Οι μάχες στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά μεταξύ των Γερμανικών Δυνάμεων και των Ελλήνων υπερασπιστών ήταν θρυλικές. Έχει σημασία να δούμε πως την βλέπουν οι ξένοι. Το δημοσίευμα του warhistoryonline.com δίνει μια εικόνα:
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, οι φασίστες Ιταλοί άρχισαν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην Ελλάδα που σηματοδότησε την είσοδό της στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακολουθώντας το αδιέξοδο των συμμάχων της Ιταλίας στο μέτωπο της Αλβανίας και τις νίκες των Ελλήνων στις ορεινές περιοχές της βόρειας Ελλάδας και της Αλβανίας εναντίον του ιταλικού στρατού, ο Χίτλερ άρχισε την προετοιμασία για την επιχείρηση “Μαρίτα”.
Στις 6 Απριλίου του 1941, οι Γερμανοί Ναζί άρχισαν την επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας.
Ο Έλληνας δικτάτορας-πρωθυπουργός, Ιωάννης Μεταξάς, που πέθανε λίγο πριν την γερμανική εισβολή στη χώρα, είχε ξεκινήσει το έργο των οχυρών απο το καλοκαίρι του 1936.
Το μεγαλύτερο μέρος του εκτεινόταν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τον ποταμό Νέστο μέχρι το σημείο όπου η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία , “συναντούσαν” τα ελληνικά σύνορα.
Τα οχυρά αποτελούσαν το αμυντικό σύστημα με το οποίο οι ελληνικές δυνάμεις μπλόκαραν το δρόμο που οδηγούσε μέσα από τη λεκάνη του Νευροκοπίου και γύρω απο το φαράγγι Ρούπελ στην ανατολική Μακεδονία.
Η δύναμη της “γραμμής” του Μεταξά δεν έμενε τόσο στην σωστή οχύρωση όσο στην αδυναμία πρόσβασης του ενδιάμεσου εδάφους που οδηγεί μέχρι τις αμυντικές θέσεις.
Οι ελληνικές οχυρώσεις γύρω απο τα σύνορα είχαν προσαρμοστεί ακριβώς στα χαρακτηριστικά του εδάφους και ένα σύστημα άμυνας κάλυψε τους λιγοστούς διαθέσιμους δρόμους. Οι οχυρώσεις είχαν στηθεί κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας και των βουλγαρικών συνόρων.
Το γερμανικό σχέδιο της επίθεσης βασίστηκε στην παραδοχή ότι, λόγω της εκστρατείας στην Αλβανία, οι Έλληνες θα στερούνταν επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού για να υπερασπιστούν τα σύνορά τους με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία.
Η μετωπική επίθεση στη γραμμή Μεταξά, που έγινε απο δυνάμεις του πεζικού και δύο ενισχυμένες ορεινές μεραρχίες του XVIII Mountain Corps, αποκρούστηκε με εξαιρετικά σκληρή αντίσταση από τους Έλληνες υπερασπιστές.
Μετά απο τρεις μέρες μάχης, κατα τη διάρκεια των οποίων οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν πυροβολικό και βομβαρδιστικά, η γραμμή Μεταξά τελικά “έσπασε”.
Η με μεγάλο κόστος επιτυχία “πιστώνεται” στην 6η Ορεινή Μεραρχία, η οποία διέσχισε 7.000 πόδια χιονισμένης οροσειράς και “χτύπησε” σε ένα σημείο που είχε θεωρηθεί προσβάσιμο από τους Έλληνες.
Όταν η επιχείρηση Μαρίτα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού ήταν στα σύνορα με την Αλβανία, από τα οποία τα ιταλικά στρατεύματα προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να εισέλθουν στην Ελλάδα.
Τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν μέσα απο την Βουλγαρία, δημιουργώντας ενα δεύτερο μέτωπο. Η Ελλάδα είχε ήδη λάβει ένα μικρό όμως ανεπαρκή οπλισμό από τη Βρετανία, εν αναμονή της γερμανικής επίθεσης, αλλά περισσότερη βοήθεια δεν στάλθηκε μετά την εισβολή.
Τα ελληνικά στρατεύματα ήταν πολύ λίγα σε αριθμό στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα ιταλικά και τα γερμανικά στρατεύματα μαζί.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία κατα τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μερών του Μαρτίου, οι Βρετανοί αντέδρασαν βιαστικά με το να αποβιβάσουν στρατιωτική δυνάμη στην Αλεξάνδρεια.
Αρκετές μοίρες της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας είχαν επιχειρήσει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών.
Σε ανύποπτο χρόνο, οι Βρετανοί ασκούσαν οποιαδήποτε πίεση μπορούσαν στους Έλληνες με το να τους ζητούν να αντισταθούν στους Γερμανούς.
Αντίθετα, οι Έλληνες ηγέτες είχαν εκφράσει επανειλημμένα την πρόθεσή τους να αντιμετωπίσουν οποιασδήποτε γερμανική εισβολή, ανεξάρτητα απο το αν θα μπορούσαν να βοηθηθούν απο τους συμμάχους τους ή όχι.
Οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι το κύρος τους θα μπορούσε να υποστεί ένα καταστρεπτικό πλήγμα αν οι δυνάμεις τους έπρεπε να εκκενωθούν σε μια δεύτερη Δουνκέρκη, αλλά ακόμα και αυτή η πιθανότητα έμοιαζε προτιμότερη απο το να αφήσουν την Ελλάδα στην τύχη της.
Σε μια αναφορά του Eden και των στρατιωτικών του συμβούλων, συνόψιζαν την κατάσταση δηλώνοντας ότι υπήρχε “μια εύλογη πιθανότητα πάλης” και, με λίγη καλή τύχη, μια καλή ευκαιρία “ανατροπής των γερμανικών σχεδίων”.
Καμία οριστική απόφαση σχετικά με την διάθεση των δυνάμεων δεν πάρθηκε, κυρίως επειδή οι Βρετανοί και οι Έλληνες ήλπιζαν ότι η Γιουγκοσλαβία θα μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις του Άξονα.
Όταν η ελπίδα αυτή τελικά και κάπως απροσδόκητα υλοποιήθηκε στο τέλος του Μαρτίου, οι τρεις χώρες απέτυχαν να δημιουργήσουν μια ενιαία διοίκηση.
Έως τις 12 Απριλίου, οι Γιουγκοσλάβοι συγκεντρώθηκαν σε τέσσερα τμήματα γύρω απο τα βόρεια σύνορα της Αλβανίας και παρείχαν επιπλέον δυνάμεις ως στήριξη στην ελληνική επίθεση στη νότια Αλβανία.
Οι εξελίξεις των γεγονότων έδειξαν καθαρά πόσο μη ρεαλιστικά ήταν εκείνη τη στιγμή αυτά τα σχέδια επίθεσης όταν και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει να συνενώσουν τις αμυντικές τους δυνάμεις εναντίον της γερμανικής απειλής.
Η περιοχή των επιθέσεων των γερμανικών δυνάμεων στη νοτιοδυτική Βουλγαρία οριοθετείται από την οροσειρά κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας και των βουλγαρικών συνόρων.
Για να εισέλθουν βορειότερα στην Ελλάδα, έπρεπε να διαπεράσουν τα βουνά Ροδόπης, όπου μόνο σε μερικά περάσματα και κοιλάδες ποταμών είναι επιτρεπτεί η διέλευση των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων.
Δύο διαδρομές οδήγησαν σε όλα τα περάσματα στα δυτικά του Κιουστεντίλ κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας και των βουλγαρικών συνόρων και μια άλλη μέσω της κοιλάδας Στρυμόνα στο νότο.
Οι πολύ απότομες ορεινές διαδρομές με τις αμέτρητες στροφές δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απο βαριά οχήματα μέχρι το μηχανικό των Γερμανών να ανοίξει τους δρόμους.
Οι ποταμοί Στρυμώνας και Νέστος διασχίζουν την οροσειρά στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία. Και οι δύο κοιλάδες ήταν καλά προστατευμένες απο ισχυρά οχυρά που αποτελούσαν μέρος της γραμμής Μεταξά. Αυτή η γραμμή ήταν ένα σύστημα ,παρόμοια με τη γραμμή Μαζινό.
Κατά μήκος των συνόρων Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας, υπάρχει μια άλλη οροσειρά με δύο όμως σημαντικά στενά, το ένα οδηγεί απο το Μοναστήρι στη Φλώρινα, και το άλλο γύρω απο το ποταμό Βαρδάρη.
Εκτός απο τις οροσειρές αυτές που συνορεύουν με την Ελλάδα στο βορά, ένας επιτιθέμενος πρέπει να ξεπεράσει μια σειρά από άλλες οροσειρές για την πρόσβαση στο εσωτερικό της χώρας.
Στη δύση υπάρχει η Πίνδος που εκτείνεται απο την Αλβανία έως το εσωτερικό, όπου ο Όλυμπος και οι Θερμοπύλες αποτελούν νέα εμπόδια.
Τέλος, τα απρόσιτα και δύσκολα προσβάσιμα βουνά της Πελοπονήσσου παρεμποδίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις νότιες περιοχές της Ελλάδας.
Τα στρατεύματα υποβάλλονται σε ακραίες φυσικές δυσκολίες από μια εκστρατεία σε όλη την Ελλάδα, επειδή οι κατοικίες είναι λίγες, το νερό λιγοστεύει, και ο καιρός έχει απότομες πτώσεις της θερμοκρασίας.
Μετά την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία, τα περισσότερα απο τα ελληνικά στρατεύματα εκκενώθηκαν απο τη δυτική Θράκη, την οποία υπερασπίστηκε μια ταξιαρχία.
Δίπλα σε αυτή τη μονάδα, στην ανατολική Μακεδονία, στάθηκε η Ταξιαρχία “Νέστος” στην περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Η Γραμμή Μεταξά υποστηρίχθηκε από τρεις μεραρχίες πεζικού, την 7η και 14η ανατολικά του Στρυμόνα και την 18η δυτικά του ποταμού αυτού.
Η 19η μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού ήταν νότια της λίμνης Δοϊράνης. Συμπεριλαμβανομένων των οχυρών στη Γραμμή Μεταξά και ορισμένων δυνάμεων φύλαξης των συνόρων, η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων, που υπερασπίστηκε τα σύνορα της Βουλγαρίας, ήταν περίπου 70.000 άνδρες.
Οι ελληνικές δυνάμεις στην κεντρική ΠΓΔΜ αποτελούνταν απο την 12η Μεραρχία Πεζικού, η οποία αναπτύχθηκε στο νότιο τμήμα του Βερμίου, και την 20η Μεραρχία Πεζικού στον βόρειο τομέα μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Στις 28 Μαρτίου, οι δύο μεραρχίες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Γενικού Στρατηγού, Wilson.
Ως αποτέλεσμα, είχε προβλεφθεί ότι τα κινητά στοιχεία του XL Σώματος Panzer θα μπορούσαν να προωθηθούν σε όλα τα γιουγκοσλαβικά σύνορα και να καταλάβουν τα Σκόπια, μειώνοντας έτσι τις σιδηροδρομικές και εθνικές οδούς επικοινωνίας μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Η κατοχή αυτού του στρατηγικού σημείου θα ήταν καθοριστική για την πορεία ολόκληρης της εκστρατείας.
Από τα Σκόπια το μεγαλύτερο μέρος του Σώματος Πάντσερ είχαν στραφεί νότια προς το Μοναστήρι για να ξεκινήσει μια άμεση επίθεση κατά μήκος των ελληνικών συνόρων εναντίον των θέσεων του εχθρού στις δύο πλευρές της Φλώρινας. Θωρακισμένα οχήματα κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά για να έρθουν σε επαφή με τους Ιταλούς κατά μήκος των αλβανικών συνόρων.
Το XXX Σώμα Πεζικού είχε αποστολή να προσεγγίσει τις ακτές του Αιγαίου από τη συντομότερη διαδρομή και να προχωρήσει σε επίθεση από τις ανατολικές οχυρώσεις της Γραμμής Μεταξά που βρίσκεται πίσω από το Νέστο.
Και τα τρία σώματα επρόκειτο να συναντηθούν στην Θεσσαλονίκη.
Η δωδέκατη στρατιά επρόκειτο να συντονίσει τις αρχικά αποκλίνουσες προωθήσεις σε όλη τη νότια Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία ,στην Ελλάδα και, κατά τη δεύτερη φάση της εκστρατείας, να τις οδηγήσει προς την Αθήνα.
Στην πραγματικότητα, ο ελιγμός αυτός ήταν η πλέον αποτελεσματική βοήθεια που θα μπορούσε να δοθεί στους Ιταλούς.
Αυτό το σχέδιο των επιχειρήσεων, με εκτεταμένους στόχους, ήταν προφανώς επηρεασμένο από τη γερμανική εμπειρία κατά τη διάρκεια της γαλλικής εκστρατείας.
Ήταν βασισμένο στην υπόθεση ότι η αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας στα σύνορα θα μπορούσε να καταρρεύσει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα μηχανοκίνητα τμήματα θα μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους και, εκμεταλλευόμενοι την κινητικότητά τους, θα μπορούσαν να προωθηθούν σε ολόκληρη τη περιοχή.
Τα άλλα τμήματα της XVIII Mountain Corps προχώρησαν βήμα προς βήμα κατω απο μεγάλη δυσκολία. Κάθε ομάδα οχυρώσεων έπρεπε να αντιμετωπιστεί απο ένα συνδυασμό μετωπικών επιθέσεσων με μεγάλη αεροπορική υποστήριξη.
Η 5η Ορεινή Μεραρχία μαζί με το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού διείσδυσαν στις δυνάμεις του Στρυμόνα στις 7 Απριλίου και, επιτέθηκαν και στις δύο όχθες του ποταμού, καθαρίζοντας το ένα καταφύγιο μετά το άλλο. Μετά την απώθηση αρκετών αντεπιθέσεων, οι γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στο Νέο Πετρίτσι.
Η 125η μεραρχία Πεζικού, η οποία επιτέθηκε από το Βορρά, υπέστησε τόσες βαριές απώλειες που έπρεπε να αποσυρθεί. Η 72 Μεραρχία Πεζικού, η οποία εκ των προτέρων ήταν απο το Νευροκόπι στα βουνά, ήταν σε μειονεκτική θέση από την έλλειψη υποζυγίων, πυροβολικών, και εξοπλισμών του βουνού.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, οι φασίστες Ιταλοί άρχισαν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην Ελλάδα που σηματοδότησε την είσοδό της στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακολουθώντας το αδιέξοδο των συμμάχων της Ιταλίας στο μέτωπο της Αλβανίας και τις νίκες των Ελλήνων στις ορεινές περιοχές της βόρειας Ελλάδας και της Αλβανίας εναντίον του ιταλικού στρατού, ο Χίτλερ άρχισε την προετοιμασία για την επιχείρηση “Μαρίτα”.
Στις 6 Απριλίου του 1941, οι Γερμανοί Ναζί άρχισαν την επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας.
Ο Έλληνας δικτάτορας-πρωθυπουργός, Ιωάννης Μεταξάς, που πέθανε λίγο πριν την γερμανική εισβολή στη χώρα, είχε ξεκινήσει το έργο των οχυρών απο το καλοκαίρι του 1936.
Το μεγαλύτερο μέρος του εκτεινόταν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τον ποταμό Νέστο μέχρι το σημείο όπου η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία , “συναντούσαν” τα ελληνικά σύνορα.
Τα οχυρά αποτελούσαν το αμυντικό σύστημα με το οποίο οι ελληνικές δυνάμεις μπλόκαραν το δρόμο που οδηγούσε μέσα από τη λεκάνη του Νευροκοπίου και γύρω απο το φαράγγι Ρούπελ στην ανατολική Μακεδονία.
Η δύναμη της “γραμμής” του Μεταξά δεν έμενε τόσο στην σωστή οχύρωση όσο στην αδυναμία πρόσβασης του ενδιάμεσου εδάφους που οδηγεί μέχρι τις αμυντικές θέσεις.
Οι ελληνικές οχυρώσεις γύρω απο τα σύνορα είχαν προσαρμοστεί ακριβώς στα χαρακτηριστικά του εδάφους και ένα σύστημα άμυνας κάλυψε τους λιγοστούς διαθέσιμους δρόμους. Οι οχυρώσεις είχαν στηθεί κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας και των βουλγαρικών συνόρων.
Το γερμανικό σχέδιο της επίθεσης βασίστηκε στην παραδοχή ότι, λόγω της εκστρατείας στην Αλβανία, οι Έλληνες θα στερούνταν επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού για να υπερασπιστούν τα σύνορά τους με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία.
Η μετωπική επίθεση στη γραμμή Μεταξά, που έγινε απο δυνάμεις του πεζικού και δύο ενισχυμένες ορεινές μεραρχίες του XVIII Mountain Corps, αποκρούστηκε με εξαιρετικά σκληρή αντίσταση από τους Έλληνες υπερασπιστές.
Μετά απο τρεις μέρες μάχης, κατα τη διάρκεια των οποίων οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν πυροβολικό και βομβαρδιστικά, η γραμμή Μεταξά τελικά “έσπασε”.
Η με μεγάλο κόστος επιτυχία “πιστώνεται” στην 6η Ορεινή Μεραρχία, η οποία διέσχισε 7.000 πόδια χιονισμένης οροσειράς και “χτύπησε” σε ένα σημείο που είχε θεωρηθεί προσβάσιμο από τους Έλληνες.
Όταν η επιχείρηση Μαρίτα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού ήταν στα σύνορα με την Αλβανία, από τα οποία τα ιταλικά στρατεύματα προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να εισέλθουν στην Ελλάδα.
Τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν μέσα απο την Βουλγαρία, δημιουργώντας ενα δεύτερο μέτωπο. Η Ελλάδα είχε ήδη λάβει ένα μικρό όμως ανεπαρκή οπλισμό από τη Βρετανία, εν αναμονή της γερμανικής επίθεσης, αλλά περισσότερη βοήθεια δεν στάλθηκε μετά την εισβολή.
Τα ελληνικά στρατεύματα ήταν πολύ λίγα σε αριθμό στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα ιταλικά και τα γερμανικά στρατεύματα μαζί.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία κατα τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μερών του Μαρτίου, οι Βρετανοί αντέδρασαν βιαστικά με το να αποβιβάσουν στρατιωτική δυνάμη στην Αλεξάνδρεια.
Αρκετές μοίρες της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας είχαν επιχειρήσει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών.
Σε ανύποπτο χρόνο, οι Βρετανοί ασκούσαν οποιαδήποτε πίεση μπορούσαν στους Έλληνες με το να τους ζητούν να αντισταθούν στους Γερμανούς.
Αντίθετα, οι Έλληνες ηγέτες είχαν εκφράσει επανειλημμένα την πρόθεσή τους να αντιμετωπίσουν οποιασδήποτε γερμανική εισβολή, ανεξάρτητα απο το αν θα μπορούσαν να βοηθηθούν απο τους συμμάχους τους ή όχι.
Οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι το κύρος τους θα μπορούσε να υποστεί ένα καταστρεπτικό πλήγμα αν οι δυνάμεις τους έπρεπε να εκκενωθούν σε μια δεύτερη Δουνκέρκη, αλλά ακόμα και αυτή η πιθανότητα έμοιαζε προτιμότερη απο το να αφήσουν την Ελλάδα στην τύχη της.
Σε μια αναφορά του Eden και των στρατιωτικών του συμβούλων, συνόψιζαν την κατάσταση δηλώνοντας ότι υπήρχε “μια εύλογη πιθανότητα πάλης” και, με λίγη καλή τύχη, μια καλή ευκαιρία “ανατροπής των γερμανικών σχεδίων”.
Καμία οριστική απόφαση σχετικά με την διάθεση των δυνάμεων δεν πάρθηκε, κυρίως επειδή οι Βρετανοί και οι Έλληνες ήλπιζαν ότι η Γιουγκοσλαβία θα μπορούσε να αντισταθεί στις δυνάμεις του Άξονα.
Όταν η ελπίδα αυτή τελικά και κάπως απροσδόκητα υλοποιήθηκε στο τέλος του Μαρτίου, οι τρεις χώρες απέτυχαν να δημιουργήσουν μια ενιαία διοίκηση.
Έως τις 12 Απριλίου, οι Γιουγκοσλάβοι συγκεντρώθηκαν σε τέσσερα τμήματα γύρω απο τα βόρεια σύνορα της Αλβανίας και παρείχαν επιπλέον δυνάμεις ως στήριξη στην ελληνική επίθεση στη νότια Αλβανία.
Οι εξελίξεις των γεγονότων έδειξαν καθαρά πόσο μη ρεαλιστικά ήταν εκείνη τη στιγμή αυτά τα σχέδια επίθεσης όταν και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει να συνενώσουν τις αμυντικές τους δυνάμεις εναντίον της γερμανικής απειλής.
Η περιοχή των επιθέσεων των γερμανικών δυνάμεων στη νοτιοδυτική Βουλγαρία οριοθετείται από την οροσειρά κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας και των βουλγαρικών συνόρων.
Για να εισέλθουν βορειότερα στην Ελλάδα, έπρεπε να διαπεράσουν τα βουνά Ροδόπης, όπου μόνο σε μερικά περάσματα και κοιλάδες ποταμών είναι επιτρεπτεί η διέλευση των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων.
Δύο διαδρομές οδήγησαν σε όλα τα περάσματα στα δυτικά του Κιουστεντίλ κατά μήκος της Γιουγκοσλαβίας και των βουλγαρικών συνόρων και μια άλλη μέσω της κοιλάδας Στρυμόνα στο νότο.
Οι πολύ απότομες ορεινές διαδρομές με τις αμέτρητες στροφές δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απο βαριά οχήματα μέχρι το μηχανικό των Γερμανών να ανοίξει τους δρόμους.
Οι ποταμοί Στρυμώνας και Νέστος διασχίζουν την οροσειρά στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία. Και οι δύο κοιλάδες ήταν καλά προστατευμένες απο ισχυρά οχυρά που αποτελούσαν μέρος της γραμμής Μεταξά. Αυτή η γραμμή ήταν ένα σύστημα ,παρόμοια με τη γραμμή Μαζινό.
Κατά μήκος των συνόρων Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας, υπάρχει μια άλλη οροσειρά με δύο όμως σημαντικά στενά, το ένα οδηγεί απο το Μοναστήρι στη Φλώρινα, και το άλλο γύρω απο το ποταμό Βαρδάρη.
Εκτός απο τις οροσειρές αυτές που συνορεύουν με την Ελλάδα στο βορά, ένας επιτιθέμενος πρέπει να ξεπεράσει μια σειρά από άλλες οροσειρές για την πρόσβαση στο εσωτερικό της χώρας.
Στη δύση υπάρχει η Πίνδος που εκτείνεται απο την Αλβανία έως το εσωτερικό, όπου ο Όλυμπος και οι Θερμοπύλες αποτελούν νέα εμπόδια.
Τέλος, τα απρόσιτα και δύσκολα προσβάσιμα βουνά της Πελοπονήσσου παρεμποδίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις νότιες περιοχές της Ελλάδας.
Τα στρατεύματα υποβάλλονται σε ακραίες φυσικές δυσκολίες από μια εκστρατεία σε όλη την Ελλάδα, επειδή οι κατοικίες είναι λίγες, το νερό λιγοστεύει, και ο καιρός έχει απότομες πτώσεις της θερμοκρασίας.
Μετά την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία, τα περισσότερα απο τα ελληνικά στρατεύματα εκκενώθηκαν απο τη δυτική Θράκη, την οποία υπερασπίστηκε μια ταξιαρχία.
Δίπλα σε αυτή τη μονάδα, στην ανατολική Μακεδονία, στάθηκε η Ταξιαρχία “Νέστος” στην περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Η Γραμμή Μεταξά υποστηρίχθηκε από τρεις μεραρχίες πεζικού, την 7η και 14η ανατολικά του Στρυμόνα και την 18η δυτικά του ποταμού αυτού.
Η 19η μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού ήταν νότια της λίμνης Δοϊράνης. Συμπεριλαμβανομένων των οχυρών στη Γραμμή Μεταξά και ορισμένων δυνάμεων φύλαξης των συνόρων, η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων, που υπερασπίστηκε τα σύνορα της Βουλγαρίας, ήταν περίπου 70.000 άνδρες.
Οι ελληνικές δυνάμεις στην κεντρική ΠΓΔΜ αποτελούνταν απο την 12η Μεραρχία Πεζικού, η οποία αναπτύχθηκε στο νότιο τμήμα του Βερμίου, και την 20η Μεραρχία Πεζικού στον βόρειο τομέα μέχρι τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Στις 28 Μαρτίου, οι δύο μεραρχίες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Γενικού Στρατηγού, Wilson.
Ως αποτέλεσμα, είχε προβλεφθεί ότι τα κινητά στοιχεία του XL Σώματος Panzer θα μπορούσαν να προωθηθούν σε όλα τα γιουγκοσλαβικά σύνορα και να καταλάβουν τα Σκόπια, μειώνοντας έτσι τις σιδηροδρομικές και εθνικές οδούς επικοινωνίας μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Η κατοχή αυτού του στρατηγικού σημείου θα ήταν καθοριστική για την πορεία ολόκληρης της εκστρατείας.
Από τα Σκόπια το μεγαλύτερο μέρος του Σώματος Πάντσερ είχαν στραφεί νότια προς το Μοναστήρι για να ξεκινήσει μια άμεση επίθεση κατά μήκος των ελληνικών συνόρων εναντίον των θέσεων του εχθρού στις δύο πλευρές της Φλώρινας. Θωρακισμένα οχήματα κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά για να έρθουν σε επαφή με τους Ιταλούς κατά μήκος των αλβανικών συνόρων.
Το XXX Σώμα Πεζικού είχε αποστολή να προσεγγίσει τις ακτές του Αιγαίου από τη συντομότερη διαδρομή και να προχωρήσει σε επίθεση από τις ανατολικές οχυρώσεις της Γραμμής Μεταξά που βρίσκεται πίσω από το Νέστο.
Και τα τρία σώματα επρόκειτο να συναντηθούν στην Θεσσαλονίκη.
Η δωδέκατη στρατιά επρόκειτο να συντονίσει τις αρχικά αποκλίνουσες προωθήσεις σε όλη τη νότια Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία ,στην Ελλάδα και, κατά τη δεύτερη φάση της εκστρατείας, να τις οδηγήσει προς την Αθήνα.
Στην πραγματικότητα, ο ελιγμός αυτός ήταν η πλέον αποτελεσματική βοήθεια που θα μπορούσε να δοθεί στους Ιταλούς.
Αυτό το σχέδιο των επιχειρήσεων, με εκτεταμένους στόχους, ήταν προφανώς επηρεασμένο από τη γερμανική εμπειρία κατά τη διάρκεια της γαλλικής εκστρατείας.
Ήταν βασισμένο στην υπόθεση ότι η αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας στα σύνορα θα μπορούσε να καταρρεύσει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα μηχανοκίνητα τμήματα θα μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους και, εκμεταλλευόμενοι την κινητικότητά τους, θα μπορούσαν να προωθηθούν σε ολόκληρη τη περιοχή.
Τα άλλα τμήματα της XVIII Mountain Corps προχώρησαν βήμα προς βήμα κατω απο μεγάλη δυσκολία. Κάθε ομάδα οχυρώσεων έπρεπε να αντιμετωπιστεί απο ένα συνδυασμό μετωπικών επιθέσεσων με μεγάλη αεροπορική υποστήριξη.
Η 5η Ορεινή Μεραρχία μαζί με το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού διείσδυσαν στις δυνάμεις του Στρυμόνα στις 7 Απριλίου και, επιτέθηκαν και στις δύο όχθες του ποταμού, καθαρίζοντας το ένα καταφύγιο μετά το άλλο. Μετά την απώθηση αρκετών αντεπιθέσεων, οι γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στο Νέο Πετρίτσι.
Η 125η μεραρχία Πεζικού, η οποία επιτέθηκε από το Βορρά, υπέστησε τόσες βαριές απώλειες που έπρεπε να αποσυρθεί. Η 72 Μεραρχία Πεζικού, η οποία εκ των προτέρων ήταν απο το Νευροκόπι στα βουνά, ήταν σε μειονεκτική θέση από την έλλειψη υποζυγίων, πυροβολικών, και εξοπλισμών του βουνού.
Διαβάστε ακόμη:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών