Τελικά η προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Ιόνιο, δεν είναι τόσο απλή υπόθεση όσο πίστευαν ορισμένοι.
Ήταν πράγματι έκπληξη το γεγονός ότι η Αλβανία και μάλιστα υπό την ηγεσία του μηχανορράφου Έντι Ράμα συμφώνησε τόσο απλά σε μια νομότυπη διαδικασία η οποία σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα δικαίωνε τις ελληνικές θέσεις.
Όμως δεν συμφώνησε «τόσο απλά». Ζητά ανταλλάγματα. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Συνήθως η Αλβανία λειτουργεί σε λογική συναλλαγών. Το ερώτημα είναι αν οι απαιτήσεις της κινούνται εντός λογικών πλαισίων. Κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει. Ακόμη και όταν οι απαιτήσεις είναι μόνον οικονομικές.
Είναι γεγονός ότι ο Έντι Ράμα, ο οποίος έθεσε ζήτημα αποζημίωσης περιουσιών που χάθηκαν ή καταστράφηκαν κατά τον πόλεμο, δεν τόλμησε να μιλήσει για τις περιουσίες των Τσάμηδων. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε επ’ ουδενί περίπτωση να γίνει δεκτό από την Ελλάδα. «Περιορίσθηκε» λοιπόν να ζητήσει ως αντάλλαγμα για να υπογράψει το συνυποσχετικό που είναι απαραίτητο για την Χάγη, την αποζημίωση για περιουσίες που τελούσαν υπό μεσεγγύηση από τον καιρό του πολέμου.
Βεβαίως το γνωρίζαμε ότι υπάρχει τέτοια απαίτηση. Ο Έντι Ράμα την είχε θέσει και κατά το παρελθόν προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά στο πλαίσιο της συζήτησης για την άρση του εμπολέμου μεταξύ των δύο χωρών.
Τότε, την κατάσταση «έσωσε» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος εξήγησε στην κυβέρνηση της εποχής, αφ’ ενός ότι κάτι τέτοιο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου -οπότε μπορεί να αποκτούσαν εφαλτήριο και οι Τσάμηδες για τις δικές του διεκδικήσεις- ενώ και τα χρήματα που θα απαιτούνταν δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Κάποιοι μιλούν για δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ. Και το χειρότερο είναι ότι «παράθυρα» στην απαίτηση αυτή έχει ανοίξει μια, μάλλον κακοδιατυπωμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, για ποιον λόγο η Κυβέρνηση έσπευσε να μιλήσει για συμφωνία με την Αλβανία και συνυποσχετικό για την Χάγη;
Ήταν πρόθυμη να υποχωρήσει στον εκβιασμό του Έντι Ράμα προκειμένου να φθάσουμε στο διεθνές δικαστήριο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών;
Και για ποιον λόγο, τίποτε από αυτά δεν έγινε δημοσίως γνωστό;
Για ποιον λόγο οι Έλληνες, αφέθηκαν να πιστεύουν ότι θα πηγαίναμε στην Χάγη με ένα καλή τη πίστη συνυποσχετικό που θα υπέγραφε η Αλβανία;
Δυστυχώς καλή πίστη η Αλβανία ουδέποτε επέδειξε. Ούτε ακόμη και όσον αφορά στον σεβασμό των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών, των οποίων κλείνει τις Εκκλησίες και αρπάζει τις περιουσίες. Για να μην πούμε και τα χειρότερα, των οποίων κορυφή του παγόβουνου μόνο είναι η δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα, ο οποίος τρία σχεδόν χρόνια μετά παραμένει αδικαίωτος.
Σε αντίθεση με εμάς, οι Αλβανοί δεν ξεχνούν τίποτε. Συνεχίζουν να επικαλούνται μεσεγγυήσεις και να διεκδικούν αποζημιώσεις.
Πόσες αποζημιώσεις θα έπρεπε να ζητά όμως η Ελλάδα, εξ ονόματος των Βορειοηπειρωτών για όσα έχουν υποστεί από το αλβανικό καθεστώς, πρωτοστατούντος σήμερα του Ράμα;
Ήταν πράγματι έκπληξη το γεγονός ότι η Αλβανία και μάλιστα υπό την ηγεσία του μηχανορράφου Έντι Ράμα συμφώνησε τόσο απλά σε μια νομότυπη διαδικασία η οποία σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις θα δικαίωνε τις ελληνικές θέσεις.
Όμως δεν συμφώνησε «τόσο απλά». Ζητά ανταλλάγματα. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Συνήθως η Αλβανία λειτουργεί σε λογική συναλλαγών. Το ερώτημα είναι αν οι απαιτήσεις της κινούνται εντός λογικών πλαισίων. Κάτι που συνήθως δεν συμβαίνει. Ακόμη και όταν οι απαιτήσεις είναι μόνον οικονομικές.
Είναι γεγονός ότι ο Έντι Ράμα, ο οποίος έθεσε ζήτημα αποζημίωσης περιουσιών που χάθηκαν ή καταστράφηκαν κατά τον πόλεμο, δεν τόλμησε να μιλήσει για τις περιουσίες των Τσάμηδων. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε επ’ ουδενί περίπτωση να γίνει δεκτό από την Ελλάδα. «Περιορίσθηκε» λοιπόν να ζητήσει ως αντάλλαγμα για να υπογράψει το συνυποσχετικό που είναι απαραίτητο για την Χάγη, την αποζημίωση για περιουσίες που τελούσαν υπό μεσεγγύηση από τον καιρό του πολέμου.
Βεβαίως το γνωρίζαμε ότι υπάρχει τέτοια απαίτηση. Ο Έντι Ράμα την είχε θέσει και κατά το παρελθόν προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά στο πλαίσιο της συζήτησης για την άρση του εμπολέμου μεταξύ των δύο χωρών.
Τότε, την κατάσταση «έσωσε» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος εξήγησε στην κυβέρνηση της εποχής, αφ’ ενός ότι κάτι τέτοιο θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου -οπότε μπορεί να αποκτούσαν εφαλτήριο και οι Τσάμηδες για τις δικές του διεκδικήσεις- ενώ και τα χρήματα που θα απαιτούνταν δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Κάποιοι μιλούν για δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ. Και το χειρότερο είναι ότι «παράθυρα» στην απαίτηση αυτή έχει ανοίξει μια, μάλλον κακοδιατυπωμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, για ποιον λόγο η Κυβέρνηση έσπευσε να μιλήσει για συμφωνία με την Αλβανία και συνυποσχετικό για την Χάγη;
Ήταν πρόθυμη να υποχωρήσει στον εκβιασμό του Έντι Ράμα προκειμένου να φθάσουμε στο διεθνές δικαστήριο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών;
Και για ποιον λόγο, τίποτε από αυτά δεν έγινε δημοσίως γνωστό;
Για ποιον λόγο οι Έλληνες, αφέθηκαν να πιστεύουν ότι θα πηγαίναμε στην Χάγη με ένα καλή τη πίστη συνυποσχετικό που θα υπέγραφε η Αλβανία;
Δυστυχώς καλή πίστη η Αλβανία ουδέποτε επέδειξε. Ούτε ακόμη και όσον αφορά στον σεβασμό των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών, των οποίων κλείνει τις Εκκλησίες και αρπάζει τις περιουσίες. Για να μην πούμε και τα χειρότερα, των οποίων κορυφή του παγόβουνου μόνο είναι η δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα, ο οποίος τρία σχεδόν χρόνια μετά παραμένει αδικαίωτος.
Σε αντίθεση με εμάς, οι Αλβανοί δεν ξεχνούν τίποτε. Συνεχίζουν να επικαλούνται μεσεγγυήσεις και να διεκδικούν αποζημιώσεις.
Πόσες αποζημιώσεις θα έπρεπε να ζητά όμως η Ελλάδα, εξ ονόματος των Βορειοηπειρωτών για όσα έχουν υποστεί από το αλβανικό καθεστώς, πρωτοστατούντος σήμερα του Ράμα;
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών