Η άγνωστη αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής του Ενβέρ Χότζα από Βρετανούς και Αμερικανούς (1949 – 1958)
- Γιατί η Ελλάδα δεν διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην προσπάθεια αυτή;
– Ο ρόλος του περιβόητου πράκτορα Κιμ Φίλμπι στην όλη υπόθεση
– Το άδοξο τέλος της προσπάθειας των Δυτικών
– Πού οφείλεται η αποτυχία τους;
Σε μία άγνωστη, όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και σε όσους ασχολούνται με τα διεθνή θέματα υπόθεση θα αναφερθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Πρόκειται για την προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Χότζα της Αλβανίας από Βρετανούς και Αμερικανούς, που απέτυχε παταγωδώς. Μάλιστα η διάρκεια των ανατρεπτικών ενεργειών ήταν ασυνήθιστα μεγάλη (1949 – 1958). Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το εξαίρετο βιβλίο του Σταύρου Ντάγιου «Κυνηγώντας Χίμαιρες-ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1945 – 1991», εκδόσεις LITERATUS, 2021.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του, όπως επίσης και για τις αδημοσίευτες φωτογραφίες που μας έστειλε.
Πώς ξεκίνησαν οι προσπάθειες για ανατροπή του Χότζα
Η ιδέα για ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία υπήρχε από το 1946, όταν ο επικεφαλής της SOE(Special Operations Executive= Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών), αντιστράτηγος Colin Mc Veigh Gubbins υιοθετούσε τα σχέδια για αποστολή ομάδων πρακτόρων στην Αλβανία και ένωση όλων των πολιτικών φυγάδων που είχαν μεταβεί στο εξωτερικό. Αυτοί με τη σειρά τους θα προσέγγιζαν τους πατριαρχικούς φυλάρχους και τους χωρικούς, πείθοντάς τους να ενωθούν και να στασιάσουν κατά του καθεστώτος. Αντίθετα, ο διευθυντής της M16 Stewart Menzis θεωρούσε ουτοπική την ιδέα του.
Εκείνη την εποχή στα Τίρανα υπήρχε μόνο η γαλλική διπλωματική αποστολή, που ενημέρωνε τους συμμάχους ότι στην Αλβανία η κρατική ασφάλεια έλεγχε ασφυκτικά την κοινωνική ζωή, ενώ υπήρχε ένα σφοδρό κύμα καταδίκης και καταστολής των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Αντίθετα, οι Αλβανοί φυγάδες στο εξωτερικό παραποιούσαν την πραγματικότητα σε αναφορές τους προς τους Βρετανούς για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη.
Γιατί απέτυχε η προσπάθεια ανατροπής του Ενβέρ Χότζα
– Ο ρόλος του περιβόητου πράκτορα Κιμ Φίλμπι στην όλη υπόθεση
– Το άδοξο τέλος της προσπάθειας των Δυτικών
– Πού οφείλεται η αποτυχία τους;
Σε μία άγνωστη, όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και σε όσους ασχολούνται με τα διεθνή θέματα υπόθεση θα αναφερθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Πρόκειται για την προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Χότζα της Αλβανίας από Βρετανούς και Αμερικανούς, που απέτυχε παταγωδώς. Μάλιστα η διάρκεια των ανατρεπτικών ενεργειών ήταν ασυνήθιστα μεγάλη (1949 – 1958). Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το εξαίρετο βιβλίο του Σταύρου Ντάγιου «Κυνηγώντας Χίμαιρες-ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1945 – 1991», εκδόσεις LITERATUS, 2021.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του, όπως επίσης και για τις αδημοσίευτες φωτογραφίες που μας έστειλε.
Πώς ξεκίνησαν οι προσπάθειες για ανατροπή του Χότζα
Η ιδέα για ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία υπήρχε από το 1946, όταν ο επικεφαλής της SOE(Special Operations Executive= Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών), αντιστράτηγος Colin Mc Veigh Gubbins υιοθετούσε τα σχέδια για αποστολή ομάδων πρακτόρων στην Αλβανία και ένωση όλων των πολιτικών φυγάδων που είχαν μεταβεί στο εξωτερικό. Αυτοί με τη σειρά τους θα προσέγγιζαν τους πατριαρχικούς φυλάρχους και τους χωρικούς, πείθοντάς τους να ενωθούν και να στασιάσουν κατά του καθεστώτος. Αντίθετα, ο διευθυντής της M16 Stewart Menzis θεωρούσε ουτοπική την ιδέα του.
Εκείνη την εποχή στα Τίρανα υπήρχε μόνο η γαλλική διπλωματική αποστολή, που ενημέρωνε τους συμμάχους ότι στην Αλβανία η κρατική ασφάλεια έλεγχε ασφυκτικά την κοινωνική ζωή, ενώ υπήρχε ένα σφοδρό κύμα καταδίκης και καταστολής των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Αντίθετα, οι Αλβανοί φυγάδες στο εξωτερικό παραποιούσαν την πραγματικότητα σε αναφορές τους προς τους Βρετανούς για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη.
Επικεφαλής τους ήταν ο Μιχτάτ Φράσερι, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1946 κάλεσε με ανοιχτή επιστολή τους 750 Αλβανούς φυγάδες στην Ιταλία και τους 800 στην Ελλάδα να συγκροτήσουν ένα αρραγές αντικομουνιστικό μέτωπο «κατά της δωσίλογης κυβέρνησης των Τιράνων, εξαρτώμενης από τον σοβιετικό ιμπεριαλισμό», όπως γράφει ο κύριος Ντάγιος. Βέβαια, ο Φράσερι μιλούσε από απόσταση ασφαλείας. Τελικά, η βρετανική κατασκοπεία έπεισε τον υπουργό Εξωτερικών Ernest Bevin να αναλάβει δράση, αν και ο επικεφαλής του κλιμακίου της M16 στην Αθήνα και Β’ γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα Κρις Γουντχάουζ, γνωστός μας και από τη συμμετοχή του στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, προειδοποιούσε τον Μπέβιν ότι είχε πέσει θύμα παραπληροφόρησης. Πάντως, το σχέδιο εγκρίθηκε από την κυβέρνηση των Εργατικών τον Νοέμβριο του 1949.
Από την άλλη πλευρά οι Η.Π.Α. είχαν πλήρη άγνοια της κατάστασης. Μετά το 1948 και με βάση τις πληροφορίες που διέθετε το State Department μέσω του OPC(Office of Policy Coordination=Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού) συμφώνησε να συμμετάσχει στην επιχείρηση και να τη χρηματοδοτήσει αδρά. Το αμερικανικό σχέδιο εγκρίθηκε από τον Frank Gardiner Wisner, διευθυντή του OPC στις 22 Ιουνίου 1949. Ο συντονισμός των δύο επιχειρήσεων έγινε μέσω μιας μεικτής επιτροπής που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1949 από εκπροσώπους του State Department, του Foreign Office, της CIA και της Μ16 που συνεδρίασαν στην Ουάσινγκτον.
Η προετοιμασία της «επιχείρησης»
Αμερικανοί και Βρετανοί ζήτησαν τον Μάιο του 1949 πληροφορίες από τη γαλλική πρεσβεία στα Τίρανα για την κατάσταση στην Αλβανία. Οι Γάλλοι τους ενημέρωσαν ότι υπάρχει δυσφορία, ίσως και εχθρότητα του πληθυσμού κατά του καθεστώτος Χότζα, ωστόσο δεν υπήρχαν περιθώρια για ανατρεπτικό κίνημα. Οι Βρετανοί τους αγνόησαν και διέδιδαν ότι θα προκαλούσαν γενική εξέγερση κατά του Χότζα με τη βοήθεια του ενός εκατομμυρίου Αλβανών του Κοσόβου. Τον Σεπτέμβριο του 1949 ο Μπέβιν έπεισε τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ για την ανάγκη διενέργειας της επιχείρησης. Η εθνική επιτροπή «Ελεύθερη Αλβανία», που θα συντόνιζε τη στρατολόγηση των καταδρομέων που θα δρούσαν στο αλβανικό έδαφος, ήταν πάντως φανερό ότι δεν θα μπορούσε να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη μελλοντική διακυβέρνηση της Αλβανίας. Υπήρχαν δύο βασικοί παράγοντες για την υλοποίηση του σχεδίου: οι Αλβανοί φυγάδες, που θα έκαναν καταδρομικές επιχειρήσεις στην Αλβανία και η Ελλάδα που θα παραχωρούσε το έδαφός της ως βάση εξόρμησής τους. Στο μεταξύ οι σχέσεις μεταξύ των Αλβανών φυγάδων ήταν κάκιστες, αλληλοσφάζονταν στους καταυλισμούς, γράφει ο Σ. Ντάγιος, ενώ και η Ελλάδα ζητούσε ως αντάλλαγμα για τις διευκολύνσεις που θα παρείχε, τη Βόρειο Ήπειρο. Κάτι με το οποίο διαφωνούσαν οι Αγγλοαμερικάνοι.
Στις 30 / 4 / 1949 ο Wisner, επικεφαλής του OPC θυμίζουμε, επικοινώνησε με τον Μιτχάτ Φράσερι στην Τουρκία, ενώ ο υφιστάμενός του Alfred S. Ulmer ήρθε στην Ελλάδα για να δώσει κατευθυντήριες γραμμές στους Αλβανούς φυγάδες, που ζούσαν σε καταυλισμό στο Λαύριο. Έτσι τα μίση και τα πάθη μεταξύ των Αλβανών παραμερίστηκαν προσωρινά, καθώς τους υποσχέθηκαν θριαμβευτική επιστροφή στην Αλβανία. Ο Φράσερι συναντήθηκε με τους Αμερικανούς αξιωματούχους στον Πειραιά, ενώ στη συνέχεια πήγε στην Ιταλία για να συναντηθεί με τους εκεί Αλβανούς φυγάδες. Όσο για τη διάδοχη κατάσταση Χότζα, προκρινόταν η λύση του έκπτωτου βασιλιά Ζογκ (Ζώγου), αφού πρώτα θα γινόταν δημοψήφισμα.
Οι Αμερικανοί συνέστησαν στον Φράσερι να φροντίσει για την ενότητα στις τάξεις των φυγάδων. Εκείνος τους ζήτησε να φροντίσουν για τη μεταφορά των Αλβανών φυγάδων από την Ελλάδα στην Ιταλία και την άρση της ελληνικής υστεροβουλίας για εδαφικά ανταλλάγματα στην Αλβανία.
Στις 5 Μαΐου 1949 αμερικανικό κλιμάκιο πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ζούσε εξόριστος ο Αλβανός βασιλιάς Ζογκ, που αποδείχτηκε σκληρός διαπραγματευτής και ζήτησε να συμμετέχουν στην ηγεσία του κινήματος και δικοί του άνθρωποι. Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι την άνοιξη του 1949 ήταν η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει η επιχείρηση, καθώς στην Ελλάδα η κυβέρνηση ήταν απασχολημένη με τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί όμως οι Αγγλοαμερικάνοι ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς Χότζα; Οι βασικοί λόγοι ήταν τρεις: ο ρόλος της Αλβανίας στον ελληνικό εμφύλιο και οι σχέσεις της με την ΕΣΣΔ του Στάλιν, το μικρό γεωγραφικό της μέγεθος και η απομόνωσή της μετά την αποστασία του Τίτο. Πάντως οι Αμερικανοί σχεδίαζαν την εμπλοκή και Βορειοηπειρωτών εκτός από τους Αλβανούς φυγάδες στην επιχείρηση ανατροπής του Χότζα.
Έτσι ήθελαν να εμπλακεί και η ΚΕΒΑ (Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα) με επικεφαλής-συντονιστές της στρατολόγησης τους Θεοφάνη Βενακίδη, γραμματέα και τον γιατρό Νικόλαο Πάγκο, αντιπρόεδρο του συλλόγου. Οι δύο επικεφαλής τόνιζαν ότι έχουν στείλει 18 καταδρομείς στην Αλβανία και συγκεκριμένα στις περιοχές Αργυρόκαστρο, Λεσκοβίκι, Αυλώνα, Χιμάρα και Κορυτσά. Παράλληλα, ανέφεραν στους Αμερικανούς ότι μπορούσαν να στρατολογήσουν 5.000 καταδρομείς στην Ελλάδα και 2.500 στην Αλβανία. Στη Βουλιαγμένη εκγυμναζόταν 500 Βορειοηπειρώτες ενώ και πολλοί Αλβανοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι υποχρεώνονταν να δηλώσουν Έλληνες και εντάσσονταν στους καταδρομείς. Οι Βορειοηπειρώτες ζητούσαν την οριστική επίλυση του ζητήματος με την Αλβανία, την ένωση δηλαδή της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, ο επικεφαλής του αλβανικού εθνικιστικού αντικομμουνιστικού κινήματος (Μπαλί Κομπετάρ), Αλί Κελτσίρα, στις 15 Νοεμβρίου 1951, συγκέντρωσε στο Μπανιόλι της Ιταλίας όλους τους οπαδούς του κόμματός του και ελάχιστους βασιλικούς του Ζογκ και τους τόνισε ότι οι Αμερικανοί τον υποχρεώνουν να συνεχίσει να στέλνει πράκτορες στην Αλβανία, διαφορετικά η CIA θα σταματούσε κάθε βοήθεια και επιδότηση. Οι Βορειοηπειρώτες ζητούσαν en bloc (ομαδικά), την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα, από τον ελληνομαθή μπέη της Πρεμετής, έναν από τους αντιπάλους του καθεστώτος, ωστόσο εκείνος δεν το δεχόταν.
Στην όλη υπόθεση, είχε εμπλακεί και ο διαβόητος (διπλός) Βρετανός πράκτορας Κιμ Φίλμπι, ο οποίος το καλοκαίρι του 1949 επιστρέφοντας από την Κωνσταντινούπολη στο Λονδίνο, έκανε μια στάση στην Αθήνα και είχε επαφές με τους Αλβανούς φυγάδες. Τον Μάιο του 1949, ο Βρετανός αξιωματικός σύνδεσμος Τζούλιαν Άμερι, συναντήθηκε με τους Σοφούλη-Γονατά και Γ. Παπανδρέου και τους τόνισε ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία ήταν «αντιπαραγωγικές» και δεν διευκόλυναν το σχέδιο ανατροπής του Χότζα. Την ίδια περίοδο και ο παλιός συμπολεμιστής του Άμερι Μπίλι Μακλίν, πήγε στα Γιάννενα για να εξηγήσει στην Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα τους σκοπούς της επιχείρησης και να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους. Ωστόσο Έλληνες και Βορειοηπειρώτες ήταν ανένδοτοι καθώς απαιτούσαν την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.
Οι Βρετανοί όμως με τη βοήθεια του στενού φίλου του στρατάρχη Παπάγου Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, εξασφάλισαν την ανοχή της ελληνικής κυβέρνησης για την έναρξη των επιχειρήσεων αν και οι εθνικοί ελληνικοί στόχοι δεν ικανοποιούνταν. Οι ελληνικές Αρχές τόνισαν στους Αγγλοαμερικανούς ότι δεν θα επέμβουν στην Αλβανία αλλά δεν μπορούσαν να εγγυηθούν ότι δεν θα γινόταν κάποιο θερμό επεισόδιο στα σύνορα ή κάποια σοβαρότερη σύγκρουση, λόγω του τεταμένου μετεμφυλιακού κλίματος. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί ήταν η θανάσιμη αντιπαλότητα μεταξύ των Βορειοηπειρωτών και των Αλβανών του Μπαλί Κομπετάρ και η δυσκολία τους να πείσουν τους Αλβανούς φυγάδες ότι η Ελλάδα δεν ζητά εδαφικά ανταλλάγματα.
Οι επιχειρήσεις για την ανατροπή του Χότζα
Στις 12/9/1949 η CIA με υπόμνημα ενημέρωνε το State Department για την επιχείρηση στην Αλβανία. Αμέσως μετά συγκροτήθηκε η Special Policy Commitee, Επιτροπή Ειδικής Πολιτικής (SPC) επικεφαλής της οποίας ανέλαβε ο Κιμ Φιλμπι. Η αμερικανική επιχείρηση ονομάστηκε «BGFIEND» («Επιχείρηση Διάβολος», 1949-1953) και μετονομάστηκε σε «OBOPUS» στη συνέχεια (1953-1958). Το βρετανικό σχέδιο της ΜΙ6 ονομάστηκε «Operation Valuable» δηλ. «Πολύτιμη Επιχείρηση» (1949-1953).
Στις αρχές Ιουλίου 1949 έφτασαν στη Μάλτα 450 Αλβανοί φυγάδες από την Ελλάδα που εκπαιδεύτηκαν σε ένα παλιό φρούριο στη Μάλτα υπό την καθοδήγηση του Alan J. Adams. Ως προκεχωρημένο φυλάκιο των ασύρματων χρησιμοποιήθηκε η βίλα Μιμπέλι στην Κέρκυρα. Επικεφαλής του επιχειρησιακού σκέλους ήταν οι αξιωματικοί της Μ16 και γνώστες της Αλβανίας από την περίοδο του πολέμου Ν. Σμάιλι και Α. Χερ ενώ ο ‘Αμερι ήταν υπεύθυνος για το πολιτικό σκέλος.
Η αμερικανική BGFIEND δημιούργησε στο Νταχάου της Βαυαρίας ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης για 350-400 Αλβανούς με την ονομασία "Λόχος 4.000". Στην Ελλάδα υπήρχαν κρησφύγετα σε πολλές περιοχές (Εκάλη, Κηφισιά, Γλυφάδα, Ραφήνα και Μενίδι) και βάσεις σε περιοχές της μεθορίου. Στη Βούλα και στο Μενίδι λειτουργούσαν δύο στρατόπεδα εκπαίδευσης ,ενώ 10-15 ελληνομαθή στελέχη της CIA εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Η πρώτη απόβαση την Αλβανία έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1949 από 20 πράκτορες στην περιοχή της Αυλώνας. Από αυτούς οι τέσσερις εξαφανίστηκαν ενώ οι υπόλοιποι δεν πέτυχαν απολύτως τίποτα. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν διαρροές του σχεδίου τόσο από τη Ρώμη όσο και από την Αθήνα. Κατάφεραν να διασωθούν μόνο τέσσερις καταδρομείς που επέστρεψαν έντρομοι στην Ελλάδα. Παρά την παταγώδη αποτυχία τους Αμερικανοί και Βρετανοί δήλωναν αισιόδοξοι.
Όμως το, υποτίθεται, άκρως απόρρητο σχέδιο άρχισε να διαρρέει με λεπτομέρειες σε διεθνούς κύρους εφημερίδες(«New York Times», «Daily Telegraph»), ενώ και στην Ελλάδα στις 7/4/1950 η εφημερίδα "Ελευθερία" έγραφε για "επαναστατικό κίνημα που εξερράγην εν Αλβανίαν κατά του Ενβέρ Χότζα" και για πληροφορίες ότι γιουγκοσλάβικα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αλβανία και έριχναν προκηρύξεις κάτι που διέψευσαν οι Γιουγκοσλάβοι.
Γράφει εύστοχα ο Σ. Ντάγιος: "Η επιχείρηση δεν ήταν πια απόρρητη και δεν μπορούσε να είναι. Ίσως να ήταν κάτι άλλο, μία ψυχολογική καταδρομή κατά του αλβανικού κράτους". Στο μεταξύ Ελλάδα και Ιταλία ένιωθαν δίκαια έντονα ενοχλημένες από τις εξελίξεις. Όλες οι καταδρομικές επιχειρήσεις στην Αλβανία από τον Οκτώβριο του 1949 έως τον Σεπτέμβριο του 1950 δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Πολλοί πράκτορες και καταδρομείς περνούσαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα, κρύβονταν σε δάση και σπηλιές, κατανάλωναν την τροφή που τους είχε δοθεί και επέστρεφαν δίνοντας ψευδείς πληροφορίες για κατασκοπευτική δράση και δολιοφθορές. Οι Δυτικοί έριχναν την ευθύνη για την αποτυχία στους Αλβανούς πράκτορες τους οποίους αποκαλούσαν "shortpit monkeys" ("κοντοπίθαρος πιθήκους") (σημ: δεν υιοθετούμε σε καμία περίπτωση τον χαρακτηρισμό).
Στο μεταξύ στην Αλβανία όπου πλέον ήταν γνωστές σχεδόν όλες οι λεπτομέρειες του απορρήτου σχεδίου των Δυτικών, ξεκίνησαν και δίκες Αλβανών φυγάδων που είχαν συλληφθεί. Οι Αγγλοαμερικάνοι δεν υπολόγισαν ότι ειδικά μετά την αποστασία του Τίτο, οι Σοβιετικοί είχαν την Αλβανία ως προκεχωρημένο φυλάκιο στην Αδριατική και δεν σκόπευαν να το χάσουν. Το 1952 αποφασίστηκε να γίνουν κάποιες αλλαγές στο σχέδιο. Η ρίψη αλεξιπτωτιστών αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη καθώς σχεδόν όλοι συλλαμβάνονταν και αποφασίστηκε οι καταδρομείς να στέλνονται με μικρά σκάφη μέσω της θάλασσας.
Οι Αλβανοί με τη βοήθεια των Σοβιετικών είχαν αποσπάσει πληροφορίες από τους αλεξιπτωτιστές που συνέλαβαν και έστελναν ψεύτικα σήματα και παραπλανητικά στοιχεία σε Αθήνα, Ρώμη, Λονδίνο και Ουάσινγκτον.
Από την άλλη πλευρά οι Η.Π.Α. είχαν πλήρη άγνοια της κατάστασης. Μετά το 1948 και με βάση τις πληροφορίες που διέθετε το State Department μέσω του OPC(Office of Policy Coordination=Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού) συμφώνησε να συμμετάσχει στην επιχείρηση και να τη χρηματοδοτήσει αδρά. Το αμερικανικό σχέδιο εγκρίθηκε από τον Frank Gardiner Wisner, διευθυντή του OPC στις 22 Ιουνίου 1949. Ο συντονισμός των δύο επιχειρήσεων έγινε μέσω μιας μεικτής επιτροπής που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1949 από εκπροσώπους του State Department, του Foreign Office, της CIA και της Μ16 που συνεδρίασαν στην Ουάσινγκτον.
Η προετοιμασία της «επιχείρησης»
Αμερικανοί και Βρετανοί ζήτησαν τον Μάιο του 1949 πληροφορίες από τη γαλλική πρεσβεία στα Τίρανα για την κατάσταση στην Αλβανία. Οι Γάλλοι τους ενημέρωσαν ότι υπάρχει δυσφορία, ίσως και εχθρότητα του πληθυσμού κατά του καθεστώτος Χότζα, ωστόσο δεν υπήρχαν περιθώρια για ανατρεπτικό κίνημα. Οι Βρετανοί τους αγνόησαν και διέδιδαν ότι θα προκαλούσαν γενική εξέγερση κατά του Χότζα με τη βοήθεια του ενός εκατομμυρίου Αλβανών του Κοσόβου. Τον Σεπτέμβριο του 1949 ο Μπέβιν έπεισε τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ για την ανάγκη διενέργειας της επιχείρησης. Η εθνική επιτροπή «Ελεύθερη Αλβανία», που θα συντόνιζε τη στρατολόγηση των καταδρομέων που θα δρούσαν στο αλβανικό έδαφος, ήταν πάντως φανερό ότι δεν θα μπορούσε να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη μελλοντική διακυβέρνηση της Αλβανίας. Υπήρχαν δύο βασικοί παράγοντες για την υλοποίηση του σχεδίου: οι Αλβανοί φυγάδες, που θα έκαναν καταδρομικές επιχειρήσεις στην Αλβανία και η Ελλάδα που θα παραχωρούσε το έδαφός της ως βάση εξόρμησής τους. Στο μεταξύ οι σχέσεις μεταξύ των Αλβανών φυγάδων ήταν κάκιστες, αλληλοσφάζονταν στους καταυλισμούς, γράφει ο Σ. Ντάγιος, ενώ και η Ελλάδα ζητούσε ως αντάλλαγμα για τις διευκολύνσεις που θα παρείχε, τη Βόρειο Ήπειρο. Κάτι με το οποίο διαφωνούσαν οι Αγγλοαμερικάνοι.
Στις 30 / 4 / 1949 ο Wisner, επικεφαλής του OPC θυμίζουμε, επικοινώνησε με τον Μιτχάτ Φράσερι στην Τουρκία, ενώ ο υφιστάμενός του Alfred S. Ulmer ήρθε στην Ελλάδα για να δώσει κατευθυντήριες γραμμές στους Αλβανούς φυγάδες, που ζούσαν σε καταυλισμό στο Λαύριο. Έτσι τα μίση και τα πάθη μεταξύ των Αλβανών παραμερίστηκαν προσωρινά, καθώς τους υποσχέθηκαν θριαμβευτική επιστροφή στην Αλβανία. Ο Φράσερι συναντήθηκε με τους Αμερικανούς αξιωματούχους στον Πειραιά, ενώ στη συνέχεια πήγε στην Ιταλία για να συναντηθεί με τους εκεί Αλβανούς φυγάδες. Όσο για τη διάδοχη κατάσταση Χότζα, προκρινόταν η λύση του έκπτωτου βασιλιά Ζογκ (Ζώγου), αφού πρώτα θα γινόταν δημοψήφισμα.
Οι Αμερικανοί συνέστησαν στον Φράσερι να φροντίσει για την ενότητα στις τάξεις των φυγάδων. Εκείνος τους ζήτησε να φροντίσουν για τη μεταφορά των Αλβανών φυγάδων από την Ελλάδα στην Ιταλία και την άρση της ελληνικής υστεροβουλίας για εδαφικά ανταλλάγματα στην Αλβανία.
Στις 5 Μαΐου 1949 αμερικανικό κλιμάκιο πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ζούσε εξόριστος ο Αλβανός βασιλιάς Ζογκ, που αποδείχτηκε σκληρός διαπραγματευτής και ζήτησε να συμμετέχουν στην ηγεσία του κινήματος και δικοί του άνθρωποι. Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι την άνοιξη του 1949 ήταν η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει η επιχείρηση, καθώς στην Ελλάδα η κυβέρνηση ήταν απασχολημένη με τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί όμως οι Αγγλοαμερικάνοι ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς Χότζα; Οι βασικοί λόγοι ήταν τρεις: ο ρόλος της Αλβανίας στον ελληνικό εμφύλιο και οι σχέσεις της με την ΕΣΣΔ του Στάλιν, το μικρό γεωγραφικό της μέγεθος και η απομόνωσή της μετά την αποστασία του Τίτο. Πάντως οι Αμερικανοί σχεδίαζαν την εμπλοκή και Βορειοηπειρωτών εκτός από τους Αλβανούς φυγάδες στην επιχείρηση ανατροπής του Χότζα.
Έτσι ήθελαν να εμπλακεί και η ΚΕΒΑ (Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα) με επικεφαλής-συντονιστές της στρατολόγησης τους Θεοφάνη Βενακίδη, γραμματέα και τον γιατρό Νικόλαο Πάγκο, αντιπρόεδρο του συλλόγου. Οι δύο επικεφαλής τόνιζαν ότι έχουν στείλει 18 καταδρομείς στην Αλβανία και συγκεκριμένα στις περιοχές Αργυρόκαστρο, Λεσκοβίκι, Αυλώνα, Χιμάρα και Κορυτσά. Παράλληλα, ανέφεραν στους Αμερικανούς ότι μπορούσαν να στρατολογήσουν 5.000 καταδρομείς στην Ελλάδα και 2.500 στην Αλβανία. Στη Βουλιαγμένη εκγυμναζόταν 500 Βορειοηπειρώτες ενώ και πολλοί Αλβανοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι υποχρεώνονταν να δηλώσουν Έλληνες και εντάσσονταν στους καταδρομείς. Οι Βορειοηπειρώτες ζητούσαν την οριστική επίλυση του ζητήματος με την Αλβανία, την ένωση δηλαδή της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, ο επικεφαλής του αλβανικού εθνικιστικού αντικομμουνιστικού κινήματος (Μπαλί Κομπετάρ), Αλί Κελτσίρα, στις 15 Νοεμβρίου 1951, συγκέντρωσε στο Μπανιόλι της Ιταλίας όλους τους οπαδούς του κόμματός του και ελάχιστους βασιλικούς του Ζογκ και τους τόνισε ότι οι Αμερικανοί τον υποχρεώνουν να συνεχίσει να στέλνει πράκτορες στην Αλβανία, διαφορετικά η CIA θα σταματούσε κάθε βοήθεια και επιδότηση. Οι Βορειοηπειρώτες ζητούσαν en bloc (ομαδικά), την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα, από τον ελληνομαθή μπέη της Πρεμετής, έναν από τους αντιπάλους του καθεστώτος, ωστόσο εκείνος δεν το δεχόταν.
Στην όλη υπόθεση, είχε εμπλακεί και ο διαβόητος (διπλός) Βρετανός πράκτορας Κιμ Φίλμπι, ο οποίος το καλοκαίρι του 1949 επιστρέφοντας από την Κωνσταντινούπολη στο Λονδίνο, έκανε μια στάση στην Αθήνα και είχε επαφές με τους Αλβανούς φυγάδες. Τον Μάιο του 1949, ο Βρετανός αξιωματικός σύνδεσμος Τζούλιαν Άμερι, συναντήθηκε με τους Σοφούλη-Γονατά και Γ. Παπανδρέου και τους τόνισε ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις απέναντι στην Αλβανία ήταν «αντιπαραγωγικές» και δεν διευκόλυναν το σχέδιο ανατροπής του Χότζα. Την ίδια περίοδο και ο παλιός συμπολεμιστής του Άμερι Μπίλι Μακλίν, πήγε στα Γιάννενα για να εξηγήσει στην Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα τους σκοπούς της επιχείρησης και να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους. Ωστόσο Έλληνες και Βορειοηπειρώτες ήταν ανένδοτοι καθώς απαιτούσαν την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.
Οι Βρετανοί όμως με τη βοήθεια του στενού φίλου του στρατάρχη Παπάγου Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, εξασφάλισαν την ανοχή της ελληνικής κυβέρνησης για την έναρξη των επιχειρήσεων αν και οι εθνικοί ελληνικοί στόχοι δεν ικανοποιούνταν. Οι ελληνικές Αρχές τόνισαν στους Αγγλοαμερικανούς ότι δεν θα επέμβουν στην Αλβανία αλλά δεν μπορούσαν να εγγυηθούν ότι δεν θα γινόταν κάποιο θερμό επεισόδιο στα σύνορα ή κάποια σοβαρότερη σύγκρουση, λόγω του τεταμένου μετεμφυλιακού κλίματος. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί ήταν η θανάσιμη αντιπαλότητα μεταξύ των Βορειοηπειρωτών και των Αλβανών του Μπαλί Κομπετάρ και η δυσκολία τους να πείσουν τους Αλβανούς φυγάδες ότι η Ελλάδα δεν ζητά εδαφικά ανταλλάγματα.
Οι επιχειρήσεις για την ανατροπή του Χότζα
Στις 12/9/1949 η CIA με υπόμνημα ενημέρωνε το State Department για την επιχείρηση στην Αλβανία. Αμέσως μετά συγκροτήθηκε η Special Policy Commitee, Επιτροπή Ειδικής Πολιτικής (SPC) επικεφαλής της οποίας ανέλαβε ο Κιμ Φιλμπι. Η αμερικανική επιχείρηση ονομάστηκε «BGFIEND» («Επιχείρηση Διάβολος», 1949-1953) και μετονομάστηκε σε «OBOPUS» στη συνέχεια (1953-1958). Το βρετανικό σχέδιο της ΜΙ6 ονομάστηκε «Operation Valuable» δηλ. «Πολύτιμη Επιχείρηση» (1949-1953).
Στις αρχές Ιουλίου 1949 έφτασαν στη Μάλτα 450 Αλβανοί φυγάδες από την Ελλάδα που εκπαιδεύτηκαν σε ένα παλιό φρούριο στη Μάλτα υπό την καθοδήγηση του Alan J. Adams. Ως προκεχωρημένο φυλάκιο των ασύρματων χρησιμοποιήθηκε η βίλα Μιμπέλι στην Κέρκυρα. Επικεφαλής του επιχειρησιακού σκέλους ήταν οι αξιωματικοί της Μ16 και γνώστες της Αλβανίας από την περίοδο του πολέμου Ν. Σμάιλι και Α. Χερ ενώ ο ‘Αμερι ήταν υπεύθυνος για το πολιτικό σκέλος.
Η αμερικανική BGFIEND δημιούργησε στο Νταχάου της Βαυαρίας ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης για 350-400 Αλβανούς με την ονομασία "Λόχος 4.000". Στην Ελλάδα υπήρχαν κρησφύγετα σε πολλές περιοχές (Εκάλη, Κηφισιά, Γλυφάδα, Ραφήνα και Μενίδι) και βάσεις σε περιοχές της μεθορίου. Στη Βούλα και στο Μενίδι λειτουργούσαν δύο στρατόπεδα εκπαίδευσης ,ενώ 10-15 ελληνομαθή στελέχη της CIA εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Η πρώτη απόβαση την Αλβανία έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1949 από 20 πράκτορες στην περιοχή της Αυλώνας. Από αυτούς οι τέσσερις εξαφανίστηκαν ενώ οι υπόλοιποι δεν πέτυχαν απολύτως τίποτα. Ήταν φανερό ότι υπήρχαν διαρροές του σχεδίου τόσο από τη Ρώμη όσο και από την Αθήνα. Κατάφεραν να διασωθούν μόνο τέσσερις καταδρομείς που επέστρεψαν έντρομοι στην Ελλάδα. Παρά την παταγώδη αποτυχία τους Αμερικανοί και Βρετανοί δήλωναν αισιόδοξοι.
Όμως το, υποτίθεται, άκρως απόρρητο σχέδιο άρχισε να διαρρέει με λεπτομέρειες σε διεθνούς κύρους εφημερίδες(«New York Times», «Daily Telegraph»), ενώ και στην Ελλάδα στις 7/4/1950 η εφημερίδα "Ελευθερία" έγραφε για "επαναστατικό κίνημα που εξερράγην εν Αλβανίαν κατά του Ενβέρ Χότζα" και για πληροφορίες ότι γιουγκοσλάβικα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αλβανία και έριχναν προκηρύξεις κάτι που διέψευσαν οι Γιουγκοσλάβοι.
Γράφει εύστοχα ο Σ. Ντάγιος: "Η επιχείρηση δεν ήταν πια απόρρητη και δεν μπορούσε να είναι. Ίσως να ήταν κάτι άλλο, μία ψυχολογική καταδρομή κατά του αλβανικού κράτους". Στο μεταξύ Ελλάδα και Ιταλία ένιωθαν δίκαια έντονα ενοχλημένες από τις εξελίξεις. Όλες οι καταδρομικές επιχειρήσεις στην Αλβανία από τον Οκτώβριο του 1949 έως τον Σεπτέμβριο του 1950 δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Πολλοί πράκτορες και καταδρομείς περνούσαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα, κρύβονταν σε δάση και σπηλιές, κατανάλωναν την τροφή που τους είχε δοθεί και επέστρεφαν δίνοντας ψευδείς πληροφορίες για κατασκοπευτική δράση και δολιοφθορές. Οι Δυτικοί έριχναν την ευθύνη για την αποτυχία στους Αλβανούς πράκτορες τους οποίους αποκαλούσαν "shortpit monkeys" ("κοντοπίθαρος πιθήκους") (σημ: δεν υιοθετούμε σε καμία περίπτωση τον χαρακτηρισμό).
Στο μεταξύ στην Αλβανία όπου πλέον ήταν γνωστές σχεδόν όλες οι λεπτομέρειες του απορρήτου σχεδίου των Δυτικών, ξεκίνησαν και δίκες Αλβανών φυγάδων που είχαν συλληφθεί. Οι Αγγλοαμερικάνοι δεν υπολόγισαν ότι ειδικά μετά την αποστασία του Τίτο, οι Σοβιετικοί είχαν την Αλβανία ως προκεχωρημένο φυλάκιο στην Αδριατική και δεν σκόπευαν να το χάσουν. Το 1952 αποφασίστηκε να γίνουν κάποιες αλλαγές στο σχέδιο. Η ρίψη αλεξιπτωτιστών αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη καθώς σχεδόν όλοι συλλαμβάνονταν και αποφασίστηκε οι καταδρομείς να στέλνονται με μικρά σκάφη μέσω της θάλασσας.
Οι Αλβανοί με τη βοήθεια των Σοβιετικών είχαν αποσπάσει πληροφορίες από τους αλεξιπτωτιστές που συνέλαβαν και έστελναν ψεύτικα σήματα και παραπλανητικά στοιχεία σε Αθήνα, Ρώμη, Λονδίνο και Ουάσινγκτον.
Ο θάνατος του Στάλιν (1953) γεννά νέες ελπίδες
Ενώ φαινόταν ότι επιχείρηση καταρρέει, ο θάνατος του Στάλιν (Μάρτιος 1953) αναπτέρωσε τις ελπίδες των φυγάδων και των Δυτικών. Παραδόξως κυκλοφορούσαν πληροφορίες για εξέγερση κατά του Χότζα, πορεία 50.000 αγροτών προς τα Τίρανα κλπ., πράγματα παντελώς ανυπόστατα.
Οι φυγάδες από την όποια άνεση της εξορίας τους, έδιναν ψευδείς πληροφορίες στους Δυτικούς ενώ οι Αλβανοί συνέχιζαν να εξοντώνουν τους εισβολείς. Ήδη τον Απρίλιο του 1954 όλες οι βασιλικές (προσκείμενες στον Ζογκ), βάσεις στον βορρά, είχαν εξαρθρωθεί. Το καλοκαίρι του 1953 η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε να τερματίσει τις επιχειρήσεις ωστόσο η CIA συνέχισε τη δράση της με λιγότερο ριψοκίνδυνες αποστολές όμως. Τη ρίψη εκατομμυρίων προκηρύξεων (20.200.000 το 1954 και 25.600.000 το 1955) ,αλλά και δώρων από την επιτροπή "Ελεύθερη Αλβανία" προς τους συμπατριώτες τους: σαπούνια, υφάσματα, βελόνες, ξυραφάκια και λοιπά. Θα μπορούσε να είναι μέρος του σεναρίου μιας εξαιρετικής κωμωδίας όχι όμως τμήμα σοβαρού σχεδίου ανατροπής του Χότζα.
Το 1956 οι Αμερικανοί επιχείρησαν εκ νέου την ανατροπή του καθεστώτος χωρίς αποτέλεσμα. Η πολιτική Χρουστσόφ και το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ άλλαξαν άρδην την πολιτική των ΗΠΑ. Οι επιχειρήσεις ατόνησαν το 1957 και οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν τη διακοπή της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στις 31 Ιανουαρίου 1958.
Ενώ φαινόταν ότι επιχείρηση καταρρέει, ο θάνατος του Στάλιν (Μάρτιος 1953) αναπτέρωσε τις ελπίδες των φυγάδων και των Δυτικών. Παραδόξως κυκλοφορούσαν πληροφορίες για εξέγερση κατά του Χότζα, πορεία 50.000 αγροτών προς τα Τίρανα κλπ., πράγματα παντελώς ανυπόστατα.
Οι φυγάδες από την όποια άνεση της εξορίας τους, έδιναν ψευδείς πληροφορίες στους Δυτικούς ενώ οι Αλβανοί συνέχιζαν να εξοντώνουν τους εισβολείς. Ήδη τον Απρίλιο του 1954 όλες οι βασιλικές (προσκείμενες στον Ζογκ), βάσεις στον βορρά, είχαν εξαρθρωθεί. Το καλοκαίρι του 1953 η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε να τερματίσει τις επιχειρήσεις ωστόσο η CIA συνέχισε τη δράση της με λιγότερο ριψοκίνδυνες αποστολές όμως. Τη ρίψη εκατομμυρίων προκηρύξεων (20.200.000 το 1954 και 25.600.000 το 1955) ,αλλά και δώρων από την επιτροπή "Ελεύθερη Αλβανία" προς τους συμπατριώτες τους: σαπούνια, υφάσματα, βελόνες, ξυραφάκια και λοιπά. Θα μπορούσε να είναι μέρος του σεναρίου μιας εξαιρετικής κωμωδίας όχι όμως τμήμα σοβαρού σχεδίου ανατροπής του Χότζα.
Το 1956 οι Αμερικανοί επιχείρησαν εκ νέου την ανατροπή του καθεστώτος χωρίς αποτέλεσμα. Η πολιτική Χρουστσόφ και το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ άλλαξαν άρδην την πολιτική των ΗΠΑ. Οι επιχειρήσεις ατόνησαν το 1957 και οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν τη διακοπή της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στις 31 Ιανουαρίου 1958.
Γιατί απέτυχε η προσπάθεια ανατροπής του Ενβέρ Χότζα
Έτσι έληξε άδοξα η σχεδόν δεκαετής προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος Χότζα. Σύμφωνα με την αλβανική κρατική ασφάλεια, όλα αυτά τα χρόνια εξοντώθηκαν 203 εσωτερικοί στασιαστές, 27 δολοφονήθηκαν και 176 αιχμαλωτίστηκαν. Μεταξύ 1949-1954 εξαρθρώθηκαν 961 καταδρομείς που έρχονταν από το εξωτερικό και συνεργάτες τους από το εσωτερικό, κατασχέθηκαν δύο χιλιάδες όπλα, 10.000 φυσίγγια, βόμβες, μαχαίρια, 5 ασύρματοι και 15.000 χρυσές λίρες. 463 Αλβανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους. Οι φυγάδες κατάφεραν μόνο κάποιες ασήμαντες δολιοφθορές στις πετρελαιοπηγές στο Κουτσόβε και στα ορυχεία χαλκού του Ρουμπίκ. Υποκίνησαν επίσης κάποιες περιορισμένες εξεγέρσεις και δολοφόνησαν μερικά στελέχη του ΚΚ Αλβανίας.
Μεταξύ τους όμως υπήρχαν έντονες αντιπαραθέσεις, μνησικακία, διαφωνίες, διάθεση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ενώ συχνές ήταν οι διαρροές των επιχειρησιακών σχεδίων. Ο αγώνας τους ήταν ανοργάνωτος και δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στον αλβανικό πληθυσμό. Καθοριστικές ήταν οι σφοδρές διαμάχες τους με τους Βορειοηπειρώτες. Έτσι το αλβανικό καθεστώς «πέρασε» εύκολα στην κοινή γνώμη την αληθοφανή προπαγάνδα της μειοδοσίας κατηγορώντας τους φυγάδες ότι αποτελούσαν μίσθαρνα όργανα ξένων κατακτητών που αποσκοπούσαν στον εδαφικό ακρωτηριασμό της Αλβανίας και επιβουλεύονταν τα εθνικά δίκαια της πατρίδας τους.
Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Σταύρου Γ. Ντάγιου «Κυνηγώντας χίμαιρες- ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1945-1991», Εκδόσεις LITERATUS, 2021.
Ευχαριστούμε και πάλι θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας επέτρεψε για μία ακόμη φορά να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του καθώς και για τις αδημοσίευτες φωτογραφίες που μας έστειλε.
Μεταξύ τους όμως υπήρχαν έντονες αντιπαραθέσεις, μνησικακία, διαφωνίες, διάθεση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ενώ συχνές ήταν οι διαρροές των επιχειρησιακών σχεδίων. Ο αγώνας τους ήταν ανοργάνωτος και δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στον αλβανικό πληθυσμό. Καθοριστικές ήταν οι σφοδρές διαμάχες τους με τους Βορειοηπειρώτες. Έτσι το αλβανικό καθεστώς «πέρασε» εύκολα στην κοινή γνώμη την αληθοφανή προπαγάνδα της μειοδοσίας κατηγορώντας τους φυγάδες ότι αποτελούσαν μίσθαρνα όργανα ξένων κατακτητών που αποσκοπούσαν στον εδαφικό ακρωτηριασμό της Αλβανίας και επιβουλεύονταν τα εθνικά δίκαια της πατρίδας τους.
Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Σταύρου Γ. Ντάγιου «Κυνηγώντας χίμαιρες- ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1945-1991», Εκδόσεις LITERATUS, 2021.
Ευχαριστούμε και πάλι θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας επέτρεψε για μία ακόμη φορά να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του καθώς και για τις αδημοσίευτες φωτογραφίες που μας έστειλε.
πηγή: protothema.gr
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών