«Πέρνα τα, βλάμη μ’, πέρνα τα αυτά τα μονοπάτια
γιατί δεν τα ξαναπερνάς, καημένε βλάμη μου…»
Ποιος το περίμενε πως οι στίχοι αυτού του παλιού κυρατζίδικου τραγουδιού, που αναφέρεται σε ένα κακό όνειρο που προμήνυε το τέλος ενός κυρατζή θα ταίριαζε σήμερα σαν εφιάλτης όχι σε κάποια αναγγελία αλλά στο ίδιο το διαφαινόμενο τέλος των μεταβατικών κτηνοτρόφων, αυτών που από τα προϊστορικά χρόνια κινούνται κάθετα από τα βουνά στους κάμπους καλοκαίρι χειμώνα σ’ ένα αέναο εκκρεμές με ορόσημα χρονικά τους καβαλάρηδες Αγίους, τον Άι Γιώργη και τον Άι Δημήτρη;
Κι όμως χρόνο με τον χρόνο κλείνουν τα μονοπάτια, καθώς λιγοστεύουν εκείνοι οι τελευταίοι που δεν τα ξαναπερνάν. Το αιώνιο διάβα φαίνεται να μην είναι και τόσο αιώνιο. Οι Άνοιξες έρχονται ξανά και ξανά, μα φαίνεται πως οι βλάχοι δεν βγαίνουν στα βουνά. Κι οι λίγοι που απέμειναν προτιμούν τον «μαραζιάρη» κάμπο. Όχι χωρίς λόγο. Από τη μια οι ταλαιπώριες, η δύσκολη και στιγματισμένη για τους νέους ζωή, που δεν βρίσκουν καν γυναίκες να τους ακολουθήσουν, κι από την άλλη ο εκσυγχρονισμός. Προγράμματα, σύγχρονοι στάβλοι, αρμεχτικές μηχανές, τεχνολογικοί εξοπλισμοί, ακόμα και αλλαγές στις ράτσες των ζώων (τη θέση των παλιών ανθεκτικών φυλών παίρνουν νέες πιο αποδοτικές αλλά ανίκανες να επιβιώσουν στα κακοτρόχαλα βουνά και στις σχετικές καιρικές συνθήκες).
Είναι και το άλλο νέο δεδομένο. Η αντικατάσταση των αιγοπροβάτων με βοοειδή χάρη στις νέες κατευθύνσεις της κοινής αγροτικής πολιτικής. Τα βοοειδή έχουν άλλες ανάγκες και υπαγορεύουν νέους κτηνοτροφικούς κανόνες. Ανατρέπεται γενικά η παλιά τάξη πραγμάτων όχι μόνο ο τρόπος μεταφοράς, που από καιρό γίνεται κατεξοχήν με νταλίκες. Εντάσεις για τη χρήση των βοσκοτόπων, διαμαρτυρίες των αιγοπροβατοτρόφων για την καταστροφική για τα βοσκοτόπια παρουσία των αγελάδων και πάει λέγοντας.
Κι οι καβαλάρηδες Άγιοι, ο ένας που τους μάζευε κι άλλος που τους σκορπούσε έχασαν το μέτρο. Ο χρόνος μετριέται αλλιώς. Με ηλεκτρονικά χρονόμετρα. Κι ο καιρός κι αυτός ελέγχεται αλλιώς. Με κλιματιζόμενους στάβλους. Και τα δεφτέρια χάθηκαν. Κτηνοτροφικοί υπολογιστές στα γραφεία δίπλα στα τεράστια ντεπόζιτα για την τεράστια παραγωγή βιομηχανικού γάλατος.
Και στον πάτο, όπως λένε οι παλιοί τσομπάνηδες, η Ουνέσκο. Η Ουνέσκο, που όπου ρίχνει το προστατευτικό της δίχτυ μυρίζει θάνατος. Η Ουνέσκο που έρχεται μετά. Για να κάνει τις στάνες μουσεία και τους τσιομπαναραίους πρωταγωνιστές αναπαραστάσεων ή απλώς κακόγουστων θεαμάτων. Όπου σβήνει η ζωή έρχονται οι «άυλες πολιτιστικές κληρονομιές» σαν φαντάσματα. Όπου χάνεται η μνήμη έρχονται οι «μνημονικοί τόποι» σαν σκιές.
Ας σκεφτούμε, λοιπόν, τη ζωή πριν από τις «άυλες πολιτιστικές πρακτικές» και τη μνήμη πριν γίνουν «μνημονικοί τόποι».
Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr
γιατί δεν τα ξαναπερνάς, καημένε βλάμη μου…»
Ποιος το περίμενε πως οι στίχοι αυτού του παλιού κυρατζίδικου τραγουδιού, που αναφέρεται σε ένα κακό όνειρο που προμήνυε το τέλος ενός κυρατζή θα ταίριαζε σήμερα σαν εφιάλτης όχι σε κάποια αναγγελία αλλά στο ίδιο το διαφαινόμενο τέλος των μεταβατικών κτηνοτρόφων, αυτών που από τα προϊστορικά χρόνια κινούνται κάθετα από τα βουνά στους κάμπους καλοκαίρι χειμώνα σ’ ένα αέναο εκκρεμές με ορόσημα χρονικά τους καβαλάρηδες Αγίους, τον Άι Γιώργη και τον Άι Δημήτρη;
Κι όμως χρόνο με τον χρόνο κλείνουν τα μονοπάτια, καθώς λιγοστεύουν εκείνοι οι τελευταίοι που δεν τα ξαναπερνάν. Το αιώνιο διάβα φαίνεται να μην είναι και τόσο αιώνιο. Οι Άνοιξες έρχονται ξανά και ξανά, μα φαίνεται πως οι βλάχοι δεν βγαίνουν στα βουνά. Κι οι λίγοι που απέμειναν προτιμούν τον «μαραζιάρη» κάμπο. Όχι χωρίς λόγο. Από τη μια οι ταλαιπώριες, η δύσκολη και στιγματισμένη για τους νέους ζωή, που δεν βρίσκουν καν γυναίκες να τους ακολουθήσουν, κι από την άλλη ο εκσυγχρονισμός. Προγράμματα, σύγχρονοι στάβλοι, αρμεχτικές μηχανές, τεχνολογικοί εξοπλισμοί, ακόμα και αλλαγές στις ράτσες των ζώων (τη θέση των παλιών ανθεκτικών φυλών παίρνουν νέες πιο αποδοτικές αλλά ανίκανες να επιβιώσουν στα κακοτρόχαλα βουνά και στις σχετικές καιρικές συνθήκες).
Είναι και το άλλο νέο δεδομένο. Η αντικατάσταση των αιγοπροβάτων με βοοειδή χάρη στις νέες κατευθύνσεις της κοινής αγροτικής πολιτικής. Τα βοοειδή έχουν άλλες ανάγκες και υπαγορεύουν νέους κτηνοτροφικούς κανόνες. Ανατρέπεται γενικά η παλιά τάξη πραγμάτων όχι μόνο ο τρόπος μεταφοράς, που από καιρό γίνεται κατεξοχήν με νταλίκες. Εντάσεις για τη χρήση των βοσκοτόπων, διαμαρτυρίες των αιγοπροβατοτρόφων για την καταστροφική για τα βοσκοτόπια παρουσία των αγελάδων και πάει λέγοντας.
Κι οι καβαλάρηδες Άγιοι, ο ένας που τους μάζευε κι άλλος που τους σκορπούσε έχασαν το μέτρο. Ο χρόνος μετριέται αλλιώς. Με ηλεκτρονικά χρονόμετρα. Κι ο καιρός κι αυτός ελέγχεται αλλιώς. Με κλιματιζόμενους στάβλους. Και τα δεφτέρια χάθηκαν. Κτηνοτροφικοί υπολογιστές στα γραφεία δίπλα στα τεράστια ντεπόζιτα για την τεράστια παραγωγή βιομηχανικού γάλατος.
Και στον πάτο, όπως λένε οι παλιοί τσομπάνηδες, η Ουνέσκο. Η Ουνέσκο, που όπου ρίχνει το προστατευτικό της δίχτυ μυρίζει θάνατος. Η Ουνέσκο που έρχεται μετά. Για να κάνει τις στάνες μουσεία και τους τσιομπαναραίους πρωταγωνιστές αναπαραστάσεων ή απλώς κακόγουστων θεαμάτων. Όπου σβήνει η ζωή έρχονται οι «άυλες πολιτιστικές κληρονομιές» σαν φαντάσματα. Όπου χάνεται η μνήμη έρχονται οι «μνημονικοί τόποι» σαν σκιές.
Ας σκεφτούμε, λοιπόν, τη ζωή πριν από τις «άυλες πολιτιστικές πρακτικές» και τη μνήμη πριν γίνουν «μνημονικοί τόποι».
Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα in.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών