Ο όρος «καταραμένοι στρατιώτες» αναφέρεται στους Πολωνούς μαχητές που αντιστάθηκαν στον σοβιετικό ζυγό, από το 1944 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Παρόμοια αντιστασιακά κινήματα υπήρξαν σε όλες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που πέρασαν στον σταλινικό ζυγό, όπως στις Βαλτικές χώρες -Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία- αλλά και στη Ρουμανία και την Ουκρανία.
Η οργάνωση των «καταραμένων» σχηματίστηκαν στα τελευταία στάδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα μετά την αποκάλυψη από τους Γερμανούς της σφαγής των Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν από το σταλινικό καθεστώς. Με την ονομασία αυτή έγιναν γνωστοί οι μαχητές πληθώρας πολωνικών αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες αναγνώριζαν ως νόμιμη πολωνική κυβέρνηση την εξόριστη κυβέρνηση στο Λονδίνο.
Οι συγκρούσεις με τους Σοβιετικούς –ακόμα και με Σοβιετικούς παρτιζάνους- ξεκίνησαν στην πραγματικότητα από την άνοιξη του 1943, με ευθύνη των Σοβιετικών και εντάθηκαν μετά το καλοκαίρι του 1944, όταν οι σοβιετικές στρατιές σύντριψαν την Γερμανική Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και προέλασαν εντός του πολωνικού εδάφους.
Η εξέγερση της Βαρσοβίας διδάσκει...
Αν οι Πολωνοί πατριώτες εξακολουθούσαν να έχουν οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την στάση του σοβιετικού καθεστώτος απέναντί τους, σύντομα έχασαν κάθε ψευδαίσθηση, όταν η κύρια πολωνική αντιστασιακή οργάνωση ο «Στρατός Εσωτερικού», γνωστή με τα αρχικά ΑΚ, οργάνωσε την περίφημη εξέγερση της Βαρσοβίας (Αύγουστος-Οκτώβριος 1944).
Τότε οι Σοβιετικοί που απείχαν λιγότερο από 10 χλμ. από τις θέσεις των εξεγερμένων, όχι μόνο δεν τους βοήθησαν, αλλά απαγόρευσαν και στα βρετανικά και αμερικανικά αεροσκάφη να χρησιμοποιούν το έδαφός τους για να ανεφοδιάζουν με όπλα και υλικά τους εξεγερμένους Πολωνούς πολίτες.
Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν μια άνευ προηγουμένου προπαγανδιστική επίθεση κατά των εξεγερμένων Πολωνών πατριωτών, χαρακτηρίζοντάς τους, κατά την προσφιλή τους τακτική, «λακέδες του ναζισμού» και προδότες, υποστηρίζοντας την ελεγχόμενη από τους ίδιους κομμουνιστική πολωνική κυβέρνηση ανδρεικέλων του Λιούμπλιν. Με τον τρόπο αυτό ο Στάλιν άφηνε τους Γερμανούς να κάνουν για αυτόν την «βρώμικη» δουλειά, εξοντώνοντας τους Πολωνούς «ταξικούς εχθρούς».
Η Βαρσοβία αφέθηκε να ισοπεδωθεί και χιλιάδες Πολωνοί σφαγιάστηκαν από τους Γερμανούς. Και όμως, όλοι αυτοί, μέχρι το 1990 θεωρούνταν προδότες της πατρίδας τους και απαγορευόταν ακόμα και η αναφορά στην εξέγερση της Βαρσοβίας.
Οι Πολωνοί, επί αιώνες στριμωγμένοι ανάμεσα σε δύο πανίσχυρους και επεκτατικούς γείτονες, φοβόταν ότι για μια ακόμα φορά να έχανε την ελευθερία της, την οποία υπερασπιζόμενοι, πρώτοι αυτοί, πολέμησαν κατά του ναζισμού.
Και δεν είχαν άδικο, αφού πριν καν απελευθερωθεί η χώρα τους, ο Στάλιν, με τις ευλογίες του Ρούσβελτ και με προπομπούς τους Πολωνούς κομμουνιστές, όπως τον μετέπειτα γενικό γραμματέα του Πολωνικού ΚΚ Βλαντισλάβ Γκομούλκα, η τύχη της Πολωνίας είχε προδιαγραφεί.
Συγκρούσεις εξόντωσης
Ο ίδιος ο Πολωνός Γκομούλκα δήλωνε: «Οι μαχητές του ΑΚ είναι εχθροί και πρέπει να εξοντωθούν χωρίς έλεος». Ο Στρατός Εσωτερικού (AK) είχε διαταχθεί να αφοπλιστεί, στις 19 Ιανουαρίου 1945, από την ηγεσία του (αρχηγός τότε ήταν ο αντικαταστάτης του διάσημου στρατηγού Μπορ Κομορόφσκι, ο στρατηγός Λεοπόλδος Οκουλίτσκι), ακριβώς για να αποφευχθούν προστριβές με τον Ερυθρό Στρατό, ο οποίος πλέον κατείχε το σύνολο του προπολεμικού πολωνικού εδάφους. Αν και οι Σοβιετικοί είχαν δώσει ήδη δείγματα από το 1943, για το τι μέλλει γενέσθαι.
Έτσι όταν οι Πολωνοί παρτιζάνοι επιχείρησαν να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο «Θύελλα», το οποίο προέβλεπε την κατάληψη των σημαντικότερων πολωνικών πόλεων από παρτιζάνους του ΑΚ, ώστε να αποτραπεί η «απελευθέρωσή» τους από τους Σοβιετικούς, οι Σοβιετικοί αντέδρασαν και ανέλαβαν ένοπλη δράση κατά του ΑΚ. Ο Στάλιν δεν επιθυμούσε μια ελεύθερη Πολωνία.
Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, στις 8 Μαΐου του 1945, η ειρήνη δεν επανήλθε στην πολύπαθη Πολωνία. Σε όλες τις σοβιετοκρατούμενες περιοχές άρχισε αμέσως ένα νέο, επίμονο και ανηλεές κυνήγι «μαγισσών». Εξάλλου ο Στάλιν, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1943, είχε υπογράψει σχετική διαταγή, βάσει της οποίας οι πολωνικές, μη κομμουνιστικές, ανταρτικές ομάδες, έπρεπε να εξοντωθούν.
Οι πλέον γνωστές πολωνικές οργανώσεις που πολέμησαν κατά των Σοβιετικών ήταν, η οργάνωση «Ελευθερία και Ανεξαρτησία», η «Εθνική Στρατιωτική Ένωση», η «Εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις», ο «Μυστικός Πολωνικός Στρατός», ο «Αντιστασιακός Στρατός Εσωτερικού», ο «Στρατός Εσωτερικού των Πολιτών», η «Ένοπλη Αντιπροσωπεία της Πολωνίας», η «Ανεξαρτησία», γνωστή ως ΝΙΟ και η «Ελευθερία και Δικαιοσύνη».
Οι περισσότερες από αυτές αποτελούσαν παρακλάδια του Εσωτερικού Στρατού (ΑΚ). Η NKVD και το πολωνικό παρακλάδι της, η UB, επιχείρησαν εξ αρχής να καταστείλουν με ωμή βία τους «αντιδραστικούς» Πολωνούς μαχητές, που πολεμούσαν από τον χειμώνα του 1939 τους Γερμανούς κατακτητές. Τον Ιούλιο του 1945, τμήματα της NKVD, έκαναν μπλόκο στην μικρή πόλη Αυγούστοβο, στα σημερινά σύνορα Πολωνίας- Λιθουανίας. Εκεί συνέλαβαν 2.000 ανθρώπους.
Κατάληξη
Από αυτούς οι 600 εκτελέστηκαν. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η σφαγή της Κακολέβνιτσα, κοντά στα σημερινά σύνορα Πολωνίας- Λευκορωσίας, όπου 1.800 Πολωνοί εκτελέστηκαν. Ο τόπος εκτέλεσης, όχι τυχαία, ονομάστηκε από τους Πολωνούς «μικρό Κατίν».
Το φθινόπωρο του 1946, για παράδειγμα, κυριολεκτικά σφαγίασαν 200 Πολωνούς μαχητές της οργάνωσης «Εθνικές Ένοπλες Δυνάμεις».
Δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός των «καταραμένων στρατιωτών» που έπεσαν θύματα του σταλινισμού, στο διάστημα 1944-63. Ωστόσο, βάσει των επίσημων αρχείων, μόνο οι εκτελεσθέντες ξεπέρασαν τους 6.000 άνδρες και γυναίκες.
Άλλοι 21.000 πέθαναν από τα βασανιστήρια στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Περί τους 10.000 σκοτώθηκαν στις μάχες με τους Σοβιετικούς και τους Πολωνούς συνεργάτες τους.
Πολλοί άλλοι χάθηκαν «μυστικά», πέφτοντας θύματα των «ειδικών ομάδων θανάτου» της κομμουνιστικής πολωνικής μυστικής αστυνομίας (UB). Μερικές χιλιάδες πέθαναν «από φυσικά αίτια», λίγο μετά την αποφυλάκισή τους από τα σοβιετικά κάτεργα, λόγω της «ιδιαίτερης» μεταχείρισης που είχαν τύχει.
Πάνω από 50.000 στάλθηκαν σε σοβιετικά γκουλάγκ στη Σιβηρία, από τους οποίους λίγοι γύρισαν. Τέλος, άλλοι 250.000 καταδικάστηκαν και εξέτισαν μικρότερες ή μεγαλύτερες ποινές, κατηγορούμενοι για προδοσία και «πολιτικά εγκλήματα» κατά του κράτους, ενώ άλλοι 6.000.000 Πολωνοί υπήκοοι θεωρούνταν «ύποπτοι» και κατά καιρούς περνούσαν από ανακρίσεις και φυλακίσεις.
Παρόλα αυτά η αντίσταση συνεχίστηκε, αν και όχι με τα όπλα, μετά το 1947, μέχρι το 1963, όποτε σκοτώθηκε ο τελευταίος «καταραμένος στρατιώτης», ο Γιόζεφ Φράντσακ.
SLpress.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών