Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στη Χιμάρα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων 1912 – 1913
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα Βαλκάνια βίωναν μια εκρηκτική κατάσταση, καθώς το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα αποτυπωνόταν μια συνεχής πολεμική δυναμική των λαών της Βαλκανικής, εναντίoν της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Βαλκανικός Συνασπισμός (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα) αποφασίζει την κήρυξη του πολέμου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ένα άλλο στοιχείο σε αυτές τις περιφερειακές συγκρούσεις είναι και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του αλβανικού κράτους, πράξη η οποία επιτυγχάνεται σε διπλωματικό επίπεδο από τον ελληνομαθή αλβανό πολιτικό, Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλιόρα, τον Νοέμβριο του 1912.
Από τις προηγούμενες δεκαετίες ο σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, την Ιταλία και την Αυστρία, είχε επηρεάσει καταλυτικά ολόκληρο τον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο.
Οι μεγάλες προσδοκίες για την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου
Στις 21 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Πρέβεζα και εμπλέκεται σε σφοδρή σύγκρουση με τον οθωμανικό τουρκικό στρατό στη μάχη στα Πέντε Πηγάδια, στις 23, – 30 Οκτωβρίου 1912.
Παράλληλα δε η ελληνική κυβέρνηση με την προοπτική της διεισδύσεως των ελληνικών στρατευμάτων μέχρι τα Ακροκεραύνεια όρη της Αλβανίας, γεωγραφική θέση στην οποία επρόκειτο να χαραχθούν τα νέα σύνορα, είχε μελετήσει έγκαιρα τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιείτο μια στρατιωτική ενέργεια του ελληνικού στρατού στην περιοχή αυτή, φωτογραφίζοντας ουσιαστικά τη Χειμάρρα (ή Χιμάρα) της Βορείου Ηπείρου, η οποία πληρούσε τις απαραίτητες συνθήκες για την επίτευξη αυτού του παράτολμου εγχειρήματος.
«Να καταληφθεί η Χειμάρρα το ταχύτερον… υπό την ηγεσίαν Σπυρομήλιου…»
Η Χειμάρρα την εποχή εκείνη ήταν ένα μικρό χωριό, ενταγμένο στην ομώνυμη επαρχία, χτισμένο στην πλαγιά ενός υψώματος που έβλεπε στον όρμο της Σπηλιάς.
Η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια (ΜΣΝΕ) του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, εκδόθηκε το 1927, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Την 2α Νοεμβρίου 1912, το υπουργείον Στρατιωτικών έκρινεν σκόπιμον πολιτικώς να καταληφθεί η Χειμάρρα το ταχύτερον, έχον υπ΄όψιν του γενικωτέρους λόγους εθνικής ανάγκης. Προς τούτο απέστειλε προς τον αρχηγόν στρaτού Ηπείρου, αντιστράτηγον Σαπουντζάκην, το κάτωθι τηλεγράφημα: Κρίνω πολιτικώς σκόπιμον να καταληφθεί το ταχύτερον η Χειμάρρα, και υψωθή εκεί η ελληνική σημαία. Προς τον σκοπόν τούτο δύνασθε να διαθέσητε εθελοντικόν τι σώμα αποβιβαζόμενον δια θαλάσσης εις Χειμάρραν, υπό την ηγεσίαν του Σπυρομήλιου…».
Στις αρχές Οκτωβρίου 1912, ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος, έχει φτάσει στην Κέρκυρα και οργανώνει διακριτικά την αποφασισθείσα στρατιωτική επιχείρηση.
Στο στρατιωτικό αυτό εγχείρημα θα ήταν ο ίδιος επικεφαλής σώματος εθελοντών 240 περίπου ανδρών από την Κρήτη και τη Χειμάρρα, ενώ για τη μεταφορά των ανδρών του εθελοντικού αυτού σώματος, θα χρησιμοποιούνταν τρεις (3) ατμομυονδρόμονες, οι οποίοι ήταν τρικάταρτα ιστιοφόρα σκάφη, επιπλέον δε χρησιμοποιούσαν ατμομηχανή και έφεραν προπέλα.
Την εποχή εκείνη το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε τέσσερις (4) ατμομυονδρόμονες, οι οποίοι έφεραν αντίστοιχα ονόματα ποταμών της Ελλάδος, ο «Aχελώος», ο «Αλφειός» ο «Πηνειός» και ο «Ευρώτας».
«Διετάχθησαν οι πρώτοι εξελθόντες άνδρες να βαδίσωσι προς την Χειμάρραν…»
Στις 5 Νοεμβρίου 1912 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, η μικτή στρατιωτική και ναυτική αποστολή ξεκινάει τον κατάπλου της από την Κέρκυρα, με προορισμό τις ηπειρωτικές ακτές, με τρεις (3) ατμομυονδρόμονες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, τον «Aχελώο», τον «Αλφειό» και τον «Πηνειό» μεταφέροντας τους 240 εθελοντές.
Η μικτή αυτή στρατιωτική και ναυτική αποστολή αποβιβάζεται κάτω από καταρρακτώδη βροχή, στις 7.30 το πρωί στον όρμο της Σπηλιάς, στη Χειμάρρα.
Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα εκείνης της εποχής, αλλά και για τα σημερινά, η αποβατική αυτή ενέργεια τμημάτων του ελληνικού στρατού σε συνεργασία με ναυτικά τμήματα στις 5 Νοεμβρίου 1912, στη Χειμάρρα, συνιστά στοιχεία καταδρομικής αμφίβιας επιχείρησης πεζοναυτών σε εχθρικό περιβάλλον και αποτελεί μιας πρώτης τάξεως αποβατική ενέργεια πεζοναυτών, η οποία διοργανώθηκε και στέφθηκε με επιτυχία από τον ελληνικό στρατό.
Στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Βαλκανικός Συνασπισμός (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα) αποφασίζει την κήρυξη του πολέμου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ένα άλλο στοιχείο σε αυτές τις περιφερειακές συγκρούσεις είναι και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του αλβανικού κράτους, πράξη η οποία επιτυγχάνεται σε διπλωματικό επίπεδο από τον ελληνομαθή αλβανό πολιτικό, Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλιόρα, τον Νοέμβριο του 1912.
Από τις προηγούμενες δεκαετίες ο σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, την Ιταλία και την Αυστρία, είχε επηρεάσει καταλυτικά ολόκληρο τον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο.
Οι μεγάλες προσδοκίες για την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου
Στις 21 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Πρέβεζα και εμπλέκεται σε σφοδρή σύγκρουση με τον οθωμανικό τουρκικό στρατό στη μάχη στα Πέντε Πηγάδια, στις 23, – 30 Οκτωβρίου 1912.
Παράλληλα δε η ελληνική κυβέρνηση με την προοπτική της διεισδύσεως των ελληνικών στρατευμάτων μέχρι τα Ακροκεραύνεια όρη της Αλβανίας, γεωγραφική θέση στην οποία επρόκειτο να χαραχθούν τα νέα σύνορα, είχε μελετήσει έγκαιρα τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιείτο μια στρατιωτική ενέργεια του ελληνικού στρατού στην περιοχή αυτή, φωτογραφίζοντας ουσιαστικά τη Χειμάρρα (ή Χιμάρα) της Βορείου Ηπείρου, η οποία πληρούσε τις απαραίτητες συνθήκες για την επίτευξη αυτού του παράτολμου εγχειρήματος.
«Να καταληφθεί η Χειμάρρα το ταχύτερον… υπό την ηγεσίαν Σπυρομήλιου…»
Η Χειμάρρα την εποχή εκείνη ήταν ένα μικρό χωριό, ενταγμένο στην ομώνυμη επαρχία, χτισμένο στην πλαγιά ενός υψώματος που έβλεπε στον όρμο της Σπηλιάς.
Η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια (ΜΣΝΕ) του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, εκδόθηκε το 1927, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Την 2α Νοεμβρίου 1912, το υπουργείον Στρατιωτικών έκρινεν σκόπιμον πολιτικώς να καταληφθεί η Χειμάρρα το ταχύτερον, έχον υπ΄όψιν του γενικωτέρους λόγους εθνικής ανάγκης. Προς τούτο απέστειλε προς τον αρχηγόν στρaτού Ηπείρου, αντιστράτηγον Σαπουντζάκην, το κάτωθι τηλεγράφημα: Κρίνω πολιτικώς σκόπιμον να καταληφθεί το ταχύτερον η Χειμάρρα, και υψωθή εκεί η ελληνική σημαία. Προς τον σκοπόν τούτο δύνασθε να διαθέσητε εθελοντικόν τι σώμα αποβιβαζόμενον δια θαλάσσης εις Χειμάρραν, υπό την ηγεσίαν του Σπυρομήλιου…».
Στις αρχές Οκτωβρίου 1912, ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος, έχει φτάσει στην Κέρκυρα και οργανώνει διακριτικά την αποφασισθείσα στρατιωτική επιχείρηση.
Στο στρατιωτικό αυτό εγχείρημα θα ήταν ο ίδιος επικεφαλής σώματος εθελοντών 240 περίπου ανδρών από την Κρήτη και τη Χειμάρρα, ενώ για τη μεταφορά των ανδρών του εθελοντικού αυτού σώματος, θα χρησιμοποιούνταν τρεις (3) ατμομυονδρόμονες, οι οποίοι ήταν τρικάταρτα ιστιοφόρα σκάφη, επιπλέον δε χρησιμοποιούσαν ατμομηχανή και έφεραν προπέλα.
Την εποχή εκείνη το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε τέσσερις (4) ατμομυονδρόμονες, οι οποίοι έφεραν αντίστοιχα ονόματα ποταμών της Ελλάδος, ο «Aχελώος», ο «Αλφειός» ο «Πηνειός» και ο «Ευρώτας».
«Διετάχθησαν οι πρώτοι εξελθόντες άνδρες να βαδίσωσι προς την Χειμάρραν…»
Στις 5 Νοεμβρίου 1912 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, η μικτή στρατιωτική και ναυτική αποστολή ξεκινάει τον κατάπλου της από την Κέρκυρα, με προορισμό τις ηπειρωτικές ακτές, με τρεις (3) ατμομυονδρόμονες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, τον «Aχελώο», τον «Αλφειό» και τον «Πηνειό» μεταφέροντας τους 240 εθελοντές.
Η μικτή αυτή στρατιωτική και ναυτική αποστολή αποβιβάζεται κάτω από καταρρακτώδη βροχή, στις 7.30 το πρωί στον όρμο της Σπηλιάς, στη Χειμάρρα.
Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα εκείνης της εποχής, αλλά και για τα σημερινά, η αποβατική αυτή ενέργεια τμημάτων του ελληνικού στρατού σε συνεργασία με ναυτικά τμήματα στις 5 Νοεμβρίου 1912, στη Χειμάρρα, συνιστά στοιχεία καταδρομικής αμφίβιας επιχείρησης πεζοναυτών σε εχθρικό περιβάλλον και αποτελεί μιας πρώτης τάξεως αποβατική ενέργεια πεζοναυτών, η οποία διοργανώθηκε και στέφθηκε με επιτυχία από τον ελληνικό στρατό.
Η ΜΣΝΕ του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών εν έτει 1927, χρησιμοποιεί τον όρο «πεζοναύτης» στα πολεμικά γεγονότα για την κατάληψη της Χειμάρρας:
«…αμέσως δε και πριν συντελεσθή η αποβίβασις, διετάχθησαν οι πρώτοι εξελθόντες άνδρες να βαδίσωσι προς την Χειμάρραν, ίνα κυκλώσωσι ταύτην… τον μέν 1ον αποτελούμενον εκ πεζοναυτών του ελληνικού ναυτικού και εθελοντών υπό τον ανθυπομ. Γκισερλήν και τον οπλαρχηγόν Παπαγιαννάκην εβάδισεν από Α. προς την Χειμάρραν, το δε 2ον τμήμα, το μικρότερον, εκ κατοίκων της Χειμάρρας υπό τον ενωματάρχην Μαρκόπουλον, εβάδισεν από Δ. προς το αυτόν χωρίον…».
Η τουρκική οθωμανική στρατιωτική φρουρά και λίγοι διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν οχυρωμένοι στους στρατώνες στο διοικητήριο – τηλεγραφείο, έβαλαν εναντίον των εθελοντών Χειμαριωτών με πυρά τυφεκίων πεζικού, οι οποίοι και ανταπέδωσαν πυρά.
Μετά από μισή ώρα περίπου και ανταλλαγή πυρών, οι οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες ζήτησαν να παραδοθούν, μόνο εάν ερχόταν επικεφαλής αξιωματικός του ελληνικού στρατού.
Ο επικεφαλής αξιωματικός ανθυπομ. Γκισερλής του 1ου τμήματος διέταξε τότε τους οθωμανούς τούρκους στρατιώτες να παραδοθούν, πράγμα το οποίο έγινε αμέσως αποδεκτό από τους ίδιους, οι οποίοι και παρεδόθησαν.
Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του διοικητηρίου – τηλεγραφείου της Χειμάρρας, εφονεύθησαν δύο (2) οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες και τραυματίστηκε ένας Χειμαρριώτης.
Αιχμαλωτίσθηκαν είκοσι (20) οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες καθώς και δεκατρείς (13) διοικητικοί υπάλληλοι του διοικητηρίου – τηλεγραφείου, οι οποίοι εστάλησαν στην Κέρκυρα ως αιχμάλωτοι πολέμου.
«Ένθα ύψωσεν την ελληνικήν σημαίαν εν μέσω απερίγραπτου ενθουσιασμού»
Η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, αναφέρει επ΄αυτού:
«…Ευθύς δ΄αμέσως μετά την παράδοσιν, εισήλθεν εις το χωρίον (Χειμάρρα) και ο αρχηγός της επαρχίας Χειμάρρας, ταγματάρχης Σπυρομήλιος, ηγούμενος των λοιπών τμημάτων και διηυθύνθη εις το διοικητήριον, ένθα ύψωσε την ελληνικήν σημαίαν εν μέσω απερίγραπτου ενθουσιασμού των κατοίκων, εκδούς προκήρυξιν προς τους Έλληνας Χειμαρριώτας, δι΄ής, αγγέλων την εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων κατάληψιν της Χειμάρρας..»
Επιπλέον δε ο ταγματάρχης Σπυρομήλιος, με την ιδιότητα του διοικητή του αποβατικού σώματος, την ίδια ημέρα της κατάληψης της Χειμάρρας, εξέδωσε προκήρυξη (Αρχείο ΔΙΣ – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Φ. 1699α/Γ/328 – 328α ) διά της οποίας απευθυνόταν στους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους κατοίκους, αναφέροντας:
«…λησμονούντες το πικρόν παρελθόν θέλετε τηρήσει απέναντι των γειτόνων υμών Μουσουλμάνων την αξιοπρεπήν εκείνην στάσιν, ην υπαγορεύουσιν οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους…», ενώ στην ίδια προκήρυξη απευθύνεται και στο μουσουλμανικό στοιχείο της Χειμάρρας, αναφέροντας τα κάτωθι:
«…Αδελφοί Μουσουλμάνοι… αιτώ αμέσως να προσέλθητε και να δηλώσετε υποταγήν, οπότε ο Ελληνικός Στρατός υπόσχεται εις υμάς πλήρη ευνομείαν και ισοπολιτείαν…»
Την επόμενη ημέρα, 6 Νοεμβρίου 1912, τα μικτά αποσπάσματα πεζοναυτών και εθελοντών του ταγματάρχη Σπυρομήλιου απελευθερώνουν τα υπόλοιπα χωριά Παλιάσσα, Δρυμάδες Βούνο, Κηπαρό, Κούδεσι της επαρχίας Χειμάρρας.
Ο αυχένας Λογαρά (Qafa e Llogarasë)
Για να εξασφαλισθεί η Χειμάρρα ως οχυρό από τυχόν επιχειρούμενη εισβολή από το λιμάνι του Αυλώνα, έστειλε ταχύτατα στο χωριό Παλιάσσα τους κρήτες εθελοντές με την εντολή να καταλάβουν τον αυχένα Λογαρά – Qafa e Llogarasë στην αλβανική γλώσσα, ο οποίος είναι ορεινό πέρασμα στα Κεραύνεια όρη, 2012 υψόμετρο και η μοναδική διάβαση στον δρόμο προς τον Αυλώνα.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα του μηνός Νοεμβρίου 1912, ένοπλες ομάδες ατάκτων αλβανών χωρικών, από τα χωριά Δουκάτες και Τραγιάσι, είχαν καταλάβει τον αυχένα Λογαρά, τον οποίο και κράτησαν μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1912, για να εμποδίσουν τον ελληνικό στρατό να κατευθυνθεί στον Αυλώνα.
Σήμερα στον αυχένα του Λογαρά, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991, κατασκευάσθηκε από αγνώστους ένα μνημείο το οποίο στη βάση του φέρει την ακόλουθη επιγραφή:
ΛΟΓΑΡΑΣ 1912 – 1913
«Ο λαός της περιοχής των Δουκάτων (Ducati) μαζί με τις δυνάμεις της κυβέρνησης της Αυλώνας αμυνθήκαμε για την ανεξαρτησία από την επίθεση των σωβινιστών Ελλήνων».
H διαστρέβλωση της ιστορίας στο μεγαλείο της, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε επίσημο αλβανικό κράτος και είναι απορίας άξιον γιατί εν έτει 2021 το ψευδεπίγραφο αυτό μνημείο συνεχίζει να αναπαραγάγει και να πλαστογραφεί την ιστορική μνήμη, μεταφέροντας μισαλλόδοξα μηνύματα άλλων εποχών τα οποία δεν συνάδουν με σχέσεις καλής γειτονίας ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Αλβανίας.
«Επιχειρηθή η κατάληψις του Αυλώνος διά δυνάμεως τακτικού στρατού…»
Στις 13 Νοεμβρίου 1912, η ωμή επέμβαση της Ιταλίας και της Αυστρίας στον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο έρχεται να αλλάξει άρδην τις μέχρι τότε υφιστάμενες συνθήκες, επιταχύνοντας την άμεση προέλαση του ελληνικού στρατού στα Γιάννενα και στον Αυλώνα.
Tην ίδια ημέρα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ενέκρινε την απελευθέρωση του Αυλώνα (Αρχείο ΔΙΣ – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Φ. 1699α/Γ/467α – 468), όπως ακολούθως έπραξε και το ελληνικό υπουργείο των Στρατιωτικών.
Η σχετική τηλεγραφική αλληλογραφία του αρχηγού στρατιάς Ηπείρου Σαπουντζάκη με το υπουργείο των Στρατιωτικών, όπως το παραθέτει η ΜΣΝΕ του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, είναι αρκετά διαφωτιστική:
«…Εκ διαφόρων ενδείξεων προάγομαι να πιστεύσω ότι οι Αλβανοί, ωθούμενοι προφανώς παρά ξενικών επιρροών και αυτής της Τουρκικής κυβερνήσεως… σκόπιμον είνε να υποβάλλω και αύθις την γνώμην, όπως παραλλήλως, προς την προς Ιωάννινα προέλασήν μου, επιχειρηθή η κατάληψις του Αυλώνος διά δυνάμεως τακτικού στρατού και ισχυρού εθελοντικού σώματος…»
Στις 16 Νοεμβρίου 1912 γίνονται μικροσυμπλοκές τμημάτων του ελληνικού στρατού με ένοπλους αλβανούς ατάκτους χωρικούς από το χωριό Δουκάτες, ενώ την επόμενη ημέρα, 17 Νοεμβρίου 1912, στο σημείο στο οποίο έγινε η μικροσυμπλοκή εμφανίσθηκαν «σημαίαι ερυθραί με μέλανας αετούς».
Στις 18 Νοεμβρίου 1912 το απόγευμα το ελληνικό υπουργείο των Στρατιωτικών απέστειλε τηλεγραφική διαταγή προς τον αρχηγό στρατιάς του ελληνικού στρατού, στρατηγό Σαπουντζάκη, αναφέροντας ότι εγκαταλείπεται ο στρατηγικός σχεδιασμός για την κατάληψη του Αυλώνα, με την παρατήρηση ότι θα πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία η Χειμάρρα: «…εγκαταληφθείσης της ιδέας καταλήψεως του Αυλώνος, εκρίνετο ως απαραίτητον να διατηρηθή πάση θυσία η κατοχή της Χειμάρρας…».
Την ίδια ημέρα, ο νομάρχης Κέρκυρας ενημέρωνε τηλεγραφικώς το αρχηγείο στρατιάς του ελληνικού στρατού ότι στις 14 Νοεμβρίου 1912, «…εκηρύχθη εν Δυρραχίω αυτονομία Αλβανίας, ενώ εσπέρας 15 Νοεμβρίου 1912, εισήρχετο πόλιν ίλη Σερβικού στρατού, μεραρχία (Σερβικού στρατού) βαίνει νοτιώτερον προς Αυλώνα».
Η αθηναϊκή εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» στις 15 Νοεμβρίου 1912, σε σχετική της ανταπόκριση από το Λονδίνο είχε αναγράψει την σχετική είδηση:
«Οι Αλβανοί εις Δυρράχιον – φθάνουν και οι Σέρβοι… ο εν Δυρραχίω ανταποκριτής του “Ην. Τηλεγράφου” τηλεγραφεί ότι εις το Διοικητήριον της πόλεως ανεπετάσθη η Αλβανική σημαία και ότι οι Αλβανοί κατέλυσαν τας Τουρκικάς αρχάς. Ο ανταποκριτής προσθέτει ότι ο Σερβικός στρατός πλησιάζει ήδη εις το Δυρράχιον κατόπιν εσπευσμένης πορείας».
Έτσι χάθηκαν τα ιστορικά δίκαια του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού
Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία υπέγραψαν μυστική συμφωνία για τον διαμοιρασμό της Αλβανίας σε ζώνες επιρροής, ενέργεια που επιβεβαιώθηκε με τη Σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913, αποφασίστηκε από τις Μ.Δ. η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας, ενώ με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913 ανακηρύχθηκε η Αλβανία ανεξάρτητο κράτος, ελέω Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, η Διεθνής Επιτροπή, η οποία είχε αναλάβει τον διακανονισμό των ορίων του αλβανικού κράτους, συνέταξε το σχετικό πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
Βάσει αυτού του Πρωτοκόλλου, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος και μαζί της η Χειμάρρα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι και η Κορυτσά υπάγονταν πλέον στο αλβανικό κράτος.
Έτσι χάθηκαν τα ιστορικά δίκαια του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων και των αισχρών παρεμβάσεων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες ματαίωσαν την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, παρά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
«…αμέσως δε και πριν συντελεσθή η αποβίβασις, διετάχθησαν οι πρώτοι εξελθόντες άνδρες να βαδίσωσι προς την Χειμάρραν, ίνα κυκλώσωσι ταύτην… τον μέν 1ον αποτελούμενον εκ πεζοναυτών του ελληνικού ναυτικού και εθελοντών υπό τον ανθυπομ. Γκισερλήν και τον οπλαρχηγόν Παπαγιαννάκην εβάδισεν από Α. προς την Χειμάρραν, το δε 2ον τμήμα, το μικρότερον, εκ κατοίκων της Χειμάρρας υπό τον ενωματάρχην Μαρκόπουλον, εβάδισεν από Δ. προς το αυτόν χωρίον…».
Η τουρκική οθωμανική στρατιωτική φρουρά και λίγοι διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν οχυρωμένοι στους στρατώνες στο διοικητήριο – τηλεγραφείο, έβαλαν εναντίον των εθελοντών Χειμαριωτών με πυρά τυφεκίων πεζικού, οι οποίοι και ανταπέδωσαν πυρά.
Μετά από μισή ώρα περίπου και ανταλλαγή πυρών, οι οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες ζήτησαν να παραδοθούν, μόνο εάν ερχόταν επικεφαλής αξιωματικός του ελληνικού στρατού.
Ο επικεφαλής αξιωματικός ανθυπομ. Γκισερλής του 1ου τμήματος διέταξε τότε τους οθωμανούς τούρκους στρατιώτες να παραδοθούν, πράγμα το οποίο έγινε αμέσως αποδεκτό από τους ίδιους, οι οποίοι και παρεδόθησαν.
Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του διοικητηρίου – τηλεγραφείου της Χειμάρρας, εφονεύθησαν δύο (2) οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες και τραυματίστηκε ένας Χειμαρριώτης.
Αιχμαλωτίσθηκαν είκοσι (20) οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες καθώς και δεκατρείς (13) διοικητικοί υπάλληλοι του διοικητηρίου – τηλεγραφείου, οι οποίοι εστάλησαν στην Κέρκυρα ως αιχμάλωτοι πολέμου.
«Ένθα ύψωσεν την ελληνικήν σημαίαν εν μέσω απερίγραπτου ενθουσιασμού»
Η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, αναφέρει επ΄αυτού:
«…Ευθύς δ΄αμέσως μετά την παράδοσιν, εισήλθεν εις το χωρίον (Χειμάρρα) και ο αρχηγός της επαρχίας Χειμάρρας, ταγματάρχης Σπυρομήλιος, ηγούμενος των λοιπών τμημάτων και διηυθύνθη εις το διοικητήριον, ένθα ύψωσε την ελληνικήν σημαίαν εν μέσω απερίγραπτου ενθουσιασμού των κατοίκων, εκδούς προκήρυξιν προς τους Έλληνας Χειμαρριώτας, δι΄ής, αγγέλων την εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων κατάληψιν της Χειμάρρας..»
Επιπλέον δε ο ταγματάρχης Σπυρομήλιος, με την ιδιότητα του διοικητή του αποβατικού σώματος, την ίδια ημέρα της κατάληψης της Χειμάρρας, εξέδωσε προκήρυξη (Αρχείο ΔΙΣ – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Φ. 1699α/Γ/328 – 328α ) διά της οποίας απευθυνόταν στους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους κατοίκους, αναφέροντας:
«…λησμονούντες το πικρόν παρελθόν θέλετε τηρήσει απέναντι των γειτόνων υμών Μουσουλμάνων την αξιοπρεπήν εκείνην στάσιν, ην υπαγορεύουσιν οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους…», ενώ στην ίδια προκήρυξη απευθύνεται και στο μουσουλμανικό στοιχείο της Χειμάρρας, αναφέροντας τα κάτωθι:
«…Αδελφοί Μουσουλμάνοι… αιτώ αμέσως να προσέλθητε και να δηλώσετε υποταγήν, οπότε ο Ελληνικός Στρατός υπόσχεται εις υμάς πλήρη ευνομείαν και ισοπολιτείαν…»
Την επόμενη ημέρα, 6 Νοεμβρίου 1912, τα μικτά αποσπάσματα πεζοναυτών και εθελοντών του ταγματάρχη Σπυρομήλιου απελευθερώνουν τα υπόλοιπα χωριά Παλιάσσα, Δρυμάδες Βούνο, Κηπαρό, Κούδεσι της επαρχίας Χειμάρρας.
Ο αυχένας Λογαρά (Qafa e Llogarasë)
Για να εξασφαλισθεί η Χειμάρρα ως οχυρό από τυχόν επιχειρούμενη εισβολή από το λιμάνι του Αυλώνα, έστειλε ταχύτατα στο χωριό Παλιάσσα τους κρήτες εθελοντές με την εντολή να καταλάβουν τον αυχένα Λογαρά – Qafa e Llogarasë στην αλβανική γλώσσα, ο οποίος είναι ορεινό πέρασμα στα Κεραύνεια όρη, 2012 υψόμετρο και η μοναδική διάβαση στον δρόμο προς τον Αυλώνα.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα του μηνός Νοεμβρίου 1912, ένοπλες ομάδες ατάκτων αλβανών χωρικών, από τα χωριά Δουκάτες και Τραγιάσι, είχαν καταλάβει τον αυχένα Λογαρά, τον οποίο και κράτησαν μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1912, για να εμποδίσουν τον ελληνικό στρατό να κατευθυνθεί στον Αυλώνα.
Σήμερα στον αυχένα του Λογαρά, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991, κατασκευάσθηκε από αγνώστους ένα μνημείο το οποίο στη βάση του φέρει την ακόλουθη επιγραφή:
ΛΟΓΑΡΑΣ 1912 – 1913
«Ο λαός της περιοχής των Δουκάτων (Ducati) μαζί με τις δυνάμεις της κυβέρνησης της Αυλώνας αμυνθήκαμε για την ανεξαρτησία από την επίθεση των σωβινιστών Ελλήνων».
H διαστρέβλωση της ιστορίας στο μεγαλείο της, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε επίσημο αλβανικό κράτος και είναι απορίας άξιον γιατί εν έτει 2021 το ψευδεπίγραφο αυτό μνημείο συνεχίζει να αναπαραγάγει και να πλαστογραφεί την ιστορική μνήμη, μεταφέροντας μισαλλόδοξα μηνύματα άλλων εποχών τα οποία δεν συνάδουν με σχέσεις καλής γειτονίας ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Αλβανίας.
«Επιχειρηθή η κατάληψις του Αυλώνος διά δυνάμεως τακτικού στρατού…»
Στις 13 Νοεμβρίου 1912, η ωμή επέμβαση της Ιταλίας και της Αυστρίας στον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο έρχεται να αλλάξει άρδην τις μέχρι τότε υφιστάμενες συνθήκες, επιταχύνοντας την άμεση προέλαση του ελληνικού στρατού στα Γιάννενα και στον Αυλώνα.
Tην ίδια ημέρα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ενέκρινε την απελευθέρωση του Αυλώνα (Αρχείο ΔΙΣ – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Φ. 1699α/Γ/467α – 468), όπως ακολούθως έπραξε και το ελληνικό υπουργείο των Στρατιωτικών.
Η σχετική τηλεγραφική αλληλογραφία του αρχηγού στρατιάς Ηπείρου Σαπουντζάκη με το υπουργείο των Στρατιωτικών, όπως το παραθέτει η ΜΣΝΕ του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, είναι αρκετά διαφωτιστική:
«…Εκ διαφόρων ενδείξεων προάγομαι να πιστεύσω ότι οι Αλβανοί, ωθούμενοι προφανώς παρά ξενικών επιρροών και αυτής της Τουρκικής κυβερνήσεως… σκόπιμον είνε να υποβάλλω και αύθις την γνώμην, όπως παραλλήλως, προς την προς Ιωάννινα προέλασήν μου, επιχειρηθή η κατάληψις του Αυλώνος διά δυνάμεως τακτικού στρατού και ισχυρού εθελοντικού σώματος…»
Στις 16 Νοεμβρίου 1912 γίνονται μικροσυμπλοκές τμημάτων του ελληνικού στρατού με ένοπλους αλβανούς ατάκτους χωρικούς από το χωριό Δουκάτες, ενώ την επόμενη ημέρα, 17 Νοεμβρίου 1912, στο σημείο στο οποίο έγινε η μικροσυμπλοκή εμφανίσθηκαν «σημαίαι ερυθραί με μέλανας αετούς».
Στις 18 Νοεμβρίου 1912 το απόγευμα το ελληνικό υπουργείο των Στρατιωτικών απέστειλε τηλεγραφική διαταγή προς τον αρχηγό στρατιάς του ελληνικού στρατού, στρατηγό Σαπουντζάκη, αναφέροντας ότι εγκαταλείπεται ο στρατηγικός σχεδιασμός για την κατάληψη του Αυλώνα, με την παρατήρηση ότι θα πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία η Χειμάρρα: «…εγκαταληφθείσης της ιδέας καταλήψεως του Αυλώνος, εκρίνετο ως απαραίτητον να διατηρηθή πάση θυσία η κατοχή της Χειμάρρας…».
Την ίδια ημέρα, ο νομάρχης Κέρκυρας ενημέρωνε τηλεγραφικώς το αρχηγείο στρατιάς του ελληνικού στρατού ότι στις 14 Νοεμβρίου 1912, «…εκηρύχθη εν Δυρραχίω αυτονομία Αλβανίας, ενώ εσπέρας 15 Νοεμβρίου 1912, εισήρχετο πόλιν ίλη Σερβικού στρατού, μεραρχία (Σερβικού στρατού) βαίνει νοτιώτερον προς Αυλώνα».
Η αθηναϊκή εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» στις 15 Νοεμβρίου 1912, σε σχετική της ανταπόκριση από το Λονδίνο είχε αναγράψει την σχετική είδηση:
«Οι Αλβανοί εις Δυρράχιον – φθάνουν και οι Σέρβοι… ο εν Δυρραχίω ανταποκριτής του “Ην. Τηλεγράφου” τηλεγραφεί ότι εις το Διοικητήριον της πόλεως ανεπετάσθη η Αλβανική σημαία και ότι οι Αλβανοί κατέλυσαν τας Τουρκικάς αρχάς. Ο ανταποκριτής προσθέτει ότι ο Σερβικός στρατός πλησιάζει ήδη εις το Δυρράχιον κατόπιν εσπευσμένης πορείας».
Έτσι χάθηκαν τα ιστορικά δίκαια του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού
Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία υπέγραψαν μυστική συμφωνία για τον διαμοιρασμό της Αλβανίας σε ζώνες επιρροής, ενέργεια που επιβεβαιώθηκε με τη Σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913, αποφασίστηκε από τις Μ.Δ. η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας, ενώ με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 29 Ιουλίου 1913 ανακηρύχθηκε η Αλβανία ανεξάρτητο κράτος, ελέω Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, η Διεθνής Επιτροπή, η οποία είχε αναλάβει τον διακανονισμό των ορίων του αλβανικού κράτους, συνέταξε το σχετικό πρωτόκολλο της Φλωρεντίας.
Βάσει αυτού του Πρωτοκόλλου, ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος και μαζί της η Χειμάρρα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι και η Κορυτσά υπάγονταν πλέον στο αλβανικό κράτος.
Έτσι χάθηκαν τα ιστορικά δίκαια του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων και των αισχρών παρεμβάσεων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες ματαίωσαν την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, παρά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Αλέκος Ράπτης
- Το βαρύ τίμημα του καταστροφικού ελληνικού Εμφυλίου
- Όταν ο καθεδρικός των Τιράνων μετατράπηκε σε γυμναστήριο
- 22 Δεκεμβρίου 1940: Η απελευθέρωση της Χιμάρας
- Σπύρος Σπυρομίλιος: O Διγενής της Χιμάρας
👉Ακολουθήστε μας στο facebook, κάνοντας like στη σελίδα Αγναντεύοντας για να βλέπετε πρώτοι τις δημοσιεύσεις μας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών