Σε μια συνάντηση οικολόγων στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατά την οποία μάλιστα γεννήθηκε το περιοδικό Νέα Οικολογία, έκανα μια εισήγηση για τη μετακινούμενη κτηνοτροφία, επικεντρώνοντας στη σχέση της με το φυσικό περιβάλλον. Ανάμεσα στα άλλα, προσπάθησα να περιγράψω τις πρακτικές διαχείρισης των βοσκοτόπων στα ορεινά χωριά, δηλαδή κατά τη θερινή περίοδο. Μίλησα, λοιπόν, για ένα εθιμικό σύστημα νομής, το οποίο εξασφαλίζει την ισορροπία ανάμεσα στο ζωϊκό κεφάλαιο και τους φυσικούς πόρους από τη μια και από την άλλη μια όσο το δυνατόν δικαιότερη πρόσβαση όλων των κτηνοτρόφων σε αυτούς, μιας και οι βοσκότοποι ανήκουν στην κοινότητα και δεν υφίσταται ατομική ιδιοκτησία. Το μοίρασμα γίνεται στην αρχή της περιόδου στη βάση των συντροφιών που συγκροτούνται ανάμεσα σε δυάδες σμιχτών, οι οποίες διεκδικούν στο πλαίσιο μιας δημοπρασίας την πιο κατάλληλη για αυτές νομή. Κάθε νομή έχει μια καθορισμένη χωρητικότητα ζώων και διαθέτει φυσικά όλα τα στοιχεία που χρειάζονται τα κοπάδια για να ξεκαλοκαιριάσουν (ποικιλία βοσκών, νερά, στάβλους κ.λπ.).
Πρόκειται για ένα πολύ σοφό σύστημα που εφαρμοζόταν για πάρα πολλά χρόνια, διασφαλίζοντας την ισορροπία ανάμεσα στους τρεις βασικούς παράγοντες της κτηνοτροφικής παραγωγής, τον άνθρωπο, τα ζώα και τις βοσκές.
Κάθε νομή, κάθε βοσκοτόπι δηλαδή, ήταν διαμορφωμένη από την ίδια τη μακρόχρονη κτηνοτροφική χρήση, έτσι ώστε να αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο οι πόροι της και τα κοπάδια να κινούνται με άνεση σε όλη την έκταση ανάλογα με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες. Κατά κανόνα, οι βοσκότοποι περιελάμβαναν και δασικές εκτάσεις, μεγάλες ή μικρές, οι οποίες κι αυτές είχαν τα δικά τους στοιχεία για την διατροφή των ζώων (κλαδερά, μανιτάρια κλπ). Σε αυτές τις δασικές εκτάσεις υπήρχαν διάφορα ξέφωτα ή γυμνές ζώνες-περάσματα, πολύ χρήσιμα και για την βόσκηση αλλά και την γενικότερη διαχείριση και οργάνωση του χώρου ως προς τις κινήσεις και τις μετακινήσεις των κοπαδιών.
Στα μεγάλα ξέφωτα, εκεί μάλιστα που υπήρχαν και νερά φτιάχνονταν οι στρούγκες για το άρμεγμα, που ήταν ταυτόχρονα και γρέκια για το ξενύχτισμα των ζώων. Οι γυμνές ζώνες χρησίμευαν ως περάσματα των κοπαδιών. Και τα δύο αυτά στοιχεία ήταν πολύ σημαντικά για τη διαχείριση των βοσκοτόπων και των κοπαδιών.
Συνέβη, λοιπόν, κάποτε, η δασική υπηρεσία να θεωρήσει απαραίτητη την δάσωση τέτοιων περασμάτων και ξέφωτων και φυτεύτηκαν δέντρα γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι χωριανοί αυτό το θεώρησαν όχι μόνο απαράδεκτο αλλά εχθρική πράξη απέναντι στην κτηνοτροφία και στην ίδια την κοινότητα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να καταστρέψουν αυτές τις φυτείες. Έκαναν τρύπες στους τρυφερούς κορμούς των δέντρων βάζοντας μέσα σκάρφη, ένα φυτό που χρησιμοποιείται για πολλούς φαρμακευτικούς σκοπούς. Έτσι τα δέντρα ξεραίνονταν…
Αναφέροντας το γεγονός αυτό στην εισήγησή μου, προκλήθηκε αναστάτωση στο ακροατήριο. Άκουσα μάλιστα κάποιους φανατικούς περιβαλλοντιστές να λένε «εφιαλτικό»! Στο τέλος δέχτηκα σχετική ερώτηση. Τους απάντησα ότι συμμετείχα κι εγώ φοιτητής τότε σε αυτήν την πράξη αντίστασης της τοπικής κοινωνίας απέναντι σε μια γραφειοκρατική και επιστημονικοφανή αντίληψη των πραγμάτων. Η οικολογία της έδρας απέναντι στην τοπική γνώση. Το αστικό ήθος, η αστική φυσιολατρεία απέναντι στο αγροτοποιμενικό ήθος, στη βιωματική αειφορία.
Οι κτηνοτρόφοι αυτοί διατήρησαν επί αιώνες αυτό το περιβάλλον όχι γιατί ήταν φορείς κάποιας οικολογικής ιδεολογίας αλλά γιατί εξαρτώνταν από αυτό, γνώριζαν τα όριά του και φρόντιζαν να μην το καταστρέψουν.
Ναι, ήταν πράξη αντίστασης μιας τοπικής κοινότητας που είχε τον έλεγχο των φυσικών πόρων της απέναντι σε μια κρατική γραφειοκρατία που επιδίωξε την αλλοτρίωσή της στο όνομα της ανάπτυξης. Αυτές οι κοινωνίες για αιώνες διαχειρίστηκαν με σοφία τη φύση γύρω τους όχι χάρη σε κάποια οικολογική ευαισθησία αλλά στη βάση μιας βιωματικής αειφορίας, γνωρίζοντας δηλαδή τα όρια των φυσικών πόρων εμπειρικά φρόντιζαν να μην τους εξαντλούν, ώστε να αναπαράγονται και μαζί τους να αναπαράγονται οι υλικές αλλά και συμβολικές προϋποθέσεις της επιβίωσης και αναπαραγωγής τους.
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr
Πρόκειται για ένα πολύ σοφό σύστημα που εφαρμοζόταν για πάρα πολλά χρόνια, διασφαλίζοντας την ισορροπία ανάμεσα στους τρεις βασικούς παράγοντες της κτηνοτροφικής παραγωγής, τον άνθρωπο, τα ζώα και τις βοσκές.
Κάθε νομή, κάθε βοσκοτόπι δηλαδή, ήταν διαμορφωμένη από την ίδια τη μακρόχρονη κτηνοτροφική χρήση, έτσι ώστε να αξιοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο οι πόροι της και τα κοπάδια να κινούνται με άνεση σε όλη την έκταση ανάλογα με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες. Κατά κανόνα, οι βοσκότοποι περιελάμβαναν και δασικές εκτάσεις, μεγάλες ή μικρές, οι οποίες κι αυτές είχαν τα δικά τους στοιχεία για την διατροφή των ζώων (κλαδερά, μανιτάρια κλπ). Σε αυτές τις δασικές εκτάσεις υπήρχαν διάφορα ξέφωτα ή γυμνές ζώνες-περάσματα, πολύ χρήσιμα και για την βόσκηση αλλά και την γενικότερη διαχείριση και οργάνωση του χώρου ως προς τις κινήσεις και τις μετακινήσεις των κοπαδιών.
Στα μεγάλα ξέφωτα, εκεί μάλιστα που υπήρχαν και νερά φτιάχνονταν οι στρούγκες για το άρμεγμα, που ήταν ταυτόχρονα και γρέκια για το ξενύχτισμα των ζώων. Οι γυμνές ζώνες χρησίμευαν ως περάσματα των κοπαδιών. Και τα δύο αυτά στοιχεία ήταν πολύ σημαντικά για τη διαχείριση των βοσκοτόπων και των κοπαδιών.
Συνέβη, λοιπόν, κάποτε, η δασική υπηρεσία να θεωρήσει απαραίτητη την δάσωση τέτοιων περασμάτων και ξέφωτων και φυτεύτηκαν δέντρα γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι χωριανοί αυτό το θεώρησαν όχι μόνο απαράδεκτο αλλά εχθρική πράξη απέναντι στην κτηνοτροφία και στην ίδια την κοινότητα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να καταστρέψουν αυτές τις φυτείες. Έκαναν τρύπες στους τρυφερούς κορμούς των δέντρων βάζοντας μέσα σκάρφη, ένα φυτό που χρησιμοποιείται για πολλούς φαρμακευτικούς σκοπούς. Έτσι τα δέντρα ξεραίνονταν…
Αναφέροντας το γεγονός αυτό στην εισήγησή μου, προκλήθηκε αναστάτωση στο ακροατήριο. Άκουσα μάλιστα κάποιους φανατικούς περιβαλλοντιστές να λένε «εφιαλτικό»! Στο τέλος δέχτηκα σχετική ερώτηση. Τους απάντησα ότι συμμετείχα κι εγώ φοιτητής τότε σε αυτήν την πράξη αντίστασης της τοπικής κοινωνίας απέναντι σε μια γραφειοκρατική και επιστημονικοφανή αντίληψη των πραγμάτων. Η οικολογία της έδρας απέναντι στην τοπική γνώση. Το αστικό ήθος, η αστική φυσιολατρεία απέναντι στο αγροτοποιμενικό ήθος, στη βιωματική αειφορία.
Οι κτηνοτρόφοι αυτοί διατήρησαν επί αιώνες αυτό το περιβάλλον όχι γιατί ήταν φορείς κάποιας οικολογικής ιδεολογίας αλλά γιατί εξαρτώνταν από αυτό, γνώριζαν τα όριά του και φρόντιζαν να μην το καταστρέψουν.
Ναι, ήταν πράξη αντίστασης μιας τοπικής κοινότητας που είχε τον έλεγχο των φυσικών πόρων της απέναντι σε μια κρατική γραφειοκρατία που επιδίωξε την αλλοτρίωσή της στο όνομα της ανάπτυξης. Αυτές οι κοινωνίες για αιώνες διαχειρίστηκαν με σοφία τη φύση γύρω τους όχι χάρη σε κάποια οικολογική ευαισθησία αλλά στη βάση μιας βιωματικής αειφορίας, γνωρίζοντας δηλαδή τα όρια των φυσικών πόρων εμπειρικά φρόντιζαν να μην τους εξαντλούν, ώστε να αναπαράγονται και μαζί τους να αναπαράγονται οι υλικές αλλά και συμβολικές προϋποθέσεις της επιβίωσης και αναπαραγωγής τους.
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών