Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974: Η Κύπρος στο έλεος των χουντικών

Συμπληρώθηκαν 47 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα (15/7/1974) κατά την οποία η χουντική κυβέρνηση των Αθηνών ανέτρεψε με πραξικόπημα τον τότε Προέδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’.
Το εν λόγω πραξικόπημα έδωσε ως γνωστόν στην Τουρκία το πρόσχημα που εκείνη αναζητούσε διακαώς, ώστε να πραγματοποιήσει, ύστερα από πέντε μόλις ημέρες, την ολέθρια εισβολή της στη Μεγαλόνησο («Αττίλας Ι», 20-22 Ιουλίου 1974).

Τα προηγηθέντα
Τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974 στη Μεγαλόνησο, που συνθέτουν εν μέρει την αποκαλούμενη κυπριακή τραγωδία, δεν έπεσαν βεβαίως ως κεραυνός εν αιθρία. Είναι πανθομολογούμενο ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ (κατά κόσμον Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος) είχε βρεθεί ευθύς εξαρχής στο στόχαστρο των Απριλιανών.
Το θανάσιμο μίσος που έτρεφαν για τον Μακάριο, τον αποκληθέντα από τον Χένρι Κίσινγκερ «Κάστρο της Μεσογείου», ένστολοι και μη στην Ελλάδα και στην Κύπρο είχε εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους πολύν καιρό πριν λάβει χώρα το μοιραίο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.

Εξυφαίνοντας από μακρού χρόνου συνωμοσίες και σκευωρίες εναντίον του, αλλά και καταστρώνοντας σχέδια βίαιης ανατροπής του, οι αντίπαλοι του Μακαρίου στην Ελλάδα και στην Κύπρο αποσκοπούσαν στην εξαφάνισή του από την πολιτική σκηνή ή ακόμα και στη φυσική εξόντωσή του.
Η άκρως εχθρική στάση της χουντικής κυβέρνησης των Αθηνών έναντι του Μακαρίου παρέμεινε αμετάβλητη με εξαίρεση ένα βραχύ χρονικό διάστημα, από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο του 1973, όταν ο μεν Γεώργιος Παπαδόπουλος κάλεσε τον Γεώργιο Γρίβα (Διγενή) να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β’ και έπαυσε να έχει υπό την προστασία του την κίνηση των τριών κυπρίων μητροπολιτών (Κυρήνειας, Κιτίου και Πάφου) που στρεφόταν κατά του Μακαρίου, ο δε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας επισκέφθηκε την Αθήνα (το Νοέμβριο), ανταποκριθείς στην κίνηση προσέγγισης των Απριλιανών.

Όμως, μετά τη σύντομη αυτήν ανάπαυλα και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Δημήτριο Ιωαννίδη, ο νέος επικεφαλής της χούντας των Αθηνών έθεσε σε εφαρμογή μια καινούρια επιχείρηση αφανισμού του Μακαρίου, η οποία έμελλε να κορυφωθεί με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.

Η απόφαση για το πραξικόπημα
Η οριστική απόφαση για το πραξικόπημα στην Κύπρο ελήφθη στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου του 1974 από τους Φαίδωνα Γκιζίκη, διορισμένο από το δικτατορικό καθεστώς Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, διορισμένο πρωθυπουργό, Δημήτριο Ιωαννίδη και Γρηγόριο Μπονάνο, τότε Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων.
Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων ανδρών, αρχής γενομένης από το Φεβρουάριο ή (σύμφωνα με άλλη μαρτυρική κατάθεση) τον Απρίλιο του 1974.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στη λήψη της απόφασης διαδραμάτισε φυσικά ο ίδιος ο Ιωαννίδης, ο οποίος υποστήριζε επιμόνως ότι ο Μακάριος ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος.
Για να κάμψει μάλιστα τους όποιους δισταγμούς των υπολοίπων, ο Ιωαννίδης τούς διαβεβαίωνε μετ’ επιτάσεως ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι, και δη οι ΗΠΑ, του είχαν παράσχει εγγυήσεις περί μη στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας σε περίπτωση εκδήλωσης πραξικοπήματος στην Κύπρο (είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωαννίδης έκανε κατ’ επανάληψιν λόγο για «πράσινο φως» και «κάλυψη»).

Ο σχεδιασμός – Οι προετοιμασίες
Η διαδικασία εκτέλεσης της προαναφερθείσης αποφάσεως άρχισε τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου του 1974, όταν οι Ιωαννίδης και Μπονάνος αφενός όρισαν την 15η Ιουλίου ως ημέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος και αφετέρου επέλεξαν τους αξιωματικούς της Εθνοφρουράς που θα καλούνταν να φέρουν εις πέρας την όλη επιχείρηση: τον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση, ο οποίος είχε προαχθεί πριν από λίγες ημέρες, και το συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη.

Ακολούθησε σύσκεψη στην Αθήνα, στο γραφείο του ΑΕΔ, το απόγευμα της 2ας Ιουλίου. Σε αυτήν έλαβαν μέρος ο Ιωαννίδης, ο Μπονάνος, ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, κουμπάρος του Ιωαννίδη και τότε διοικητής της 10ης Μεραρχίας (περιοχή Έβρου), ορκισμένος εχθρός του Μακαρίου, ο Γεωργίτσης και ο Κομπόκης.
Ο Μπονάνος ενημέρωσε τους Παπαδάκη, Γεωργίτση και Κομπόκη για την κυβερνητική απόφαση ανατροπής του Μακαρίου με στρατιωτικό πραξικόπημα, καθώς και για την ημέρα και ώρα εκδήλωσης της «ενεργείας» (έτσι αποκαλούσε ο ίδιος το πραξικόπημα).

Επίσης, ο ΑΕΔ όρισε τον Γεωργίτση ως αρχηγό του πραξικοπήματος και τον Κομπόκη ως υπαρχηγό.
Στην ίδια σύσκεψη καθορίστηκαν από τον Μπονάνο οι συνθηματικές εκφράσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τόσο κατά την έναρξη του πραξικοπήματος όσο και κατά την εξέλιξη αυτού.
«Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν» ήταν η δηλωτική της έναρξης του πραξικοπήματος φράση, «Αλέξανδρος πάει καλά» ήταν η φράση που σήμαινε αίσια έκβαση του πραξικοπήματος και «Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως» ήταν η φράση που σήμαινε δυσμενή έκβαση του πραξικοπήματος.
Σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, ο κύριος όγκος των δυνάμεων που θα χρησιμοποιούνταν για την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος ήταν οι μοίρες Καταδρομών που διοικούνταν από τον Κομπόκη και έδρευαν στον Πενταδάκτυλο.

Στις 9 Ιουλίου 1974, μετά την επιστροφή τους στη Μεγαλόνησο, οι Γεωργίτσης και Κομπόκης συγκάλεσαν ευρεία σύσκεψη με σκοπό τον καθορισμό των λεπτομερειών που αφορούσαν την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος.
Όσοι έλαβαν μέρος στη σύσκεψη αυτήν κατέληξαν ομοφώνως στη διαπίστωση ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί, διότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης αλλά και εσωτερικών ταραχών, ενώ οι μονάδες ήταν ουσιαστικά διαλυμένες και η όλη προετοιμασία ήταν ελλιπής.

Το ξεκάθαρο πόρισμα της σύσκεψης αυτής διαβιβάστηκε την επομένη μέσω συνδέσμου-αγγελιαφόρου στους Ιωαννίδη και Μπονάνο. Εκείνοι, όμως, αρνήθηκαν τη ματαίωση ή την αναβολή του πραξικοπήματος και έδωσαν εντολή στους Γεωργίτση και Κομπόκη να εκτελεστεί η ληφθείσα απόφαση για την ανατροπή του Μακαρίου, περιορίζοντας απλώς το ρόλο της ΕΛΔΥΚ στην επιχείρηση και μεταθέτοντας την ώρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος (8:30 π.μ αντί 7:30 π.μ.).
Μάλιστα, προς παραπλάνηση των Μακαριακών και αποτροπή τυχόν αντιδράσεών τους κλήθηκαν στην Αθήνα, προκειμένου να συμμετάσχουν σε σύσκεψη που θα διεξαγόταν στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων το Σάββατο 13 Ιουλίου, ο στρατηγός Ντενίσης, διοικητής της Εθνοφρουράς (ήταν γνωστό πως εναντιωνόταν σε οποιαδήποτε επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου), ο συνταγματάρχης Νικολαΐδης, διοικητής της ΕΛΔΥΚ, ο συνταγματάρχης Μπούρλος, επικεφαλής του Α2 ΓΕΕΦ, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο, Ευστάθιος Λαγάκος, και άλλοι.

Η σύσκεψη όντως πραγματοποιήθηκε, και μάλιστα παρουσία μεγάλου αριθμού επιτελικών στελεχών, αλλά είχε πολύ περιορισμένη διάρκεια. Μετά το πέρας της σύσκεψης ο Μπονάνος απαγόρευσε στον Ντενίση να αναχωρήσει για την Κύπρο, για ευνόητους λόγους. Όταν ο τελευταίος μετέβη και πάλι στο ΑΕΔ, το πρωί της Δευτέρας 15ης Ιουλίου, και ενημερώθηκε για την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του από τη θέση τού επικεφαλής της Εθνοφρουράς.

Τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 1974 – Ο τραγικός απολογισμός
Το χουντικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου εκδηλώθηκε τελικά στις 8:15 π.μ. της Δευτέρας 15ης Ιουλίου 1974.

Οι μονάδες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση κατά του Προεδρικού Μεγάρου, όπου βρισκόταν εκείνη την ώρα ο Μακάριος, ήταν τρεις μοίρες Καταδρομών από τον Πενταδάκτυλο (η 31η, η 33η και μία ακόμα πλην ενός λόχου της), δύο τάγματα Πεζικού από την Κυρήνεια, τμήματα της 23ης Επιλαρχίας Μέσων Αρμάτων (έδρευε στη Λευκωσία), τμήματα της 21ης Επιλαρχίας Αναγνωρίσεων (κι αυτή έδρευε στη Λευκωσία), καθώς και δύο λόχοι και ένα τμήμα της ΕΛΔΥΚ.
Την επιχείρηση για την κατάληψη του Προεδρικού Μεγάρου σχεδίασε και διηύθυνε ο Κομπόκης. Επικεφαλής των δυνάμεων Καταδρομών που έλαβαν εντολή να αναπτύξουν δράση στο χώρο του Προεδρικού Μεγάρου ήταν ο ταγματάρχης Δαμασκηνός, των δε τεθωρακισμένων ο επίλαρχος Κορκόντζελος, διοικητής της 21ης ΕΑΝ.

Οι πραξικοπηματίες κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν, αλλά οι απώλειες για τον ελληνισμό ήταν βαρύτατες. Δεκάδες υπήρξαν τα θύματα, οι νεκροί και οι τραυματίες, της σκληρής εμφύλιας σύρραξης, στην οποία αξίζει να σημειωθεί ότι ενεπλάκησαν επίσης τόσο ομάδες ατάκτων της ΕΟΚΑ Β’ όσο και ορισμένοι απάτριδες που δεν έχασαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους αντιπάλους τους.
Πέραν των ανθρώπινων απωλειών, είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι στους βανδαλισμούς και τις λεηλασίες που ακολούθησαν έλαβαν μέρος και ελλαδίτες αξιωματικοί.

Το ΡΙΚ ανακοίνωσε μετά την επικράτηση των πραξικοπηματιών ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Στην πραγματικότητα, όμως, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε καταφέρει να ξεφύγει από τους διώκτες του και να καταφύγει στην Πάφο. Με διάγγελμά του που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, ο Μακάριος γνωστοποίησε στους συμπατριώτες του ότι ήταν ζωντανός και τους κάλεσε να αντισταθούν και να αποτρέψουν τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου που προωθούσαν οι πραξικοπηματίες.

Οι πραξικοπηματίες αποφάσισαν να αποστείλουν στην Πάφο ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να βομβαρδίσουν όχι μόνο το ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης αλλά και τμήματα της παραλιακής ζώνης της.
Στο μεταξύ, νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας διορίστηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του Κομπόκη και εν αγνοία των Ιωαννίδη και Μπονάνου ο Νικόλαος Σαμψών. Ο Σαμψών (την ορκωμοσία του τέλεσε ο μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος) παρέμεινε τελικά στον προεδρικό θώκο της Κύπρου μόλις οκτώ ημέρες, καθώς εξαναγκάστηκε σε παραίτηση μετά την τουρκική εισβολή, στις 23 Ιουλίου (τον διαδέχτηκε προσωρινά, μέχρι την επάνοδο του Μακαρίου, ο Γλαύκος Κληρίδης).

Μετά την ορκωμοσία του Σαμψών, την καταστροφή του ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου από την ακταιωρό «Λεβέντης» και τη διάλυση της αστυνομικής δύναμης των Μακαριακών από την ΕΟΚΑ Β’ και τις δυνάμεις των πραξικοπηματιών, ο Μακάριος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να μεταβεί αεροπορικώς με τη μεσολάβηση των Βρετανών στη Μάλτα.
/in.gr

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια