Χρήστος Αρμάντο Γκέζος: «Με απασχολεί πώς το παρελθόν στοιχειώνει τον άνθρωπο»

Η ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ δεν περιορίζεται στο επίθετο που τον συνοδεύει («βραβευμένος»), αλλά είναι η εξέλιξή του και το έργο του, και στην περίπτωση του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου η εξέλιξη είναι πολύ εντυπωσιακή. Μετά τη βραβευμένη με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα ποιητική συλλογή του «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι», ακολούθησαν η «Λάσπη», το «σκοτεινό» μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Μελάνι που τον έκανε να ξεχωρίσει και του χάρισε άλλη μία υποψηφιότητα (για το Athens Prize for Literature 2015), η συλλογή διηγημάτων «Τραμπάλα» και ένα βιβλίο για παιδιά, ενώ ένα διήγημά του («Καρδιές για φάγωμα») έγινε ταινία μικρού μήκους.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε την πιο φιλόδοξη δουλειά του μέχρι τώρα, ένα πολυστρωματικό μυθιστόρημα με διαφορετικές γλώσσες αφήγησης για κάθε μία από τις τρεις ενότητες που το αποτελούν, με διαφορετικό στυλ και ιστορίες που διαδραματίζονται σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικά μέρη: στο Δρεπένι της Βόρειας Ηπείρου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην ελληνική επαρχία την εποχή της ύστερης μεταπολίτευσης και στη σημερινή Αμερική, σε αναζήτηση του χαμένου μικρού γιου της οικογένειας. Το «Χάθηκε Βελόνι», το συγκλονιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα που ξεδιπλώνει την ιστορία τριών γενιών μιας ελληνικής οικογένειας στην Αλβανία και στην Ελλάδα και την ανοιχτή πληγή μιας απώλειας που δεν κατάφερε να κλείσει όσα χρόνια κι αν πέρασαν, είναι το πιο ολοκληρωμένο βιβλίο του, τόσο αριστοτεχνικά δομημένο που είναι σαν τρία διαφορετικά βιβλία σε ένα, συν ένα παράρτημα με τα ποιήματα του βασικού ήρωα της τρίτης ενότητας, του Αλέξανδρου.

Το «Χάθηκε Βελόνι» είναι ένα μεταμοντέρνο βιβλίο μνήμης, με παιχνίδια της μοίρας διαχρονικά, που ξεκινάει στο παρελθόν και καταλήγει σήμερα, στην καρδιά της αμερικανικής ηπείρου, με μια αφήγηση παραληρηματική, απολαυστική, με τεράστιες προτάσεις που προσπαθούν να χωρέσουν όλη την απόγνωση του πρωταγωνιστή αλλά και την ελπίδα του για ένα καλύτερο μέλλον.

Ένα πράγμα που με απασχολεί είναι το παρελθόν και το πώς στοιχειώνει τον άνθρωπο, πώς το κουβαλάει και είναι μια παράλληλη πραγματικότητα μες στη ζωή του. Είναι ένας από τους κύριους παράγοντες πόνου στα έργα μου το παρελθόν.

— Πες μου για το Αρμάντο.
Το Αρμάντο είναι το επίσημο, πραγματικό μου όνομα. Έτσι με γράφουν στην ταυτότητα. Στο σχολείο με δήλωσαν ως Χρήστο, και με αυτό το όνομα μεγάλωσα. Κάποια μέρα στη Γ’ Λυκείου, όταν άρχισαν να μας προετοιμάζουν για τις πανελλήνιες, είδα σε μια λίστα «Αρμάντο» και λέω «ποιος είναι αυτός;». Τότε έμαθα ότι αυτό ήταν το όνομά μου, και μόλις πήγα στην Αθήνα άρχισα να το χρησιμοποιώ παράλληλα με αυτό που είχα συνηθίσει.
Όταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια απόφαση που έπρεπε να πάρω, αν θα τα βάλω και τα δύο, αλλά ένιωσα ότι ήταν μέρος της διαδρομής μου αφενός και αφετέρου μου άρεσε όπως ακουγόταν το όνομά μου συνολικά, έβγαινε πιο ρυθμικό, πιο γεμάτο. Βέβαια, νιώθω διαφορετικός ως Αρμάντο και διαφορετικός ως Χρήστος, κάπως εξυπηρετεί διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς μου το κάθε όνομα.

— Το βιβλίο το έγραψες ως Αρμάντο ή ως Χρήστος;
Γράφω πιο πολύ ως Αρμάντο, θα έλεγα. Γενικά, σε πολλές πτυχές της καθημερινότητας κινούμαι ως Αρμάντο γιατί είναι λίγο πιο καταφερτζής, λίγο πιο ευέλικτος και λίγο πιο ενδιαφέρων.

— Τι παιδί ήσουν;
Ήμουν πολύ ζωηρός και νευρικός, όσο μεγάλωνα και πιο πολύ. Έπαιζα πολύ έξω με τα παιδιά, μπάλα στους δρόμους και στην πλατεία, video games σε σπίτια – όχι όπως τώρα που παίζουν από μακριά, μέσω ίντερνετ. Ήμουν, ευτυχώς, άριστος μαθητής, μου άρεσε πάρα πολύ να διαβάζω, ήταν και η μόνη διέξοδος που είχα για ένα καλύτερο μέλλον. Το είχα καταλάβει από πολύ μικρός ότι έπρεπε να αγαπήσω το διάβασμα για να πετύχω μια καλύτερη ζωή. Το απολάμβανα, όμως, γιατί μάθαινα τον κόσμο έτσι.
Ήμουν και τεμπέλης, αλλά επειδή ήταν πάρα πολύ δύσκολη η ζωή για την οικογένειά μου στη Λακωνία, από όλες τις απόψεις, είχα καταλάβει ότι έπρεπε να θέσω έναν στόχο για να ξεφύγω κάπως από αυτά τα μέρη, από αυτές τις καταστάσεις και από αυτούς τους ανθρώπους, και κατάλαβα ότι το σχολείο ήταν ο μόνος τρόπος. Είχα πλάσει στο μυαλό μου ένα όραμα μεγάλο, μια κοσμοθεωρία για μένα, ότι πρέπει να διαβάσω για να φύγω από κει.
Είχα και κάπως δαιμονοποιήσει κάποια πράγματα, και παρόλο που ήμουν δραστήριος κοινωνικά και τα πήγαινα καλά στο σχολείο, ήμουν και καλός στην μπάλα, μέσα μου πάλευα με τα σκοτάδια. Από τότε. Οπότε, είχα έναν στόχο που μου έδινε δύναμη να προχωράω κάθε μέρα.

— Το προηγούμενο βιβλίο σου, η «Λάσπη», ήταν πολύ πιο μαύρο, το «Χάθηκε Βελόνι» «ανασαίνει» κάπως, έχουν όμως άμεση σχέση, είναι prequel ή συνέχεια το «Χάθηκε Βελόνι»;
Πολύ εύστοχη ερώτηση. Είναι λίγο prequel, είναι λίγο sequel, διαδραματίζεται σε κάποιους παράλληλους χρόνους με τη «Λάσπη», είναι κάπως σαν expansion. Αν δούμε το προηγούμενο ως έναν κύκλο, το «Χάθηκε Βελόνι» είναι διευρυμένος κύκλος, ρίχνει φως σε περισσότερα πρόσωπα, σε άλλες καταστάσεις, σε πτυχές διαφορετικές. Έχει βγει από το κεφάλι του πρωταγωνιστή, δεν είναι τόσο ομφαλοσκοπικό...

— Ο Αλέξανδρος είναι κομβικό πρόσωπο πάλι, παρότι δεν είναι ο πρωταγωνιστής, και στο τέλος του βιβλίου σταματάει η αφήγηση σε ένα σημείο που θα ήθελες να ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω. Έχεις σκοπό να συνεχίσεις την ιστορία;
Θα ήθελα να τον ξαναδώ κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, όταν θα έχει αλλάξει ο ήρωας, γιατί κι εδώ έχει αλλάξει από το προηγούμενο βιβλίο, δεν είναι πωρωμένος όπως στη «Λάσπη», είναι πιο ήρεμος, πιο νηφάλιος, πιο ώριμος, παραιτημένος ενδεχομένως. Έτσι, ενδιαφέρει κι εμένα πώς θα εξελιχθεί μέσα στο μυαλό μου τα επόμενα χρόνια και τι προεκτάσεις θα μπορώ να του δώσω στα 45 του, ας πούμε, όταν θα έχει κάνει οικογένεια, θα έχει ζήσει αλλιώς.

— Αυτό το ταξίδι στην Αμερική που περιγράφεις, το έχεις κάνει;
Το έχω κάνει, ναι. Είχα αποφασίσει να γράψω αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου πριν πάω στην Αμερική, αλλά κατά σύμπτωση έτυχε μια ευκαιρία να κάνω ένα ταξίδι εκεί, είναι και η αδελφή μου στον Καναδά, όχι στην Αυστραλία όπως λέω στο βιβλίο. Έκανα ένα τουρ αρκετά χορταστικό, ενός μήνα, στη Βόρεια Αμερική, και είδα κάποια πράγματα που με βοήθησαν να γράψω το βιβλίο λίγο πιο βιωματικά.
Ήταν φοβερή ευκαιρία αυτή, προέκυψε τυχαία και ήταν σαν δώρο, γιατί γράφω πολύ καλύτερα όταν έχω ζήσει κάτι. Και παρόλο που έχω μεγάλη επαφή με την αμερικανική κουλτούρα και μέσω των βιβλίων και μέσω των ταινιών, δεν συγκρίνεται με την εμπειρία του ταξιδιού, να έχεις δει τα κτίρια, να έχεις φάει το φαγητό στο Taco Bell, να έχεις πιει τη Sprite, την Coca Cola σου εκεί, το μεταφέρεις πολύ πιο θετικά.
Πήγα στο Μίσιγκαν αλλά δεν πήγα στη Νέα Υόρκη, και θέλω φυσικά να ξαναπάω Αμερική, γιατί είναι τεράστια χώρα, με τεράστια ποικιλία. Έχει πολλά να δεις. Είναι συγκλονιστική η διαπίστωση που κάνεις μεγαλώνοντας ότι είναι ολόκληρη ήπειρος, με το Όρεγκον και το Μαϊάμι να μην έχουν καμία σχέση, είναι μεγαλύτερες οι διαφορές ανάμεσά τους από αυτές που έχουμε εμείς από τους Σουηδούς. Κι όμως, κάπως το έχουν καταφέρει και αυτό δεν τους το πιστώνουμε, έχουν βάλει τις διαφορές κάτω από μία ομπρέλα και προχωρούν μαζί.

— Είναι μια καινούργια χώρα που φτιάχτηκε από διαφορετικές εθνικότητες και δεν έχει την ευρωπαϊκή ιστορία. Δεν έχει ιστορία, βασικά...
Αυτό ακριβώς. Δεν είχε τα πράγματα που τους χωρίζουν. Κι αυτό το θίγω στο βιβλίο μου. Γενικά, ένα πράγμα που με απασχολεί είναι το παρελθόν και το πώς στοιχειώνει τον άνθρωπο, πώς το κουβαλάει και είναι μια παράλληλη πραγματικότητα μες στη ζωή του. Είναι ένας από τους κύριους παράγοντες πόνου στα έργα μου το παρελθόν. Και γι’ αυτό σαγηνεύεται τόσο πολύ ο Αλέξανδρος από την Αμερική, γιατί διαπιστώνει ότι δεν έχει παρελθόν αυτή η χώρα, είναι ένα βρέφος, που όπως ένας άνθρωπος είναι ανέμελος και δεν κοιτάει καθόλου το παρελθόν, φτιάχνει το μέλλον και περνάει καλά και προοδεύει, έτσι και η Αμερική. Είναι κάτι επιφανειακό, ηλίθιο μερικές φορές, αντιπνευματικό, αλλά πετυχαίνει στην πραγματικότητα, λειτουργεί. Και το ζηλεύει λίγο αυτό ο Αλέξανδρος και θέλει να το μιμηθεί και στη δική του τη ζωή.

— Στη Χιμάρα πηγαίνεις;
Φυσικά, πάω συχνά γιατί το μέρος είναι πολύ όμορφο, ειδικά το καλοκαίρι. Έχει μεγάλες τουριστικές προοπτικές, υπέροχες θάλασσες, μοιάζει πολύ με κάποια μέρη της Ελλάδας, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι προέκταση της ελληνικής ακτής της Ηπείρου.

— Ο Αλέξανδρος έχει αντιφατικά συναισθήματα για το Δρεπένι. Ενώ δεν πηγαίνει στην κηδεία του πατέρα του, στο τέλος λέει ότι θα ήθελε να παει να ζήσει εκεί με τον αδελφό του...
Ναι, το είχε αποβάλει το Δρεπένι γιατί είναι εκεί που ξεκίνησε το δράμα του, έτσι το έχει φτιάξει στο μυαλό του. Γι’ αυτό πιάνεται από την ιστορία του παππού. Μόλις μαθαίνει, όμως, την ύπαρξη του αδελφού του, που είναι μια εξιδανικευμένη εκδοχή δική του, σκέφτεται ότι θα μπορούσε να πάει μαζί του εκεί και να κάνει μια καινούργια αρχή.
Έχει αντιφατικά συναισθήματα, γιατί είναι ένα όμορφο μέρος αλλά σκληρό ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι δεν του αρέσουν, δεν έχει καμία σχέση μαζί τους, οπότε μπορεί να αντιλαμβάνεται την ομορφιά τη φυσική αλλά αποξενώνεται από τους ανθρώπους.

— Γιατί πήγες στο Πολυτεχνείο και δεν επέλεξες μια σχολή που έχει σχέση με τη γλώσσα; Σε ρωτάω γιατί είναι ξεκάθαρο ότι η γλώσσα είναι βασικό ενδιαφέρον σου. Δύσκολα βρίσκεις νέο συγγραφέα που να γράφει τόσο μεγάλη γκάμα διαλέκτων.
Μου αρέσει που το επισημαίνεις. Καθώς μεγάλωνα στην επαρχία, στη Λακωνία, η γλώσσα ήταν ένας πολύ σημαντικός και αποτελεσματικός τρόπος να ενσωματωθώ, να γίνω αποδεκτός και να νιώσω και καλά με τους γύρω μου. Από τότε έδινα μεγάλη σημασία στη γλώσσα, έβλεπα τηλεόραση, ακόμα και σαχλαμάρες, για να μάθω την καθημερινή γλώσσα, διάβαζα, πολύ λίγο σε σχέση με το πόσο διάβαζα μετά, γιατί δεν είχα τις ευκαιρίες, αλλά πάλι, για ένα παιδί της επαρχίας διάβαζα αρκετά εξωσχολικά βιβλία. Οπότε, μέσω της γλώσσας ενσωματώθηκα και ένιωσα ένα κομμάτι της τοπικής κοινωνίας, και της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας. Κι αυτό μετά, καθώς συνέχισα να διαβάζω, εμπεδώθηκε μέσα μου.
Στην Αθήνα άρχισα να διαβάζω πολύ περισσότερο, να ψάχνω και να μελετάω, αλλά στα 18 μου δεν είχα ακόμη τόση επαφή με τη λογοτεχνία, ούτε ήξερα τον εαυτό μου τόσο πολύ καλά. Ήμουν βέβαια άριστος στην έκθεση, αλλά το έβλεπα σαν ένα εργαλείο για να κάνω άλλα πράγματα. Δεν είχα κάποιον σκοπό πιο ειδικό με τη γλώσσα, πιο άμεσο, ήθελα να σπουδάσω κάτι τεχνικό επειδή μου άρεσαν τα μαθηματικά και ήταν πιο εύκολο να τα βάλω σε κουτάκια μέσα στο μυαλό μου, να μη χαθώ.
Επίσης, πριν ξεσπάσει η κρίση, το επάγγελμα του μηχανικού είχε και κύρος και λεφτά, κι ήθελα να κάνω κάτι για να βγάλω γρήγορα λεφτά. Μπήκα το 2006 στο Πολυτεχνείο και μέχρι να βγω ξεκίνησε η κρίση και είχε αλλάξει άρδην η κατάσταση. Στο μεταξύ, είχα αρχίσει να διαβάζω και να καταλαβαίνω ότι θέλω να γράφω, είχα βαρεθεί τη σχολή, κι αρχισε μια μεγάλη πάλη μέσα μου για το τι θα κάνω, τι θα ακολουθήσω στη ζωή μου. Δεν ήθελα καθόλου να είναι αυτή η δουλειά μου, του μηχανικού, κι άρχισε μια μεγάλη περίοδος αναζήτησης και αβεβαιότητας, πολύ δημιουργικής και πλούσιας σε εμπειρίες, βέβαια, αλλά πάρα πολύ σκληρή και επώδυνη.

— Κι άρχισες να γράφεις όσο ήσουν στη σχολή;
Ναι, άρχισα να γράφω πάρα πολύ. Ξεκίνησα να γράφω στα είκοσί μου ποιήματα και διηγήματα ταυτόχρονα και να τα στέλνω σε διαγωνισμούς, να αποκτώ μια αυτοπεποίθηση, να καταλαβαίνω τι μου γίνεται και ότι υπάρχει μια ανταπόκριση, ότι αυτά που γράφω δεν είναι μόνο για το δικό μου το κεφάλι. Όταν εκδόθηκαν τα ποιήματά μου δεν ήξερα άνθρωπο στον χώρο.

— Πώς τα έβγαλες;
Είχα γράψει κάποια ποιήματα τα οποία θεώρησα ότι ήταν αξιόλογα για την ηλικία και για τη φάση μου και ένιωσα άνετα να τα μοιραστώ με τον κόσμο. Τα τύπωσα και άρχισα να γυρνάω στο κέντρο με τα ποιήματα παραμάσχαλα και να τα δείχνω σε εκδοτικούς οίκους. Δεν είχα καμία απαίτηση, ούτε καμία προσδοκία, πήγα σε μερικούς εκδοτικούς μικρούς, ήθελα απλώς να τα βγάλω να φύγουν από πάνω μου.
Είχε αρχίσει η φάση της μιζέριας τότε και πολύς κόσμος ήταν επιφυλακτικός, δεν ήθελε κανείς να βγάλει ποίηση και μάλιστα από κάποιον νέο, οπότε στον πρώτο που είδα μια ενθουσιώδη ανταπόκριση και είχε όρεξη να ασχοληθεί, τα έβγαλα. Στο Πολύτροπον, που δεν είχε και καμία ενασχόληση με λογοτεχνία, δοκίμια έβγαζε. Ήμουν 22 χρονών, τα έβγαλα και άρχισα να γράφω το επόμενο βιβλίο, χωρίς να ασχολούμαι μαζί τους. Μετά πήρα το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, εντελώς από το πουθενά. Δεν το περίμενα σε καμία περίπτωση, κι αυτό μου έκανε πάρα πολύ καλό, με βοήθησε να γνωρίσω περισσότερο κόσμο και να ασχοληθούν κάποιοι άνθρωποι μαζί μου που δεν θα με ήξεραν αλλιώς.
Η ποίηση είναι κάτι πολύ προσωπικό και όταν εκτεθείς στον άλλο και δεν την καταλάβει, δεν τη νιώσει καθόλου, μπορεί να του φανεί αστεία. Έχει αυτόν τον κίνδυνο. Και φαίνεται κάτι εύκολο, ότι κάθισες δέκα μέρες, έγραψες δέκα ποιήματα και έβγαλες ένα βιβλίο, ενώ με ένα μυθιστόρημα φαίνεται ότι έχεις κάνει μεροκάματα.
Είναι πολύ ψυχοφθόρο το γράψιμο, είναι μια συνεχής αναμέτρηση με τον χειρότερό σου εαυτό, με τις χειρότερές σου εμπειρίες, με τις ανεπάρκειές σου, με τα ελαττώματά σου. Αλλά παράλληλα και ταυτόχρονα λειτουργεί και ως μια απόδραση από τη ζωή, δηλαδή βουτάς στις λέξεις και αποτραβιέσαι από τη ζωή, από τις απαιτήσεις της, από τους πόνους της, και ξεχνάς λίγο να ζήσεις.

— Οι γονείς σου σε ενθάρρυναν να διαβάζεις και να γράφεις;
Οι γονείς μου δεν ασχολήθηκαν καθόλου μ’ αυτό, ήταν απορροφημένοι από το μεροκάματο. Ο πατέρας μου είχε μια μόρφωση, είχε σπουδάσει στην Αλβανία, είχε τελειώσει πανεπιστήμιο, η μάνα μου ήταν –όπως φαίνεται και στο βιβλίο, άλλωστε– του μεροκάματου. Ένιωθαν πολύ βαθιά περηφάνια που αγαπούσα το διάβασμα και τα πήγαινα καλά, αλλά δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την ενέργεια να με ενθαρρύνουν.
Πλέον νομίζω ότι ένιωθαν και λίγο μακριά από αυτό, δηλαδή έχω καταλάβει ότι ένιωθαν ότι τους αποξένωνα με την πορεία που είχα ξεκινήσει να χαράζω. Ήταν συγκλονιστική η διαπίστωση που έκανα σιγά-σιγά, και να στο πω χοντροκομμένα, ο πατέρας μου δούλευε εργάτης, έβλεπε εμένα που πήγαινα σχολείο και ένιωθε ότι ξεμακραίνω από αυτόν, ότι το παιδί του απομακρύνεται.
Γενικά, υπάρχει ένα θέμα επικοινωνίας στις εργατικές οικογένειες, τα μέλη δεν ξέρουν να επικοινωνούν πολύ καλά μεταξύ τους, να εκφράζονται, στην επαρχία υπάρχει αυτό το θέμα, πόσο μάλλον σε μας (σ.σ. τους μετανάστες). Δεν μιλάνε, οπότε ρητά δεν υπήρχε υποστήριξη, αλλά όταν έπαιρνα καλούς βαθμούς τη διαισθανόμουν τη χαρά τους, κι ήταν ένα άυλο κίνητρο και μια επιβράβευση το ότι τους έκανα να χαρούν. Με αυτή την έννοια, ναι, με βοήθησαν.

— Πες μου για τον Αλέξανδρο.
Είναι το alter ego μου το λογοτεχνικό, θα έλεγα. Κακά τα ψέματα, είναι ένα δημιούργημα βάσει αυτοβιογραφικών στοιχείων, αλλά σε αυτόν βάζω πολλά χαρακτηριστικά που είτε έχω και θέλω να τα αποβάλω, είτε που θα ήθελα να τα είχα, είτε τα έχω και θα ήθελα να τα ενισχύσω με κάποιον τρόπο. Είναι ένα προϊόν μυθοπλαστικό ο Αλέξανδρος.

— Πόση πραγματικότητα υπάρχει στο βιβλίο, έχουν σχέση με την οικογένειά σου αυτά που γράφεις;
Η έμπνευση έχει σχέση, δεν είναι εντελώς φανταστικά όσα γράφω. Και στην ιστορία με τον παππού, στο πρώτο κεφάλαιο, η ραχοκοκαλιά, ο άξονας ο βασικός είναι πραγματικός. Αλλά δεν έχω κάνει έρευνα να μάθω πώς εξελίχθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος το στόρι, γράφω πώς το έχω βιώσει, πώς έχω φανταστεί ότι το έχει βιώσει ο παππούς, πώς έχει επηρεάσει τις ζωές των άλλων. Ή στην αφήγηση της μάνας, μπορεί να είναι είναι 10-15 πράγματα που έχω ακούσει από αφηγήσεις ή που τα έχω ζήσει, κι ενώνω τις τελείες με έναν τρόπο που ήθελα να εξυπηρετεί το ευρύτερο πλαίσιο. Γιατί αλλιώς δεν έχει και πλάκα, αν κάτσεις να γράψεις μόνο ό,τι ξέρεις και ό,τι έχεις ζήσει και δεν βάζεις και φαντασία είναι βαρετό. Και νιώθω και περιορισμένος, το γράψιμο είναι άσκηση ελευθερίας από πλευράς μου, οπότε θέλω να γράφω ό,τι θέλω και ας μην έχει συμβεί.

— Πες μου για τη γλώσσα του βιβλίου, ή μάλλον για τις γλώσσες.
Η γλώσσα είναι το κέντρο του κάθε βιβλίου μου μέχρι τώρα, είναι η πρώτη ύλη, ένα εργαλείο που προσπαθώ να το δουλέψω με τρόπο που να εξυπηρετεί κάθε φορά την ιστορία που θέλω να πω. Αλλά θέλω να γίνεται και η γλώσσα μέρος της ιστορίας. Σε κάθε κεφάλαιο του «Χάθηκε Βελόνι» η γλώσσα λέει κάτι για το κεντρικό πρόσωπο, για το τι χωρίζει τα μέλη της οικογένειας, λέει κάτι για την κοινωνία στην οποία ζει το κάθε μέλος, για την εποχή κ.λπ.

— Η γλώσσα που μιλάει η μάνα είναι ένα πολύ ιδιαίτερο ιδίωμα.
Είναι το ιδίωμα της γενέτειράς μου, της Χιμάρας. Είναι η γλώσσα που μιλούσαμε κι εμείς στη Σκάλα, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, για πολλά χρόνια. Τώρα πλέον μιλάνε και οι δικοί μου σαν Σκαλιώτες, έχουν αποβάλει το ιδίωμα αυτό σε έναν βαθμό, αλλά στο σπίτι μιλούσαμε πολύ έντονα έτσι. Ήταν κι αυτός ένας διχασμός, γιατί αλλιώς μιλούσαμε στο σπίτι και αλλιώς στο σχολείο, αλλά μου άρεσε αυτή η γλώσσα από μικρός, έχει μια μουσικότητα, έναν ρυθμό πολύ έντονο, ευχάριστο.
Είναι εύηχη γλώσσα, κι ένιωθα πάντα ότι έχει έναν πλούτο συναισθηματικό και εσωτερικό που θα έπρεπε να τον αξιοποιήσω σε μια μεγάλη αφήγηση - που να λέει μια ιστορία, δηλαδή, από παλιά μέχρι σήμερα, και όχι σε αποσπάσματα όπως την είχα χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα.

— Το «Χάθηκε Βελόνι» πώς προέκυψε – το όνομα του βιβλίου;
Ο τίτλος είναι από το παιδικό τραγουδάκι που εμφανίζεται στο κεφάλαιο 2. Στην αρχή είχα μια ανησυχία, επειδή ακούγοντάς το πάει περισσότερο το μυαλό σε παλιές εποχές και δεν ήξερα αν ήθελα να δώσω αυτό το στίγμα. Εν τέλει σκέφτηκα ότι δεν είναι πρόβλημα, γιατί είναι είναι ένα μέρος του βιβλίου και σε κάθε περίπτωση είναι ένα μεταμοντέρνο στυλ αφήγησης αυτό που διάλεξα για το βιβλίο, με τα πολλά μέρη και τις πολλές αφηγήσεις.
Επίσης, μπορεί να ερμηνευτεί σε πολλά επίπεδα συμβολισμών: αναφέρεται στον χαμένο αδελφό, που είναι η αφηγηματική αφορμή του βιβλίου, στην ουσία, αναφέρεται στη χαμένη πορεία της οικογένειας, ακόμη ευρύτερα στη χαμένη πορεία της εποχής, σε αυτή την αίσθηση που υπάρχει πλέον και σε πολιτικό και σε ψυχολογικό επίπεδο, ότι κάπως έχουμε χάσει την πυξίδα και δεν ξέρουμε ποιο είναι το επόμενο βήμα.
Είμαστε σε ένα μετέωρο στάδιο ακόμα, οικολογικά, τεχνολογικά, οικονομικά, αυτή η αβεβαιότητα δηλαδή επικρατεί σε όλα τα στάδια, και νομίζω ότι τελικά αποδίδει όλους αυτούς τους συμβολισμούς που με ενδιέφεραν. Επίσης, ως τίτλος έχει και μια μουσικότητα.

— Πόσο πραγματικός τόπος είναι η πατρίδα;
Αυτά τα ερωτήματα με απασχολούσαν πάρα πολύ καθώς μεγάλωνα, προφανώς. Όταν ήμουν μικρότερος σε ηλικία, ήταν πολύ επώδυνες αυτές οι αναζητήσεις και τα ερωτήματα, σιγά-σιγά έχω βγάλει μια άκρη.
Αφενός καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα, οπότε δεν είναι απαραίτητο να βρεις μια απάντηση, αφετέρου δίνεις και κάποιες απαντήσεις οι οποίες μέσα σου έχουν κάποιες πιθανότητες παραπάνω να ισχύουν: πατρίδα είναι η γλώσσα, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, και οι γύρω σου. Αυτό συναρτάται σε έναν βαθμό και από τον τόπο, φυσικά, αλλά είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό η γλώσσα, γι’ αυτό έχω δώσει έμφαση σε αυτή, για να φτιάξω τη δομή της δικής μου της πατρίδας.
Πατρίδα είναι η τέχνη που καταναλώνεις, είναι το χιούμορ που κάνεις, τα αστεία τα οποία αναγνωρίζει ο άλλος εύκολα χωρίς να χρειάζεται να τα αναλύσεις, κάποιοι κοινοί κώδικες και σύμβολα επικοινωνίας, αλλά όλα αυτά σε έναν μεγάλο βαθμό εντάσσονται στη γλώσσα.

— Η πατρίδα, όπως και τα ιδανικά και η θρησκεία, είναι ανθρώπινη επινόηση. Επιστρέφοντας στο «Sapiens» του Harari πρόσφατα, σκεφτόμουν ότι το μόνο που έχει αξία είναι η ανθρώπινη ζωή. Τίποτε άλλο. Μιλάμε για επετείους, αγώνες και θυσίες και «γιορτάζουμε» τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων.
Όλα, και τα ανθρώπινα δικαιώματα, επινόηση είναι, κι αυτό το λέει ο Harari στα βιβλία του. Η θρησκεία ως ένα συναισθηματικό, λογοτεχνικό σχεδόν φαινόμενο, είναι και για μένα αποδεκτή, δεν την απορρίπτω, αλλά η οργανωμένη θρησκεία, η Εκκλησία, διαφέρει. Πιστεύω ότι μετά από μερικές δεκαετίες, όταν θα έχει φτάσει στον Άρη ο άνθρωπος και θα έχουν μεγαλώσει οι νεότερες γενιές, θα ατονήσει ή τουλάχιστον θα μεταλλαχθεί αυτό το φαινόμενο της οργανωμένης θρησκείας. Κάπως θα αλλάξει, θα γίνει λίγο πιο κοσμικό, λίγο πιο πνευματικό.
Γίνονται βήματα, πάντως, και ο Πάπας προοδεύει, κάνει δηλώσεις ρηξικέλευθες κατά τ’ άλλα, γιατί δεν είναι τόσο εύκολο να έχουμε πλέον πρόσβαση στη γνώση σε τέτοιο βαθμό και να συνεχίζει η θρησκεία να απλώνει τα πλοκάμια της. Η θρησκεία πηγάζει από την ανάγκη απαντήσεων και από μια αβεβαιότητα απέναντι στα πράγματα, ε, σιγά-σιγά λίγο-πολύ αυτά απαντώνται. Δεν θα εξαφανιστεί γιατί είναι μια βαθύτερη ανάγκη, αλλά θα μεταλλαχθεί με έναν τρόπο πιο πανανθρώπινο και πιο φιλικό.
Είναι ένα μεγάλο ζήτημα αυτό που θίγεις γιατί όλα είναι επινοήσεις, όμως πρέπει να καταλήξουμε στο κατά πόσο αυτό αποτελεί πρόβλημα. Μόνο το ότι ζούμε δεν είναι επινόηση, ότι τρώμε για να μην πεθάνουμε και ότι πάμε στην τουαλέτα. Η ζωή δεν είναι μόνο αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό, αλλιώς δεν έχει νόημα. Οπότε, η ζωή αποκτά νόημα από τις επινοήσεις και από τα σύμβολα, αλλά το ότι είναι επινόηση κάτι δεν το κάνει κατ’ ανάγκη λιγότερο σημαντικό. Και η αγάπη επινόηση είναι.

— Είναι και ένστικτο η αγάπη, εξαρτάται για τι είδους αγάπη μιλάς.
Είναι ένστικτο, που έχει όμως εντελώς ιδιοτελή κίνητρα, αν κάνεις αναγωγή γιατί αγαπιόμαστε. Είναι διαφορετική η αγάπη της μάνας και διαφορετική η αγάπη η ρομαντική, η ερωτική, αυτό είναι κάτι που εμείς το έχουμε πλάσει.

— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα γενικά;
Τα πράγματα στην Ελλάδα τα βλέπω πολύ άσχημα. Η Ελλάδα έχει κάποια βαθιά ριζωμένα προβλήματα που θέλουν γενιές για να αλλάξουν, δεν αλλάζουν ούτε σε μία τετραετία ούτε σε δύο, ούτε με ένα ή δύο κόμματα. Έχει κάποια προβλήματα που είναι εμποτισμένα και στον κόσμο και στους πολιτικούς, στους θεσμούς, στις δομές, σε όλα τα συστήματα που λειτουργούν και συνέχουν την κοινωνία.
Είναι αποκαρδιωτικό ειδικά για έναν νέο άνθρωπο να ξέρει ότι σκοτώνεται να σπουδάσει εδώ, να ζήσει, ίσως να κάνει παιδιά κάποια μέρα αν το θέλει, για να ζήσουν κι αυτά σε μια τέτοια χώρα. Είναι βαθιά πολιτικό για μένα το πρόβλημα της Ελλάδας, υπάρχει μεγάλη διαφθορά, μεγάλη διαπλοκή, κι από κει ξεπηδούν σαν τη Λερναία Ύδρα δεκάδες προβλήματα.
Από κει και πέρα, ό,τι μπορεί να κάνει ο καθένας καλύτερο ας το κάνει. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε και να απολαμβάνουμε και στον κόσμο υπάρχει γενικά μια τάση προόδου. Λόγω της αθρόας γνώσης που υπάρχει, ο κόσμος ενημερώνεται για το κάθε τι πλέον, ξέρει πάρα πολλά πράγματα, ξέρει για την οικολογία, τι συνέπειες έχει κάθε του πράξη. Λόγω της τεχνολογίας υπάρχει μια δυνατότητα πολύ μεγάλη για τα επόμενα χρόνια, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποιας στραβής, μιας κρίσης μεγάλης, είτε οικονομικής είτε κλιματικής.
Σε έναν βαθμό, όμως, είμαι αισιόδοξος για τη μεγάλη εικόνα του αιώνα που έρχεται. Η κλιματική αλλαγή και η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι οι δυο μεγάλες προκλήσεις του αιώνα μας. Θα ζήσουμε τεράστια διλήμματα ως ανθρώπινο είδος.

— Πόσο επώδυνη διαδικασία είναι για σένα το γράψιμο;
Ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ. Κάθε βιβλίο είναι σαν να ξεκαθαρίζεις πολλούς λογαριασμούς με το παρελθόν και με πρόσωπα από το παρελθόν. Οπότε, όσο ξεσκαρτάρεις αυτήν τη διαδικασία κι εσύ αλαφραίνεις μέσα σου, μπορείς να ασχοληθείς με άλλα θέματα που δεν έχουν να κάνουν με αυτές τις επώδυνες καταστάσεις. Για μένα είναι σίγουρα πάρα πολύ επώδυνο, είναι κάτι που με βασανίζει αλλά και με απελευθερώνει ταυτόχρονα.
Πολλές φορές έχω διερωτηθεί αν θα ήταν καλύτερη η ζωή μου αν δεν έγραφα, αν θα ήταν λίγο πιο ανέμελη, αν θα σκεφτόμουν λιγότερο, αν θα παιδευόμουν λιγότερο για πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω. Αλλά καταλήγω πάντα ότι μου κάνει πάρα πολύ καλό το γράψιμο, σε αρκετούς τομείς, και το βλέπω σαν ένα προνόμιο εν τέλει. Είναι κάτι που σε δυσκολεύει πολύ στην αρχή της ζωής σου με όλη αυτή την ανασκαφή, την ομφαλοσκόπηση, τον στοχασμό κ.λπ., αλλά είναι μια βρόμικη δουλειά που πρέπει να γίνει και μετά ζεις μια πιο συνειδητοποιημένη ζωή, πιο ελεύθερη, με μεγαλύτερη επίγνωση των επιλογών σου και με μεγαλύτερη πιθανότητα να κάνεις και τις σωστές επιλογές.

— Όταν γράφεις έχεις ηθικές αναστολές; Σκέφτεσαι το πόσο θα εκτεθείς;
Από την αρχή που ξεκίνησα να γράφω, επειδή έγραφα πολύ σκληρά πράγματα, μπήκα σε αυτό το δίλημμα. Βέβαια, στην αρχή ήμουν επηρεασμένος από τον Πόε κι έγραφα πιο φανταστικά πράγματα, μετά άρχισα να γράφω ρεαλισμό και άρχισε ο διχασμός.
Επειδή γράφοντας εκτίθεσαι εσύ και ενδεχομένως εκθέτεις και κάποιους ανθρώπους, έκανα μια συμφωνία με τον εαυτό μου: «Δεν θα το σκεφτείς αυτό, γράφεις μυθοπλασία, γράφεις λογοτεχνία, δεν το πλασάρεις ως μαρτυρία, οπότε έχεις το ελεύθερο να γράφεις ό,τι θέλεις. Δεν θα κάτσεις να σκεφτείς, να το νερώσεις, να το μασκαρέψεις, να το συγκαλύψεις, γιατί έχεις χάσει το δημιουργικό στοίχημα εξαρχής». Οπότε, έκανα αυτήν τη συμφωνία με τον εαυτό μου ως καλλιτέχνη εξαρχής, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Από κει και πέρα, έχουν δημιουργηθεί διάφορες προστριβές στην πορεία, αλλά έχω τη συνείδησή μου ήσυχη...

— Οι γονείς σου το διάβασαν το βιβλίο;
Όχι, οι γονείς μου δεν έχουν διαβάσει τίποτα, έχουν διαβάσει κάποιοι άλλοι συγγενείς που έχουν δημιουργήσει κάποιες εντάσεις, αλλά μετά από συζητήσεις τούς έχω δώσει να καταλάβουν ότι δεν είναι άρθρο, δεν είναι πραγματεία, είναι κάτι όπως το έχω δει και βιώσει εγώ. Δεν με απασχολεί καθόλου αν θα εκτεθώ προσωπικά, είμαι 100% σίγουρος, δεν με απασχολεί για τίποτα από όσα γράφω, έχω ζήσει και χειρότερα από αυτά που γράφω, τα θεωρώ πλέον όλα κτήμα μου, και νιώθω και πολύ δυνατός έχοντας ζήσει αυτά τα πράγματα. Με απασχολεί μερικές φορές ειδικά σε ζητήματα ερωτικού περιεχομένου, μήπως εκθέσω κάποιον άλλον άνθρωπο...

— Ποιο είναι το πιο μεγάλο σου κέρδος από το γράψιμο;
Το πιο σημαντικό που μου δίνει το γράψιμο είναι ότι ζω πιο βαθιά τη ζωή. Μου ανοίγει μια πόρτα να ξαναβιώνω συναισθήματα, έστω και επώδυνα, αλλά και ο πόνος είναι ένα συναίσθημα που σου υπενθυμίζει ότι είσαι ζωντανός. Μου ανοίγει μια άλλη πόρτα για να ζήσω πράγματα που δεν έχω ζήσει, γράφοντάς τα σε ιστορίες, και όλα αυτά αθροιστικά μου χαρίζουν μια πιο βαθιά βίωση της ζωής και των συναισθημάτων. Αυτό βέβαια είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατι πολύ συχνά σχετίζεται με μια ευαισθησία που σε κάνει να πονάς χωρίς λόγο, και για πολύ πιο μικρά πράγματα. Αλλά είναι κάτι που λειτουργεί περισσότερο θετικά παρά αρνητικά, γιατί σε αφήνει ανοιχτό στη ζωή και στα ερεθίσματά της και σε όλα αυτά που ρίχνει πάνω σου.

— Ζημία υπάρχει;
Πάρα πολλή. Είναι πολύ ψυχοφθόρο το γράψιμο, είναι μια συνεχής αναμέτρηση με τον χειρότερό σου εαυτό, με τις χειρότερές σου εμπειρίες, με τις ανεπάρκειές σου, με τα ελαττώματά σου. Αλλά παράλληλα και ταυτόχρονα λειτουργεί και ως μια απόδραση από τη ζωή, δηλαδή βουτάς στις λέξεις και αποτραβιέσαι από τη ζωή, από τις απαιτήσεις της, από τους πόνους της, και ξεχνάς λίγο να ζήσεις.
Θέλω και να ζω και να γράφω, το πάρα πολύ διάβασμα εν τέλει μου κάνει κακό. Και το πάρα πολύ γράψιμο επίσης, γιατί σε ξεμακραίνει από τη ζωή, η οποία είναι και η καλύτερη μαγιά για το γράψιμο σε κάθε περίπτωση.

— Γράφεις μόνος σου και αφοσιώνεσαι, ή μπορείς να κάνεις και άλλα πράγματα ταυτόχρονα;
Απομονώνομαι. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο, να καταφέρεις να μπεις μέσα στο βιβλίο, να ξεχάσεις τους γύρω σου, είναι σαν να κάνεις μια μεγάλη βουτιά χωρίς αναπνευστήρα, απλώς πιάνοντας τη μύτη σου. Είχε πάρα πολλή δουλειά αυτό το βιβλίο, μεσολάβησαν και πολλές αλλαγές στη ζωή μου στο μεταξύ, που με δυσκόλεψαν, με αποτράβηξαν από το γράψιμο.

— Εκτός από το γράψιμο, τι άλλο κάνεις;
Δουλεύω και ως μηχανικός παράλληλα, είναι μια ασχολία που μου ταιριάζει γιατί έχω μία αντίληψη πιο δομημένη και θετικιστική των πραγμάτων. Είναι μια κληρονομιά των θετικών σπουδών, η οποία με βοηθάει και στο γράψιμο. Με βοηθάει να τακτοποιώ την πλοκή, τους χαρακτήρες, να μη χαώνομαι, να βλέπω αθροιστικά τη μεγάλη εικόνα την αφηγηματική, αλλά και στη ζωή με βοηθάει να έχω ένα αποκούμπι πιο στέρεο. Γιατί η λογοτεχνία, το διάβασμα, έχει μια φαντασιακή ροή η οποία σε καταπίνει πολύ συχνά, και είναι πολύ εύκολο να χάσεις την μπάλα.
Η δουλειά του μηχανικού είναι μια σημαδούρα πολύ μεγάλη και στέρεη στον ωκεανό αυτό της φαντασίας απ’ την οποία μπορείς να πιάνεσαι όσο κάνεις τα υπόλοιπα. Να νιώθεις μια ασφάλεια, γιατί από τα βιβλία δεν ζεις.

Διαβάστε ακόμη:


Σχόλια