Η ονοµασία της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως προέρχεται από την οµώνυµη αρχαία ελληνική πόλη ∆ρυς ή ∆ρυϊνούπολις, η πόλη των βελανιδιών, η οποία πήρε το όνοµα αυτό επί Αυγούστου Καίσαρος, µετά το 27 µ.Χ., ενώ στο Συνέκδηµο του Ιεροκλέους συναριθµείται ανάµεσα στις δώδεκα πόλεις την Παλαιάς Ηπείρου.
Κατά τον Πουκεβίλ, ο οποίος αντλεί την πληροφορία από τον Πλίνιο, αναφέρεται ότι ιδρύτρια της πόλης είναι η ∆ρυόπη, κόρη του Οιχαλίου, που ο Απόλλων τη µάγεψε και τη µεταµόρφωσε σε βελανιδιά.
Υποθέτω ότι το όνοµα προέρχεται από τις ∆ρυάδες, οι οποίες ήταν Νύµφες των δρυµώνων και των δασών. Επίσης το όνοµα Φιγαλία, η οποία ήταν µια εκ των γνωστότερων νυµφών, φέρουν πολλές γυναίκες στην περιοχή όσο πουθενά σε άλλα µέρη της Ελλάδος.
Η άλλη εκδοχή είναι να προέρχεται η ονοµασία από το δέντρο του ∆ρυός που δεσπόζει ανάµεσα στα λίγα δέντρα της περιοχής, διότι στην περιοχή, εκτός της πόλεως, υπάρχει το ∆ρυϊνικό όρος και ο ποταµός ∆ρύνος.
Η σωζόµενη παράδοση αναφέρει, ότι οι Ηπειρώτες ήταν ∆ρυολάτρες, διότι στέφονταν µε στεφάνια από κλαδιά ∆ρυών, επίσης σε καιρούς πολέµων έφερναν κλώνους ∆ρυός και τύπωναν ∆ρυς σε όλα τα νοµίσµατά τους, ήταν µε έναν λόγο σύµβολο Ηπειρωτικό. Η περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα ήταν σκεπασµένη κυριολεκτικά από πυκνά δάση µε δρυς και βελανιδιές, ενώ σήµερα περιορίζονται σε κάποια σηµεία της περιοχής.
Και αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα σηµειώθηκε, κατά τις µαρτυρίες των κατοίκων, συρρίκνωση του δασικού πλούτου λόγω του συστήµατος της ελεύθερης ξύλευσης και των πυρκαγιών.
Και αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα σηµειώθηκε, κατά τις µαρτυρίες των κατοίκων, συρρίκνωση του δασικού πλούτου λόγω του συστήµατος της ελεύθερης ξύλευσης και των πυρκαγιών.
Υπάρχουν ως προς την προέλευση της ονοµασίας και οι προφορικές µαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής ότι πρώτον κατά πάσα πιθανότητα η ονοµασία να προέρχεται από τα πυκνά δάση των δρυών που ήταν δυο ειδών, η δρυς η χνοώδης και η πυκνανθής, που σκέπαζαν κυριολεκτικά τα βουνά που περιστοιχίζαν την περιοχή αυτή και δεύτερον από τα πολλά ορµητικά νερά που κατέβαζε ο ποταµός ∆ρύνος ή ∆ρυϊτης ή Άνιγρος ή Κέλυνδος µε την ασπροχάλικη κοίτη του, που διασχίζει την πεδιάδα της ∆ερόπολης και ενώνεται µε τον διεθνιστή Αώο στη θέση πριν το Τεπελένι.
Στις αρχές του Β΄ µ.Χ. αι. ο αυτοκράτορας Αδριανός ανακαίνισε ή έκτισε την αρχαία ∆ρυϊνούπολη, για την οποία δεν γνωρίζουµε πότε είχε ερηµωθεί και την ονόµασε Αδριανούπολη και υπό του Ιουστινιανού η πόλη οχυρώθηκε. Κατά µια άλλη άποψη οι Ρωµαίοι κατακτητές ίδρυσαν νέες πόλεις εκ του µηδενός και το καλύτερο παράδειγµα αποτελεί η Νικόπολις, η Φωτική και η Αδριανούπολις. Σχεδόν όλοι οι ερευνητές τοποθετούν την πόλη αυτή στον εύφορο κάµπο της ∆ερόπολης και µόνο ο ∆ηµ. Ευαγγελίδης στο βιβλίο του «Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου», Αθήνα 1947, σελ.18, την τοποθετεί πλησίον του σηµερινού Παλιόκαστρου διότι άντλησε την πληροφορία αυτή από τον Πουκεβίλ, ο οποίος κατά την άποψή µου, σε κάποια σηµεία είναι ανακριβής ως προς τη γεωγραφική τοποθεσία και την προφορά των ονοµάτων των χωριών ή ο µεταφραστής δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή µε τη συγκεκριµένη περιοχή.
Στις αρχές του Β΄ µ.Χ. αι. ο αυτοκράτορας Αδριανός ανακαίνισε ή έκτισε την αρχαία ∆ρυϊνούπολη, για την οποία δεν γνωρίζουµε πότε είχε ερηµωθεί και την ονόµασε Αδριανούπολη και υπό του Ιουστινιανού η πόλη οχυρώθηκε. Κατά µια άλλη άποψη οι Ρωµαίοι κατακτητές ίδρυσαν νέες πόλεις εκ του µηδενός και το καλύτερο παράδειγµα αποτελεί η Νικόπολις, η Φωτική και η Αδριανούπολις. Σχεδόν όλοι οι ερευνητές τοποθετούν την πόλη αυτή στον εύφορο κάµπο της ∆ερόπολης και µόνο ο ∆ηµ. Ευαγγελίδης στο βιβλίο του «Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου», Αθήνα 1947, σελ.18, την τοποθετεί πλησίον του σηµερινού Παλιόκαστρου διότι άντλησε την πληροφορία αυτή από τον Πουκεβίλ, ο οποίος κατά την άποψή µου, σε κάποια σηµεία είναι ανακριβής ως προς τη γεωγραφική τοποθεσία και την προφορά των ονοµάτων των χωριών ή ο µεταφραστής δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή µε τη συγκεκριµένη περιοχή.
Τα ερείπια της βρίσκονται σήµερα στον κάµπο της ∆ερόπολης, ανάµεσα στα χωριά Γκορίτσα και Σωφράτικα, διότι στο συγκεκριµένο σηµείο αποκαλύφθηκε µεγάλο ρωµαϊκό θέατρο, αλλά το παχύ στρώµα προσχώσεως του ∆ρύνου που έφθανε τα 7-8 µέτρα, καθιστούσε δύσκολη οποιαδήποτε προσπάθεια ανασκαφής γύρω από το θέατρο, ώστε να γνωρίζουµε µε ακριβή στοιχεία για την πόλη αυτή. Ελπίζουµε ότι, οι ανασκαφές που ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2007, από αλβανό-ιταλική οµάδα αρχαιολόγων, θα συµβάλουν στην ανακάλυψη απτών στοιχείων, τα οποία θα βοηθήσουν τους ερευνητές στη χρονολόγηση της ιδρύσεως και ανακαινήσεως αυτής της πόλης, όπως και άλλων αρχαίων πόλεων που ήταν αρκετές στην περιοχή που ερευνάται.
Από την πλευρά των ελλήνων αρχαιολόγων δεν υπήρξε καµιά ανάλογη προσπάθεια, διότι έχοντας ως πρότυπο τους πολιτικούς, ενδιαφέρονταν πιο πολύ για τις µίζες και την «καρέκλα» και όχι για την ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού της συγκεκριµένης περιοχής, η οποία είναι µέρος της Ε. Ε. Μ. και ολόκληρου του Ελληνικού χώρου.
Η γεωγραφική τοποθεσία της πανάρχαιας ελληνικής επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, µε τα γεωγραφικά όρια, τα οποία κατοικούνταν στην αρχαιότητα από τα παρακάτω ηµινοµαδικά µολοσσικά φύλα , όπως ένα µέρος στα νότια κατοικούνταν από τους Σελλούς, στα κεντρικά από τους Ατιντάνες, Αργυρινούς, στα ανατολικά από τους Όµφαλες και µέρος των Παραυαίων. Ανήκει στην κεντρική Ήπειρο ή καλύτερα στην «κυρία Ήπειρο».
Η γεωγραφική τοποθεσία της πανάρχαιας ελληνικής επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως ταυτίζεται, ως επί το πλείστον, µε τα γεωγραφικά όρια, τα οποία κατοικούνταν στην αρχαιότητα από τα παρακάτω ηµινοµαδικά µολοσσικά φύλα , όπως ένα µέρος στα νότια κατοικούνταν από τους Σελλούς, στα κεντρικά από τους Ατιντάνες, Αργυρινούς, στα ανατολικά από τους Όµφαλες και µέρος των Παραυαίων. Ανήκει στην κεντρική Ήπειρο ή καλύτερα στην «κυρία Ήπειρο».
Συνορεύει νοτίως µε το νοµό Ιωαννίνων, ανατολικά µε το νοµό Πρεµετής, βόρεια µε το νοµό Τεπελενίου και δυτικά µε το νοµό Αγίων Σαράντα και µε τη διχοτόµηση του τελευταίου, συνορεύει µε το νοµό ∆ελβίνου.
Τα όρια της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως από την εποχή της πρωτοκατοίκησης των πληθυσµών έως και σήµερα, άλλοτε ήταν στενότερα και άλλοτε ευρύτερα. Στην αρχαιότητα, και µέχρι την οργάνωση της Επαρχίας Ηπείρου από τον αυτοκράτορα Τραϊανό, το 114/15 µ.Χ., τα κριτήρια για την οριοθέτηση ήταν αποκλειστικώς φυλετικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Αργότερα µε τις µεταρρυθµίσεις του διοικητικού συστήµατος της αυτοκρατορίας από το ∆ιοκλητιανό (284-305) και µε την επικράτηση του Χριστιανισµού τα όρια πλέον ήταν σαφή. Την επαρχία αποτελούσαν οι περιοχές της ∆ερόπολης, Παλιοπωγωνιανής, Λιούντζης, Ζαγοριάς, Ρίζας και τη Λαµπουριά που είναι µέρος του Κουρβελεσίου.
Τα όρια της επαρχίας ∆ρυϊνουπόλεως από την εποχή της πρωτοκατοίκησης των πληθυσµών έως και σήµερα, άλλοτε ήταν στενότερα και άλλοτε ευρύτερα. Στην αρχαιότητα, και µέχρι την οργάνωση της Επαρχίας Ηπείρου από τον αυτοκράτορα Τραϊανό, το 114/15 µ.Χ., τα κριτήρια για την οριοθέτηση ήταν αποκλειστικώς φυλετικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Αργότερα µε τις µεταρρυθµίσεις του διοικητικού συστήµατος της αυτοκρατορίας από το ∆ιοκλητιανό (284-305) και µε την επικράτηση του Χριστιανισµού τα όρια πλέον ήταν σαφή. Την επαρχία αποτελούσαν οι περιοχές της ∆ερόπολης, Παλιοπωγωνιανής, Λιούντζης, Ζαγοριάς, Ρίζας και τη Λαµπουριά που είναι µέρος του Κουρβελεσίου.
Όπως γνωρίζουµε, στις αρχές του 20ου αι. µε τη διχοτόµηση της Ηπείρου ένα µεγάλο µέρος της περιοχής Παλαιοπωγωνιανής και κάποια χωριά της ανατολικής Άνω ∆ερόπολης προσαρτήθηκαν στο νοµό Ιωαννίνων. Στις σύγχρονες πηγές µε τον όρο αυτό αναφέρεται µόνο η αµιγώς ελληνική περιοχή της ∆ερόπολης, που περιέχει 35 χωριά, οι κάτοικοι των οποίων είναι Έλληνες στη συνείδηση, στη γλώσσα, στον πολιτισµό και µε όλα τα πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα που διακρίνουν την ελληνική φυλή.
Η τοποθεσία της επαρχίας βρίσκεται µεταξύ των ορέων, από ανατολικά µε το όρος Τσαγιούπι, στη συνέχεια µε το Αέροπος ή Μερόπη, για πολλούς «αναλφάβητους» η σλαβική Νεµέρτσικα µε 2.486 µ. ύψος, νοτιότερα µε το Κουτσόκρανο, νότια µε τα όρη Κασιδιάρης, Μουργκάνα και Στουγγάρα (2.100 µ. ύψος), δυτικά µε το Πλατοβούνι (περιπ. 1.900 µ. ύψος) και βόρεια µε το Κουρβελέσι.
Η τοποθεσία της επαρχίας βρίσκεται µεταξύ των ορέων, από ανατολικά µε το όρος Τσαγιούπι, στη συνέχεια µε το Αέροπος ή Μερόπη, για πολλούς «αναλφάβητους» η σλαβική Νεµέρτσικα µε 2.486 µ. ύψος, νοτιότερα µε το Κουτσόκρανο, νότια µε τα όρη Κασιδιάρης, Μουργκάνα και Στουγγάρα (2.100 µ. ύψος), δυτικά µε το Πλατοβούνι (περιπ. 1.900 µ. ύψος) και βόρεια µε το Κουρβελέσι.
Το τοπίο είναι ορεινό και µοναδική πεδιάδα είναι η µεγάλης έκτασης κοιλάδα του ∆ρύνου ή κάµπος της ∆ερόπολης που ταυτίζεται µε το Campo Meleona του Λίβιου, η οποία είναι µια από τις µεγάλες, πλούσιες και ωραίες πεδιάδες της Ηπείρου, ενώ η θέα της είναι από τις ωραιότερες της Ελλάδος και αρχίζει από το ∆ελβινάκι και τη Κοσσοβίτσα και τελειώνει στο Παλιόκαστρο. Η κοιλάδα έχει κάποιες εισόδους, αλλά δύο είναι οι κυριότερες, η µία από τα Κτίσµατα και η άλλη από τη Λέκλη, οι οποίες είναι περάσµατα, η πρώτη προς τη νότια Ήπειρο και η δεύτερη προς τη βόρεια, διότι όπως προαναφέραµε η τοποθεσία της επαρχίας τοποθετείται στην κεντρική Ήπειρο. Έχει µήκος 50-60 χµ και πλάτος 8-10 χµ. Η υπόλοιπη περιοχή δε διαθέτει ιδιαίτερα καλλιεργήσιµη γη, αλλά αρκετά δάση και βοσκότοπους από τους καλύτερους της Ηπείρου.
Η καλλιέργεια των βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως τα δηµητριακά, όσπρια και κηπευτικά στις πεδινές περιοχές και η κτηνοτροφία στις ορεινές αποτελούσαν την πηγή εισοδήµατος των κατοίκων της επαρχίας µέχρι την έναρξη του µεγάλου ρεύµατος της µεταναστεύσεως προς τη Βενετία, τη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη, τις Παραδουνάβιες χώρες και στη συνέχεια προς την Αµερική, την Αυστραλία και λιγότερο σε άλλα µέρη.
Η καλλιέργεια των βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως τα δηµητριακά, όσπρια και κηπευτικά στις πεδινές περιοχές και η κτηνοτροφία στις ορεινές αποτελούσαν την πηγή εισοδήµατος των κατοίκων της επαρχίας µέχρι την έναρξη του µεγάλου ρεύµατος της µεταναστεύσεως προς τη Βενετία, τη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη, τις Παραδουνάβιες χώρες και στη συνέχεια προς την Αµερική, την Αυστραλία και λιγότερο σε άλλα µέρη.
Οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία ελάχιστα είχαν µεταβληθεί από τη νεολιθική εποχή. Όπως όλη η Ήπειρος14 έτσι και η επαρχία ∆ρυϊνουπόλεως έτεινε να είναι ενδοστρεφής και αυτάρκης µε σχετικά χαµηλό βιοτικό επίπεδο, αλλά µε επάρκεια σε βασικά είδη διατροφής.
Κατά τη ρωµαϊκή εποχή στην κοιλάδα του ∆ρύνου, η καλλιέργεια των δηµητριακών περιοριζόταν από την αγρανάπαυση και από τους απαραίτητους λειµώνες για τα ποίµνια που οδηγούνταν στις ορεινές βοσκές, το θέρος.
Σχεδόν όλοι οι παραπόταµοι της Ηπείρου ακολουθούν τη γραµµή των πεδιάδων, έτσι και ο µεγάλος παραπόταµος της επαρχίας ο ∆ρύνος ακολουθεί τη γραµµή της πεδιάδας της ∆ερόπολης και ενώνεται λίγα χιλιόµετρα πριν το Τεπελένι µε τον ποταµό Αώο, ο οποίος αποτελεί για τους περισσότερους ερευνητές το σύνορο που διαχωρίζει την Παλαιά από τη Νέα Ήπειρο. Στο ∆ρύνο χύνονται µικρά ποτάµια, όπως ο Γυφτοπόταµος από τη δεξιά και ο Ξεριάς από την κεντρο-αριστερή όχθη, της Σούχας και ο Βελίτσας ή Γαρδικιώτικος.
Κατά τη ρωµαϊκή εποχή στην κοιλάδα του ∆ρύνου, η καλλιέργεια των δηµητριακών περιοριζόταν από την αγρανάπαυση και από τους απαραίτητους λειµώνες για τα ποίµνια που οδηγούνταν στις ορεινές βοσκές, το θέρος.
Σχεδόν όλοι οι παραπόταµοι της Ηπείρου ακολουθούν τη γραµµή των πεδιάδων, έτσι και ο µεγάλος παραπόταµος της επαρχίας ο ∆ρύνος ακολουθεί τη γραµµή της πεδιάδας της ∆ερόπολης και ενώνεται λίγα χιλιόµετρα πριν το Τεπελένι µε τον ποταµό Αώο, ο οποίος αποτελεί για τους περισσότερους ερευνητές το σύνορο που διαχωρίζει την Παλαιά από τη Νέα Ήπειρο. Στο ∆ρύνο χύνονται µικρά ποτάµια, όπως ο Γυφτοπόταµος από τη δεξιά και ο Ξεριάς από την κεντρο-αριστερή όχθη, της Σούχας και ο Βελίτσας ή Γαρδικιώτικος.
Καθ’ όλο το µήκος του ∆ρύνου και των παραποτάµων του, υπάρχουν αρχαία και σύγχρονα γεφύρια που ενώνουν συγκοινωνιακά τα τµήµατα της επαρχίας. Τα αρχαία γεφύρια , µεγάλα και µικρά είναι λιθόκτιστα µε λιθόστρωτα καλντερίµια, ενώ η αρχιτεκτονική τους δεν διαφέρει από τα γεφύρια της νότιας Ηπείρου, η οποία ήταν πιο αναπτυγµένη από την υπόλοιπη Ήπειρο. Στην περίοδο της κόκκινης δικτατορίας αρκετά από τα γεφύρια αυτά εγκαταλείφθηκαν και οικοδοµήθηκαν νέα µε τις σύγχρονες προδιαγραφές, θα έλεγα σαν να µη ήθελαν να τους θυµίζει τίποτα από την παλιά εποχή.
Το µεγαλύτερο από όλα είναι η γέφυρα της Κολορτσής ή το «γεφύρι της κυράς» νοτίως του Αργυροκάστρου, η οποία είναι διατηρηµένη σε άριστη κατάσταση.
Ακολουθούν η γέφυρα της Γράψης σε χρήση µόνο από πεζοπόρους που διατηρείται µέχρι σήµερα και δίπλα σε αυτή η σύγχρονη κακόγουστη γέφυρα που ενώνει οδικώς την περιοχή της ∆ερόπολης µε την Μαύρη Ρίζα, η µικρή γέφυρα του Χασκώβου, αν και καλά διατηρούµενη δεν χρησιµοποιείται, η θολωτή τσιµεντένια γέφυρα του Ξεριά στη θέση ανάµεσα στα χωριά Βόδρυστα και Κακκαβιά, η οποία είχε κατασκευαστεί από τους Ιταλούς το 1916-1919 και ήταν σε χρήση µέχρι το 1990, ενώ σήµερα χρησιµοποιείται σπανίως και ιδίως από τους κατοίκους της γύρω περιοχής για τις αγροτικές τους ανάγκες, η γέφυρα της Σούχας και της Γκρύκας ανάµεσα στα χωριά Χλωµό και Πολύτσανη, οι οποίες είναι σύγχρονες.
Ακολουθούν η γέφυρα της Γράψης σε χρήση µόνο από πεζοπόρους που διατηρείται µέχρι σήµερα και δίπλα σε αυτή η σύγχρονη κακόγουστη γέφυρα που ενώνει οδικώς την περιοχή της ∆ερόπολης µε την Μαύρη Ρίζα, η µικρή γέφυρα του Χασκώβου, αν και καλά διατηρούµενη δεν χρησιµοποιείται, η θολωτή τσιµεντένια γέφυρα του Ξεριά στη θέση ανάµεσα στα χωριά Βόδρυστα και Κακκαβιά, η οποία είχε κατασκευαστεί από τους Ιταλούς το 1916-1919 και ήταν σε χρήση µέχρι το 1990, ενώ σήµερα χρησιµοποιείται σπανίως και ιδίως από τους κατοίκους της γύρω περιοχής για τις αγροτικές τους ανάγκες, η γέφυρα της Σούχας και της Γκρύκας ανάµεσα στα χωριά Χλωµό και Πολύτσανη, οι οποίες είναι σύγχρονες.
Ο Ιωάν. Λαµπρίδης αναφέρει ότι στην αποκαλούµενη θέση «Κουµάσια» µεταξύ Σωπικής και Οψάδας του Πωγωνίου, έκτισε γέφυρα το 1791 ο Νάσιος Ι. Οικονόµος, ενώ στους αλευρόµυλους του Χλωµού, για να συγκοινωνεί ειδικά το χωριό τούτο προς τους Σκωριάδες, ο από Στεγουπόλεως Τέλος Μάντζιος έκτισε γέφυρα το 1842 µε 250 λίρες που αποκαλείται γέφυρα Τσιµιντζί. Κατά τη µαρτυρία ενός τουρκοαλβανού τσοπάνου, στη θέση δίπλα από τη δυτική πλευρά των τοίχων του κάστρου του Παλαιοκάστρου υπήρχε πέτρινη γέφυρα που ένωνε την περιοχή της Λαµπουριάς µε της Ρίζας και αυτό που το επιβεβαιώνει είναι οι εναποµείνασες άκρες που στηριζόταν η γέφυρα.
Στην ανατολική όχθη του ποταµού και της κοιλάδας του ∆ρύνου διερχόταν η αρχαία οδός, η οποία είχε αφετηρία την Απολλωνία και την Αυλώνα, συνέχιζε µε την επίπεδη κοιλάδα µέχρι τα Κτίσµατα, κατόπιν διέσχιζε τη λεκάνη των Ιωαννίνων και την οροσειρά της Πίνδου διά της διαβάσεως του Μετσόβου, η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει, επί της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, όταν ανακαινίστηκε το οδικό δίκτυο, και στη συνέχεια επί Βυζαντίου και επί Τουρκοκρατίας για να είναι ευρείας χρήσεως.
Στην ανατολική όχθη του ποταµού και της κοιλάδας του ∆ρύνου διερχόταν η αρχαία οδός, η οποία είχε αφετηρία την Απολλωνία και την Αυλώνα, συνέχιζε µε την επίπεδη κοιλάδα µέχρι τα Κτίσµατα, κατόπιν διέσχιζε τη λεκάνη των Ιωαννίνων και την οροσειρά της Πίνδου διά της διαβάσεως του Μετσόβου, η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει, επί της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας, όταν ανακαινίστηκε το οδικό δίκτυο, και στη συνέχεια επί Βυζαντίου και επί Τουρκοκρατίας για να είναι ευρείας χρήσεως.
Κατά την περίοδο της πρώτης Ιταλικής κατοχής (1916-19) ανακαινίστηκε η οδός αυτή, αλλά στο σηµείο από το Αργυρόκαστρο έως την Κακκαβιά εισερχόταν διασχίζοντας την κοιλάδα της ∆ερόπολης.
Τελευταία µε την κατασκευή της Εθνικής Οδού (παράρτηµα της Εγνατίας) διπλασιάστηκε σε πλάτος. Οι πινακίδες των εισόδων στα χωριά είναι χαραγµένες στα ελληνικά και παράλληλα µε λατινικούς χαρακτήρες.
Το κλίµα είναι σχεδόν το ίδιο, όπως της υπόλοιπης κεντρικής Ηπείρου, µε βαρύ χειµώνα στα ορεινά και ηπιότερο στα πεδινά και δροσερό καλοκαίρι. Σηµαντικό κλιµατολογικό παράγοντα αποτελούν οι βροχές, οι οποίες ακόµα και το καλοκαίρι είναι καταρρακτώδεις, αλλά την τελευταία δεκαετία, λόγο των κλιµατολογικών αλλαγών έχουν λιγοστέψει.
Ο χαρακτήρας των κατοίκων της επαρχίας είναι στο σύνολο του ίδιος µε κάποιες µικρές διαφορές ανάµεσα στις περιοχές. Γενικά ο λαός της επαρχίας είναι πολύ εργατικός, έξυπνος µε σπινθηροβόλο πνεύµα, προοδευτικός, αρκετά φιλήσυχος, και πάνω από όλα περήφανος για την καταγωγή του. Προς τα βορειοανατολικά και βόρεια των Ιωαννίνων ο Hammond δεν ανακάλυψε οχυρωµένες θέσεις και συγκεκριµένα αναφέρει «…και µπορούµε να υποθέσουµε, ότι οι λαοί ήσαν φιλικοί»
Ο εθνολογικός της χαρακτήρας παρουσιάζει τη διαχρονική συνέχεια του ελληνικού στοιχείου στο πέρασµα των 4.000 χρόνων, αν και στις περιοχές που συνορεύουν µε την Πρεµετή και το Τεπελένι από τα µέσα του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. εκτός από την γλώσσα, άγνωστο είναι πότε εισήχθηκε η αλβανική, άρχισε σταδιακά να αλλοιώνεται κατά κάποιον τρόπο και η συνείδηση των κατοίκων, οι οποίοι όµως διατήρησαν τα ελληνικά ήθη και έθιµα και την ορθόδοξη πίστη τους.
Τελευταία µε την κατασκευή της Εθνικής Οδού (παράρτηµα της Εγνατίας) διπλασιάστηκε σε πλάτος. Οι πινακίδες των εισόδων στα χωριά είναι χαραγµένες στα ελληνικά και παράλληλα µε λατινικούς χαρακτήρες.
Το κλίµα είναι σχεδόν το ίδιο, όπως της υπόλοιπης κεντρικής Ηπείρου, µε βαρύ χειµώνα στα ορεινά και ηπιότερο στα πεδινά και δροσερό καλοκαίρι. Σηµαντικό κλιµατολογικό παράγοντα αποτελούν οι βροχές, οι οποίες ακόµα και το καλοκαίρι είναι καταρρακτώδεις, αλλά την τελευταία δεκαετία, λόγο των κλιµατολογικών αλλαγών έχουν λιγοστέψει.
Ο χαρακτήρας των κατοίκων της επαρχίας είναι στο σύνολο του ίδιος µε κάποιες µικρές διαφορές ανάµεσα στις περιοχές. Γενικά ο λαός της επαρχίας είναι πολύ εργατικός, έξυπνος µε σπινθηροβόλο πνεύµα, προοδευτικός, αρκετά φιλήσυχος, και πάνω από όλα περήφανος για την καταγωγή του. Προς τα βορειοανατολικά και βόρεια των Ιωαννίνων ο Hammond δεν ανακάλυψε οχυρωµένες θέσεις και συγκεκριµένα αναφέρει «…και µπορούµε να υποθέσουµε, ότι οι λαοί ήσαν φιλικοί»
Ο εθνολογικός της χαρακτήρας παρουσιάζει τη διαχρονική συνέχεια του ελληνικού στοιχείου στο πέρασµα των 4.000 χρόνων, αν και στις περιοχές που συνορεύουν µε την Πρεµετή και το Τεπελένι από τα µέσα του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. εκτός από την γλώσσα, άγνωστο είναι πότε εισήχθηκε η αλβανική, άρχισε σταδιακά να αλλοιώνεται κατά κάποιον τρόπο και η συνείδηση των κατοίκων, οι οποίοι όµως διατήρησαν τα ελληνικά ήθη και έθιµα και την ορθόδοξη πίστη τους.
Πηγή: Διατριβή επί Διδακτορία της Ευτυχίας Παππά με τίτλο "Η Επαρχία Δρυϊνουπόλεως της Β. Ηπείρου κατά τη νεότερη περίοδο (Τουρκοκρατία, 20ος αιώνας)".
Επόπτης καθηγητής Αθανάσιος Καραθανάσης
Μέλη: καθηγητής πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Θεολογική. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Θεσσαλονίκη 2009
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών