Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ*
Περιγραφή της ελληνοαλβανικής μεθορίου
Η μεθόριος της Ελλάδας με την Αλβανία –από το τριεθνές σημείο συνάντησης των συνόρων Ελλάδας, Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας, στη λίμνη των Πρεσπών, έως τον όρμο της Φτελιάς, απέναντι από την Κέρκυρα, πλέον της θαλάσσιας οριοθέτησης– επεκτείνεται σε μήκος 349 χιλιομέτρων, εκ των οποίων τα 247 είναι χερσαία, τα 78 θαλάσσια και τα 7 λιμναία· 17 χιλιόμετρα υδάτινων ροών, ήτοι 9 χιλιόμετρα ποταμιών και 8 χιλιόμετρα ρευμάτων, οριοθετούν επίσης χερσαίο σύνορο των δύο χωρών. Η ελληνοαλβανική μεθόριος καθορίζεται μόνον από κανονικά ορόσημα (κύριες πυραμίδες), όπως έχουν ορισθεί από το «Πρωτόκολλον Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925», που αποτελεί και τη μοναδική μεθοριακή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Ο συνολικός αριθμός των οροσήμων ανέρχεται σε 177, ενώ τα κρατικά σύνορα της Αλβανίας με την τέως Γιουγκοσλαβία –πλέον με τη Βόρεια Μακεδονία, το Κόσοβο και το Μαυροβούνιο– οροθετούνται, εκτός από τα 176 κανονικά ορόσημα, και με 1.254 ενδιάμεσα.[1]
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, η ελληνοαλβανική οροθετική γραμμή εχωρίσθη σε τρείς τομείς: ο Α΄ τομέας βαίνει από το τριεθνές σημείο συνάντησης των συνόρων Ελλάδας, Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας στη λίμνη των Πρεσπών και φτάνει στην κορυφή του υψοδείκτου 2036 του όρους Μπανταρός, ο οποίος προσδιορίσθηκε διά 69 κανονικών οροσήμων. Ο Β΄ τομέας εκτείνεται από την κορυφή του υψοδείκτου 2036 του όρους Μπανταρός στην υδάτινη συμβολή του Σαρανταπόρου-Αώου (Βογιούση-Vjosë), ο οποίος επίσης προσδιορίσθηκε διά 29 κανονικών οροσήμων και ο Γ’ τομέας από την υδάτινη συμβολή του Σαρανταπόρου–Βογιούσης στον όρμο της Φτελιάς, ο οποίος προσδιορίσθηκε διά 79 κανονικών οροσήμων. Και οι τρείς τομείς προσδιορίσθηκαν διά κανονικών οροσήμων επί τόπου (in loco).
Τα λιμναία σύνορα δεικνύονται με φωτεινή σήμανση, ενώ ως οροθετική γραμμή σε υδάτινες ροές, σε ποτάμια και σε ρέματα, νοείται η μέση της βασικής ροής· σε πλεύσιμους δε ποταμούς η διαχωριστική γραμμή νοείται στο βαθύτερο μέρος της κοίτης. Στα παράκτια σύνορα η οροθέτηση επεκτείνεται σε 15 μίλια.
Ιστορική ανασκόπηση της διαμόρφωσης των ελληνοαλβανικών συνόρων
Η ανακήρυξη της Αλβανίας ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, με την υποστήριξη κυρίως της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, τον Νοέμβριο του 1912, αποτέλεσε περισσότερο πράξη τυπική και όχι ουσίας. Συνεπώς, η πρώτη έγνοια της αλβανικής διοίκησης και του διεθνούς παράγοντα ήταν ο εδαφικός προσδιορισμός της, καθόσον η χώρα εξακολουθούσε να συνιστά «γεωγραφική έννοια», σύμφωνα με τον γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ (Otto Eduard Leopold von Bismarck-Schönhausen). Όμως, ο διακανονισμός των ορίων της –όπως και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών– ύστερα από πεντακόσια χρόνια οθωμανικής υπερίσχυσης, πληθυσμιακού συγχρωτισμού, πολλαπλών μετακινήσεων ανθρώπων σε όλη τη βαλκανική περιοχή, επιλεκτικού (οικειοθελούς ή αναγκαστικού) εξισλαμισμού ολόκληρων περιοχών και προπάντων, λόγω του αλυτρωτικού οραματισμού που επικρατούσε την περίοδο εκείνη σε όλους τους λαούς των Βαλκανίων, συνεπαγόταν την υπέρβαση μίας σειράς προσκομμάτων. Για την υπέρβαση των προσκομμάτων αυτών και την επίλυση των εδαφικών διαφορών Ελλάδας–Αλβανίας, η Ελλάδα επικαλέστηκε ως βασική αρχή τη συνειδησιακή εξέλιξη του πληθυσμού της, αλλά αυτό θεωρήθηκε μη μετρήσιμος παράγοντας.[2]
Μετά την ανακωχή του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, την 3η Δεκεμβρίου 1912, συνήλθε στο Λονδίνο η Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία σκόπευε να επιτύχει ομοφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων ως προς τη γεωγραφική κατανομή ολόκληρης της περιοχής των Βαλκανίων. Η Διάσκεψη διήρκησε έως την 11η Αυγούστου 1913, κατά την οποία ανεδείχθη η αγεφύρωτη διάσταση απόψεων και συγκρουόμενων συμφερόντων τόσο των ενδιαφερόμενων κρατών, όσο και των Μεγάλων Δυνάμεων που τα υποστήριζαν. Η Ιταλία, επί παραδείγματι, με σκοπό την απώθηση της Ελλάδας από το στόμιο της Αδριατικής, πρότεινε τη συμπερίληψη στην Αλβανία των Ιωαννίνων και ολόκληρης της Νότιας Ηπείρου, αλλά η στάση της ήλθε σε πλήρη σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα.
Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης εξελίσσονταν εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων –η Αλβανία παρέμεινε ουδέτερη και στην πράξη νοσταλγούσα την οθωμανική τάξη– και οδήγησαν στη Συνθήκη της Ειρήνης του Λονδίνου της 30ης Μαΐου 1913, η οποία αναγνώριζε την ύπαρξη του αλβανικού κράτους αλλά όχι και των γεωγραφικών ορίων του. Για τον λόγο αυτό, η Διάσκεψη ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις να ορίσουν επιτροπή για τη διευθέτηση των συνόρων της Αλβανίας και μία σειρά άλλων εκκρεμούντων εδαφικών ζητημάτων, όπως τη διανομή της τέως ευρωπαϊκής Τουρκίας και την τύχη των νήσων του Αιγαίου,[3] ενώ στο πνεύμα των αποφάσεων του Λονδίνου με το Πρωτόκολλο της 29ης Ιουλίου 1913 αναγνωρίστηκε η Αλβανία ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ταυτόχρονα με το άρθρο 3 ανατίθετο στις Μεγάλες Δυνάμεις η πρόνοια του προσδιορισμού των ορίων της και όλων των λοιπών ζητημάτων που την αφορούσαν. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη δεδομένης της εξασφάλισης της κυριαρχίας επί των νήσων του Αιγαίου, τα οποία αποτελούσαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα ζωτικού χώρου. Περαιτέρω, η Ελλάδα απέσπασε την υπόσχεση της Μεγάλης Βρετανίας για τη μελλοντική προσάρτηση των Δωδεκανήσων.[4]
Με κοινή διακοίνωση, την 8η Σεπτεμβρίου 1913, προς την ελληνική κυβέρνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν τις αποφάσεις τους σχετικά με τα νότια και νοτιοανατολικά σύνορα της Αλβανίας. Στη διακοίνωση αποφασιζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η νήσος Σάσωνα, η παραλία μέχρι τον όρμο της Φτελιάς και η Κορυτσά αποτελούν μέρη του νεοσύστατου αλβανικού κράτους και η οριστική οροθέτηση θα γινόταν «βάσει εθνολογικών και γεωγραφικών κριτηρίων», ορίζοντας ως αποφασιστικό κριτήριο τη γλώσσα της οικογένειας. Κατά συνέπεια, τα ελληνικά στρατεύματα θα έπρεπε να αποσυρθούν από τα αλβανικά εδάφη έναν μήνα μετά τη λήξη των εργασιών της επιτροπής.[5]
Την 13η Νοεμβρίου 1913, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων για τον προτεινόμενο τρόπο χάραξης των συνόρων, ο οποίος δεν βασιζόταν στους προβαλλομένους ιστορικούς και εθνολογικούς τίτλους της ελληνικής διπλωματικής αντίληψης, επιμένοντας και πάλι να αναζητηθεί η εθνικότητα των πληθυσμών της περιοχής στην πνευματική τους ανάπτυξη, δηλαδή στη διενέργεια δημοψηφίσματος, που σήμαινε μετακίνηση των συνόρων προς βορρά. Το δημοψήφισμα, ωστόσο, κρίθηκε επικίνδυνο από την Ιταλία, αλλά και τη Γερμανία, η οποία πίστευε ότι η δημοψηφιστική αρχή (principe plébiscitare) δεν είχε εφαρμοσθεί πουθενά, με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας.
Οι ελληνικές εκκλήσεις δεν εισακούσθηκαν και η διεθνής επιτροπή διαχάραξης συνόρων παρέμεινε στη μεθόριο μόνον 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνον 12 φορές και εξέτασε μόνον 14 άτομα.[6] Σύμφωνα με τις έρευνες, η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο –λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων και εντάχθηκαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 1913).
Σύμφωνα με το Σύμφωνο ή το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, όπως κατίσχυσε, επιδικαζόταν όλη η Βόρειος Ήπειρος στην Αλβανία, συμπεριλαμβανομένης της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου, αφήνοντας σε εκκρεμότητα τον προσδιορισμό των συνόρων στην περιοχή των λιμνών Πρέσπας και Οχρίδος, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων των τριών ενδιαφερόμενων χωρών.[7]
Εν τέλη, η μεθοριακή χάραξη δεν βασίστηκε σε γλωσσικά ή εθνολογικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες: για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος έπρεπε να περιέλθει εντός των εθνικών του συνόρων ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε Νότια Αλβανία. Ένα βιώσιμο αλβανικό κράτος, σύμφωνα με την ιταλική και την αυστροουγγρική αντίληψη, θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επεκτασιμότητας στα δυτικά Βαλκάνια. Άλλωστε, η παραχώρηση της αλβανόφωνης περιοχής του Κοσόβου στη Σερβία καθιστούσε αδύνατη κάθε ελληνική αξίωση εις βάρος της Αλβανίας.[8]
Εν τω μεταξύ, η χάραξη της οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου, η οποία κατακυρώθηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1921, διαιρώντας την Ήπειρο στα δύο, διαίρεσε και την αποκαλούμενη «Τσαμουριά» μεταξύ Ελλάδας (Νομός Θεσπρωτίας) και Αλβανίας (Νομός Αγίων Σαράντα). Έκτοτε, ενώ για την Ελλάδα αναφύει το «Βορειοηπειρωτικό» για την Αλβανία αναφύει το «Τσάμικο», όρος που ταυτίζεται με τους μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής της Θεσπρωτίας και στη διπλωματική ορολογία παραπέμπει στο τμήμα που υπήχθη στην ελληνική επικράτεια, πάντα τηρουμένων των εδαφικών και πληθυσμιακών αναλογιών της διαφιλονικούμενης περιοχής. Φάνηκε, έτσι, ότι η εδαφική συγκρότηση και η χάραξη των συνόρων του νεοπαγούς αλβανικού κράτους, η οποία, ενώ έμοιαζε με πολυσύνθετη υπόθεση, διευθετήθηκε, εν τέλει, με τη μέθοδο και τη λογική της προκρούστειας λύσης, υπαγόμενη σε μία οριστική διάταξη, αν και τα σύνορα δεν ήταν οριστικά αλλά χαρασσόμενα επί χάρτου.
Η Ελλάδα εμφανίσθηκε αδικημένη και δεν ήρε τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις της εις βάρος της Αλβανίας. Η Αλβανία, από την άλλη, ενώ αρχικά επαναπαύθηκε, μελλοντικά προέβαλε και αυτή εδαφικές αξιώσεις εις βάρος της Ελλάδας, εποφθαλμιούσα περιοχές της Θεσπρωτίας, επικουρούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι, το ενιαίο, αλλά διχοτομημένο πια, γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου –όπως υφίστατο επί Τουρκοκρατίας– κατέστη μήλον της έριδος μεταξύ των δύο χωρών.
Ο αυθαίρετος, κατά την ελληνική γενικότερη αντίληψη, τρόπος διακανονισμού των εδαφικών διαφορών, προκάλεσε την ένοπλη αντίδραση των τοπικών ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι εξεγέρθησαν και ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής. Ο αγώνας αυτός, ο οποίος ονομάστηκε «Βορειοηπειρωτικός Αγώνας», οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17η Μαΐου 1914), με το οποίο ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός αποκτούσε ευρεία κοινοτική διοικητική αυτονομία υπό την κυβέρνηση του Γεωργίου Ζωγράφου.
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, το οποίο ανέκυψε το 1914, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ενδιάμεση κατάσταση, η οποία δημιουργούσε περιπλοκή, χωρίς όμως να μπορεί να το εκμεταλλευθεί το ελληνικό κράτος, λόγω της άκαμπτης συμπεριφοράς των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέδειξε και πάλι τις διαφωνίες της Ελλάδας με τη Σερβία για τις αποφάσεις της Πρεσβευτικής Διάσκεψης και τη ρύθμιση του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Η διάσταση αυτή διατήρησε σε εκκρεμότητα τη διευθέτηση των συνόρων με την Αλβανία για αρκετά ακόμα χρόνια δεδομένου ότι η χάραξη επί του εδάφους δεν είχε ολοκληρωθεί.
Τότε, όμως, οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Με τη λήξη του πολέμου και εν όψει της Διάσκεψης της Ειρήνης, το 1919, ο αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον (Thomas Woodrow Wilson)δήλωνε ότι τα καθορισθέντα το 1913 σύνορα της Αλβανίας ήταν εξόχως τεχνητά, διότι διασπούσαν όχι μόνον γραμμές οικονομικής επαφής και εθνολογικής συνοχής, αλλά ακόμη και τους φυλετικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων.[9] Η δήλωση αυτή ανέτρεπε το εύθραυστο γεωγραφικό κατεστημένο της διαφιλονικούμενης περιοχής.
Δεδομένης της αμερικανικής μεταστροφής –οι ΗΠΑ μέχρι τότε υιοθετούσαν την άποψη της ύπαρξης του αλβανικού ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους– ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στη Διάσκεψη των Παρισίων, προέβαλε σθεναρά διεκδικήσεις με υπόμνημα προς τους Συμμάχους την 30η Δεκεμβρίου του 1918. Το ελληνικό υπόμνημα περιείχε εδαφικές αξιώσεις για ολόκληρο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο και τη μεταβολή των συνόρων με την Αλβανία, καθώς δεν έβλεπε τον λόγο για τον οποίο οι πολιτισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί –της Νότιας Αλβανίας πια– έπρεπε να συμπεριληφθούν στο κράτος αυτό το οποίο ήταν ανίκανο να έχει διοίκηση εντελώς αυτόνομη, και όχι στο ελληνικό κράτος το οποίο είχε ήδη ανεξάρτητη πολιτική ζωή.
Η αλβανική αποστολή, από τη μεριά της, υπό τον Τουρχάν Πασά Πρεμετή (Turhan Pashë Përmeti), πρόεδρο της προσωρινής κυβέρνησης του Δυρραχίου, στο υπόμνημα της 14ης Φεβρουαρίου του 1919, αντιπαρήλθε των ελληνικών θέσεων, αποδεχόμενη αμετακίνητα και απαραβίαστα τα ορισθέντα σύνορα του 1913 επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα αποσκοπούσε στον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας του και ζήτησε την οριστική ρύθμιση και διεθνή κατακύρωση των συνόρων.[10] Ως αντίβαρο των ελληνικών διεκδικήσεων, ο αλβανός πρωθυπουργός διεκδικούσε την περιοχή της Τσαμουριάς, στην οποία η κυριαρχική παρουσία του αλβανικού στοιχείου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν αδιαμφισβήτητη.[11] Μάλιστα, αξίωσε από τη Διάσκεψη να αποδοθούν στην Αλβανία και όλα εκείνα τα καθυποταγμένα εδάφη που αδίκως είχαν επιδικαστεί στις γειτονικές χώρες (τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο) και που κατοικούντο από συμπαγή αλβανικούς πληθυσμούς.[12] Στην αγόρευσή του ο αλβανός πρωθυπουργός απέρριψε και το ελληνικό επιχείρημα για το υποδεέστερο του πολιτισμού του μουσουλμανικού στοιχείου και υπεραμύνθηκε της άποψης ότι, καίτοι οι Αλβανοί στερήθηκαν τον πολιτισμό και την εκπαίδευση στη γλώσσα τους, μορφώθηκαν, εν τούτοις, σε τουρκικά, γαλλικά και αγγλικά σχολεία.[13] Τέλος, υποσχέθηκε ότι η αλβανική κυβέρνηση θα θεωρούσε σεβαστά τα εθνικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.[14]
Στη διαμάχη αυτή η ιταλική παρεμβολή προκάλεσε περαιτέρω επιπλοκές –η Ιταλία όλη αυτή την περίοδο, 1916-1917, επιδίωκε σθεναρά τον έλεγχο της Αλβανίας–, αλλά οι αντιρρήσεις της ήρθησαν με τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι της 29ηςΙουλίου 1919, βάσει της οποίας η Ιταλία συμφωνούσε, εν τέλει, οριστικά να εκχωρηθούν στην Ελλάδα ορισμένα χριστιανικά χωριά της Νότιας Αλβανίας. Όμως, λίγους μήνες αργότερα, την 27η Ιουλίου 1920, η Ιταλία κατήγγειλε μονομερώς τη διμερή συμφωνία. Η ελληνική στρατιωτική δύναμη, που είχε μεταβεί στη διεκδικούμενη περιοχή, αναγκάστηκε να αποσυρθεί, πιεζόμενη μάλιστα από τους Γάλλους. Η εξέλιξη αυτή επέφερε τη Συμφωνία της Καπστίτσας (15η Μαΐου 1920), η οποία αποτελούσε μία μεταβατική κατάσταση, εν αναμονή των οριστικών αποφάσεων της Διάσκεψης της Ειρήνης, καθώς τόσο η Ελλάδα όσο και η Αλβανία συμφωνούσαν «να συμμορφωθούν με την απόφαση της διάσκεψης που θα προσδιόριζε οριστικά τη συνοριακή γραμμή». Έναν μήνα αργότερα, οι Γάλλοι παρέδωσαν στις αλβανικές αρχές τη διεκδικουμένη περιοχή της Κορυτσάς, την οποία κατείχαν από το 1916.
Δύο χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 17η Δεκεμβρίου 1920, η Αλβανία έγινε δεκτή ως μέλος της Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), η οποία την 2α Οκτωβρίου 1921 ενέκρινε αλβανική δήλωση περί μειονοτήτων και έτσι αντικαταστάθηκαν (ακυρώθηκαν) και οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας του 1914. Το αλβανικό κράτος, σύμφωνα με τη δήλωση του αλβανού αντιπροσώπου Φαν Νόλη, αναγνώριζε και επίσημα τους ελληνικούς πληθυσμούς στην επικράτειά της ως γλωσσική μειονότητα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1922, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση του Φαν Νόλη: Πλήρης ισότητα σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, αστικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς φυλετικές και γλωσσικές διακρίσεις, παροχή εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, θρησκευτική ελευθερία και άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, συμπεριλαμβανόμενων και των ελευθεριών αλλαξοπιστίας.
Στο διαμορφωμένο πνεύμα μετά τις αλβανικές δηλώσεις στην ΚτΕ, την 6η Ιουνίου 1921, η Μεγάλη Βρετανία πρότεινε στην Πρεσβευτική Διάσκεψη την οριστική χάραξη των γεωγραφικών ορίων του αλβανικού κράτους και στο πλαίσιο αυτό και τον καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Η Ελλάδα, εν τω μεταξύ, είχε θραύσει τους συμμαχικούς δεσμούς, προτιμώντας την αυτοτέλεια. Η κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη δεν επέδειξε την ίδια επιδεξιότητα όπως ο Βενιζέλος. Αυτό απεδείχθη ολέθριο, κυρίως στους χειρισμούς του μικρασιατικού ζητήματος. Ακόμα, η ιταλική επιμονή ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να υπαναχωρήσουν ενώπιον των ελληνικών διεκδικήσεων. Συνεπώς, την 9η Νοεμβρίου 1921 εκδόθηκε η απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης των Παρισίων, η οποία κατακύρωνε την «διαφιλονικούμενη περιοχή της Βορείου Ηπείρου» οριστικά στην Αλβανία. Σύμφωνα με αυτήν, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία αναγνώριζαν την Αλβανία «ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και την εν λόγω περιοχή ως συντεταγμένη σε αυτή, με σύνορα τα καθορισθέντα στις συμφωνίες του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913. Η ημερομηνία αυτή αποτελεί σημείο καμπής για τις όποιες εδαφικές επιδιώξεις είχε τότε η Ελλάδα. Έκτοτε το όλο ζήτημα υποβιβάστηκε σε θέμα προστασίας μίας μειοψηφίας, ήτοι σε μειονοτικό ζήτημα.[15]
Η τριμελής επιτροπή για τον καθορισμό των νοτίων αλβανικών συνόρων, αποτελούμενη από αντιπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, πλαισιωμένη από ελληνικής πλευράς υπό τον αντισυνταγματάρχη Νεοκλή (Νότη) Μπότσαρη και από αλβανικής υπό τον νομάρχη Κορυτσάς Δημήτερ Μπεράτι (Dhimitër Berati), εργάσθηκε από το 1922 έως και το 1925 για την περαίωση του έργου.
Στο πλαίσιο αυτό, για την οριστική διευθέτηση των συνόρων, τον Αύγουστο του 1923, ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελίνι, απεσταλμένος της ΚτΕ και μέλος της τριμελούς επιτροπής είχε μεταβεί στην ελληνοαλβανική μεθόριο, πλαισιωμένος από εκπροσώπους των δύο χωρών, από την Ελλάδα υπό τον αντισυνταγματάρχη Νεοκλή Μπότσαρη και τον νομάρχη της Φλώρινας, Μόδη, ενώ από την Αλβανία υπό τον νομάρχη της Κορυτσάς Δημήτερ Μπεράτι και τον ταγματάρχη Μπαϊράμ Φεβζίου (Bajram Fevziu). Όταν η επιτροπή κατήλθε στις αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές της Μαύρης Ρίζας, πλησίον των χωριών Επισκοπή και Ραντάτι, ο Τελίνι ζήτησε η συνοριακή γραμμή να συμπεριλάβει εντός των αλβανικών ορίων και την περιοχή των Φιλιατών, όπου ζούσαν μουσουλμάνοι Τσάμηδες, να μην διέσχιζε, δηλαδή, τη νοητή γραμμή του ορεινού όγκου της Στουγάρας-Μουργκάνας. Ο Μπότσαρης απέρριψε τις προτάσεις του ιταλού στρατηγού, πρότεινε μάλιστα τα δύο ελληνόφωνα χωριά, Κατούνα και Κακαβιά, να παραμείνουν στην Ελλάδα, αλλά ο Μεχντί Φράσερι (Mehdi Frasheri) που εκπροσωπούσε την αλβανική πλευρά στις διαπραγματεύσεις, αντέδρασε. Τελικά, την 27η Αυγούστου ο Τελίνι βρέθηκε δολοφονημένος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλησίον της Κακαβιάς και η Ιταλία κατηγόρησε την Ελλάδα για τη δολοφονία.[16] Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στην Ιταλία να αναλάβει αεροπορικές επιδομές και στη συνέχεια να καταλάβει προσωρινά την Κέρκυρα και να ταπεινώσει την Ελλάδα υποχρεώνοντάς την να καταβάλει υπέρογκες αποζημιώσεις.
Η περιπλοκή της όλης υπόθεσης μετά τη δολοφονία του Τελίνι, οι συνεχείς προβαλλόμενες ελληνικές εδαφικές αξιώσεις αλλά και το έντονο αλβανικό ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Ηπείρου κατά το διάστημα της ανταλλαγής των πληθυσμών (και της φημολογούμενης ανταλλαγής και των Τσάμηδων: μεταφορά τους στην Αλβανία ή στην Τουρκία) καθιστούσε τη συνοριακή ρύθμιση αναγκαία για τη σταθερότητα στην περιοχή.
Τα αποτελέσματα των εργασιών της επιτροπής περιλήφθηκαν στο πρωτόκολλο που υπογράφηκε και πάλι στη Φλωρεντία την 27η Ιανουαρίου 1925 από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Την ελληνική πλευρά εκπροσωπούσε ο αντισυνταγματάρχης Χρήστος Αβραμίδης, ενώ την αλβανική ο εκπρόσωπός της στην ΚτΕ, Μεχντί Φράσερι. Η τελική οροθετική πράξη υπογράφηκε, εκτός από τις παραπάνω χώρες, και από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία στο Παρίσι την 30η Ιουλίου 1926. Έτσι, την 27η Ιανουαρίου 1925, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της αγγλο-γαλλο-ιταλικής επιτροπής (ή το Β΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας) χαράχθηκαν οριστικά τα σύνορα της σημερινής Αλβανίας, τα οποία και έγιναν διεθνώς αποδεκτά.
Συμπερασματικά, τα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα –τα οποία η διεθνής διπλωματία θεωρεί υποφερτά δίκαια– ορίσθηκαν στο σύνολό τους με τη συμφωνία της 9ης Νοεμβρίου 1921, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στο Πρωτόκολλον Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925. Η μεθόριος από τον όρμο της Φτελιάς μέχρι το όρος Μπανταρός προσδιορίσθηκε από τη διεθνή επιτροπή για τη ρύθμιση των συνόρων το 1913, ενώ το υπόλοιπο τμήμα, το οποίο έμεινε εκκρεμές μέχρι τη λίμνη της Πρεσπών, καθορίσθηκε από την Πρεσβευτική Διάσκεψη της 27ης Ιουλίου 1923.
Εφαρμογή της μεθοριακή συμφωνίας
Η κατάσταση που επικράτησε έως σήμερα στις σχέσεις των δύο κρατών δεν επέτρεψε την εφαρμογή της συμφωνίας κατά την έννοια των ορισμών του άρθρου 8 του Πρωτοκόλλου του 1925, το οποίο κατανέμει την ευθύνη της συντήρησης της μεθορίου στους δύο συμβαλλομένους ως εξής: τον ετήσιο έλεγχο της μεθορίου, ο οποίος δεν λειτούργησε ποτέ, εξαιρουμένης μόνον της επιθεώρησης της οροθετικής γραμμής του Γ΄ τομέα από τα κανονικά σήματα 16-52 που πραγματοποιήθηκε από μεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή τον Ιούλιο του 1936 κατά την οποία εκτελέσθηκαν περιορισμένες εργασίες συντήρησης των οροσήμων. Σχετικά υπεγράφησαν «Πρωτόκολλα Οριοθέτησης της μεθορίου Ελλάδας–Αλβανίας» την 17η Ιουλίου 1936 και ακολούθησε η υπογραφή στην Κέρκυρα του τελικού «Πρωτόκολλου λεπτομερειών» την 8η Αυγούστου 1936. Αλλά η όλη διαδικασία θεωρήθηκε ως μη τελική από την ελληνική κυβέρνηση.
Η νήσος Σάσωνα
Η νήσος Σάσωνα θεωρείται ότι ανήκει ως παράρτημα στα Επτάνησα. Η Ελλάδα ποτέ δεν άσκησε κυριαρχία επί της νήσου και ούτε εξέφρασε ποτέ επιθυμία άσκησης κυριαρχίας στο ακατοίκητο και άνυδρο νησί.
Το 1913, ο Δημήτρης Γούναρης, ιδρυτής του Λαϊκού Κόμματος, κατήγγειλε ως προδοτική την παραχώρηση της Σάσωνος στην Αλβανία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά οι φωνές του δεν εισακούσθηκαν και με τον νόμο 178/18-6-1914, δινόταν άδεια στην ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να εκχωρήσει το νησί στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Άλλωστε στη διακοίνωση της 8ης Σεπτεμβρίου του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις περιλάμβαναν ρητά τη νήσο στο αλβανικό κράτος. Η πράξη αυτή, σε κάθε περίπτωση, θεωρήθηκε υπαναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης με σκοπό την αίσια έκβαση του ζητήματος των νήσων του Αιγαίου, δεδομένου ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν εξαρτήσει την ικανοποίηση των ελληνικών επιδιώξεων στο Αιγαίο από την επιβολή των επιθυμιών του σχετικά με την Αλβανία.[17]
Η υπόθεση της νήσου επανήλθε στο προσκήνιο στη Διάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων του 1946.
Το ζήτημα της μεθορίου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ήδη από τον Απρίλιο του 1946, η συνασπισμένη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη είχε αποφασίσει να υποβάλει επισήμως στη Διάσκεψη των Παρισίων τις αξιώσεις της για την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου, παρά τον αρχικό σκεπτικισμό των συμμάχων και την παρελκυστική διπλωματική τους τακτική.[18]
Το καλοκαίρι του 1946, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κωσταντίνο Τσαλδάρη υπέβαλε αίτηση ενώπιον της Διάσκεψης για την πρόσκτηση της περιοχής στην Ελλάδα, με το αιτιολογικό ότι η Αλβανία έπρεπε να καταταχθεί στις ηττημένες δυνάμεις του άξονα.
Ο έλληνας πρωθυπουργός επισήμανε ότι η απόδοση στην Ελλάδα των ελληνικότατων επαρχιών της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων και η διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία θα ενίσχυαν την ασφάλεια της χώρας και θα εδραίωναν την ειρήνη στην περιοχή.[19]
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Πιπινέλη, αρχιτέκτονα των ελληνικών αιτημάτων στη Διάσκεψη, η Ελλάδα δεν έπρεπε να ανεχθεί τον εξανδραποδισμό της ελληνικής περιοχής της και να ζητήσει εδαφικό διακανονισμό από την Αλβανία, ήτοι να θέσει το αίτημα της ένωσης της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.[20] Οι ελληνικές αξιώσεις συνάντησαν τη σταθερή άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στην απόφαση της 8ης Μαΐου 1946 απορρίφθηκε το ελληνικό αίτημα για στρατηγική διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία, ενώ το θέμα της εδαφικής ανακατανομής με την Αλβανία δεν τέθηκε καν επισήμως.
Την 21η Αυγούστου του 1946, ο Χότζα ανέπτυξε τις γνωστές αλβανικές θέσεις.[21] Δικαιολόγησε την αλβανική συμπεριφορά στον πόλεμο και τόνισε ότι η Αλβανία ουδέποτε επιτέθηκε κατά της Ελλάδας, καθότι και η ίδια τελούσε υπό φασιστική κατοχή·[22] τόνισε ότι εντός της αλβανικής επικράτειας δεν υπήρχε ξένο έδαφος και ότι η Αλβανία θα υπερασπιζόταν την εθνική της κυριαρχία μαζί με τους συμμάχους της, υπεραμυνόμενος την πολιτική της κυβέρνησής του για την Ελληνική Εθνική Μειονότητα.[23]
Την30ή Αυγούστου, ύστερα από παλινδρομήσεις, η ολομέλεια της Διάσκεψης με 12 ψήφους, έναντι 7 (και 2 αποδοχές) ενέκρινε να εγγράψει το βορειοηπειρωτικό στην ημερήσια διάταξη, βάσει του ελληνικού αιτήματος, το οποίο πέραν της διεκδικούμενης περιοχής της βορειοηπειρωτικής ενδοχώρας, απαιτούσε να αποδοθεί στην Ελλάδα και το νησί Σάσων, ως αντάλλαγμα για την Κύπρο.
Όπως ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο, οι ελληνικές προτάσεις για εδαφική ανακατανομή με την Αλβανία στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι κατέπεσαν. Από την 30ή Αυγούστου, οπότε η ολομέλεια της Διάσκεψης ενέκρινε την εγγραφή του βορειοηπειρωτικού στην ημερήσια διάταξη, είχαν διεξαχθεί δύο ολομέλειες και την 27η Σεπτεμβρίου η γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία δήλωνε ότι το βορειοηπειρωτικό δεν είχε συζητηθεί, που συνεπαγόταν τη σιωπηρή απόσυρσή του, ζητώντας από την ολομέλεια να ανακοινώσει και επισήμως την ανάκληση του ζητήματος, συνεπαγόμενης της οριστικής και νόμιμης επίλυσής του. Όντως, η ελληνική κυβέρνηση, για να διευκολύνει το έργο της ολομέλειας, είχε αποσύρει την πρότασή της. Οι Αμερικανοί θεώρησαν επαρκή τη διατύπωση δηλώνοντας ότι το ζήτημα των ελληνοαλβανικών σχέσεων δεν υφίστατο στη διάσκεψη.[24]
Την 27η Σεπτεμβρίου, η ελληνική αντιπροσωπεία υπέβαλε τροπολογία ενώπιον της πολιτικής και εδαφικής επιτροπής για την Ιταλία και ζήτησε την παραχώρηση της νήσου Σάσωνος, η οποία, όμως, απορρίφθηκε και αυτή με ψήφους 13 έναντι 2. Αντίθετα, με ψήφους 11 έναντι 1 (της ελληνικής) και με 8 αποχές στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι ψήφοι των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων εγκρίθηκε το άρθρο που παραχωρούσε τη νήσο στην Αλβανία. Η Ιταλία δήλωνε ότι αναγνώριζε οριστικά την κυριαρχία της Αλβανίας στη νήσο.[25]
Περιγραφή της ελληνοαλβανικής μεθορίου
Η μεθόριος της Ελλάδας με την Αλβανία –από το τριεθνές σημείο συνάντησης των συνόρων Ελλάδας, Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας, στη λίμνη των Πρεσπών, έως τον όρμο της Φτελιάς, απέναντι από την Κέρκυρα, πλέον της θαλάσσιας οριοθέτησης– επεκτείνεται σε μήκος 349 χιλιομέτρων, εκ των οποίων τα 247 είναι χερσαία, τα 78 θαλάσσια και τα 7 λιμναία· 17 χιλιόμετρα υδάτινων ροών, ήτοι 9 χιλιόμετρα ποταμιών και 8 χιλιόμετρα ρευμάτων, οριοθετούν επίσης χερσαίο σύνορο των δύο χωρών. Η ελληνοαλβανική μεθόριος καθορίζεται μόνον από κανονικά ορόσημα (κύριες πυραμίδες), όπως έχουν ορισθεί από το «Πρωτόκολλον Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925», που αποτελεί και τη μοναδική μεθοριακή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Ο συνολικός αριθμός των οροσήμων ανέρχεται σε 177, ενώ τα κρατικά σύνορα της Αλβανίας με την τέως Γιουγκοσλαβία –πλέον με τη Βόρεια Μακεδονία, το Κόσοβο και το Μαυροβούνιο– οροθετούνται, εκτός από τα 176 κανονικά ορόσημα, και με 1.254 ενδιάμεσα.[1]
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, η ελληνοαλβανική οροθετική γραμμή εχωρίσθη σε τρείς τομείς: ο Α΄ τομέας βαίνει από το τριεθνές σημείο συνάντησης των συνόρων Ελλάδας, Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας στη λίμνη των Πρεσπών και φτάνει στην κορυφή του υψοδείκτου 2036 του όρους Μπανταρός, ο οποίος προσδιορίσθηκε διά 69 κανονικών οροσήμων. Ο Β΄ τομέας εκτείνεται από την κορυφή του υψοδείκτου 2036 του όρους Μπανταρός στην υδάτινη συμβολή του Σαρανταπόρου-Αώου (Βογιούση-Vjosë), ο οποίος επίσης προσδιορίσθηκε διά 29 κανονικών οροσήμων και ο Γ’ τομέας από την υδάτινη συμβολή του Σαρανταπόρου–Βογιούσης στον όρμο της Φτελιάς, ο οποίος προσδιορίσθηκε διά 79 κανονικών οροσήμων. Και οι τρείς τομείς προσδιορίσθηκαν διά κανονικών οροσήμων επί τόπου (in loco).
Τα λιμναία σύνορα δεικνύονται με φωτεινή σήμανση, ενώ ως οροθετική γραμμή σε υδάτινες ροές, σε ποτάμια και σε ρέματα, νοείται η μέση της βασικής ροής· σε πλεύσιμους δε ποταμούς η διαχωριστική γραμμή νοείται στο βαθύτερο μέρος της κοίτης. Στα παράκτια σύνορα η οροθέτηση επεκτείνεται σε 15 μίλια.
Ιστορική ανασκόπηση της διαμόρφωσης των ελληνοαλβανικών συνόρων
Η ανακήρυξη της Αλβανίας ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, με την υποστήριξη κυρίως της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, τον Νοέμβριο του 1912, αποτέλεσε περισσότερο πράξη τυπική και όχι ουσίας. Συνεπώς, η πρώτη έγνοια της αλβανικής διοίκησης και του διεθνούς παράγοντα ήταν ο εδαφικός προσδιορισμός της, καθόσον η χώρα εξακολουθούσε να συνιστά «γεωγραφική έννοια», σύμφωνα με τον γερμανό καγκελάριο Μπίσμαρκ (Otto Eduard Leopold von Bismarck-Schönhausen). Όμως, ο διακανονισμός των ορίων της –όπως και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών– ύστερα από πεντακόσια χρόνια οθωμανικής υπερίσχυσης, πληθυσμιακού συγχρωτισμού, πολλαπλών μετακινήσεων ανθρώπων σε όλη τη βαλκανική περιοχή, επιλεκτικού (οικειοθελούς ή αναγκαστικού) εξισλαμισμού ολόκληρων περιοχών και προπάντων, λόγω του αλυτρωτικού οραματισμού που επικρατούσε την περίοδο εκείνη σε όλους τους λαούς των Βαλκανίων, συνεπαγόταν την υπέρβαση μίας σειράς προσκομμάτων. Για την υπέρβαση των προσκομμάτων αυτών και την επίλυση των εδαφικών διαφορών Ελλάδας–Αλβανίας, η Ελλάδα επικαλέστηκε ως βασική αρχή τη συνειδησιακή εξέλιξη του πληθυσμού της, αλλά αυτό θεωρήθηκε μη μετρήσιμος παράγοντας.[2]
Μετά την ανακωχή του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, την 3η Δεκεμβρίου 1912, συνήλθε στο Λονδίνο η Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία σκόπευε να επιτύχει ομοφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων ως προς τη γεωγραφική κατανομή ολόκληρης της περιοχής των Βαλκανίων. Η Διάσκεψη διήρκησε έως την 11η Αυγούστου 1913, κατά την οποία ανεδείχθη η αγεφύρωτη διάσταση απόψεων και συγκρουόμενων συμφερόντων τόσο των ενδιαφερόμενων κρατών, όσο και των Μεγάλων Δυνάμεων που τα υποστήριζαν. Η Ιταλία, επί παραδείγματι, με σκοπό την απώθηση της Ελλάδας από το στόμιο της Αδριατικής, πρότεινε τη συμπερίληψη στην Αλβανία των Ιωαννίνων και ολόκληρης της Νότιας Ηπείρου, αλλά η στάση της ήλθε σε πλήρη σύγκρουση με τα ελληνικά συμφέροντα.
Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης εξελίσσονταν εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων –η Αλβανία παρέμεινε ουδέτερη και στην πράξη νοσταλγούσα την οθωμανική τάξη– και οδήγησαν στη Συνθήκη της Ειρήνης του Λονδίνου της 30ης Μαΐου 1913, η οποία αναγνώριζε την ύπαρξη του αλβανικού κράτους αλλά όχι και των γεωγραφικών ορίων του. Για τον λόγο αυτό, η Διάσκεψη ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις να ορίσουν επιτροπή για τη διευθέτηση των συνόρων της Αλβανίας και μία σειρά άλλων εκκρεμούντων εδαφικών ζητημάτων, όπως τη διανομή της τέως ευρωπαϊκής Τουρκίας και την τύχη των νήσων του Αιγαίου,[3] ενώ στο πνεύμα των αποφάσεων του Λονδίνου με το Πρωτόκολλο της 29ης Ιουλίου 1913 αναγνωρίστηκε η Αλβανία ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και ταυτόχρονα με το άρθρο 3 ανατίθετο στις Μεγάλες Δυνάμεις η πρόνοια του προσδιορισμού των ορίων της και όλων των λοιπών ζητημάτων που την αφορούσαν. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη δεδομένης της εξασφάλισης της κυριαρχίας επί των νήσων του Αιγαίου, τα οποία αποτελούσαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα ζωτικού χώρου. Περαιτέρω, η Ελλάδα απέσπασε την υπόσχεση της Μεγάλης Βρετανίας για τη μελλοντική προσάρτηση των Δωδεκανήσων.[4]
Με κοινή διακοίνωση, την 8η Σεπτεμβρίου 1913, προς την ελληνική κυβέρνηση οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν τις αποφάσεις τους σχετικά με τα νότια και νοτιοανατολικά σύνορα της Αλβανίας. Στη διακοίνωση αποφασιζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η νήσος Σάσωνα, η παραλία μέχρι τον όρμο της Φτελιάς και η Κορυτσά αποτελούν μέρη του νεοσύστατου αλβανικού κράτους και η οριστική οροθέτηση θα γινόταν «βάσει εθνολογικών και γεωγραφικών κριτηρίων», ορίζοντας ως αποφασιστικό κριτήριο τη γλώσσα της οικογένειας. Κατά συνέπεια, τα ελληνικά στρατεύματα θα έπρεπε να αποσυρθούν από τα αλβανικά εδάφη έναν μήνα μετά τη λήξη των εργασιών της επιτροπής.[5]
Την 13η Νοεμβρίου 1913, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων για τον προτεινόμενο τρόπο χάραξης των συνόρων, ο οποίος δεν βασιζόταν στους προβαλλομένους ιστορικούς και εθνολογικούς τίτλους της ελληνικής διπλωματικής αντίληψης, επιμένοντας και πάλι να αναζητηθεί η εθνικότητα των πληθυσμών της περιοχής στην πνευματική τους ανάπτυξη, δηλαδή στη διενέργεια δημοψηφίσματος, που σήμαινε μετακίνηση των συνόρων προς βορρά. Το δημοψήφισμα, ωστόσο, κρίθηκε επικίνδυνο από την Ιταλία, αλλά και τη Γερμανία, η οποία πίστευε ότι η δημοψηφιστική αρχή (principe plébiscitare) δεν είχε εφαρμοσθεί πουθενά, με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας.
Οι ελληνικές εκκλήσεις δεν εισακούσθηκαν και η διεθνής επιτροπή διαχάραξης συνόρων παρέμεινε στη μεθόριο μόνον 58 ημέρες, συνεδρίασε μόνον 12 φορές και εξέτασε μόνον 14 άτομα.[6] Σύμφωνα με τις έρευνες, η επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο της γλώσσας ήταν ανεφάρμοστο –λόγω της πολυπλοκότητας της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής και της διγλωσσίας μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα πορίσματα της μεικτής επιτροπής κατατέθηκαν ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων και εντάχθηκαν στη Συμφωνία της Φλωρεντίας (Α΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 1913).
Σύμφωνα με το Σύμφωνο ή το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, όπως κατίσχυσε, επιδικαζόταν όλη η Βόρειος Ήπειρος στην Αλβανία, συμπεριλαμβανομένης της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου, αφήνοντας σε εκκρεμότητα τον προσδιορισμό των συνόρων στην περιοχή των λιμνών Πρέσπας και Οχρίδος, λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων διεκδικήσεων των τριών ενδιαφερόμενων χωρών.[7]
Εν τέλη, η μεθοριακή χάραξη δεν βασίστηκε σε γλωσσικά ή εθνολογικά κριτήρια, αλλά κυρίως σε γεωπολιτικές ισορροπίες: για να είναι βιώσιμο το νεοσύστατο αλβανικό κράτος έπρεπε να περιέλθει εντός των εθνικών του συνόρων ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο η Αλβανία αποκαλούσε Νότια Αλβανία. Ένα βιώσιμο αλβανικό κράτος, σύμφωνα με την ιταλική και την αυστροουγγρική αντίληψη, θα αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα κατά της σλαβικής επεκτασιμότητας στα δυτικά Βαλκάνια. Άλλωστε, η παραχώρηση της αλβανόφωνης περιοχής του Κοσόβου στη Σερβία καθιστούσε αδύνατη κάθε ελληνική αξίωση εις βάρος της Αλβανίας.[8]
Εν τω μεταξύ, η χάραξη της οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου, η οποία κατακυρώθηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1921, διαιρώντας την Ήπειρο στα δύο, διαίρεσε και την αποκαλούμενη «Τσαμουριά» μεταξύ Ελλάδας (Νομός Θεσπρωτίας) και Αλβανίας (Νομός Αγίων Σαράντα). Έκτοτε, ενώ για την Ελλάδα αναφύει το «Βορειοηπειρωτικό» για την Αλβανία αναφύει το «Τσάμικο», όρος που ταυτίζεται με τους μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής της Θεσπρωτίας και στη διπλωματική ορολογία παραπέμπει στο τμήμα που υπήχθη στην ελληνική επικράτεια, πάντα τηρουμένων των εδαφικών και πληθυσμιακών αναλογιών της διαφιλονικούμενης περιοχής. Φάνηκε, έτσι, ότι η εδαφική συγκρότηση και η χάραξη των συνόρων του νεοπαγούς αλβανικού κράτους, η οποία, ενώ έμοιαζε με πολυσύνθετη υπόθεση, διευθετήθηκε, εν τέλει, με τη μέθοδο και τη λογική της προκρούστειας λύσης, υπαγόμενη σε μία οριστική διάταξη, αν και τα σύνορα δεν ήταν οριστικά αλλά χαρασσόμενα επί χάρτου.
Η Ελλάδα εμφανίσθηκε αδικημένη και δεν ήρε τις όποιες εδαφικές διεκδικήσεις της εις βάρος της Αλβανίας. Η Αλβανία, από την άλλη, ενώ αρχικά επαναπαύθηκε, μελλοντικά προέβαλε και αυτή εδαφικές αξιώσεις εις βάρος της Ελλάδας, εποφθαλμιούσα περιοχές της Θεσπρωτίας, επικουρούμενη κυρίως από την Ιταλία. Έτσι, το ενιαίο, αλλά διχοτομημένο πια, γεωγραφικό διαμέρισμα της Ηπείρου –όπως υφίστατο επί Τουρκοκρατίας– κατέστη μήλον της έριδος μεταξύ των δύο χωρών.
Ο αυθαίρετος, κατά την ελληνική γενικότερη αντίληψη, τρόπος διακανονισμού των εδαφικών διαφορών, προκάλεσε την ένοπλη αντίδραση των τοπικών ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι εξεγέρθησαν και ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής. Ο αγώνας αυτός, ο οποίος ονομάστηκε «Βορειοηπειρωτικός Αγώνας», οδήγησε στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17η Μαΐου 1914), με το οποίο ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός αποκτούσε ευρεία κοινοτική διοικητική αυτονομία υπό την κυβέρνηση του Γεωργίου Ζωγράφου.
Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, το οποίο ανέκυψε το 1914, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ενδιάμεση κατάσταση, η οποία δημιουργούσε περιπλοκή, χωρίς όμως να μπορεί να το εκμεταλλευθεί το ελληνικό κράτος, λόγω της άκαμπτης συμπεριφοράς των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανέδειξε και πάλι τις διαφωνίες της Ελλάδας με τη Σερβία για τις αποφάσεις της Πρεσβευτικής Διάσκεψης και τη ρύθμιση του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Η διάσταση αυτή διατήρησε σε εκκρεμότητα τη διευθέτηση των συνόρων με την Αλβανία για αρκετά ακόμα χρόνια δεδομένου ότι η χάραξη επί του εδάφους δεν είχε ολοκληρωθεί.
Τότε, όμως, οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Με τη λήξη του πολέμου και εν όψει της Διάσκεψης της Ειρήνης, το 1919, ο αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον (Thomas Woodrow Wilson)δήλωνε ότι τα καθορισθέντα το 1913 σύνορα της Αλβανίας ήταν εξόχως τεχνητά, διότι διασπούσαν όχι μόνον γραμμές οικονομικής επαφής και εθνολογικής συνοχής, αλλά ακόμη και τους φυλετικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων.[9] Η δήλωση αυτή ανέτρεπε το εύθραυστο γεωγραφικό κατεστημένο της διαφιλονικούμενης περιοχής.
Δεδομένης της αμερικανικής μεταστροφής –οι ΗΠΑ μέχρι τότε υιοθετούσαν την άποψη της ύπαρξης του αλβανικού ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους– ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στη Διάσκεψη των Παρισίων, προέβαλε σθεναρά διεκδικήσεις με υπόμνημα προς τους Συμμάχους την 30η Δεκεμβρίου του 1918. Το ελληνικό υπόμνημα περιείχε εδαφικές αξιώσεις για ολόκληρο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο και τη μεταβολή των συνόρων με την Αλβανία, καθώς δεν έβλεπε τον λόγο για τον οποίο οι πολιτισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί –της Νότιας Αλβανίας πια– έπρεπε να συμπεριληφθούν στο κράτος αυτό το οποίο ήταν ανίκανο να έχει διοίκηση εντελώς αυτόνομη, και όχι στο ελληνικό κράτος το οποίο είχε ήδη ανεξάρτητη πολιτική ζωή.
Η αλβανική αποστολή, από τη μεριά της, υπό τον Τουρχάν Πασά Πρεμετή (Turhan Pashë Përmeti), πρόεδρο της προσωρινής κυβέρνησης του Δυρραχίου, στο υπόμνημα της 14ης Φεβρουαρίου του 1919, αντιπαρήλθε των ελληνικών θέσεων, αποδεχόμενη αμετακίνητα και απαραβίαστα τα ορισθέντα σύνορα του 1913 επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα αποσκοπούσε στον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας του και ζήτησε την οριστική ρύθμιση και διεθνή κατακύρωση των συνόρων.[10] Ως αντίβαρο των ελληνικών διεκδικήσεων, ο αλβανός πρωθυπουργός διεκδικούσε την περιοχή της Τσαμουριάς, στην οποία η κυριαρχική παρουσία του αλβανικού στοιχείου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν αδιαμφισβήτητη.[11] Μάλιστα, αξίωσε από τη Διάσκεψη να αποδοθούν στην Αλβανία και όλα εκείνα τα καθυποταγμένα εδάφη που αδίκως είχαν επιδικαστεί στις γειτονικές χώρες (τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο) και που κατοικούντο από συμπαγή αλβανικούς πληθυσμούς.[12] Στην αγόρευσή του ο αλβανός πρωθυπουργός απέρριψε και το ελληνικό επιχείρημα για το υποδεέστερο του πολιτισμού του μουσουλμανικού στοιχείου και υπεραμύνθηκε της άποψης ότι, καίτοι οι Αλβανοί στερήθηκαν τον πολιτισμό και την εκπαίδευση στη γλώσσα τους, μορφώθηκαν, εν τούτοις, σε τουρκικά, γαλλικά και αγγλικά σχολεία.[13] Τέλος, υποσχέθηκε ότι η αλβανική κυβέρνηση θα θεωρούσε σεβαστά τα εθνικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.[14]
Στη διαμάχη αυτή η ιταλική παρεμβολή προκάλεσε περαιτέρω επιπλοκές –η Ιταλία όλη αυτή την περίοδο, 1916-1917, επιδίωκε σθεναρά τον έλεγχο της Αλβανίας–, αλλά οι αντιρρήσεις της ήρθησαν με τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι της 29ηςΙουλίου 1919, βάσει της οποίας η Ιταλία συμφωνούσε, εν τέλει, οριστικά να εκχωρηθούν στην Ελλάδα ορισμένα χριστιανικά χωριά της Νότιας Αλβανίας. Όμως, λίγους μήνες αργότερα, την 27η Ιουλίου 1920, η Ιταλία κατήγγειλε μονομερώς τη διμερή συμφωνία. Η ελληνική στρατιωτική δύναμη, που είχε μεταβεί στη διεκδικούμενη περιοχή, αναγκάστηκε να αποσυρθεί, πιεζόμενη μάλιστα από τους Γάλλους. Η εξέλιξη αυτή επέφερε τη Συμφωνία της Καπστίτσας (15η Μαΐου 1920), η οποία αποτελούσε μία μεταβατική κατάσταση, εν αναμονή των οριστικών αποφάσεων της Διάσκεψης της Ειρήνης, καθώς τόσο η Ελλάδα όσο και η Αλβανία συμφωνούσαν «να συμμορφωθούν με την απόφαση της διάσκεψης που θα προσδιόριζε οριστικά τη συνοριακή γραμμή». Έναν μήνα αργότερα, οι Γάλλοι παρέδωσαν στις αλβανικές αρχές τη διεκδικουμένη περιοχή της Κορυτσάς, την οποία κατείχαν από το 1916.
Δύο χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 17η Δεκεμβρίου 1920, η Αλβανία έγινε δεκτή ως μέλος της Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), η οποία την 2α Οκτωβρίου 1921 ενέκρινε αλβανική δήλωση περί μειονοτήτων και έτσι αντικαταστάθηκαν (ακυρώθηκαν) και οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας του 1914. Το αλβανικό κράτος, σύμφωνα με τη δήλωση του αλβανού αντιπροσώπου Φαν Νόλη, αναγνώριζε και επίσημα τους ελληνικούς πληθυσμούς στην επικράτειά της ως γλωσσική μειονότητα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1922, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση του Φαν Νόλη: Πλήρης ισότητα σε ό,τι αφορά τα πολιτικά, αστικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς φυλετικές και γλωσσικές διακρίσεις, παροχή εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, θρησκευτική ελευθερία και άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, συμπεριλαμβανόμενων και των ελευθεριών αλλαξοπιστίας.
Στο διαμορφωμένο πνεύμα μετά τις αλβανικές δηλώσεις στην ΚτΕ, την 6η Ιουνίου 1921, η Μεγάλη Βρετανία πρότεινε στην Πρεσβευτική Διάσκεψη την οριστική χάραξη των γεωγραφικών ορίων του αλβανικού κράτους και στο πλαίσιο αυτό και τον καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Η Ελλάδα, εν τω μεταξύ, είχε θραύσει τους συμμαχικούς δεσμούς, προτιμώντας την αυτοτέλεια. Η κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη δεν επέδειξε την ίδια επιδεξιότητα όπως ο Βενιζέλος. Αυτό απεδείχθη ολέθριο, κυρίως στους χειρισμούς του μικρασιατικού ζητήματος. Ακόμα, η ιταλική επιμονή ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να υπαναχωρήσουν ενώπιον των ελληνικών διεκδικήσεων. Συνεπώς, την 9η Νοεμβρίου 1921 εκδόθηκε η απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης των Παρισίων, η οποία κατακύρωνε την «διαφιλονικούμενη περιοχή της Βορείου Ηπείρου» οριστικά στην Αλβανία. Σύμφωνα με αυτήν, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία αναγνώριζαν την Αλβανία «ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος» και την εν λόγω περιοχή ως συντεταγμένη σε αυτή, με σύνορα τα καθορισθέντα στις συμφωνίες του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913. Η ημερομηνία αυτή αποτελεί σημείο καμπής για τις όποιες εδαφικές επιδιώξεις είχε τότε η Ελλάδα. Έκτοτε το όλο ζήτημα υποβιβάστηκε σε θέμα προστασίας μίας μειοψηφίας, ήτοι σε μειονοτικό ζήτημα.[15]
Η τριμελής επιτροπή για τον καθορισμό των νοτίων αλβανικών συνόρων, αποτελούμενη από αντιπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, πλαισιωμένη από ελληνικής πλευράς υπό τον αντισυνταγματάρχη Νεοκλή (Νότη) Μπότσαρη και από αλβανικής υπό τον νομάρχη Κορυτσάς Δημήτερ Μπεράτι (Dhimitër Berati), εργάσθηκε από το 1922 έως και το 1925 για την περαίωση του έργου.
Στο πλαίσιο αυτό, για την οριστική διευθέτηση των συνόρων, τον Αύγουστο του 1923, ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελίνι, απεσταλμένος της ΚτΕ και μέλος της τριμελούς επιτροπής είχε μεταβεί στην ελληνοαλβανική μεθόριο, πλαισιωμένος από εκπροσώπους των δύο χωρών, από την Ελλάδα υπό τον αντισυνταγματάρχη Νεοκλή Μπότσαρη και τον νομάρχη της Φλώρινας, Μόδη, ενώ από την Αλβανία υπό τον νομάρχη της Κορυτσάς Δημήτερ Μπεράτι και τον ταγματάρχη Μπαϊράμ Φεβζίου (Bajram Fevziu). Όταν η επιτροπή κατήλθε στις αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές της Μαύρης Ρίζας, πλησίον των χωριών Επισκοπή και Ραντάτι, ο Τελίνι ζήτησε η συνοριακή γραμμή να συμπεριλάβει εντός των αλβανικών ορίων και την περιοχή των Φιλιατών, όπου ζούσαν μουσουλμάνοι Τσάμηδες, να μην διέσχιζε, δηλαδή, τη νοητή γραμμή του ορεινού όγκου της Στουγάρας-Μουργκάνας. Ο Μπότσαρης απέρριψε τις προτάσεις του ιταλού στρατηγού, πρότεινε μάλιστα τα δύο ελληνόφωνα χωριά, Κατούνα και Κακαβιά, να παραμείνουν στην Ελλάδα, αλλά ο Μεχντί Φράσερι (Mehdi Frasheri) που εκπροσωπούσε την αλβανική πλευρά στις διαπραγματεύσεις, αντέδρασε. Τελικά, την 27η Αυγούστου ο Τελίνι βρέθηκε δολοφονημένος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην ελληνοαλβανική μεθόριο πλησίον της Κακαβιάς και η Ιταλία κατηγόρησε την Ελλάδα για τη δολοφονία.[16] Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στην Ιταλία να αναλάβει αεροπορικές επιδομές και στη συνέχεια να καταλάβει προσωρινά την Κέρκυρα και να ταπεινώσει την Ελλάδα υποχρεώνοντάς την να καταβάλει υπέρογκες αποζημιώσεις.
Η περιπλοκή της όλης υπόθεσης μετά τη δολοφονία του Τελίνι, οι συνεχείς προβαλλόμενες ελληνικές εδαφικές αξιώσεις αλλά και το έντονο αλβανικό ενδιαφέρον για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Ηπείρου κατά το διάστημα της ανταλλαγής των πληθυσμών (και της φημολογούμενης ανταλλαγής και των Τσάμηδων: μεταφορά τους στην Αλβανία ή στην Τουρκία) καθιστούσε τη συνοριακή ρύθμιση αναγκαία για τη σταθερότητα στην περιοχή.
Τα αποτελέσματα των εργασιών της επιτροπής περιλήφθηκαν στο πρωτόκολλο που υπογράφηκε και πάλι στη Φλωρεντία την 27η Ιανουαρίου 1925 από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Την ελληνική πλευρά εκπροσωπούσε ο αντισυνταγματάρχης Χρήστος Αβραμίδης, ενώ την αλβανική ο εκπρόσωπός της στην ΚτΕ, Μεχντί Φράσερι. Η τελική οροθετική πράξη υπογράφηκε, εκτός από τις παραπάνω χώρες, και από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία στο Παρίσι την 30η Ιουλίου 1926. Έτσι, την 27η Ιανουαρίου 1925, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της αγγλο-γαλλο-ιταλικής επιτροπής (ή το Β΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας) χαράχθηκαν οριστικά τα σύνορα της σημερινής Αλβανίας, τα οποία και έγιναν διεθνώς αποδεκτά.
Συμπερασματικά, τα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα –τα οποία η διεθνής διπλωματία θεωρεί υποφερτά δίκαια– ορίσθηκαν στο σύνολό τους με τη συμφωνία της 9ης Νοεμβρίου 1921, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στο Πρωτόκολλον Διαχαράξεως Ελληνοαλβανικής Μεθορίου Φλωρεντίας της 27ης Ιανουαρίου 1925. Η μεθόριος από τον όρμο της Φτελιάς μέχρι το όρος Μπανταρός προσδιορίσθηκε από τη διεθνή επιτροπή για τη ρύθμιση των συνόρων το 1913, ενώ το υπόλοιπο τμήμα, το οποίο έμεινε εκκρεμές μέχρι τη λίμνη της Πρεσπών, καθορίσθηκε από την Πρεσβευτική Διάσκεψη της 27ης Ιουλίου 1923.
Εφαρμογή της μεθοριακή συμφωνίας
Η κατάσταση που επικράτησε έως σήμερα στις σχέσεις των δύο κρατών δεν επέτρεψε την εφαρμογή της συμφωνίας κατά την έννοια των ορισμών του άρθρου 8 του Πρωτοκόλλου του 1925, το οποίο κατανέμει την ευθύνη της συντήρησης της μεθορίου στους δύο συμβαλλομένους ως εξής: τον ετήσιο έλεγχο της μεθορίου, ο οποίος δεν λειτούργησε ποτέ, εξαιρουμένης μόνον της επιθεώρησης της οροθετικής γραμμής του Γ΄ τομέα από τα κανονικά σήματα 16-52 που πραγματοποιήθηκε από μεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή τον Ιούλιο του 1936 κατά την οποία εκτελέσθηκαν περιορισμένες εργασίες συντήρησης των οροσήμων. Σχετικά υπεγράφησαν «Πρωτόκολλα Οριοθέτησης της μεθορίου Ελλάδας–Αλβανίας» την 17η Ιουλίου 1936 και ακολούθησε η υπογραφή στην Κέρκυρα του τελικού «Πρωτόκολλου λεπτομερειών» την 8η Αυγούστου 1936. Αλλά η όλη διαδικασία θεωρήθηκε ως μη τελική από την ελληνική κυβέρνηση.
Η νήσος Σάσωνα
Η νήσος Σάσωνα θεωρείται ότι ανήκει ως παράρτημα στα Επτάνησα. Η Ελλάδα ποτέ δεν άσκησε κυριαρχία επί της νήσου και ούτε εξέφρασε ποτέ επιθυμία άσκησης κυριαρχίας στο ακατοίκητο και άνυδρο νησί.
Το 1913, ο Δημήτρης Γούναρης, ιδρυτής του Λαϊκού Κόμματος, κατήγγειλε ως προδοτική την παραχώρηση της Σάσωνος στην Αλβανία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά οι φωνές του δεν εισακούσθηκαν και με τον νόμο 178/18-6-1914, δινόταν άδεια στην ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να εκχωρήσει το νησί στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Άλλωστε στη διακοίνωση της 8ης Σεπτεμβρίου του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις περιλάμβαναν ρητά τη νήσο στο αλβανικό κράτος. Η πράξη αυτή, σε κάθε περίπτωση, θεωρήθηκε υπαναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης με σκοπό την αίσια έκβαση του ζητήματος των νήσων του Αιγαίου, δεδομένου ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν εξαρτήσει την ικανοποίηση των ελληνικών επιδιώξεων στο Αιγαίο από την επιβολή των επιθυμιών του σχετικά με την Αλβανία.[17]
Η υπόθεση της νήσου επανήλθε στο προσκήνιο στη Διάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων του 1946.
Το ζήτημα της μεθορίου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ήδη από τον Απρίλιο του 1946, η συνασπισμένη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη είχε αποφασίσει να υποβάλει επισήμως στη Διάσκεψη των Παρισίων τις αξιώσεις της για την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου, παρά τον αρχικό σκεπτικισμό των συμμάχων και την παρελκυστική διπλωματική τους τακτική.[18]
Το καλοκαίρι του 1946, η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κωσταντίνο Τσαλδάρη υπέβαλε αίτηση ενώπιον της Διάσκεψης για την πρόσκτηση της περιοχής στην Ελλάδα, με το αιτιολογικό ότι η Αλβανία έπρεπε να καταταχθεί στις ηττημένες δυνάμεις του άξονα.
Ο έλληνας πρωθυπουργός επισήμανε ότι η απόδοση στην Ελλάδα των ελληνικότατων επαρχιών της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων και η διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία θα ενίσχυαν την ασφάλεια της χώρας και θα εδραίωναν την ειρήνη στην περιοχή.[19]
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Πιπινέλη, αρχιτέκτονα των ελληνικών αιτημάτων στη Διάσκεψη, η Ελλάδα δεν έπρεπε να ανεχθεί τον εξανδραποδισμό της ελληνικής περιοχής της και να ζητήσει εδαφικό διακανονισμό από την Αλβανία, ήτοι να θέσει το αίτημα της ένωσης της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.[20] Οι ελληνικές αξιώσεις συνάντησαν τη σταθερή άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στην απόφαση της 8ης Μαΐου 1946 απορρίφθηκε το ελληνικό αίτημα για στρατηγική διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία, ενώ το θέμα της εδαφικής ανακατανομής με την Αλβανία δεν τέθηκε καν επισήμως.
Την 21η Αυγούστου του 1946, ο Χότζα ανέπτυξε τις γνωστές αλβανικές θέσεις.[21] Δικαιολόγησε την αλβανική συμπεριφορά στον πόλεμο και τόνισε ότι η Αλβανία ουδέποτε επιτέθηκε κατά της Ελλάδας, καθότι και η ίδια τελούσε υπό φασιστική κατοχή·[22] τόνισε ότι εντός της αλβανικής επικράτειας δεν υπήρχε ξένο έδαφος και ότι η Αλβανία θα υπερασπιζόταν την εθνική της κυριαρχία μαζί με τους συμμάχους της, υπεραμυνόμενος την πολιτική της κυβέρνησής του για την Ελληνική Εθνική Μειονότητα.[23]
Την30ή Αυγούστου, ύστερα από παλινδρομήσεις, η ολομέλεια της Διάσκεψης με 12 ψήφους, έναντι 7 (και 2 αποδοχές) ενέκρινε να εγγράψει το βορειοηπειρωτικό στην ημερήσια διάταξη, βάσει του ελληνικού αιτήματος, το οποίο πέραν της διεκδικούμενης περιοχής της βορειοηπειρωτικής ενδοχώρας, απαιτούσε να αποδοθεί στην Ελλάδα και το νησί Σάσων, ως αντάλλαγμα για την Κύπρο.
Όπως ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο, οι ελληνικές προτάσεις για εδαφική ανακατανομή με την Αλβανία στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι κατέπεσαν. Από την 30ή Αυγούστου, οπότε η ολομέλεια της Διάσκεψης ενέκρινε την εγγραφή του βορειοηπειρωτικού στην ημερήσια διάταξη, είχαν διεξαχθεί δύο ολομέλειες και την 27η Σεπτεμβρίου η γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία δήλωνε ότι το βορειοηπειρωτικό δεν είχε συζητηθεί, που συνεπαγόταν τη σιωπηρή απόσυρσή του, ζητώντας από την ολομέλεια να ανακοινώσει και επισήμως την ανάκληση του ζητήματος, συνεπαγόμενης της οριστικής και νόμιμης επίλυσής του. Όντως, η ελληνική κυβέρνηση, για να διευκολύνει το έργο της ολομέλειας, είχε αποσύρει την πρότασή της. Οι Αμερικανοί θεώρησαν επαρκή τη διατύπωση δηλώνοντας ότι το ζήτημα των ελληνοαλβανικών σχέσεων δεν υφίστατο στη διάσκεψη.[24]
Την 27η Σεπτεμβρίου, η ελληνική αντιπροσωπεία υπέβαλε τροπολογία ενώπιον της πολιτικής και εδαφικής επιτροπής για την Ιταλία και ζήτησε την παραχώρηση της νήσου Σάσωνος, η οποία, όμως, απορρίφθηκε και αυτή με ψήφους 13 έναντι 2. Αντίθετα, με ψήφους 11 έναντι 1 (της ελληνικής) και με 8 αποχές στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι ψήφοι των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων εγκρίθηκε το άρθρο που παραχωρούσε τη νήσο στην Αλβανία. Η Ιταλία δήλωνε ότι αναγνώριζε οριστικά την κυριαρχία της Αλβανίας στη νήσο.[25]
Μετά την απόσυρση των ελληνικών αιτημάτων για τη Βόρειο Ήπειρο, την 8η Οκτωβρίου του 1946, αγόρευσε και πάλι ενώπιον της ολομέλειας της Διάσκεψης της Ειρήνης ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στο ζήτημα της εδαφικής ακεραιότητας της Αλβανίας και της νήσου Σάσωνος. Η πολιτική και η εδαφική επιτροπή για την Ιταλία δέχθηκε τροπολογία στο άρθρο 21 συνεπαγόμενη την αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Αλβανίας. Η ελληνική αντιπροσωπεία αντιπρότεινε την απόρριψη της απόφασης και δήλωσε ότι θα διατηρήσει τις επιφυλάξεις της μέχρις ότου το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου ρυθμισθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τη δικαιοσύνη. Ο Τσαλδάρης εξέφρασε την ελπίδα ότι στο Συμβούλιο των Τεσσάρων θα έβρισκε εφαρμογή το ελληνικό δίκαιο.[26] Πρότεινε, δε, να απαλειφθεί από το τελικό κείμενο της συνθήκης με την Ιταλία η έκφραση «εδαφική ακεραιότητα» της Αλβανίας. Η ελληνική αντιπροσωπεία αντιτάχθηκε και στο άρθρο 22 που είχε σχέση με τη νήσο Σάσων και πρότεινε την απόρριψή του.
Ο λόγος του Τσαλδάρη είχε συνταχθεί από τον Παναγιώτη Πιπινέλη και η εντύπωση που προκάλεσε ήταν οδυνηρή,[27] προξένησε ερεθισμό στους συμμάχους θεωρούμενος προκλητικός και επιθετικός.[28]
Εν κατακλείδι, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1946, το Συμβούλιο των Τεσσάρων αποφάσισε να καλέσει την Αλβανία να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία ως νικήτρια δύναμη.
Απεναντίας, στις δημόσιες δηλώσεις της η ελληνική αντιπροσωπία ανακοίνωνε:
Η ελληνική αντιπροσωπεία δεν έχει παραλείψει να ανακοινώσει στη Διάσκεψη τις επιφυλάξεις της πάνω στο άρθρο 21 του σχεδίου της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, εφόσον το άρθρο αυτό θα θεωρούνταν ότι θα αναφέρεται στο αλβανικό κράτος με τα σημερινά εδαφικά όριά του. Η ελληνική αντιπροσωπεία ύστερα από τις έγγραφες και προφορικές της ανακοινώσεις πάνω στο θέμα αυτό και για αποφυγή κάθε παρερμηνείας, δηλώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση, μολονότι δέχεται την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Αλβανίας, θα διατηρήσει τις επιφυλάξεις της μέχρις ότου το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου κανονισθεί σύμφωνα με τη δικαιοσύνη και την αμεροληψία. Η διευθέτηση του προβλήματος θα αποτελέσει την αποκατάσταση φιλικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες.[29]
Εν τέλει, η προσπάθεια για μεθοριακή αναρρύθμιση με την Αλβανία ναυάγησε και αυτή τη φορά στο Παρίσι.
Μολοντούτο, η Ελλάδα έμεινε αμετακίνητη στις διεκδικήσεις της, αλλά αμετάθετη ήταν και η στάση της Αλβανίας: θεωρούσε την περιοχή ανήκουσα στην Αλβανία και δεν επιδεχόταν ούτε επιδέχεται καμιά διαπραγμάτευση της εδαφικής της κυριαρχίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, με την κατάρρευση της κομμουνιστικής στασίασης (Αύγουστος 1949) και την καταφυγή των στασιαστών στην Αλβανία, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους συμμάχους την ανάληψη μιας διασυμμαχικής απόβασης στην Αλβανία για την εξάρθρωση των ανταρτικών βάσεων. Αυτό αποτελούσε έναν εύσχημο τρόπο –και ευκόλως αναγνώσιμο– για την κατάληψη της περιοχής, αλλά οι Σύμμαχοι απέρριψαν την ελληνική πρόταση.
Έκτοτε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διατηρούσαν σε ρητορικό επίπεδο τις όποιες εδαφικές αξιώσεις εις βάρος της Αλβανίας, η οποία, από τη μεριά της, ως αντισήκωμα αυτών ανακινούσε, με όποια διπλωματικά μέσα διάθετε, το «Τσάμικο».
Από τη μεριά τους και τα αλβανικά κόμματα της αλλοδαπής διεκδικούσαν την περιοχή της ονομαζόμενης «Τσαμουριάς» και την ένωσή της με τον εθνικό κορμό για την ολοκλήρωση της εθνολογικής Αλβανίας.
Το 1956, το κόμμα Μπάλι Κομπετάρ [Balli Kombëtar (Εθνικό Μέτωπο)] και εκπρόσωποι της Επιτροπής «Ελεύθερη Αλβανία» επέδωσαν υπόμνημα στην τουρκική κυβέρνηση και την κάλεσαν να προνοήσει για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους, καθώς κινδύνευε από τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ιταλίας. Η εφημερίδα Βατάν και ο δημοσιογράφος Γιαλμάν συνηγορούσε υπέρ της άποψης αυτής και καλούσε την Τουρκία να μην μείνει αδιάφορη στο αίτημα των Αλβανών.[30]
Το συνέδριο του Μπάλι Κομπετάρ της Νάπολης της Ιταλίας (10η Μαρτίου 1957), τόνιζε ότι για να διατηρηθεί η ειρήνη στα Βαλκάνια έπρεπε να ικανοποιηθούν τα εθνικά δίκαια και οι βλέψεις της Αλβανίας, η οποία διεκδικούσε την «Τσαμουριά» την οποία, υποσχέθηκε, θα την ενσωμάτωνε στην Αλβανία όταν το κόμμα θα αναλάμβανε την εξουσία.
Στο συνέδριο παρίστατο και ο αμερικανός πρέσβης στη Ρώμη, Λορντ (Jοhn M. Lord), ο οποίος δεν αντέδρασε στο έντονο σοβινιστικό πνεύμα που επικράτησε στις αγορεύσεις των ομιλητών, όταν τέθηκε με σφοδρότητα το ζήτημα της «αλύτρωτης ‘Τσαμουριάς’».[31] Λίγες μέρες μετά, η εφημερίδα του κόμματος, Flamuri, και οι Μπαλίστες της Ιταλίας υπεραμύνονταν και δημοσίως την αλβανικότητα της περιοχής των Ιωαννίνων και της Πρεβέζης.[32]
Στις αρχές του 1958, η εφημερίδα Μπέσα της Κωνσταντινούπολης ανήγγειλε την ίδρυση ειδικής επιτροπής για την προστασία των δικαίων των Τσάμηδων, για την προώθηση του «Τσάμικου» ενώπιον του ΟΗΕ και των δυτικών δυνάμεων. Η πρωτοβουλία αυτή προέβλεπε τη συλλογή στοιχείων για την προπολεμική και την τωρινή πληθυσμιακή κατάσταση στη Θεσπρωτία, προκειμένου να καταγγελθεί στον ΟΗΕ, καθώς η παρούσα αδράνεια νοείτο ως «μέγα εθνικό σφάλμα, το οποίο με κανέναν τρόπο δεν θα δικαιολογηθεί ενώπιον της ιστορίας μας». Η εφημερίδα δημοσίευσε σε φύλλο του Φεβρουαρίου του 1958 τον γεωγραφικό χάρτη της μελλοντικής εθνολογικής Αλβανίας από το Κόσοβο ως την ελληνική Ήπειρο και Θεσπρωτία,[33] περιστοιχίζομενο από πηχυαίους σοβινιστικούς τίτλους. Το επίσημο αλβανικό κράτος ήταν, όμως, ελαφρώς διαφοροποιημένο.
Μετά το 1954 και την ανάληψη της ηγεσίας από τον Χρουστσόφ, ο οποίος κήρυξε την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, η Αλβανία δήλωνε ότι επιθυμούσε την αποκατάσταση των σχέσεων με την Ελλάδα, η οποία, όμως, απέρριπτε τα αλβανικά αιτήματα προβάλλοντας ουσιαστικούς λόγους, με βασικότερο την ύπαρξη του Νόμου περί Εμπολέμου (1940) που στην ουσία υποδήλωνε την επίλυση του Βορειοηπειρωτικού. Στις αναγνωριστικές, όμως, διαπραγματεύσεις που έγιναν από τις αρχές του 1961 η συνοριακή ρύθμιση δεν συζητήθηκε ποτέ, ούτε κατ’ ευφημισμό. Η αποσιώπηση θεωρείτο από διεθνείς αναλυτές ως ένα συνωμοτικό αλλά διευκολυντικό στοιχείο, αποδεχόμενο από τις δύο πλευρές για την επίτευξη της διπλωματικής σύνδεσης.
Τον Μάιο του 1971, Ελλάδα και Αλβανία κατέληξαν σε μία επίπονη συμφωνία για τη διπλωματική ανασύνδεση. Από τα πρώτα αλβανικά αιτήματα, όπως αναμενόταν, ήταν η επαναφορά του θέματος της μεθοριακής συμφωνίας και των οροσήμων: αποκατάσταση, συντήρηση και πύκνωση αυτών. Τον Ιούλιο του 1972, η αλβανική κυβέρνηση επέδωσε σχετικό αίτημα στον έλληνα πρέσβη στα Τίρανα. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε θετικά και τον Οκτώβριο του 1972 μετέβη στα Τίρανα ελληνική αντιπροσωπεία. Η ελληνική πρόταση βασιζόταν στην αντίληψη ότι η συμφωνία έπρεπε να στηριχθεί στο ελληνογιουγκοσλαβικό πρότυπο, δηλαδή να αναγνωρισθεί από τις δύο πλευρές το δεδομένο των συνόρων, αλλά χωρίς καμία μνεία σε παρελθοντικές συμβάσεις, δηλαδή την αποσιώπηση του Β΄ Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Η Αλβανία, αντίθετα, επεδίωκε την υπογραφή της συνοριακής συμφωνίας βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού, τη σύσταση μεικτής επιτροπής και την πύκνωση των οροσήμων. Εν ολίγοις, η αλβανική πλευρά ζητούσε την πολιτική λύση του ζητήματος. Λόγω της αλβανικής επιμονής, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε παρελκυστική τακτική και οι προσπάθειες ανεστάλησαν.
Η μεθοριακή συμφωνία σχετιζόταν άμεσα και με τα σημεία συνοριακής διέλευσης. Πριν από τον πόλεμο υπήρχαν πέντε μεθοριακοί σταθμοί. Τον Μάιο του 1974, η Αθήνα ζήτησε τουλάχιστον τη λειτουργία του σταθμού της Κακαβιάς, αλλά τα Τίρανα απέρριψαν το αίτημα. Η ελληνική κυβέρνηση συνέχισε τις πιέσεις της το 1976-1977, προτείνοντας τη λειτουργία του συνοριακού σταθμού της Κρυσταλλοπηγής και της Κακαβιάς, ενώ η θέση της Αλβανίας υπήρξε ενίοτε αμετακίνητη και αρνητική, περιοριζόμενη μόνον στην υπογραφή μιας συνοριακής συμφωνίας, η οποία θα ρύθμιζε τα εκκρεμούντα προβλήματα της μεθορίου από μεικτές πολιτικές επιτροπές και όχι στρατιωτικές όπως πρότεινε η Ελλάδα. Η Κακαβιά εξασφάλιζε για την Ελλάδα άμεση επαφή με το ελληνικό στοιχείο, ήτοι πρόσβαση σε ζωτικούς χώρους, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε η Αλβανία και αρνείτο κατηγορηματικά. Ο συνοριακός σταθμός της Κακαβιάς, ως σημείο διέλευσης ανθρώπων και αγαθών, λειτούργησε, τελικά, τον Ιανουάριο του 1985.
Με την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία (1981) τα Τίρανα πίστεψαν ότι παρουσιαζόταν μία καλή ευκαιρία να επαναφέρουν το ζήτημα της μεθοριακής συμφωνίας, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε τέλος στην αναδυόμενη συζήτηση με μία εύσχημη διπλωματική δήλωση από τα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1984, κάνοντας μνεία στο απαραβίαστο των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών επικαλούμενος την Τελική Διακήρυξη του Ελσίνκι την οποία, όμως, η Αλβανία δεν είχε αναγνωρίσει.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, την υφαλοκρηπίδα, η Ελλάδα, θορυβούμενη από την κλιμακούμενη ένταση στο Αιγαίο (στις αρχές του 1975 η Τουρκία, ενθαρρυμένη από τις επιτυχίες της στην Κύπρο και την αδιαφορία του διεθνούς παράγοντα, έθεσε και θέμα κυριαρχίας στο Αιγαίο και με την ευκαιρία ο Κωσταντίνος Καραμανλής προέβη στη γνωστή δήλωση της 27ης Ιανουαρίου 1975 για την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την πρόκληση συνολικότερης αστάθειας στην περιοχή) και επωφελούμενη από τη σχετική βελτίωση των σχέσεων, υπέβαλε για πρώτη φορά σχέδιο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία, στις αρχές του 1977, αλλά οι Αλβανοί έθεσαν τον όρο της κατάργησης του Νόμου περί Εμπολέμου –αίτημα επαναλαμβανόμενο από την αλβανική διπλωματία, το οποίο αρνείτο να συζητήσει η ελληνική πλευρά– και την αποκατάσταση των οροσήμων, ως σημείο εκκίνησης των συνομιλιών.
Τον Μάρτιο του 2009, επετεύχθη στα Τίρανα μία αρχική συμφωνία για τη θαλάσσια οριοθέτηση αλλά δύο μήνες αργότερα το αντιπολιτευόμενο σοσιαλιστικό κόμμα του Έντι Ράμα (Edi Rama) κατήγγειλε τη συμφωνία και παρέπεμψε την όλη υπόθεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο την έκρινε αντισυνταγματική και την ακύρωσε πριν κυρωθεί στην αλβανική Βουλή. Στην Ελλάδα πίστεψαν –και εξακολουθούν να πιστεύουν– ότι πίσω από την ενέργεια αυτή υποβόσκει τουρκικός δάκτυλος, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία προηγουμένου, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεσθεί η Ελλάδα και στη διαφωνία της με την Τουρκία στο Αιγαίο.
Έκτοτε και το θέμα της υφαλοκρηπίδας οδηγήθηκε σε στενωπό, με ατέρμονες δηλώσεις και εικασίες, υπονόμευση και κυρίως καχυποψία από την αλβανική πλευρά.
Τον Οκτώβριο του 2020, οι δύο χώρες αποφάσισαν να επιλύσουν τις διαφορές τους για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών με την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου της Χάγης.
Βιβλιογραφικό επίμετρο
Δημητρακόπουλος Ηλίας Π., Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, 1991.
Κοραντής Aντώνης Ι., Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1933), Τόμος Α’: Η χολαίνουσα ειρήνη. Θεσσαλονίκη, 1968.
Κύρου Αλέξη, Ελληνική εξωτερική πολιτική. Αθήνα: Εστία, 1955.
Μαντά Ελευθερία, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 2004.
Ντάγιος Σταύρος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. Θεσσαλονίκη: Literatus, 2015.
—, Νίκος Ζαχαριάδης – Ενβέρ Χότζα: Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του ΚΚΕ με την Αλβανία 1943-1974. Θεσσαλονίκη: Literatus, 2019.
Πιπινέλη Παν., ‘Αι πρόσφαται βαλκανικαί πρωτοβουλίαι του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, Αι προθέσεις δια μία βαλκανικήν διάσκεψιν, η Ελλάς και το αίτημα δια την Βόρειον Ήπειρον’. Εφημ. Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου 1959.
Ρέντη Κωνστ. Θ., Το Βορειοηπειρωτικόν μετά την 1ην Νοεμβρίου, Πρόλογος Αλεξ. Κ. Καραπάνου. Αθήνα: Φεβρουάριος, 1922.
Boçi Sonila, Minoritetet kombëtare në Shqipëri midis identitetit dhe integrimit. Tirana: Qendra e Studimeve Albanologjike, Instituti i Historisë, 2012.
Dervishi Kastriot, Vrasjet në kufi në vitin 1990: Përmbledhje dokumentesh. Tiranë: Instituti i Studimit të Krimeve dhe Pasojave të Komunizmit, 2015.
Frashëri Mehdi, Kujtime (1913-1933). Tiranë: OMSCA-1, 2005.
Helmreich Ernst, The Diplomacy of the Balkan Wars 1912–1913. Cambridge, MA: Harvard University Press, 1938.
Papadakis Basileios Panagiotou, Histoire diplomatique de la question nord-epirote, 1912-1957. Thessaloniki, 1958.
Xydis Stefan George, Greece and the Great Powers: 1944-1947. Prelude to the “Truman Doctrine”, Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1963.
Αρχειακές συλλογές
AMPJ – Arkivi i Ministrisë së Punëve të Jashtme (Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών) της Αλβανίας
USNA – United States National Archives
[1] Dervishi, Vrasjet në kufi në vitin 1990: Përmbledhje dokumentesh. σ. 3-10.
[2] Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. σ. 27-36.
[3] Κοραντής, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης. σ. 197-206.
[4] Κοραντής. σ. 197-206.
[5] Δημητρακόπουλος, Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος. σ. 61-76.
[6] Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική. σ. 224.
[7] Helmreich, The diplomacy of Balkan Wars, 1912-13. σ. 418-442.
[8] Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. σ. 27-44.
[9] Πιπινέλη, ‘Αι πρόσφαται βαλκανικαί πρωτοβουλίαι του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, Αι προθέσεις δια μία βαλκανικήν διάσκεψιν, η Ελλάς και το αίτημα δια την Βόρειον Ήπειρον’. Εφημ. Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου 1959.
[10] Sonila Boçi, Minoritetet kombëtare në Shqipëri midis identitetit dhe integrimit [Οι εθνικές μειονότητες στην Αλβανία εν μέσω της ταυτότητας και της ένταξης]. σ. 56.
[11] Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μεικτής επιτροπής περί ανταλλαγής πληθυσμών, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου την περίοδο εκείνη δεν υπερέβαινε τους 20.160 κατοίκους. Βλ. περισσότερα για το «Τσάμικο» στο: Ελευθερία Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000).
[12] AMPJ, V. 1919, D. 12, FL 26, Έκδοση επίσημων εγγράφων της προσωρινής κυβέρνησης υποβληθέντα ενώπιον της Διάσκεψης των Παρισίων από την αλβανική αποστολή.
[13] Sonila Boçi, Minoritetet kombëtare. σ. 56. Σύμφωνα όμως με ξένους ερευνητές, το 1919, στο σύνολο περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων μόνον 15.000 γνώριζαν γραφή και ανάγνωση σε κάποια γλώσσα: ελληνική, αλβανική ή τουρκική.
[14] Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. σ. 27-44.
[15] Ρέντη, Το Βορειοηπειρωτικόν μετά την 1ην Νοεμβρίου. σ. 33.
[16] Frashëri, Kujtime (1913-1933) [Απομνημονεύματα]. σ. 168-170.
[17] Papadakis, Histoire Diplomatique de la Question Nord-Epirote. σ. 17. Helmreich, The diplomacy. σ. 337-338.
[18] Xydis, Greece and the Great Powers: 1944-1947. σ. 132.
[19] Εφημ. Εμπρός, 18 Μαΐου 1946.
[20] Πιπινέλη, ‘Αι πρόσφαται βαλκανικαί πρωτοβουλίαι του Σταίητ Ντηπάρτμεντ: Αι προθέσεις διά μία βαλκανικήν διάσκεψιν, η Ελλάς και το αίτημα διά την Βόρειον Ήπειρον’. Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου 1959.
[21] AMPJ, V. 1946, D. 146, fl. 17, Έγγραφα για την εισδοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.
[22] Εφημ. Bashkimi, 22 Σεπτεμβρίου 1946.
[23] AMPJ, V. 1975, D. 537 (B/1-8), fl. 100, Εισηγήσεις και πληροφορίες για τις διμερείς σχέσεις, Υπουργείο Εξωτερικών, 4η Διεύθυνση, Περί των διμερών σχέσεων με την Ελλάδα, 23 Απριλίου 1975.
[24] ‘Αποσύρθηκε οριστικά από τη Διάσκεψη η ελληνική πρόταση για τη Βόρειο Ήπειρο: Σειρά αποτυχιών της ελληνικής αντιπροσωπίας: Τερματίζονται οι εργασίες στις επιτροπές και τη διάσκεψη’. Εφημ. Ριζοσπάστης, 27 Σεπτεμβρίου 1946. σ. 4.
[25] ‘Αποσύρθηκε οριστικά από τη Διάσκεψη η ελληνική πρόταση’.
[26] USNA, 875.00/10-946, Τηλεγράφημα από Τίρανα προς State Department. Τίρανα, 9 Οκτωβρίου 1946.
[27] Εφημ. Το Βήμα, 9 Οκτωβρίου 1946.
[28] Ντάγιος, Νίκος Ζαχαριάδης – Ενβέρ Χότζα: Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του ΚΚΕ με την Αλβανία 1943-1974. σ. 252.
[29] ‘Πρωτοφανής χρεωκοπία και διασυρμός της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη: Απλός εκτελεστής των διαταγών των κυρίων Μπερνς και Μπέβιν: Πώς αποσύρθηκε το βορειοηπειρωτικό’. Ριζοσπάστης, 28 Σεπτεμβρίου 1946. σ. 4.
[30] ‘Οι Τούρκοι προστάται της Αλβανίας’. Εφημ. Βόρειος Ήπειρος, 31 Αυγούστου 1956. σ. 2.
[31] ‘Το συνέδριον του Μπάλι Κομπετάρ εις Νεάπολιν’. Εφημ. Βορειοηπειρωτικός Αγών, 1 Ιουνίου 1957. σ. 4.
[32] ‘Η υστερία των Μπαλιστών’. Εφημ. Βορειοηπειρωτικός Αγών, 1 Αυγούστου 1957. σ. 3.
[33] ‘Ανόητοι υπερσωβινιστές’. Εφημ. Βορειοηπειρωτικός Αγών, 1 Μαΐου 1958. σ. 2.
* Ο Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και διευθυντής της εκδοτικής εταιρείας «LITERATUS».
Ο λόγος του Τσαλδάρη είχε συνταχθεί από τον Παναγιώτη Πιπινέλη και η εντύπωση που προκάλεσε ήταν οδυνηρή,[27] προξένησε ερεθισμό στους συμμάχους θεωρούμενος προκλητικός και επιθετικός.[28]
Εν κατακλείδι, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1946, το Συμβούλιο των Τεσσάρων αποφάσισε να καλέσει την Αλβανία να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία ως νικήτρια δύναμη.
Απεναντίας, στις δημόσιες δηλώσεις της η ελληνική αντιπροσωπία ανακοίνωνε:
Η ελληνική αντιπροσωπεία δεν έχει παραλείψει να ανακοινώσει στη Διάσκεψη τις επιφυλάξεις της πάνω στο άρθρο 21 του σχεδίου της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία, εφόσον το άρθρο αυτό θα θεωρούνταν ότι θα αναφέρεται στο αλβανικό κράτος με τα σημερινά εδαφικά όριά του. Η ελληνική αντιπροσωπεία ύστερα από τις έγγραφες και προφορικές της ανακοινώσεις πάνω στο θέμα αυτό και για αποφυγή κάθε παρερμηνείας, δηλώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση, μολονότι δέχεται την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Αλβανίας, θα διατηρήσει τις επιφυλάξεις της μέχρις ότου το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου κανονισθεί σύμφωνα με τη δικαιοσύνη και την αμεροληψία. Η διευθέτηση του προβλήματος θα αποτελέσει την αποκατάσταση φιλικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες.[29]
Εν τέλει, η προσπάθεια για μεθοριακή αναρρύθμιση με την Αλβανία ναυάγησε και αυτή τη φορά στο Παρίσι.
Μολοντούτο, η Ελλάδα έμεινε αμετακίνητη στις διεκδικήσεις της, αλλά αμετάθετη ήταν και η στάση της Αλβανίας: θεωρούσε την περιοχή ανήκουσα στην Αλβανία και δεν επιδεχόταν ούτε επιδέχεται καμιά διαπραγμάτευση της εδαφικής της κυριαρχίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, με την κατάρρευση της κομμουνιστικής στασίασης (Αύγουστος 1949) και την καταφυγή των στασιαστών στην Αλβανία, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους συμμάχους την ανάληψη μιας διασυμμαχικής απόβασης στην Αλβανία για την εξάρθρωση των ανταρτικών βάσεων. Αυτό αποτελούσε έναν εύσχημο τρόπο –και ευκόλως αναγνώσιμο– για την κατάληψη της περιοχής, αλλά οι Σύμμαχοι απέρριψαν την ελληνική πρόταση.
Έκτοτε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις διατηρούσαν σε ρητορικό επίπεδο τις όποιες εδαφικές αξιώσεις εις βάρος της Αλβανίας, η οποία, από τη μεριά της, ως αντισήκωμα αυτών ανακινούσε, με όποια διπλωματικά μέσα διάθετε, το «Τσάμικο».
Από τη μεριά τους και τα αλβανικά κόμματα της αλλοδαπής διεκδικούσαν την περιοχή της ονομαζόμενης «Τσαμουριάς» και την ένωσή της με τον εθνικό κορμό για την ολοκλήρωση της εθνολογικής Αλβανίας.
Το 1956, το κόμμα Μπάλι Κομπετάρ [Balli Kombëtar (Εθνικό Μέτωπο)] και εκπρόσωποι της Επιτροπής «Ελεύθερη Αλβανία» επέδωσαν υπόμνημα στην τουρκική κυβέρνηση και την κάλεσαν να προνοήσει για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους, καθώς κινδύνευε από τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ιταλίας. Η εφημερίδα Βατάν και ο δημοσιογράφος Γιαλμάν συνηγορούσε υπέρ της άποψης αυτής και καλούσε την Τουρκία να μην μείνει αδιάφορη στο αίτημα των Αλβανών.[30]
Το συνέδριο του Μπάλι Κομπετάρ της Νάπολης της Ιταλίας (10η Μαρτίου 1957), τόνιζε ότι για να διατηρηθεί η ειρήνη στα Βαλκάνια έπρεπε να ικανοποιηθούν τα εθνικά δίκαια και οι βλέψεις της Αλβανίας, η οποία διεκδικούσε την «Τσαμουριά» την οποία, υποσχέθηκε, θα την ενσωμάτωνε στην Αλβανία όταν το κόμμα θα αναλάμβανε την εξουσία.
Στο συνέδριο παρίστατο και ο αμερικανός πρέσβης στη Ρώμη, Λορντ (Jοhn M. Lord), ο οποίος δεν αντέδρασε στο έντονο σοβινιστικό πνεύμα που επικράτησε στις αγορεύσεις των ομιλητών, όταν τέθηκε με σφοδρότητα το ζήτημα της «αλύτρωτης ‘Τσαμουριάς’».[31] Λίγες μέρες μετά, η εφημερίδα του κόμματος, Flamuri, και οι Μπαλίστες της Ιταλίας υπεραμύνονταν και δημοσίως την αλβανικότητα της περιοχής των Ιωαννίνων και της Πρεβέζης.[32]
Στις αρχές του 1958, η εφημερίδα Μπέσα της Κωνσταντινούπολης ανήγγειλε την ίδρυση ειδικής επιτροπής για την προστασία των δικαίων των Τσάμηδων, για την προώθηση του «Τσάμικου» ενώπιον του ΟΗΕ και των δυτικών δυνάμεων. Η πρωτοβουλία αυτή προέβλεπε τη συλλογή στοιχείων για την προπολεμική και την τωρινή πληθυσμιακή κατάσταση στη Θεσπρωτία, προκειμένου να καταγγελθεί στον ΟΗΕ, καθώς η παρούσα αδράνεια νοείτο ως «μέγα εθνικό σφάλμα, το οποίο με κανέναν τρόπο δεν θα δικαιολογηθεί ενώπιον της ιστορίας μας». Η εφημερίδα δημοσίευσε σε φύλλο του Φεβρουαρίου του 1958 τον γεωγραφικό χάρτη της μελλοντικής εθνολογικής Αλβανίας από το Κόσοβο ως την ελληνική Ήπειρο και Θεσπρωτία,[33] περιστοιχίζομενο από πηχυαίους σοβινιστικούς τίτλους. Το επίσημο αλβανικό κράτος ήταν, όμως, ελαφρώς διαφοροποιημένο.
Μετά το 1954 και την ανάληψη της ηγεσίας από τον Χρουστσόφ, ο οποίος κήρυξε την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, η Αλβανία δήλωνε ότι επιθυμούσε την αποκατάσταση των σχέσεων με την Ελλάδα, η οποία, όμως, απέρριπτε τα αλβανικά αιτήματα προβάλλοντας ουσιαστικούς λόγους, με βασικότερο την ύπαρξη του Νόμου περί Εμπολέμου (1940) που στην ουσία υποδήλωνε την επίλυση του Βορειοηπειρωτικού. Στις αναγνωριστικές, όμως, διαπραγματεύσεις που έγιναν από τις αρχές του 1961 η συνοριακή ρύθμιση δεν συζητήθηκε ποτέ, ούτε κατ’ ευφημισμό. Η αποσιώπηση θεωρείτο από διεθνείς αναλυτές ως ένα συνωμοτικό αλλά διευκολυντικό στοιχείο, αποδεχόμενο από τις δύο πλευρές για την επίτευξη της διπλωματικής σύνδεσης.
Τον Μάιο του 1971, Ελλάδα και Αλβανία κατέληξαν σε μία επίπονη συμφωνία για τη διπλωματική ανασύνδεση. Από τα πρώτα αλβανικά αιτήματα, όπως αναμενόταν, ήταν η επαναφορά του θέματος της μεθοριακής συμφωνίας και των οροσήμων: αποκατάσταση, συντήρηση και πύκνωση αυτών. Τον Ιούλιο του 1972, η αλβανική κυβέρνηση επέδωσε σχετικό αίτημα στον έλληνα πρέσβη στα Τίρανα. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε θετικά και τον Οκτώβριο του 1972 μετέβη στα Τίρανα ελληνική αντιπροσωπεία. Η ελληνική πρόταση βασιζόταν στην αντίληψη ότι η συμφωνία έπρεπε να στηριχθεί στο ελληνογιουγκοσλαβικό πρότυπο, δηλαδή να αναγνωρισθεί από τις δύο πλευρές το δεδομένο των συνόρων, αλλά χωρίς καμία μνεία σε παρελθοντικές συμβάσεις, δηλαδή την αποσιώπηση του Β΄ Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Η Αλβανία, αντίθετα, επεδίωκε την υπογραφή της συνοριακής συμφωνίας βάσει του Πρωτοκόλλου αυτού, τη σύσταση μεικτής επιτροπής και την πύκνωση των οροσήμων. Εν ολίγοις, η αλβανική πλευρά ζητούσε την πολιτική λύση του ζητήματος. Λόγω της αλβανικής επιμονής, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε παρελκυστική τακτική και οι προσπάθειες ανεστάλησαν.
Η μεθοριακή συμφωνία σχετιζόταν άμεσα και με τα σημεία συνοριακής διέλευσης. Πριν από τον πόλεμο υπήρχαν πέντε μεθοριακοί σταθμοί. Τον Μάιο του 1974, η Αθήνα ζήτησε τουλάχιστον τη λειτουργία του σταθμού της Κακαβιάς, αλλά τα Τίρανα απέρριψαν το αίτημα. Η ελληνική κυβέρνηση συνέχισε τις πιέσεις της το 1976-1977, προτείνοντας τη λειτουργία του συνοριακού σταθμού της Κρυσταλλοπηγής και της Κακαβιάς, ενώ η θέση της Αλβανίας υπήρξε ενίοτε αμετακίνητη και αρνητική, περιοριζόμενη μόνον στην υπογραφή μιας συνοριακής συμφωνίας, η οποία θα ρύθμιζε τα εκκρεμούντα προβλήματα της μεθορίου από μεικτές πολιτικές επιτροπές και όχι στρατιωτικές όπως πρότεινε η Ελλάδα. Η Κακαβιά εξασφάλιζε για την Ελλάδα άμεση επαφή με το ελληνικό στοιχείο, ήτοι πρόσβαση σε ζωτικούς χώρους, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε η Αλβανία και αρνείτο κατηγορηματικά. Ο συνοριακός σταθμός της Κακαβιάς, ως σημείο διέλευσης ανθρώπων και αγαθών, λειτούργησε, τελικά, τον Ιανουάριο του 1985.
Με την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία (1981) τα Τίρανα πίστεψαν ότι παρουσιαζόταν μία καλή ευκαιρία να επαναφέρουν το ζήτημα της μεθοριακής συμφωνίας, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε τέλος στην αναδυόμενη συζήτηση με μία εύσχημη διπλωματική δήλωση από τα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1984, κάνοντας μνεία στο απαραβίαστο των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών επικαλούμενος την Τελική Διακήρυξη του Ελσίνκι την οποία, όμως, η Αλβανία δεν είχε αναγνωρίσει.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, την υφαλοκρηπίδα, η Ελλάδα, θορυβούμενη από την κλιμακούμενη ένταση στο Αιγαίο (στις αρχές του 1975 η Τουρκία, ενθαρρυμένη από τις επιτυχίες της στην Κύπρο και την αδιαφορία του διεθνούς παράγοντα, έθεσε και θέμα κυριαρχίας στο Αιγαίο και με την ευκαιρία ο Κωσταντίνος Καραμανλής προέβη στη γνωστή δήλωση της 27ης Ιανουαρίου 1975 για την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την πρόκληση συνολικότερης αστάθειας στην περιοχή) και επωφελούμενη από τη σχετική βελτίωση των σχέσεων, υπέβαλε για πρώτη φορά σχέδιο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία, στις αρχές του 1977, αλλά οι Αλβανοί έθεσαν τον όρο της κατάργησης του Νόμου περί Εμπολέμου –αίτημα επαναλαμβανόμενο από την αλβανική διπλωματία, το οποίο αρνείτο να συζητήσει η ελληνική πλευρά– και την αποκατάσταση των οροσήμων, ως σημείο εκκίνησης των συνομιλιών.
Τον Μάρτιο του 2009, επετεύχθη στα Τίρανα μία αρχική συμφωνία για τη θαλάσσια οριοθέτηση αλλά δύο μήνες αργότερα το αντιπολιτευόμενο σοσιαλιστικό κόμμα του Έντι Ράμα (Edi Rama) κατήγγειλε τη συμφωνία και παρέπεμψε την όλη υπόθεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο την έκρινε αντισυνταγματική και την ακύρωσε πριν κυρωθεί στην αλβανική Βουλή. Στην Ελλάδα πίστεψαν –και εξακολουθούν να πιστεύουν– ότι πίσω από την ενέργεια αυτή υποβόσκει τουρκικός δάκτυλος, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία προηγουμένου, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεσθεί η Ελλάδα και στη διαφωνία της με την Τουρκία στο Αιγαίο.
Έκτοτε και το θέμα της υφαλοκρηπίδας οδηγήθηκε σε στενωπό, με ατέρμονες δηλώσεις και εικασίες, υπονόμευση και κυρίως καχυποψία από την αλβανική πλευρά.
Τον Οκτώβριο του 2020, οι δύο χώρες αποφάσισαν να επιλύσουν τις διαφορές τους για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών με την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου της Χάγης.
Βιβλιογραφικό επίμετρο
Δημητρακόπουλος Ηλίας Π., Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, 1991.
Κοραντής Aντώνης Ι., Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1933), Τόμος Α’: Η χολαίνουσα ειρήνη. Θεσσαλονίκη, 1968.
Κύρου Αλέξη, Ελληνική εξωτερική πολιτική. Αθήνα: Εστία, 1955.
Μαντά Ελευθερία, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 2004.
Ντάγιος Σταύρος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. Θεσσαλονίκη: Literatus, 2015.
—, Νίκος Ζαχαριάδης – Ενβέρ Χότζα: Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του ΚΚΕ με την Αλβανία 1943-1974. Θεσσαλονίκη: Literatus, 2019.
Πιπινέλη Παν., ‘Αι πρόσφαται βαλκανικαί πρωτοβουλίαι του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, Αι προθέσεις δια μία βαλκανικήν διάσκεψιν, η Ελλάς και το αίτημα δια την Βόρειον Ήπειρον’. Εφημ. Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου 1959.
Ρέντη Κωνστ. Θ., Το Βορειοηπειρωτικόν μετά την 1ην Νοεμβρίου, Πρόλογος Αλεξ. Κ. Καραπάνου. Αθήνα: Φεβρουάριος, 1922.
Boçi Sonila, Minoritetet kombëtare në Shqipëri midis identitetit dhe integrimit. Tirana: Qendra e Studimeve Albanologjike, Instituti i Historisë, 2012.
Dervishi Kastriot, Vrasjet në kufi në vitin 1990: Përmbledhje dokumentesh. Tiranë: Instituti i Studimit të Krimeve dhe Pasojave të Komunizmit, 2015.
Frashëri Mehdi, Kujtime (1913-1933). Tiranë: OMSCA-1, 2005.
Helmreich Ernst, The Diplomacy of the Balkan Wars 1912–1913. Cambridge, MA: Harvard University Press, 1938.
Papadakis Basileios Panagiotou, Histoire diplomatique de la question nord-epirote, 1912-1957. Thessaloniki, 1958.
Xydis Stefan George, Greece and the Great Powers: 1944-1947. Prelude to the “Truman Doctrine”, Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1963.
Αρχειακές συλλογές
AMPJ – Arkivi i Ministrisë së Punëve të Jashtme (Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών) της Αλβανίας
USNA – United States National Archives
[1] Dervishi, Vrasjet në kufi në vitin 1990: Përmbledhje dokumentesh. σ. 3-10.
[2] Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. σ. 27-36.
[3] Κοραντής, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης. σ. 197-206.
[4] Κοραντής. σ. 197-206.
[5] Δημητρακόπουλος, Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος. σ. 61-76.
[6] Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική. σ. 224.
[7] Helmreich, The diplomacy of Balkan Wars, 1912-13. σ. 418-442.
[8] Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. σ. 27-44.
[9] Πιπινέλη, ‘Αι πρόσφαται βαλκανικαί πρωτοβουλίαι του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, Αι προθέσεις δια μία βαλκανικήν διάσκεψιν, η Ελλάς και το αίτημα δια την Βόρειον Ήπειρον’. Εφημ. Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου 1959.
[10] Sonila Boçi, Minoritetet kombëtare në Shqipëri midis identitetit dhe integrimit [Οι εθνικές μειονότητες στην Αλβανία εν μέσω της ταυτότητας και της ένταξης]. σ. 56.
[11] Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μεικτής επιτροπής περί ανταλλαγής πληθυσμών, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ηπείρου την περίοδο εκείνη δεν υπερέβαινε τους 20.160 κατοίκους. Βλ. περισσότερα για το «Τσάμικο» στο: Ελευθερία Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000).
[12] AMPJ, V. 1919, D. 12, FL 26, Έκδοση επίσημων εγγράφων της προσωρινής κυβέρνησης υποβληθέντα ενώπιον της Διάσκεψης των Παρισίων από την αλβανική αποστολή.
[13] Sonila Boçi, Minoritetet kombëtare. σ. 56. Σύμφωνα όμως με ξένους ερευνητές, το 1919, στο σύνολο περίπου ενός εκατομμυρίου ανθρώπων μόνον 15.000 γνώριζαν γραφή και ανάγνωση σε κάποια γλώσσα: ελληνική, αλβανική ή τουρκική.
[14] Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία, 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας: Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, 1945-1991. σ. 27-44.
[15] Ρέντη, Το Βορειοηπειρωτικόν μετά την 1ην Νοεμβρίου. σ. 33.
[16] Frashëri, Kujtime (1913-1933) [Απομνημονεύματα]. σ. 168-170.
[17] Papadakis, Histoire Diplomatique de la Question Nord-Epirote. σ. 17. Helmreich, The diplomacy. σ. 337-338.
[18] Xydis, Greece and the Great Powers: 1944-1947. σ. 132.
[19] Εφημ. Εμπρός, 18 Μαΐου 1946.
[20] Πιπινέλη, ‘Αι πρόσφαται βαλκανικαί πρωτοβουλίαι του Σταίητ Ντηπάρτμεντ: Αι προθέσεις διά μία βαλκανικήν διάσκεψιν, η Ελλάς και το αίτημα διά την Βόρειον Ήπειρον’. Καθημερινή, 6 Δεκεμβρίου 1959.
[21] AMPJ, V. 1946, D. 146, fl. 17, Έγγραφα για την εισδοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.
[22] Εφημ. Bashkimi, 22 Σεπτεμβρίου 1946.
[23] AMPJ, V. 1975, D. 537 (B/1-8), fl. 100, Εισηγήσεις και πληροφορίες για τις διμερείς σχέσεις, Υπουργείο Εξωτερικών, 4η Διεύθυνση, Περί των διμερών σχέσεων με την Ελλάδα, 23 Απριλίου 1975.
[24] ‘Αποσύρθηκε οριστικά από τη Διάσκεψη η ελληνική πρόταση για τη Βόρειο Ήπειρο: Σειρά αποτυχιών της ελληνικής αντιπροσωπίας: Τερματίζονται οι εργασίες στις επιτροπές και τη διάσκεψη’. Εφημ. Ριζοσπάστης, 27 Σεπτεμβρίου 1946. σ. 4.
[25] ‘Αποσύρθηκε οριστικά από τη Διάσκεψη η ελληνική πρόταση’.
[26] USNA, 875.00/10-946, Τηλεγράφημα από Τίρανα προς State Department. Τίρανα, 9 Οκτωβρίου 1946.
[27] Εφημ. Το Βήμα, 9 Οκτωβρίου 1946.
[28] Ντάγιος, Νίκος Ζαχαριάδης – Ενβέρ Χότζα: Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες του ΚΚΕ με την Αλβανία 1943-1974. σ. 252.
[29] ‘Πρωτοφανής χρεωκοπία και διασυρμός της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη: Απλός εκτελεστής των διαταγών των κυρίων Μπερνς και Μπέβιν: Πώς αποσύρθηκε το βορειοηπειρωτικό’. Ριζοσπάστης, 28 Σεπτεμβρίου 1946. σ. 4.
[30] ‘Οι Τούρκοι προστάται της Αλβανίας’. Εφημ. Βόρειος Ήπειρος, 31 Αυγούστου 1956. σ. 2.
[31] ‘Το συνέδριον του Μπάλι Κομπετάρ εις Νεάπολιν’. Εφημ. Βορειοηπειρωτικός Αγών, 1 Ιουνίου 1957. σ. 4.
[32] ‘Η υστερία των Μπαλιστών’. Εφημ. Βορειοηπειρωτικός Αγών, 1 Αυγούστου 1957. σ. 3.
[33] ‘Ανόητοι υπερσωβινιστές’. Εφημ. Βορειοηπειρωτικός Αγών, 1 Μαΐου 1958. σ. 2.
* Ο Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και διευθυντής της εκδοτικής εταιρείας «LITERATUS».
Διαβάστε ακόμη:
* Ερημοποίηση
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών