµατα σιτηρών βρίσκονταν στις αποθήκες των µεγαλοκτηµατιών, καθώς και τις περιουσίες όσων µε την λήξη του πολέµου εγκατέλειψαν την χώρα για να αποφύγουν διώξεις για πολιτικούς λόγους -ανάµεσα τους χιλιάδες µέλη των οργανώσεων Legalitet και Eθνικού Μετώπου. Τον Αύγουστο του 1945 εφαρµόστηκε και το πρόγραµµα αναδιανοµής της γης όπου όλα τα µεγάλα τσιφλίκια αναδιανεµήθηκαν χωρίς αποζηµίωση σε ακτήµονες αγρότες. 

Παρόλες όµως τις µεταρρυθµίσεις οι συνθήκες διαβίωσης το επισιτιστικό πρόβληµα παρέµενε και για την αντιµετώπιση του οι Αλβανοί βασίζονταν στην εξωτερική βοήθεια κυρίως της Γιουγκοσλαβίας κάτι που δηµιουργούσε µια σχέση εξάρτησης παρόµοια µε αυτή που υπήρχε προπολεµικά µε την Ιταλία. 


Και σε διεθνές επίπεδο όµως η θέση της Αλβανίας ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Ο Χότζα περίµενε πως η ενεργή συµµετοχή των ανταρτών του Ε.Α.Μ.-Α. στο πλευρό των νικητριών δυνάµεων κατά του άξονα θα σήµαινε ταυτόχρονα και την αναγνώριση τόσο της κυβέρνησης του όσο φυσικά και της ανεξαρτησίας της Αλβανίας. 

Τα πρώτα σύννεφα όµως φάνηκαν από την πλευρά της Ελλάδος και την διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου. Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε πως η κήρυξη του πολέµου κατά της Ελλάδος το 1940 έγινε ταυτόχρονα από τις κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Αλβανίας και δεν την αναγνώριζε ως χώρα υπό κατοχή. Η Ελλάδα αρνούταν να άρει το εµπόλεµο και επιζητούσε από τον Ο.Η.Ε. να της αποδοθούν οι περιοχές που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός κατά την ελληνική αντεπίθεση ως πολεµική αποζηµίωση. Στον αντίποδα η αλβανική κυβέρνηση υποστήριζε πως η χώρα βρίσκονταν υπό κατοχή και ότι η κυβέρνηση που κήρυξε τον πόλεµο κατά της Ελλάδας δεν ήταν µια νόµιµη κυβέρνηση αλλά µια κυβέρνηση «Κουίσλιγκς», η οποία εκτελούσε τις εντολές του άξονα. 

Το ξέσπασµα του ελληνικού εµφυλίου και οι αδιαµφισβήτητες επαφές των Αλβανών µε το Κ.Κ.Ε. έκαναν ορατό το ενδεχόµενο ακόµη και µιας ένοπλης σύρραξης µεταξύ των δύο κρατών. Στις ελληνικές αξιώσεις αντιτίθονταν σθεναρά η Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση που υποστήριζαν πως οποιαδήποτε παρέµβαση εναντίον της Αλβανίας θα προκαλούσε γενικευµένη σύρραξη. Οι δύο χώρες µάλιστα ανέλαβαν και την υπεράσπιση των αλβανικών θέσεων στον Ο.Η.Ε. καθώς η αλβανική ηγεσία ήταν αποκλεισµένη από την συνδιάσκεψη ειρήνης. 

Από την ίδρυση του αλβανικού κράτους ουδέποτε οι σχέσεις της Αλβανίας µε την Γιουγκοσλαβία δε θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν φιλικές. Οι Γιουγκοσλάβοι ποτέ τους δεν έκρυβαν τις επεκτατικές τους βλέψεις για το βόρειο τµήµα της Αλβανίας, ενώ στον αντίποδα παρέµενε πάντα ανοικτό από τους Αλβανούς το ζήτηµα του Κοσσόβου. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα περίµενε κανείς να εξοµαλυνθούν µετά την λήξη του πολέµου και την σηµαντική συµβολή των Γιουγκοσλάβων στην δηµιουργία του Κ.Κ.Α. και του αντιστασιακού κινήµατος της Αλβανίας. Πρόθεση όµως των Γιουγκοσλάβων δεν ήταν απλά να οικοδοµήσουν µια σχέση καλής γειτονίας και συνεργασίας µε την Αλβανία αλλά να ενσωµατώσουν το αλβανικό κράτος στην Γιουγκοσλαβική οµοσπονδία. Το σχέδιο αυτό είχε τεθεί εις γνώσιν της Μόσχας και είχε λάβει την έγκριση του ίδιου του Στάλιν.

Οι βλέψεις του Τίτο όµως δεν περιορίζονταν µόνο στην προσάρτηση της Αλβανίας αλλά προσέβλεπε στην δηµιουργία µίας µεγάλης Βαλκανικής Οµοσπονδίας που θα συµπεριλάµβανε επίσης την Βουλγαρία και την Ελλάδα (ή κάποια τµήµατα της ανάλογα µε την εξέλιξη του εµφυλίου). Ο Στάλιν ήταν κάθετα αντίθετος σ’ένα τέτοιο ενδεχόµενο, καθώς θεωρούσε πως η εξάπλωση της επιρροής του Τίτο σε ολόκληρη την Βαλκανική θα έθετε υπό αµφισβήτηση την ηγεµονία του ίδιου και την πρωτοκαθεδρία της Σοβιετικής Ένωσης στο παγκόσµιο κοµµουνιστικό κίνηµα. 

Ο Τίτο παρά τις Σοβιετικές αντιρρήσεις συνέχισε να προωθεί την ιδέα της Βαλκανικής Οµοσπονδίας. Η στάση αυτή είχε ως αποτέλεσµα την οριστική ρήξη στις σχέσεις της Γιουγκοσλαβίας µε την Ε.Σ.Σ.∆. Στις 18 Μαρτίου 1948 τα µέλη της Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής εγκατέλειψαν τη Γιουγκοσλαβία, καταγγέλλοντας πως υπήρχε αντισοβιετικό κλίµα στη χώρα. Στα τέλη Ιουνίου, η «Κοµινφόρµ», διέγραψε τη Γιουγκοσλαβία από µέλος της, κατηγορώντας τη γιουγκοσλαβική ηγεσία για απόκλιση από τις αρχές του Μαρξισµού-Λένινισµού. Παράλληλα όλες οι χώρες του ανατολικού µπλοκ -ανάµεσα τους και η Αλβανία- διέκοψαν τις σχέσεις τους µε το Κ.Κ.Γ. και το σχέδιο του Τίτο για οµοσπονδοποίηση όλης της Βαλκανικής ναυάγησε. 

Η ρήξη µεταξύ Στάλιν και Τίτο ευνόησε ουσιαστικά µόνο τον Χότζα. Ο Αλβανός ηγέτης δεν έβλεπε µε καθόλου καλό µάτι το ενδεχόµενο προσάρτησης της χώρας του και εξέφραζε τακτικά την αντίθεση του. Γι’ αυτό τον λόγο είχε βρεθεί σε δυσµένεια από τους Γιουγκοσλάβους και απειλούνταν µε καθαίρεση. Έτσι η αποποµπή της Γιουγκοσλαβίας από το Κοµµουνιστικό µπλοκ ήταν µια λύτρωση που τον απελευθέρωνε από τον βραχνά της Τιτοϊκής γραµµής και του επέτρεπε να εξολοθρεύσει τόσο πολιτικά όσο και φυσικά τους εσωκοµµατικούς του αντιπάλους. 

Ο Χότζα κάλεσε όλους τους Γιουγκοσλάβους αξιωµατούχους να αποχωρήσουν από την χώρα, κατήργησε όλες τις συµφωνίες που είχαν γίνει µεταξύ των δύο κρατών και κατήγγειλε τον Τίτο για ρεβιζιονισµό. Παράλληλα ξεκίνησε ευρείες εκκαθαρίσεις στο εσωτερικό του Κ.Κ.Α. από άτοµα που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν Τιτοϊκα ή φιλογιουγκοσλαβικά. Θύµα αυτών των εκκαθαρίσεων ήταν και ο ηγέτης της εσωκοµµατικής αντιπολίτευσης, Κότσι Τζότζε, ο οποίος εκτελέστηκε ως πράκτορας. 

Ως επιβράβευση η Σοβιετική Ένωση δέχθηκε να αναπληρώσει και µε το παραπάνω τις απώλειες από την κατάργηση των γιουγκο-αλβανικών εµπορικών συµφωνιών, ενώ ανέλαβε την αποστολή τεχνογνωσίας προσωπικού και υλικών για την ανάπτυξη της χώρας. Η Αλβανία συνέχιζε να µην είναι αυτάρκης αλλά απολάµβανε τις χορηγίες του νέου µεγάλου της προστάτη δίνοντας ως αντάλλαγµα στους Σοβιετικούς την µόνη τους διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. 

Ο Χότζα αναγνώρισε την ευεργεσία του Στάλιν και ανέδειξε στο πρόσωπο του ως το µεγαλύτερο πρότυπο ηγέτη. Στην Ε.Σ.Σ.∆. ο Στάλιν είχε εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς βασισµένο στον συγκεντρωτισµό και την καταπίεση. Ένα µείγµα πατριωτισµού και σοσιαλισµού που κατ’ όνοµα υπηρετούσε τα συµφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά κατ’ ουσίαν εξυπηρετούσε µια κρατικοδίαιτη κάστα κοµµατικών γραφειοκρατών. Όλο το οικοδόµηµα συνδέονταν µε την πειθαρχία που πήγαζε από την κρατική τροµοκρατία και τις διώξεις έναντι των διαφωνούντων και την επιβολή θρησκευτικής σχεδόν λατρείας στο πρόσωπο του αλάνθαστου ηγέτη. 

Ακολουθώντας πιστά το σοβιετικό µοντέλο ο Χότζα επεδίωξε να οικοδοµήσει στην χώρα του την αλβανική έκδοση του σταλινισµού. Η µορφή του δέσποζε σ’ όλα τα δηµόσια κτήρια, ενώ όλες οι κρατικές αποφάσεις λαµβάνονταν από την κεντρική επιτροπή του Κόµµατος Εργασίας της Αλβανίας (όπως είχε µετονοµαστεί το Κ.Κ.Α.από το 1948) στο οποίο συµµετείχαν 61 άτοµα που σε µεγάλο βαθµό συνδέονταν και µε δεσµούς συγγένειας.

Στον οικονοµικό τοµέα η αλβανική κυβέρνηση ακολουθούσε συγκεντρωτικό µοντέλο διαδοχικών πενταετών προγραµµάτων, τα οποία αποσκοπούσαν στην άµεση εκβιοµηχανοποίηση της χώρας (αν και οι Σοβιετικοί πίεζαν να επικεντρωθούν στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας), ενώ στον αγροτικό τοµέα αν και µόλις είχε πραγµατοποιηθεί η πολυπόθητη από τους κολίγους αναδιανοµή της γης ξεκίνησε µια ραγδαία προσπάθεια κολεκτιβοποίησης στα πρότυπα της Ε.Σ.Σ.∆. Τα πενταετή πλάνα συνοδεύονταν πάντα από αισιόδοξες προβλέψεις, στην πραγµατικότητα όµως προσέφεραν πολύ µικρότερα αποτελέσµατα. 

Η λήξη του Β' Παγκοσµίου Πολέµου σήµανε ταυτόχρονα την έναρξη του λεγόµενου Ψυχρού Πολέµου, ο οποίος χώρισε τον κόσµο σε δύο αντιµαχόµενα στρατόπεδα που ανταγωνίζονταν για την παγκόσµια κυριαρχία, στο Καπιταλιστικό µε κυρίαρχες δυνάµεις τις Η.Π.Α. την Μεγάλη Βρετανία και τις λοιπές ανεπτυγµένες χώρες της δύσης και στο Κοµµουνιστικό υπό την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. 

Το πρώτο επεισόδιο του Ψυχρού πολέµου διεξήχθει στην Ελλάδα, όπου ο εµφύλιος πόλεµος είχε θέσει ολόκληρη την νοτιανατολική Ευρώπη στο επίκεντρο της προσοχής όλων των µεγάλων δυνάµεων. Οι λεπτές ισορροπίες που είχαν δηµιουργηθεί µε την συµφωνία της Γιάλτας και τον διαχωρισµό της Ευρώπης σε ζώνες επιρροής απειλούνταν από µια πιθανή επικράτηση των Ελλήνων κοµµουνιστών καθώς η χώρα ως ναυτική είχε οριστεί στον έλεγχο των Βρετανών. Η Σοβιετική Ένωση παρακολουθούσε διακριτικά την εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα, µη θέλοντας να προκαλέσει την επέµβαση της ∆ύσης σε κάποια χώρα του Ανατολικού µπλοκ ως αντίποινα, όµως η Αλβανία και η Γιουγκοσλαβία (µέχρι την αποποµπή του Τίτο από την Κοµινφόρµ) έδιναν έµπρακτη βοήθεια στους Έλληνες αντάρτες. 

Η Βρετανία και στην συνέχεια οι Η.Π.Α. που την διαδέχθηκαν στην ηγεσία των καπιταλιστικών κρατών θεωρούσαν ήδη πολύ υψηλό το τίµηµα της συµφωνίας της Γιάλτας (η συµφωνία είχε πραγµατοποιηθεί πριν οι Αµερικάνοι αποκτήσουν το οπλικό πλεονέκτηµα της πυρηνικής βόµβας) και δεν ήταν διατεθειµένοι να παραχωρήσουν στο αντίπαλο στρατόπεδο και άλλα ευρωπαϊκά εδάφη, πόσο µάλιστα τόσο µεγάλης στρατηγικής θέσεως όπως αυτά της Ελλάδας. Η Αλβανία επίσης βρισκόταν ήδη στο στόχαστρο των Βρετανών καθώς δεν είχαν ξεχάσει την συµπεριφορά του Χότζα απέναντι τους κατά την διάρκεια του πολέµου και την αγνωµοσύνη που είχε επιδείξει στην βοήθεια που του παρείχαν. Τον Οκτώβριο του 1946 οι σχέσεις των δύο χωρών εντάθηκαν ακόµη περισσότερο, όταν µία βρετανική νηοποµπή προσέκρουσε σε νάρκες στο στενό πέρασµα µεταξύ Αλβανίας και Κέρκυρας, βυθίζοντας 44 Άγγλους ναυτικούς στον θάνατο, γεγονός που χρεώθηκε στην αλβανική κυβέρνηση. 

Η βοήθεια της Αλβανίας προς το Κ.Κ.Ε. και τους έλληνες αντάρτες θεωρούταν πρόκληση, όµως οι Άγγλοι δεν επιθυµούσαν µια άµεση επέµβαση (κάτι που προσδοκούσε βέβαια η Ελληνική κυβέρνηση) καθώς θα µπορούσε να προκαλέσει γενίκευση της σύρραξης σε ολόκληρη την νοτιοανατολική Ευρώπη. 

Τα δεδοµένα άλλαξαν µε την σύγκρουση Τίτο - Στάλιν και την αποποµπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κοµινφόρµ, καθώς πλέον η Αλβανία ήταν αποκοµµένη από τους υπόλοιπους συµµάχους της και κυκλωµένη από εχθρικά προς αυτήν κράτη. Οι Βρετανοί ξεκίνησαν µια επιχείρηση ανατροπής του Χότζα, η οποία όµως δεν ήθελαν να φανεί ως επέµβαση κάποιας εξωτερικής δύναµης αλλά έκφραση της θέλησης του αλβανικού λαού. Γι’ αυτό τον λόγο στρατολόγησαν γνωστούς τους από την αντίσταση αντικοµουνιστές Αλβανούς, πρώην µέλη του Legalitet και του Εθνικού Μετώπου που είχαν αυτοεξοριστεί στις χώρες τις δύσης για να γλυτώσουν από τις τιµωρίες του Χοτζικού καθεστώτος. Οι αντικαθεστωτικοί εκπαιδεύονταν σε συµµαχικά στρατόπεδα και αποστέλλονταν σε µυστικές αποστολές στην Αλβανία για να οργανώσουν την αντίσταση και να προετοιµάσουν την επιστροφή του Βασιλιά Ζώγου. Τα σχέδια όµως των Άγγλων διέρρευσαν στους Σοβιετικούς διαµέσου ενός διπλού κατάσκοπου της βρετανικής Intelligence Service, του Κιµ Φίλµπυ. Έτσι ο Χότζα ήταν ενήµερος για κάθε κίνηση των αντικαθεστωτικών και εξολόθρευσε τον όποιο κίνδυνο χωρίς δυσκολία.

Η βρετανική επιχείρηση µπορεί να απέτυχε, ενέτεινε όµως την ανασφάλεια του Χότζα που ένιωθε κυκλωµένος από ένα πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Η Ελλάδα στον νότο συνέχιζε να έχει αξιώσεις στην Βόρειο Ήπειρο και αρνούταν να άρει το εµπόλεµο από τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο φάνταζε ως µία διαρκής απειλή, ενώ και οι µεγάλες δυνάµεις έδειχναν πως είχαν ακόµη σχέδια να τον ανατρέψουν. Η καχυποψία πως οποιοσδήποτε µπορούσε να είναι συνεργάτης των εχθρών έκανε όλο και πιο απόλυτη και αιµατηρή την διακυβέρνηση της χώρας. 

Την ανασφάλεια αυτή µετρίαζε η εξαιρετική σχέση που είχε η χώρα του µε την Σοβιετική Ένωση και ο ίδιος µε τον Στάλιν. Το 1953 ο Στάλιν απεβίωσε και ο διάδοχος του Νικήτα Χρουστσόφ αποφάσισε να χαράξει διαφορετική πολιτική. Ο Χρουστσόφ κήρυξε το δόγµα της ειρηνικής συνύπαρξης µε τον καπιταλισµό, απέρριψε τον Σταλινισµό και την προσωπολατρία και κατηγόρησε τον ίδιο τον Στάλιν για απολυταρχικές και τροµοκρατικές µεθόδους. Παράλληλα ο Σοβιετικός ηγέτης προχώρησε σε µια µεγάλη στροφή στο ζήτηµα της Γιουγκοσλαβίας και άρχισε να επιζητά κοινούς κώδικες επικοινωνίας µε τον Τίτο, τον οποίο επισκέφτηκε στο Βελιγράδι. Αυτά για τον Χότζα ήταν συνώνυµα της προδοσίας και αντέδρασε έντονα. 

Ο Χρουστσόφ αδιαφόρησε για τα αλβανικά διαβήµατα και συνέχισε να ακολουθεί την πολιτική του, καθώς θεωρούσε πολύ πιο πολύτιµη γεωπολιτικά την συµµαχία της Γιουγκοσλαβίας απ’ αυτή της µικρής Αλβανίας που έτσι και αλλιώς πίστευε ότι δε θα µπορούσε να επιβιώσει χωρίς την Σοβιετική βοήθεια. Για να κάµψει τις αλβανικές αντιδράσεις ο Χρουστσόφ χρησιµοποίησε όσα µέσα είχε στην διάθεση του επιχειρώντας να καλοπιάσει, αλλά ταυτόχρονα και να τροµοκρατήσει την αλβανική κυβέρνηση. Έτσι από την µία προχώρησε σε αύξηση της οικονοµικής βοήθειας προς την Αλβανία, όµως ταυτόχρονα δεν δίσταζε να ξεστοµίζει και απειλές σε περίπτωση που ο Χότζα συνέχιζε να αρνείται να ακολουθήσει την «σοβιετική γραµµή». 

Ο Αλβανός ηγέτης γνώριζε πως η συµφιλίωση µε την Γιουγκοσλαβία απαιτούσε και την ταυτόχρονη αποκατάσταση όλων των φιλογιουγκοσλαβικών προσώπων που έπεσαν θύµατα των εσωκοµµατικών εκκαθαρίσεων και ιδιαίτερα του Κότσι Τζότζε, κάτι που ήταν πιθανό να πλήξει την ηγετική θέση του στο Κόµµα. Γι’ αυτό και οι απειλές και οι παραινέσεις του Χρουστσόφ δεν κατάφεραν να του αλλάξουν στάση και συνέχισε να καταγγέλλει την πολιτική της Ε.Σ.Σ.∆. απλά αποφεύγοντας να κατονοµάσει ως υπαίτιο τον Σοβιετικό ηγέτη. Μάλιστα την στιγµή που σηµειώθηκαν µεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις στην Πολωνία και στην Ουγγαρία ο Χότζα κατήγγειλε ότι αυτές ήταν αποτέλεσµα της παρέκκλισης από τον Σταλινισµό και του συµβιβασµού µε τον ρεφορµιστικό Τιτοϊσµό. 

Το κλίµα µεταξύ των δύο ηγετών εντάθηκε ακόµη περισσότερο όταν ο Χρουστσόφ συνοµίλησε µε τον Έλληνα πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο (Μάιος 1960) και άφησε ανοιχτό το ενδεχόµενο διαπραγµάτευσης του ζητήµατος της Βορείου Ηπείρου. Ο Χότζα µετέφρασε όλη την δραστηριότητα του Χρουστσόφ ως επιδίωξη να θυσιάσει την Αλβανία στον βωµό της επίτευξης των πολιτικών σκοπιµοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης. 

Τον Ιούνιο του ίδιου έτους πραγµατοποιήθηκε στο Βουκουρέστι µε αφορµή την διεξαγωγή του 3ου συνεδρίου του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Ρουµανίας µία συνάντηση αντιπροσωπιών όλων των χωρών του Συµφώνου της Βαρσοβίας για να συζητηθεί το Κινεζικό ζήτηµα. Για τους Αλβανούς αυτή η συνάντηση ήταν µία ευκαιρία να εκφράσουν την αντίθεση τους στην πολιτική του Χρουστσόφ, καθώς η κοµµουνιστική Κίνα ήταν η µόνη χώρα µαζί µε την Αλβανία που αντιδρούσε στις πολιτικές επιλογές της Μόσχας, που αρνούταν να αποκηρύξει τον σταλινισµό και που καταδίκαζε το δόγµα της ειρηνικής συνύπαρξης µε τον καπιταλισµό και την προσέγγιση µε τον Τίτο. Ο Ισνί Κάπο που εκπροσώπησε την Αλβανία στην συνάντηση υπερασπίστηκε σθεναρά τις κινεζικές θέσεις εξαπολύοντας παράλληλα µια δριµεία κριτική κατά του Χρουστσόφ. 

Για να τιµωρήσει την Αλβανία για την ανταρσία αλλά και για να την συνετίσει εν όψη της συνόδου που θα πραγµατοποιούνταν το Νοέµβρη παρουσία 81 Κοµµουνιστικών Κοµµάτων στη Μόσχα, ο Χρουστσόφ καθυστέρησε την αποστολή εµπορευµάτων και δηµητριακών στην χώρα δηµιουργώντας τεράστιο επισιτιστικό πρόβληµα. Παρόλα αυτά όταν ο Χότζα και ο Σέχου παραβρέθηκαν στην Μόσχα δεν δίστασαν για ακόµη µία φορά να κατακεραυνώσουν την Σοβιετική ηγεσία και να υπερασπιστούν σθεναρά τις κινεζικές θέσεις.

Μετά από αυτό η οριστική ρήξη ήταν γεγονός. Η Σοβιετική Ένωση κατήργησε µονοµερώς όλες τις οικονοµικές συµφωνίες που είχαν συναφθεί µε την Αλβανία και κατήγγειλε τον Χότζα ως αντισοβιετικό πράκτορα του ιµπεριαλισµού, τον οποίο µάλιστα ο Χρουστσόφ κάλεσε τον αλβανικό λαό να ανατρέψει. Παράλληλα η Μόσχα απέσυρε όλο το τεχνικό και επιστηµονικό προσωπικό που είχε αποστείλει στην χώρα, διέκοψε τις διπλωµατικές σχέσεις και εξεδίωξε όσους Αλβανούς σπούδαζαν στην Ε.Σ.Σ.∆. µε υποτροφίες. 

Οι σχέσεις των δύο χωρών δεν βελτιώθηκαν ούτε όταν ο Χρουστσόφ αντικαταστάθηκε στην ηγεσία της Ε.Σ.Σ.∆. από τον Μπρέζνιεφ. Η Αλβανία παρέµεινε τυπικά στο Σύµφωνο της Βαρσοβίας ως το 1967, όπου και αποχώρησε και επίσηµα µε αφορµή την εισβολή των Σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία. 

Το διαζύγιο µε την «µεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα» ήταν ικανό να προκαλέσει µεγάλες αναταράξεις τόσο στο Κόμμα Εργασίας Αλβανίας όσο και σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό της Αλβανίας ειδικά από την στιγµή που η χώρα θα στερούταν και την µεγαλύτερη πηγή εσόδων της. Ήταν αναµφίβολα µία  σηµαντική καµπή για την εξουσία του Χότζα, καθώς πλέον ελλόχευε και ο κίνδυνος µιας επέµβασης των σοβιετικών τανκς ανάλογη µε αυτές της Πράγας και της Βουδαπέστης. 

Για να αντιµετωπιστεί αυτή την κατάσταση πραγµατοποιήθηκε ένα νέο κύµα εκκαθαρίσεων στο κόµµα µε στόχο αυτή την φορά τα φιλοσοβιετικά στοιχεία. Παράλληλα εντάθηκαν οι επαφές µε την Κίνα και ξεκίνησε µία προσπάθεια ανόρθωσης του πατριωτικού αισθήµατος των Αλβανών προβάλλοντας διαρκώς την εικόνα του Χότζα ως ηγέτη που δεν διστάζει να τα βάζει µε µεγαθήρια. Ταυτόχρονα ο κοµµατικός τύπος δεν παρέλειπε µε κάθε ευκαιρία να καταγγείλει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης ως ένα ρεβιζιονιστικό και ρεφορµιστικό κόµµα που εκτράπηκε από τον ορθόδοξο δρόµο του Μαρξισµού- Λενινισµού που εξέφραζε ο Σταλινισµός. 

Η αµφισβήτηση της µονοπωλιακής εξουσίας της Ε.Σ.Σ.∆. στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ανέδειξε τον Μάο Τσετούνγκ ως ηγέτη παγκόσµιας εµβέλειας και ως τον µεγαλύτερο εν ζωή θεωρητικό του Μαρξισµού Λενινισµού. Έτσι µετά την Σινό- Σοβιετική ρήξη η αχανής αλλά φτωχή Κίνα µε το αναρίθµητο ανθρώπινο δυναµικό αλλά και τις τεχνολογικές ελλείψεις µπήκε δυναµικά στο παγκόσµιο πολιτικό προσκήνιο διεκδικώντας την δηµιουργία ενός ανεξάρτητου τρίτου πόλου που θα αντιτίθονταν στο δίπολο των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων Η.Π.Α.-Ε.Σ.Σ.∆.. 

Στο εσωτερικό της Κίνας αυτή η περίοδος σηµαδεύτηκε από την κήρυξη της λεγόµενης Πολιτιστικής Επανάστασης, µιας καθοδηγούµενης από τον στενό κύκλο της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας εκκαθάρισης που είχε ως στόχο πολιτικούς και διανοούµενους και ως σκοπό την εξάλειψη κάθε πιθανής φωνής αντιλόγου, εντός και εκτός του κόµµατος. Την εκτέλεση των κοµµατικών επιταγών αναλάµβαναν οµάδες νεαρών, των επονοµαζόµενων Ερυθροφρουρών. Παρόλη την βιαιότητα της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο µαοϊσµός κατάφερε να αποκτήσει αρκετούς οπαδούς παγκοσµίως εκµεταλλευόµενος κυρίως την πτώση της δηµοτικότητας της Σοβιετικής Ένωσης µετά τις επεµβάσεις σε Τσεχία και Ουγγαρία. Αυτή η απήχηση του Μαοϊκού ρεύµατος στα περισσότερα κοµµουνιστικά Κόµµατα ήταν όµως συνήθως µειοψηφική και έτσι επισήµως συντάχθηκαν µε την Κίνα µόνο µερικά κοµµουνιστικά κινήµατα της Ινδοκίνας και της Άπω Ανατολής αλλά και η Αλβανία του Χότζα. 

Για την Αλβανία η σύµπραξη µε την Κίνα ήταν µία ανάσα επιβίωσης, καθώς η ασιατική χώρα θέλοντας να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερους συµµάχους - πόσο µάλλον τον µόνο επί Ευρωπαϊκού εδάφους- στην προσπάθεια δηµιουργίας του τρίτου πόλου ανέλαβε να καλύψει ένα µέρος των εµπορικών συµφωνιών που ακυρώθηκαν από την Σοβιετική Ένωση. 

Η Σινο-Αλβανική συµµαχία προέβλεπε και στρατιωτική συνεργασία, όµως η τεράστια χιλιοµετρική απόσταση που χώριζε τα δύο κράτη ενέτεινε την αλβανική ανασφάλεια και οδήγησε τον Χότζα στην υιοθέτηση ενός ιδιαίτερου αµυντικού προγράµµατος που περιελάµβανε την δηµιουργία περισσότερων από 700.000 τσιµεντένιων οχυρών σε όλη την χώρα (αριθµός που αντιστοιχούσε περίπου ένα για κάθε τρείς κατοίκους) δείγµα της αντίληψης της «παλλαϊκής άµυνας» που έτρεφε ο Αλβανός ηγέτης σε περίπτωση οποιασδήποτε εξωτερικής απειλής. 

Η ανασφάλεια του Αλβανού δικτάτορα πολλαπλασιάστηκε και στον εσωτερικό τοµέα όπου επιχείρησε να πατάξει κάθε ενδεχόµενο εσωτερικής αντιπολίτευσης στα πλαίσια των εκκαθαρίσεων της δικής του «πολιτιστικής επανάστασης». Η Αλβανία στρατιωτικοποιήθηκε πλήρως και κάθε τοµέας της καθηµερινής ζωής των Αλβανών ελεγχόταν πλέον από το κόµµα. Οποιοσδήποτε αντιδρούσε ή κρίνονταν ύποπτος ως ενάντιος του καθεστώτος κατέληγε µε συνοπτικές διαδικασίες στα χέρια της Sigurimi, της µυστικής αστυνοµίας που φηµίζονταν για τις απάνθρωπες µεθόδους της. Αυτή η τροµοκρατία του κράτους είχε οδηγήσει την αλβανική κοινωνία σε έναν απίστευτο παραλογισµό, όπου ο κάθε κάτοικος παρακολουθούσε όλους τους υπολοίπους συµπολίτες του φοβούµενος πως σε αντίθετη περίπτωση θα µπορούσε να κατηγορηθεί από το καθεστώς για απόκρυψη στοιχείων. 

Στο πλαίσιο της πολιτιστικής αναµόρφωσης των Αλβανών ο Χότζα κήρυξε τον πόλεµο κατά της θρησκείας, έναν από τους ελάχιστους θεσµούς που παρ’ όλους τους περιορισµούς µπορούσε ακόµη να γίνει φορέας αµφισβήτησης προς καθεστώς. Με την δικαιολογία ότι η θρησκεία αποτελεί αντιδραστικό, αναχρονιστικό και αντιπαραγωγικό θεσµό η Αλβανία κηρύχτηκε το πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσµο. Κάθε µορφή πίστης και λατρείας απαγορεύτηκε, ιεροί ναοί και λατρευτικοί χώροι γκρεµίστηκαν ή µετατράπηκαν σε αποθήκες και όσοι συνέχιζαν να θρησκεύονται οδηγούνταν κατευθείαν στις φυλακές ή ακόµη και στον θάνατο. 

Το αντιθρησκευτικό µένος στρέφονταν ανεξαιρέτως ενάντια σε κάθε µορφή θρησκείας, δόγµατος ή λατρείας -εκτός βέβαια από την λατρεία στον Χότζα, η οποία ήταν υποχρεωτική για όλους τους Αλβανούς- ουσιαστικά όµως στόχευε να εξαλείψει κυρίως τον χριστιανισµό που παρότι αποτελούσε µειοψηφία φάνταζε ως µεγαλύτερη πολιτική απειλή και αυτό γιατί οι καθολικοί του βορρά θεωρούταν επιρρεπείς προς την δύση και την Ιταλία, εξέφραζαν το παλιό καθεστώς των τοπικών ηγεµόνων και των τσιφλικάδων και κατά την περίοδο της κατοχής είχαν αντιταχθεί προς τους κοµµουνιστές. Οι ορθόδοξοι του Νότου από την άλλη αν και είχαν στηρίξει κατά την αντίσταση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλβανίας θεωρούταν επιρρεπείς προς την Ελλάδα µια χώρα που τυπικά τουλάχιστον βρίσκονταν ακόµη σε εµπόλεµη κατάσταση µε την Αλβανία και στην ηγεσία της οποίας είχε µόλις ανέλθει µία αντικοµουνιστική στρατιωτική δικτατορία. Έτσι η πάταξη του χριστιανισµού θεωρήθηκε βασική για την θραύση του συνδετικού κρίκου αυτών των θρησκευτικών οµάδων µε την αντίδραση και το παρελθόν. 

Τα επόµενα χρόνια οι Αλβανοί δούλευαν νυχθηµερόν όµως το επίπεδο ζωής τους δεν βελτιώνονταν καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν πολύ µικρότερη από το προσδοκώµενο, ενώ παράλληλα η χώρα παρουσίαζε το µεγαλύτερο ποσοστό γεννήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάτι που αύξανε ραγδαία τις ανάγκες για τρόφιµα και άλλα παραγόµενα αγαθά. Παρόλα αυτά ανοιχτές αντιδράσεις κατά της κυβέρνησης στο εσωτερικό δεν υπήρχαν όχι µόνο από τον φόβο των αντιποίνων της Sigurimi αλλά και εξαιτίας της αποµόνωσης και της παντελούς άγνοιας του τι συµβαίνει στο κόσµο έξω από τα σύνορα της Αλβανίας. 

Ούτε όµως η συµµαχία µε την Κίνα δεν κράτησε για καιρό. Παρότι η Αλβανία εξαρτιόταν κατά µεγάλο βαθµό από την κινεζική βοήθεια οι σχέσεις των δύο χωρών άρχισαν να ψυχραίνονται όταν ο Μάο επιχείρησε να προσεγγίζει τις Η.Π.Α και συναντήθηκε προσωπικά µε τον Αµερικανό Πρόεδρο Νίξον, κάτι για το οποίο ο Χότζα διαφώνησε. Συνέπεια αυτής της διαφωνίας ήταν η σταδιακή µείωση της Κινεζικής βοήθειας προς την Αλβανία έως την οριστική διακοπή της µετά τον θάνατο του Μάο το 1976 και την προσέγγιση των διαδόχων του µε τον Τίτο το 1978. Με την διακοπή των σχέσεων η Κίνα απέσυρε και όλο το τεχνικό προσωπικό της αφήνοντας στον αέρα όλα τα φιλόδοξα σχέδια ανάπτυξης της αλβανικής κυβέρνησης. 

Η Αλβανία πλέον χωρίς την προστασία κανενός µεγάλου συµµάχου ήταν εντελώς αποµονωµένη. Ο Χότζα χαρακτήριζε την αποµόνωση της χώρας ως ένα σκοτεινό σχέδιο του ιµπεριαλισµού εναντίον της Αλβανίας, η οποία ήταν το µόνο γνήσιο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσµο και παράλληλα δεν δίσταζε να εξαπολύει απειλές ενάντια σε όσους επιβουλεύονταν αλβανικά εδάφη. Παράλληλα επιχείρησε να αναδείξει την Αλβανία ως το κέντρο του παγκόσµιου κοµµουνιστικού κινήµατος και κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη µερικών µικρών Μαρξιστικών-Λενινιστικών Κοµµάτων από διάφορες χώρες του κόσµου.

Την ίδια περίοδο µε την Σινο-Αλβανική ρήξη θεσπίστηκε και το νέο Αλβανικό Σύνταγµα, το οποίο απαγόρευε οποιαδήποτε εισαγωγή κεφαλαίων ή πιστώσεων από την ∆ύση. Καθώς λοιπόν η χώρα ήταν αποκλεισµένη από οποιαδήποτε πηγή οικονοµικής βοήθειας ακολούθησε τον µόνο δρόµο που της είχε αποµείνει, αυτόν της αυτάρκειας και ζούσε µόνο µε όσα η ίδια παρήγαγε. Αυτή η αυτάρκεια περιορίζονταν στα σιτηρά, στο πετρέλαιο και στα λιπάσµατα, ενώ είχε ολοκληρωθεί και ο εξηλεκτρισµός της χώρας κάτι που πριν µερικά χρόνια µπορεί να φάνταζε απίστευτο. Χωρίς όµως πλέον τους Κινεζικούς πόρους κάθε καινούριο αναπτυξιακό πλάνο σταµάτησε µε αποτέλεσµα το βιοτικό επίπεδο των Αλβανών να παραµένει το χαµηλότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη. 

Εντωµεταξύ ο Χότζα που διένυε την εβδόµη δεκαετία της ζωής αντιµετώπιζε σοβαρά προβλήµατα υγείας και έτσι άρχισε να οργανώνεται η διαδοχή του. Ο επικρατέστερος για την θέση του ήταν ο δεύτερος στην τάξη του Κόμματος Εργασίας και Πρωθυπουργός Μεχµέτ Σέχου, ο οποίος όµως τον ∆εκέµβριο του 1981 ωθήθηκε στην αυτοκτονία (κατ΄ άλλους δολοφονήθηκε) και µετά θάνατον κατηγορήθηκε από τον Χότζα ως κατάσκοπος. 

Χωρίς την ύπαρξη του Σέχου ο Χότζα µπόρεσε να προκρίνει ο ίδιος το πρόσωπο που ήθελε να τον διαδεχθεί. Αυτό ήταν ο Ραµίζ Αλία ένας πολιτικός ήπιων τόνων και µέλος του Κόµµατος και της Κεντρικής του επιτροπής από νεαρή ηλικία. Το 1982 ο Αλία έλαβε την θέση του προέδρου στο Προεδρείο της Λαϊκής Βουλής και ανέλαβε ουσιαστικά τον έλεγχο του αλβανικού κράτους. Ο Χότζα από την άλλη διατήρησε τον τίτλο του Πρώτου Γραµµατέα του Κόμματος Εργασίας αλλά περιόρισε τις δηµόσιες εµφανίσεις του και ασχολήθηκε µε την συγγραφή βιβλίων για το έργο του. 

Στις 11 Απριλίου 1985 ο Ενβέρ Χότζα απεβίωσε και κηδεύτηκε µε εκδηλώσεις εθνικού πένθους, στις οποίες συµµετείχαν περισσότεροι από 600.000 πολίτες. Η κληρονοµιά του περιελάµβανε κάποια θετικά στοιχεία στους τοµείς της πάταξης του αναλφαβητισµού, της δηµόσιας υγείας, του εξηλεκτρισµού και της κατασκευής οδικού δικτύου, όµως κατά κύριο λόγο αυτό που άφηνε ήταν ένα φτωχό και αποµονωµένο καταπιεστικό αστυνοµικό κράτος που δεν σεβόταν κανένα ατοµικό δικαίωµα. ∆ύο µέρες αργότερα τον διαδέχθηκε στην θέση του Γραµµατέα ο Ραµίζ Αλία αναλαµβάνοντας και επίσηµα την εξουσία.

Πηγή: Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο "Η εκκλησιαστική Πολιτική του Ενβέρ Χότζα και των επιγόνων του", του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Επιβλέπων: Μιχαήλ Τρίτος
Επιμέλεια: Τζαχρήστος Βάιος 
Θεσσαλονίκη 2012

Σχόλια