«… Η γραμμή ωρίσθη σαφώς μέχρι Μάνδρας Νικολίτσας· προς βορράν ταύτης προτάσει της Ελληνικής Κυβερνήσεως την οποίαν απεδέχθησαν αι μεγάλαι Δυνάμεις κατά Φεβρουάριον του 1914, ωρίσθη ως γραμμή οροθεσίας Ελλάδος και Αλβανίας περίπου η φυσική γραμμή διαχωρίσεως των υδάτων των ποταμών ΄Ανω Δεβόλι και ΄Ανω Αλιάκμονος. Επί του προκειμένου εν Φλωρεντία είχον ορισθή ως γραμμή συνόρου τα διοικητικά σύνορα του Καζά Κορυτσάς, άτινα δεν ήσαν σαφή.
Η Βόρειος ΄Ηπειρος δεν αποτελεί ιδίαν γεωγραφικήν μονάδα. Το όνομα της εκτάσεως ταύτης αποτέλεσε κατ’ αρχάς διπλωματικόν όρον, βραδύτερον δε πολιτικόν.»
Αυτά, μεταξύ άλλων, αναγράφονται στο υπόμνημα του «Χάρτη Εθνογραφικού της Βορείου Ηπείρου τω 1913», που εκδόθηκε από το Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού το 1919, αποτυπώνοντας μαζί με τ’ άλλα στοιχεία και τον τρόπο χάραξης της «γραμμής διαχωρίσεως», έναν τρόπο που μόνο για τους ανθρώπους δε νοιάστηκε· τους ανθρώπους ένθεν κακείθεν της «ειρωνικής» γραμμής που τρεις γενιές μετά επαναλαμβάνουν «χωράφι δίπλα σε ποτάμι και χωριό δίπλα σε σύνορο προκοπή δεν κάνει», ασκώντας με τη δική τους θυμοσοφία τη δική τους έμμεση αλλά βιωματική κριτική σ’ όσα επιτάσσουν οι Μεγάλοι για τους μικρούς.
Ο όρος «Βόρειος Ηπειρος» (και τα παράγωγά του) είναι λοιπόν πολιτικός όρος, που επικράτησε για το συγκεκριμένο γεωγραφικό τμήμα της Ηπείρου μετά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους να το προσαρτήσει στη δική του επικράτεια, όταν κατά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων χαράσσονταν τα σύνορα μεταξύ των εθνικών κρατών της περιοχής. Είναι προφανές ακόμα και σήμερα, άλλωστε, ότι η συγκεκριμένη οροθετική γραμμή που τελικά επιβλήθηκε δεν εκφράζει κάποιον εθνολογικό ή πολιτισμικό διαχωρισμό· αντίθετα, εντελώς αυθαίρετα και βίαια, διαιρεί πληθυσμούς, που δεν ανήκουν απλώς ιστορικά στην ίδια ανθρωπογεωγραφική-πολιτισμική ενότητα ή στην ίδια εθνοτική ομάδα, αλλά συνδέονται με στενούς δεσμούς συγγένειας, γεγονός που προσέδωσε μια τραγική διάσταση στη χάραξη της «γραμμής». Στη Δρόπολη, και το Πωγώνι, αλλά και στην Κόνιτσα, ιδίως στα επιμεθόρια χωριά, ο χωρισμός μελών της ίδιας οικογένειας ανάμεσα στα δύο κράτη είναι κοινός τόπος· είναι δε τραγικά χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις ατόμων, που έτυχε να βρίσκονται στη μία πλευρά για μια απλή επίσκεψη και έμειναν εκεί για όλη τους τη ζωή καθώς τους «έπιασε το σύνορο».
Η πολιτικοποίηση αυτού του όρου προκάλεσε στη συνέχεια και μια έντονη ιδεολογική και συναισθηματική φόρτιση, καθώς επενδύθηκε μ’ ένα έντονο αλυτρωτικό περιεχόμενο. ΄Ετσι η «Βόρειος ΄Ηπειρος» έγινε η «σκλαβωμένη αδελφή», κι αυτή η εικόνα καλλιεργήθηκε συστηματικά στα λαϊκά στρώματα μέσα από επίσημους και μη θεσμούς και μηχανισμούς. Αυτή η συνεχής και εμφατική χρήση του όρου οδήγησε και στην καθιέρωση του παράγωγου «Βορειοηπειρώτης/ες» στην Ελλάδα, που με την πάροδο του χρόνου αρχίζει να δηλώνει μια ξεχωριστή ομάδα Ελλήνων στο τμήμα αυτό της Ηπείρου που εντάχθηκε στο Αλβανικό κράτος. Είναι ξανά χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις διπλανών χωριών που τα χώρισε το σύνορο, των οποίων οι κάτοικοι κατηγοριοποιούνται στη συνέχεια με βάση αυτό και όσοι μένουν έξω από την ελληνική επικράτεια γίνονται «Βορειοηπειρώτες», ενώ οι άλλοι παραμένουν απλώς «Ηπειρώτες».
Η πολιτικοποίηση της γεωγραφίας της Ηπείρου γενικά οδήγησε σε μια ρευστότητα και ασάφεια ως προς τα βόρεια σύνορά της. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι διάφοροι συγγραφείς ή άλλοι παράγοντες που κατά καιρούς ασχολήθηκαν με το θέμα τοποθετούνται ανάλογα με τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό που υιοθετούν. Ξεκινώντας από το παρόν, θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στις πρόσφατες απόψεις περί των βορείων συνόρων της «Βορείου Ηπείρου», όπου μεταξύ άλλων η πιο προωθημένη από την άποψη των «εθνικών δικαίων» θέση τοποθετεί τα βόρεια σύνορα του ελληνισμού στον ποταμό Γενούσο (Shkumbin) χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία από προηγούμενες περιόδους, τα οποία προφανώς δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα.
Αναμφισβήτητα, σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους η οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου της Ηπείρου είναι συνάρτηση συγκεκριμένων ιδεολογικών και πολιτικών προσανατολισμών και επιλογών, γι’ αυτό είναι μάλλον ματαιοπονία να αναζητά κανείς διαχρονικά σύνορα και μάλιστα τέτοια που να αντιστοιχούν σε μόνιμους και «καθαρούς» εθνολογικούς διαχωρισμούς.
Μπορούμε, ωστόσο, από ένα σημείο και έπειτα, να διακρίνουμε ένα σημαντικό όριο μεταξύ δύο ευρύτερων ζωνών πολιτισμού. Είναι όμως κραυγαλέο λάθος να τις ταυτίζουμε διαχρονικά με εθνικές ζώνες, όπως τις εννοούμε σήμερα. Ο ποταμός Γενούσος είναι πράγματι ένα όριο ανάμεσα κατά βάσιν πσ’ έναν μουσουλμανικό βορρά και έναν ορθόδοξο νότο, που σε συνδυασμό με την εθνολογική διαφοροποίηση μεταξύ Γκέκηδων και Τόσκηδων αντίστοιχα, τέμνει τα όρια του σύγχρονου Αλβανικού έθνους και ιστορικά διαμορφώνει μιαν ιδιάζουσα κατάσταση, που μόνο με όρους εθνικής καθαρότητας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή. Νότια του Γενούσου συνυπάρχουν ιστορικά διάφορες εθνοτικές ομάδες, που αλλάζουν μάλιστα χαρακτηριστικά αλλά και συνείδηση στο πλαίσιο μιας ιστορικής διαδρομής που κάθε άλλο παρά ομαλή υπήρξε.
Αυτή η πολυπλοκότητα στα εθνοπολιτισμικά δεδομένα του χώρου είχε γίνει κατανοητή από παλιά και μάλιστα εκφράστηκε ιστορικά μέσα από σημαντικά γεγονότα, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, όταν κορυφώνονται τα εθνικά κινήματα στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής και οι επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες καλούνται να ενταχθούν σε ευρύτερα εθνικά σύνολα, οπότε φαίνεται τόσο η ρευστότητα των ορίων όσο και η ελαστικότητα των εθνικών συνειδήσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τους αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Είναι μία πραγματικότητα που επιμένουν να αγνοούν οι εξουσίες, και οι επίσημοι χάρτες που αυτές εκπονούν, αλλά που γνωρίζουν καλά και την εκφράζουν οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής, όταν αυτοπροσδιορίζονται διαφοροποιώντας τους εαυτούς τους από άλλες ομάδες. Αυτές οι ομάδες δεν ορίζονται με βάση την εθνικότητα όπως την κατανοούμε γενικώς αλλά με βάση κάποιους συνδυασμούς διαφορετικών χαρακτηριστικών, ιστορικών, γλωσσικών, θρησκευτικών κ.λπ. που τέμνουν τα όρια της γενικής διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και διαμορφώνουν μιαν ιδιάζουσα κατάσταση, που απαιτεί ειδική εθνογραφική προσέγγιση για την κατανόησή της.
Είναι εξάλλου χαρακτηριστική η «αντοχή» αυτών των διακρίσεων μέσα στο χρόνο, παρά την επίδραση ομογενοποιητικών μηχανισμών του προηγούμενου ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η σημερινή εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της Νότιας Αλβανίας, παρά τις όποιες αλλοιώσεις, είναι αρκετά κοντά στην εικόνα που μας δίνουν οι πηγές για τους δύο προηγούμενους αιώνες. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής, ακόμα αναφέρονται σε χωριά ελληνικά, χωριά αλβανικά χριστιανικά, αλβανικά μουσουλμανικά και σε άλλες εθνοτικές ομάδες, όπως Βλάχοι, Τσάμηδες, Λιάμπηδες, Ρομά.
Το θρήσκευμα παραμένει σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης και είναι χαρακτηριστική η διάκριση που κάνουν οι ΄Ελληνες ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Αλβανούς, από τους οποίους τους πρώτους θεωρούν «συγγενείς» τους, ενώ τους δεύτερους «Τούρκους». Ανεξάρτητα από όλα αυτά, ωστόσο, οι ζώνες με αμιγή ελληνικό πληθυσμό σήμερα ταυτίζονται με τις γνωστές ιστορικές πολιτισμικές μικρο-ενότητες στις περιοχές Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα.
* Περισσότερα εθνογραφικά στοιχεία στο βιβλίο του συγγραφέα
ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, Οδυσσέας, Αθήνα, 2010.
Η Βόρειος ΄Ηπειρος δεν αποτελεί ιδίαν γεωγραφικήν μονάδα. Το όνομα της εκτάσεως ταύτης αποτέλεσε κατ’ αρχάς διπλωματικόν όρον, βραδύτερον δε πολιτικόν.»
Αυτά, μεταξύ άλλων, αναγράφονται στο υπόμνημα του «Χάρτη Εθνογραφικού της Βορείου Ηπείρου τω 1913», που εκδόθηκε από το Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού το 1919, αποτυπώνοντας μαζί με τ’ άλλα στοιχεία και τον τρόπο χάραξης της «γραμμής διαχωρίσεως», έναν τρόπο που μόνο για τους ανθρώπους δε νοιάστηκε· τους ανθρώπους ένθεν κακείθεν της «ειρωνικής» γραμμής που τρεις γενιές μετά επαναλαμβάνουν «χωράφι δίπλα σε ποτάμι και χωριό δίπλα σε σύνορο προκοπή δεν κάνει», ασκώντας με τη δική τους θυμοσοφία τη δική τους έμμεση αλλά βιωματική κριτική σ’ όσα επιτάσσουν οι Μεγάλοι για τους μικρούς.
Ο όρος «Βόρειος Ηπειρος» (και τα παράγωγά του) είναι λοιπόν πολιτικός όρος, που επικράτησε για το συγκεκριμένο γεωγραφικό τμήμα της Ηπείρου μετά την αποτυχία της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους να το προσαρτήσει στη δική του επικράτεια, όταν κατά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων χαράσσονταν τα σύνορα μεταξύ των εθνικών κρατών της περιοχής. Είναι προφανές ακόμα και σήμερα, άλλωστε, ότι η συγκεκριμένη οροθετική γραμμή που τελικά επιβλήθηκε δεν εκφράζει κάποιον εθνολογικό ή πολιτισμικό διαχωρισμό· αντίθετα, εντελώς αυθαίρετα και βίαια, διαιρεί πληθυσμούς, που δεν ανήκουν απλώς ιστορικά στην ίδια ανθρωπογεωγραφική-πολιτισμική ενότητα ή στην ίδια εθνοτική ομάδα, αλλά συνδέονται με στενούς δεσμούς συγγένειας, γεγονός που προσέδωσε μια τραγική διάσταση στη χάραξη της «γραμμής». Στη Δρόπολη, και το Πωγώνι, αλλά και στην Κόνιτσα, ιδίως στα επιμεθόρια χωριά, ο χωρισμός μελών της ίδιας οικογένειας ανάμεσα στα δύο κράτη είναι κοινός τόπος· είναι δε τραγικά χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις ατόμων, που έτυχε να βρίσκονται στη μία πλευρά για μια απλή επίσκεψη και έμειναν εκεί για όλη τους τη ζωή καθώς τους «έπιασε το σύνορο».
Η πολιτικοποίηση αυτού του όρου προκάλεσε στη συνέχεια και μια έντονη ιδεολογική και συναισθηματική φόρτιση, καθώς επενδύθηκε μ’ ένα έντονο αλυτρωτικό περιεχόμενο. ΄Ετσι η «Βόρειος ΄Ηπειρος» έγινε η «σκλαβωμένη αδελφή», κι αυτή η εικόνα καλλιεργήθηκε συστηματικά στα λαϊκά στρώματα μέσα από επίσημους και μη θεσμούς και μηχανισμούς. Αυτή η συνεχής και εμφατική χρήση του όρου οδήγησε και στην καθιέρωση του παράγωγου «Βορειοηπειρώτης/ες» στην Ελλάδα, που με την πάροδο του χρόνου αρχίζει να δηλώνει μια ξεχωριστή ομάδα Ελλήνων στο τμήμα αυτό της Ηπείρου που εντάχθηκε στο Αλβανικό κράτος. Είναι ξανά χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις διπλανών χωριών που τα χώρισε το σύνορο, των οποίων οι κάτοικοι κατηγοριοποιούνται στη συνέχεια με βάση αυτό και όσοι μένουν έξω από την ελληνική επικράτεια γίνονται «Βορειοηπειρώτες», ενώ οι άλλοι παραμένουν απλώς «Ηπειρώτες».
Η πολιτικοποίηση της γεωγραφίας της Ηπείρου γενικά οδήγησε σε μια ρευστότητα και ασάφεια ως προς τα βόρεια σύνορά της. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι διάφοροι συγγραφείς ή άλλοι παράγοντες που κατά καιρούς ασχολήθηκαν με το θέμα τοποθετούνται ανάλογα με τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό που υιοθετούν. Ξεκινώντας από το παρόν, θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στις πρόσφατες απόψεις περί των βορείων συνόρων της «Βορείου Ηπείρου», όπου μεταξύ άλλων η πιο προωθημένη από την άποψη των «εθνικών δικαίων» θέση τοποθετεί τα βόρεια σύνορα του ελληνισμού στον ποταμό Γενούσο (Shkumbin) χρησιμοποιώντας ιστορικά στοιχεία από προηγούμενες περιόδους, τα οποία προφανώς δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα.
Αναμφισβήτητα, σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους η οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου της Ηπείρου είναι συνάρτηση συγκεκριμένων ιδεολογικών και πολιτικών προσανατολισμών και επιλογών, γι’ αυτό είναι μάλλον ματαιοπονία να αναζητά κανείς διαχρονικά σύνορα και μάλιστα τέτοια που να αντιστοιχούν σε μόνιμους και «καθαρούς» εθνολογικούς διαχωρισμούς.
Μπορούμε, ωστόσο, από ένα σημείο και έπειτα, να διακρίνουμε ένα σημαντικό όριο μεταξύ δύο ευρύτερων ζωνών πολιτισμού. Είναι όμως κραυγαλέο λάθος να τις ταυτίζουμε διαχρονικά με εθνικές ζώνες, όπως τις εννοούμε σήμερα. Ο ποταμός Γενούσος είναι πράγματι ένα όριο ανάμεσα κατά βάσιν πσ’ έναν μουσουλμανικό βορρά και έναν ορθόδοξο νότο, που σε συνδυασμό με την εθνολογική διαφοροποίηση μεταξύ Γκέκηδων και Τόσκηδων αντίστοιχα, τέμνει τα όρια του σύγχρονου Αλβανικού έθνους και ιστορικά διαμορφώνει μιαν ιδιάζουσα κατάσταση, που μόνο με όρους εθνικής καθαρότητας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή. Νότια του Γενούσου συνυπάρχουν ιστορικά διάφορες εθνοτικές ομάδες, που αλλάζουν μάλιστα χαρακτηριστικά αλλά και συνείδηση στο πλαίσιο μιας ιστορικής διαδρομής που κάθε άλλο παρά ομαλή υπήρξε.
Αυτή η πολυπλοκότητα στα εθνοπολιτισμικά δεδομένα του χώρου είχε γίνει κατανοητή από παλιά και μάλιστα εκφράστηκε ιστορικά μέσα από σημαντικά γεγονότα, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, όταν κορυφώνονται τα εθνικά κινήματα στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής και οι επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες καλούνται να ενταχθούν σε ευρύτερα εθνικά σύνολα, οπότε φαίνεται τόσο η ρευστότητα των ορίων όσο και η ελαστικότητα των εθνικών συνειδήσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τους αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Είναι μία πραγματικότητα που επιμένουν να αγνοούν οι εξουσίες, και οι επίσημοι χάρτες που αυτές εκπονούν, αλλά που γνωρίζουν καλά και την εκφράζουν οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής, όταν αυτοπροσδιορίζονται διαφοροποιώντας τους εαυτούς τους από άλλες ομάδες. Αυτές οι ομάδες δεν ορίζονται με βάση την εθνικότητα όπως την κατανοούμε γενικώς αλλά με βάση κάποιους συνδυασμούς διαφορετικών χαρακτηριστικών, ιστορικών, γλωσσικών, θρησκευτικών κ.λπ. που τέμνουν τα όρια της γενικής διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και διαμορφώνουν μιαν ιδιάζουσα κατάσταση, που απαιτεί ειδική εθνογραφική προσέγγιση για την κατανόησή της.
Είναι εξάλλου χαρακτηριστική η «αντοχή» αυτών των διακρίσεων μέσα στο χρόνο, παρά την επίδραση ομογενοποιητικών μηχανισμών του προηγούμενου ολοκληρωτικού καθεστώτος. Η σημερινή εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της Νότιας Αλβανίας, παρά τις όποιες αλλοιώσεις, είναι αρκετά κοντά στην εικόνα που μας δίνουν οι πηγές για τους δύο προηγούμενους αιώνες. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής, ακόμα αναφέρονται σε χωριά ελληνικά, χωριά αλβανικά χριστιανικά, αλβανικά μουσουλμανικά και σε άλλες εθνοτικές ομάδες, όπως Βλάχοι, Τσάμηδες, Λιάμπηδες, Ρομά.
Το θρήσκευμα παραμένει σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης και είναι χαρακτηριστική η διάκριση που κάνουν οι ΄Ελληνες ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Αλβανούς, από τους οποίους τους πρώτους θεωρούν «συγγενείς» τους, ενώ τους δεύτερους «Τούρκους». Ανεξάρτητα από όλα αυτά, ωστόσο, οι ζώνες με αμιγή ελληνικό πληθυσμό σήμερα ταυτίζονται με τις γνωστές ιστορικές πολιτισμικές μικρο-ενότητες στις περιοχές Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα.
* Περισσότερα εθνογραφικά στοιχεία στο βιβλίο του συγγραφέα
ΣΤΟ ΣΥΝΟΡΟ, Οδυσσέας, Αθήνα, 2010.
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr
Διαβάστε ακόμη:
👉Ακολουθήστε μας στο twitter
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή