Από τον Μεταξά στον Ανδρέα – Η ιστορία του εμπολέμου με την Αλβανία

Tο τελευταίο χρονικό διάστημα, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ελληνικής κυβέρνησης. Ένα από τα διμερή ζητήματα που απασχόλησε κατά καιρούς την Αθήνα και τα Τίρανα, είναι το ζήτημα του εμπολέμου με την Αλβανία. Επί της ουσίας, όπως θα δούμε, το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί. Ωστόσο, για τυπικούς και όχι μόνο λόγους, παραμένει στη δημοσιότητα, κάθε φορά που αναφερόμαστε στις σχέσεις των δυο κρατών.

Η ιστορία του εμπολέμου ξεκινά το 1940, όταν το καθεστώς Ιωάννη Μεταξά, λίγες μέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, κυρώνει τον Αναγκαστικό Νόμο 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379, 10.11.1940) “Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, βάσει του οποίου «καθίσταται αδύνατος η χρησιμοποίησις πόρων των υπηκόων του εχθρού, προερχομένων εκ περιουσιών κειμένων εις το Εθνικόν έδαφος και απαγορεύονται αι επ’ ωφελεία των εχθρικών Κρατών ή των υπηκόων των πάσης φύσεως δικαιοπραξίαι». Το μέτρο ελήφθη απόρροια του πολέμου που είχε ξεσπάσει εναντίον των υπηκόων των κρατών που είχαν κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα.

Με βάση τον παραπάνω νόμο, ακολούθησε το Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 379, 10.11.1940) “Περί ορισμού ως εχθρικών Κρατών κατά την έννοιαν του Αναγκαστικού Νόμου υπ.’ αριθ. 2636/1940 της Ιταλίας και της Αλβανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς τα Κράτη ταύτα των διατάξεων του ανωτέρου νόμου”. Επομένως, το βασιλικό διάταγμα όριζε την Ιταλία ως εχθρικό κράτος. Όσον αφορά την Αλβανία, αποτελούσε de facto προτεκτοράτο της φασιστικής Ιταλίας (από τον Απρίλιο του 1939 η Αλβανία τελούσε υπό ιταλική κατοχή), ενώ Αλβανοί συμμετείχαν στα στρατεύματα εισβολής στο ελληνικό έδαφος.

Εμπόλεμο, όμως, υπάρχει και από την πλευρά της Αλβανίας. Τον Απρίλιο του 1939 τα Τίρανα, άμεσα προσδεμένα στο άρμα της επεκτατικής Ιταλίας του Μουσολίνι, κηρύσσουν τον πόλεμο σε όποια χώρα βρισκόταν σε εχθροπραξίες με τη Ρώμη. Μετά τον πόλεμο, ο Ενβέρ Χότζα εγκαθιδρύει στην Αλβανία κομμουνιστικό καθεστώς και ακυρώνει κάθε απόφαση των προηγούμενων κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια μετά, ο Σαλί Μπερίσα ακυρώνει και αυτός τις αποφάσεις του κομουνιστικού καθεστώτος και επαναφέρει εκείνες των κυβερνήσεων επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου (1925-1939). Επομένως, από νομικής πλευράς, το αλβανικό εμπόλεμο σε βάρος της Ελλάδας ισχύει ακόμα.

Αρκετά χρόνια μετά, τον Μάρτιο του 1966, κυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο ο Ν. 4506 “Περί απαγορεύσεως άνευ ειδικής αδείας, δικαιοπραξιών αφορουσών τας εν Ελλάδι περιούσιας των εν Αλβανία Ελλήνων το γένος” (ΦΕΚ Α΄ 62, 21.03.1966). Βάσει αυτής, απαγορευόταν η σύναψη συμβάσεων που είχαν ως αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, κειμένων εν Ελλάδι και ανηκόντων σε Έλληνες, το γένος Αλβανούς υπηκόους που διαμένουν στην Αλβανία.

Ο Ανδρέας τερματίζει το “εμπόλεμο”
Είκοσι χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1987 η κυβέρνηση Παπανδρέου, κατόπιν εισήγησης του τότε υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, κατήργησε, με πράξη υπουργικού συμβουλίου, την εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία. Ανακοινώθηκε επίσημα ότι: «Η Κυβέρνηση αποφαίνεται και δηλώνει ότι ο χαρακτήρας της Αλβανίας σαν εχθρικού κράτους έχει πάψει να υφίσταται. Η Ελληνική Κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δήλωσή της αυτή αποτελεί την αφετηρία για την ρύθμιση των ζητημάτων που είναι ακόμη εκκρεμή ανάμεσα στις δύο χώρες. Ήδη, οι αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες μελετούν προσεκτικά τον προσφορότερο τρόπο για την νομική ρύθμιση των εκκρεμοτήτων αυτών.

Ο τερματισμός της προηγούμενης κατάστασης θα συμβάλλει στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο φίλων χωρών και την διεύρυνση της μεταξύ τους συνεργασίας. Ειδικότερα, θα είναι προς όφελος της ελληνικής μειονότητας, για την οποία το ενδιαφέρον της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν και θα παραμείνει αμέριστο και η οποία, καλλιεργώντας τις παραδόσεις και την εθνική της ταυτότητα, θα αποτελεί μια σταθερή γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους Έλληνες και τον Αλβανικό λαό».

Ωστόσο, δημιουργήθηκε νομικό κενό, δεδομένου ότι μια τέτοια κίνηση έπρεπε για τυπικούς λόγους να επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή ή να γίνει έκδοση προεδρικού διατάγματος, πράγμα που δεν έγινε. Στη συνέχεια, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις βελτιώθηκαν περαιτέρω με τη σύναψη, τον Μάρτιο του 1996, του “Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφαλείας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας” (Ν.2568/1998, ΦΕΚ Α΄ 8, 13.01.1998), χωρίς όμως κάποιο πρακτικό αντίκρισμα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και χωρίς καμία αναφορά στο εμπόλεμο (η ισχύς του συμφώνου έληξε το 2018).

Το εμπόλεμο και η νομική τυπικότητα
Παρότι, από νομική σκοπιά, ο Α.Ν. 2636/1940 βρίσκεται σε ισχύ μέχρι και σήμερα, μιας που δεν έχει εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα για την άρση του, επί της ουσίας, το εμπόλεμο μεταξύ των δυο κρατών έχει καταργηθεί. Βέβαια, η στασιμότητα γύρω από ένα θέμα, περισσότερο ιστορικό παρά πολιτικό, αφήνει περιθώρια ιδεολογικής εκμετάλλευσής του από ακραίες πολιτικές παρατάξεις και στις δυο χώρες. Πολύ συχνά, το εμπόλεμο χρησιμοποιείται ως εργαλείο προπαγάνδας, παρά σαν νομικό όπλο που απειλεί τη κυριαρχία της μιας ή της άλλης χώρας.

Μια πιθανή επίσημη άρση του εμπολέμου, από ελληνικής πλευράς, θα έχει συνέπειες σε άλλα ζητήματα που εκκρεμούν μεταξύ των δυο κρατών, όπως το ζήτημα των περιουσιών των Τσάμηδων (αλβανικές περιουσίες που βρίσκονται υπό μεσεγγύηση βάσει του Ν. 2636/1940), το οποίο όμως είναι ανύπαρκτο για την Ελλάδα. Οι συγκεκριμένοι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπήρξαν συνεργάτες των κατακτητών, επομένως οι περιουσίες τους δημεύθηκαν, βάσει των μεταπολεμικών νόμων (αντεθνική δράση).

Η Ελλάδα έχει συμφέρον να απομακρύνει τις όποιες σκιές υπάρχουν στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται υποχωρητική στάση έναντι των αλβανικών θέσεων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μη ξεχνάμε, επίσης, ότι τα Τίρανα με αργά, αλλά σταθερά βήματα, συρρικνώνουν τα δικαιώματα και τη παρουσία των μελών της ελληνικής εθνικής μειονότητας της Αλβανίας. Μια άλλη παράμετρος των σχέσεων Ελλάδας-Αλβανίας συνδέεται με τον εξ ανατολών γείτονά μας.

Είναι γεγονός ότι η Τουρκία επιδιώκει τον προσεταιρισμό των Τιράνων. Το καθεστώς του Ερντογάν έχει αυξήσει θεαματικά την επιρροή του, κυρίως μέσω επενδύσεων και στρατιωτικής συνεργασίας. Η κατάσταση αυτή έχει άμεσες συνέπειες στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Για παράδειγμα, η ακύρωση της ενδιάμεσης Συμφωνίας για τις Θαλάσσιες ζώνες και την ΑΟΖ, το 2009, έχει άρωμα τουρκικής ανάμιξης.

Διαβάστε ακόμη:

Σχόλια