Η Τουρκία θα συνεχίσει και το 2022 τις προσπάθειες να βελτιώσει τις σχέσεις της με γειτονικές χώρες φιλικές με τις ΗΠΑ , όπως Αίγυπτος και Σαουδική Αραβία, σε μια προσπάθεια να προωθήσει τα στρατηγικά της συμφέροντα στη περιοχή. Άγκυρα και Ουάσινγκτον, παρά τις κακές τους σχέσεις, θα έχουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας. Tο πρόσφατο non paper των γραφειοκρατών του Υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ ότι στηρίζουν μεν ενεργά το σχήμα 3+1 στο οποίο η Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ συμμετέχουν, αλλά αντιτίθενται στην υλοποίηση του αγωγού East Med, για λόγους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς, είναι νωρίς ακόμα να εκτιμηθεί αν πρόκειται για αναφορά που κλείνει το μάτι στην Άγκυρα για τις δικές της αντιδράσεις. Το θέμα αφορά αποκλειστικά την ΕΕ, προ δύο ετών υπογράφηκε στην Αθήνα η συμφωνία για τη κατασκευή του EastMed από τους ηγέτες Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ που έχουν και τον τελικό λόγο, και έχει ενταχθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα έργα κοινού ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Recep Tayyip Erdogan θα κρατήσει σε σταθερή βάση τις επιθέσεις του στο Ισραήλ, αναζητώντας την αποδοχή του από τον Μουσουλμανικό κόσμο, αλλά δεν αποτελεί μυστικό ότι αναζητεί την κανονικότητα στις σχέσεις με το Τελαβίβ . Η τουρκική λίρα θα συνεχίσει να εκθέτει τη χώρα σε οικονομικά ρίσκα, και οι εξτρεμιστές του PKK να αποτελούν μόνιμη απειλή για την τουρκική ασφάλεια, απειλή που θα αναγκάζει τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να εκτελούν επιχειρήσεις όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο Ιράκ για να εξαλείψουν τις βάσεις τους. Επιπλέον η χώρα, λόγω της αυταρχικής συμπεριφοράς του καθεστώτος Erdogan, θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται σαν μια «υβριδική δημοκρατία».
Η πίεση που αναμένεται να ενταθεί το 2022 προς το καθεστώς της Τουρκίας δεν θα αναγκάσει απαραίτητα τον Πρόεδρο Erdogan σε μια αλλαγή στη στάση του σ’ ότι αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ούτε να υιοθετήσει μια λιγότερο επιθετική στάση στην Ανατολική Μεσόγειο απέναντι στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο στην Κύπρο. Γι’ αυτό είναι βέβαιο ότι η επόμενη χρονιά θα φέρει μαζί της την επιστροφή σε μια κατάσταση «συγκρουσιακής κανονικότητας» σ’ ότι αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κάτι που πολλοί αναλυτές χαρακτηρίζουν σαν «μη πόλεμο, μη ειρήνη».
Ορόσημο αποτέλεσε η επανέναρξη τον Ιανουάριο του 2021 των «διερευνητικών συνομιλιών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι οποίες είχαν σταματήσει το 2016, με σκοπό τα δύο έθνη να οριοθετήσουν τις θαλάσσιες ζώνες τους και βοήθησε στη διατήρηση της έντασης σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Η επανάληψη των επαφών αυτών κατέστη δυνατή μετά την «αποσύνδεση» του Κυπριακού από τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, γεγονός που επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση, σε συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία, να ξεκινήσει «διερευνητικές συνομιλίες» με την Τουρκία ανεξάρτητα από οποιαδήποτε λύση το Κυπριακό.
Για το 2022 και μέχρι αφίξεως των αεροσκαφών rafale και των φρεγατών belharra αναμένεται για την εξωτερική μας πολιτική η αποσύνδεση του Κυπριακού. Επίσης αναμένεται ο αμετάβλητος προσανατολισμός της Ελλάδας προς τη σφυρηλάτηση στρατηγικών συμμαχιών τόσο με περιφερειακούς παίκτες στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και με σημαντικούς εξωτερικούς παράγοντες, όπως η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό θα βοηθήσει, εκτός των άλλων, στην ενίσχυση των προσπαθειών της χώρας να διαδραματίσει τη γέφυρα μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ και να προωθήσει το ζήτημα της «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ, στο οποίο η Ελλάδα έχει σαφώς εναποθέσει συμφέροντα. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσει η νέα γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού να χρησιμεύσει για να στηρίξει τη στρατηγική της Ελλάδας για εξισορρόπηση της Τουρκίας, αλλά και τη συνολική «ευρωπαϊκή» αντιμετώπιση της μεταναστευτικής πρόκλησης, η οποία μπορεί να γίνει για άλλη μια φορά κρίσιμο πρόβλημα για την ασφάλεια της Ελλάδας.
Η στάση της ΕΕ αναμένεται να εξακολουθήσει να είναι ασαφής και επαμφοτερίζουσα σε πολλά θέματα, αλλά δύο είναι οι βασικές απειλές ή προκλήσεις για τις οποίες η ΕΕ δεν έχει ακόμα σαφή στρατηγική. Η αντιμετώπιση της Τουρκίας και η διαχείριση της μεταναστευτικής πρόκλησης. Το επόμενο έτος, η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάληψη πρωτοβουλιών που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να διαδραματίσει ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών της ΕΕ έναντι των δύο αυτών βασικών απειλών.
Τέτοιες ελληνικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να συσχετιστούν με την πρόταση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη διοργάνωση «Πολυμερούς Διάσκεψης για τη Μεσόγειο» με στόχο την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ώστε να επιδιώξει η χώρα μας να διαμορφώσει τόσο την ατζέντα όσο και τους όρους της σ’ αυτό το συνέδριο. Σ’ ότι αφορά το μεταναστευτικό η Τουρκία συνεχίζει να κρατά τα κλειδιά για τη διαχείριση της μεταναστευτικής πρόκλησης, αλλά η χώρα μας θα μπορούσε να μετατρέψει τη «μεσογειακή συνιστώσα» της ΕΕ σε παράγοντα διαμόρφωσης μιας συνολικής ευρωπαϊκής ατζέντας για τη διαχείριση της μετανάστευσης. Μια ατζέντα που δεν θα βλέπει τα μεσογειακά κράτη-μέλη της ΕΕ ως «ασπίδα της Ευρώπης» και η ΕΕ δεν θα περιορίζεται στην οικονομική τους υποστήριξη ή την υποστήριξη μέσω της παροχής εξοπλισμού.
Σε κάθε περίπτωση η εργαλειοποίηση της μετανάστευσης θα συνεχιστεί, και θα παραμείνει μια κρίσιμη πρόκληση για την εφαρμογή πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης από την ΕΕ. Ενώ στην Ευρώπη χρειαζόμαστε ένα θετικό μοντέλο για την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης και του ασύλου, και αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Αφρική ο Νίγηρας, το Μάλι και η Αιθιοπία θα συνεχίσουν να δημιουργούν εκτοπισμένους καθώς και πρόσφυγες, αλλά η χώρα μας θα αντιμετωπίσει δύο προκλήσεις σε σχέση με τη μετανάστευση το 2022. Η πρώτη είναι η ένταξη του προσφυγικού πληθυσμού που διαμένει σήμερα στην επικράτειά της. Όσον αφορά τις επιστροφές, η χώρα κηρύχθηκε για άλλη μια φορά μη ασφαλής για επιστροφές βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ από τα γερμανικά δικαστήρια. Η πρόσφατη Εθνική Στρατηγική για την Κοινωνική Ένταξη των αιτούντων άσυλο και των αποδεκτών διεθνούς προστασίας είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά παραμένει ασαφές πώς θα επιτευχθεί. Η δεύτερη πρόκληση είναι η διαπραγμάτευση του Νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να προωθεί. Μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί είτε προς την ουσιαστική νομοθετική μεταρρύθμιση του μηχανισμού του Δουβλίνου είτε προς την υιοθέτηση μόνιμων μέτρων αλληλεγγύης. Η απουσία συνολικής αλλαγής σημαίνει ότι οι χώρες στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ θα συνεχίσουν να επωμίζονται μεγάλο μερίδιο της ευθύνης.-
*Ο Γιώργος Γκορέζης είναι Υποστράτηγος ε.α., συγγραφέας, αρθρογράφος, στρατιωτικός αναλυτής
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών