Η υπαναχώρηση των Τιράνων από την ελληνοαλβανική συμφωνία του 2009 για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών πραγματοποιήθηκε, παρότι η συμφωνία στηριζόταν στο Δίκαιο της Θάλασσας. Η υπογραφή της είχε καταστεί δυνατή, επειδή η Αθήνα την είχε συνδέσει με το “πράσινο φως” για να ενταχθεί η Αλβανία στο ΝΑΤΟ και σύνδεσή της με την ΕΕ. Ουσιαστικά, τα Τίρανα δεν έκαναν καμία παραχώρηση, αφού η ανάγκη για οριοθέτηση ήταν αυτονόητη και για τις δύο χώρες που είχαν κυρώσει τη διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Οι Αλβανοί, βεβαίως, απεδείχθησαν “μπαμπέσηδες”, αφού πρώτα υπέγραψαν την συμφωνία και μετά, προσχηματικώ τω τρόπω, αθέτησαν τον λόγο τους, ακυρώνοντάς την μονομερώς με εσωτερικές τους διαδικασίες, με απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η Ελλάδα έπρεπε να επιμείνει σταθερά στην εφαρμογή εκείνης της συμφωνίας κι όχι να ικετεύει τα υποχείρια της Άγκυρας στα Τίρανα για την υπογραφή συνυποσχετικού με σκοπό την παραπομπή στη Χάγη. Πρόκειται για καταφανή περίπτωση εθνικής υποχώρησης από την πλευρά της κυβερνήσεως Μητσοτάκη, η οποία ανέχεται να εμπαίζεται η Ελλάδα από τον Ράμα και τους Τούρκους πάτρωνές του. Κάπως έτσι, κινδυνεύουμε “να πάμε για μαλλί και να βγούμε κουρεμένοι”.
Οι ελληνικές ακτές είναι αφ’ ενός μεν αντικείμενες προς τις αλβανικές στην περιοχή του συμπλέγματος Κερκύρας (Κέρκυρα, Διαπόντια νησιά και εξαρτώμενες νησίδες και βράχοι), αφ’ ετέρου παρακείμενες κατά την άκρα της λωρίδος Σαγιάδας (στο χερσαίο σύνορο που καταλήγει στην θάλασσα). Όμως ως αντικείμενη στην Κέρκυρα (μαζί με Βίδο και Λαζαρέτο) αφορά σε πολύ μικρή θαλάσσια έκταση.
Οι αποστάσεις μεταξύ των αντικείμενων ελληνικών και αλβανικών ακτών πουθενά δεν υπερβαίνουν τα 48 ναυτικά μίλια (σε ευθεία γραμμή ή αθροιστικώς εκατέρωθεν της μέσης γραμμής. Άρα, η οποιαδήποτε οριοθέτηση εμπίπτει στην οριοθέτηση όχι της “καθαρής ΑΟΖ” (όπου μπορούν να υπάρχουν κυριαρχικά δικαιώματα για αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση και μηδέν πέραν αυτού) αλλά της αιγιαλίτιδος (έως 12 μίλια από την κάθε ακτή) και της Συνεχόμενης Ζώνης (έως 24 ναυτικά μίλια από την κάθε ακτή). Αποκαλώ “καθαρή ΑΟΖ” –για να αποφύγω την σύγχυση– την ζώνη πέραν των 24 μιλίων, έως το μέγιστο τα 200 μίλια.
Τί ορίζει το Διεθνές Δίκαιο
Δεν υπάρχει κανένα σημείο επί της μέσης γραμμής που να απέχει περισσότερο από 24 ναυτικά μίλια από την κάθε ακτή καθότι το τριεθνές απέχει περίπου 22 μίλια από την ακτή Ιταλίας, Αλβανίας και Ελλάδας (Οθωνοί). Εκεί ευρίσκεται και το μέγιστον της αποστάσεως μεταξύ ελληνικής και αλβανικής ακτής. Πέραν αυτού υπάρχει ιταλικό ενδιαφέρον με την μία ή την άλλη χώρα.
Ως γνωστόν, το σχετικό με τις θαλάσσιες ζώνες Διεθνές Δίκαιο (Σύμβαση του Montego Bay, 1982) ορίζει τις αποστάσεις για τρεις ζώνες από την ακτή ή την γραμμή βάσης (σημείο 0):
Είναι η οιονεί προέκτασή της για ζητήματα μεγάλης σημασίας τα οποία άπτονται της κυριαρχίας του Κράτους και τα οποία δεν είναι αμιγώς οικονομικής φύσεως, όπως εκείνα που πηγάζουν από την ΑΟΖ. Γίνεται φανερό ότι υπάρχει μια ιεράρχηση ως προς τα δικαιώματα μεταξύ των τριών Θαλασσίων Ζωνών. Η Αιγιαλίτις έχει τα περισσότερα δικαιώματα, η Συνεχόμενη με συγκριτικά λιγότερα και η “καθαρή ΑΟΖ” με τα ακόμα πιο λίγα.
Επομένως, δεν μπορεί νομικώς να ευσταθεί οριοθέτηση όπου το ένα Κράτος έχει Συνεχόμενη Ζώνη και το άλλο “καθαρή ΑΟΖ” στο ίδιο μέρος, ήτοι σε σημείο ή σημεία του θαλάσσιου χώρου με απόσταση λιγότερη από 24 ναυτικά μίλια από την ακτή, π.χ. της Ελλάδας και περισσότερη από 24 μίλια από την ακτή π.χ. της Ιταλίας. Τούτο διότι θα υπήρχε σε μια τέτοια περίπτωση, σύγκρουση νομικών συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών, με την Συνεχόμενη Ζώνη να υπερτερεί σαφώς της “καθαρής ΑΟΖ” σύμφωνα, πάντοτε, με τις κείμενες προβλέψεις της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Τί δεν θα δεχόταν μία σοβαρή χώρα…
Εξυπακούεται ότι καμία σοβαρή χώρα –πολύ φοβάμαι ότι η δική μας ποτέ της δεν ήταν– δεν θα δεχόταν για την Αιγιαλίτιδα και την Συνεχόμενη Ζώνη της λιγότερα από τα προβλεπόμενα, ούτε θα δεχόταν, σε περίπτωση αλληλοκάλυψης με γειτονική χώρα, κάτι λιγότερο από την οριοθέτηση αυτών των δύο Ζωνών στη βάση της μέσης γραμμής, δηλ. των ίσων αποστάσεων από τις ακτές ή τις γραμμές βάσης των δύο χωρών. Και δεν θα δεχόταν, διότι αυτό επιτάσσει το κρατικό συμφέρον. Η θαλάσσια κυριαρχία (πέραν οιασδήποτε εκδοχής οικονομικού περιεχομένου) εδράζεται επί του εδάφους και της ακτογραμμής ασχέτως του μεγέθους τους.
Άρα, οι αποστάσεις οφείλουν να είναι ίσες για όλες τις χώρες ώστε να απολαμβάνουν όλες κυριαρχική ισοδυναμία ως προς την προέκταση του εδάφους τους στον θαλάσσιο χώρο. Για παράδειγμα, οι Οθωνοί έχουν την ίδια αξία, ως ελληνικό έδαφος, με το κατά πολύ μεγαλύτερό τους ιταλικό έδαφος της χερσονήσου του Salento, με το οποίο φυσικώς γειτνιάζει.
Επομένως, η μόνη συζήτηση που μπορεί να γίνει μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας είναι τεχνικής φύσεως, για την χάραξη της μέσης γραμμής, πράγμα που έχει ήδη γίνει, με την συμφωνία του 2009, σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό και για τις δύο πλευρές. Δεν μένει, λοιπόν, παρά να απαιτήσει η Αθήνα την εφαρμογή εκείνης της συμφωνίας χωρίς περαιτέρω κωλυσιεργίες των Τιράνων. Σε κάθε περίπτωση, το Δίκαιο της Θάλασσας είναι αρκούντως σαφές και καμμία παρέκκλιση από την μέση γραμμή δεν μπορεί να σταθεί νομικά.
Ανεξήγητη η στάση της Αθήνας
Εν κατακλείδι, αναρωτιέμαι γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει αυτά τα ζητήματα προς την αλβανική πλευρά, αφού προς την Τουρκία υπάρχει το πασίγνωστο φοβικό σύνδρομο. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι προετοιμάζεται το σκηνικό για σοβαρές εθνικές παραχωρήσεις μέσω της Αλβανίας και δια της μεθόδου της διολισθήσεως. Η ίδια τακτική εφαρμόσθηκε, παρεμπιπτόντως, και στην περιβόητη “μερική” οριοθέτηση με την Αίγυπτο αλλά και σε εκείνην με την Ιταλία.
Και ας μην αναφερθούμε σε άλλα θέματα που μένουν ανοιχτά με την αλβανική πλευρά (εμπόλεμο και χερσαία σύνορα, Βορειοηπειρωτικό και Πρωτόκολλο Κερκύρας 1914) και τα οποία η ελληνική κυβέρνηση αποσιωπά. Είναι αδιανόητο να μας δικαιώνει το Δίκαιο της Θάλασσας, μαζί και η κοινή λογική, να μην ξεχνάμε και την ευνοϊκότατη γεωγραφία μας, και εμείς να αναζητούμε τρόπους να απεμπολήσουμε αυτά που δικαιωματικώς μας ανήκουν επειδή φοβόμαστε να υπερασπιστούμε το δίκαιο συμφέρον μας, με αποτέλεσμα μονίμως να είμαστε οι χαμένοι. Πλην, φευ, ο δύσμοιρος όσον και μεμψίμοιρος ελληνικός λαός έχει καταντήσει στην έσχατη παρακμή να εκλέγει για κυβερνήτες του άτομα ανάξια, αν μη και άλλο τι.
Οι Αλβανοί, βεβαίως, απεδείχθησαν “μπαμπέσηδες”, αφού πρώτα υπέγραψαν την συμφωνία και μετά, προσχηματικώ τω τρόπω, αθέτησαν τον λόγο τους, ακυρώνοντάς την μονομερώς με εσωτερικές τους διαδικασίες, με απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η Ελλάδα έπρεπε να επιμείνει σταθερά στην εφαρμογή εκείνης της συμφωνίας κι όχι να ικετεύει τα υποχείρια της Άγκυρας στα Τίρανα για την υπογραφή συνυποσχετικού με σκοπό την παραπομπή στη Χάγη. Πρόκειται για καταφανή περίπτωση εθνικής υποχώρησης από την πλευρά της κυβερνήσεως Μητσοτάκη, η οποία ανέχεται να εμπαίζεται η Ελλάδα από τον Ράμα και τους Τούρκους πάτρωνές του. Κάπως έτσι, κινδυνεύουμε “να πάμε για μαλλί και να βγούμε κουρεμένοι”.
Οι ελληνικές ακτές είναι αφ’ ενός μεν αντικείμενες προς τις αλβανικές στην περιοχή του συμπλέγματος Κερκύρας (Κέρκυρα, Διαπόντια νησιά και εξαρτώμενες νησίδες και βράχοι), αφ’ ετέρου παρακείμενες κατά την άκρα της λωρίδος Σαγιάδας (στο χερσαίο σύνορο που καταλήγει στην θάλασσα). Όμως ως αντικείμενη στην Κέρκυρα (μαζί με Βίδο και Λαζαρέτο) αφορά σε πολύ μικρή θαλάσσια έκταση.
Οι αποστάσεις μεταξύ των αντικείμενων ελληνικών και αλβανικών ακτών πουθενά δεν υπερβαίνουν τα 48 ναυτικά μίλια (σε ευθεία γραμμή ή αθροιστικώς εκατέρωθεν της μέσης γραμμής. Άρα, η οποιαδήποτε οριοθέτηση εμπίπτει στην οριοθέτηση όχι της “καθαρής ΑΟΖ” (όπου μπορούν να υπάρχουν κυριαρχικά δικαιώματα για αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση και μηδέν πέραν αυτού) αλλά της αιγιαλίτιδος (έως 12 μίλια από την κάθε ακτή) και της Συνεχόμενης Ζώνης (έως 24 ναυτικά μίλια από την κάθε ακτή). Αποκαλώ “καθαρή ΑΟΖ” –για να αποφύγω την σύγχυση– την ζώνη πέραν των 24 μιλίων, έως το μέγιστο τα 200 μίλια.
Τί ορίζει το Διεθνές Δίκαιο
Δεν υπάρχει κανένα σημείο επί της μέσης γραμμής που να απέχει περισσότερο από 24 ναυτικά μίλια από την κάθε ακτή καθότι το τριεθνές απέχει περίπου 22 μίλια από την ακτή Ιταλίας, Αλβανίας και Ελλάδας (Οθωνοί). Εκεί ευρίσκεται και το μέγιστον της αποστάσεως μεταξύ ελληνικής και αλβανικής ακτής. Πέραν αυτού υπάρχει ιταλικό ενδιαφέρον με την μία ή την άλλη χώρα.
Ως γνωστόν, το σχετικό με τις θαλάσσιες ζώνες Διεθνές Δίκαιο (Σύμβαση του Montego Bay, 1982) ορίζει τις αποστάσεις για τρεις ζώνες από την ακτή ή την γραμμή βάσης (σημείο 0):
- Πρώτον, την Αιγιαλίτιδα (0-12 ναυτικά μίλια) με πλήρη κυριαρχία (λεγόμενη και χωρικά ύδατα ή χωρική θάλασσα).
- Δεύτερον, τη Συνεχόμενη (από τα απώτατα όρια της Αιγιαλίτιδος και έως τα 24 μίλια από την ακτή) με δυνατότητα άσκησης μερικής κυριαρχίας.
- Τρίτον, την ΑΟΖ (0-200 μίλια) με οικονομικά δικαιώματα τα οποία, προφανώς, ασκούνται σε όλο το εύρος της, εκτός από την περιοχή που η ΑΟΖ επικαλύπτεται από την Αιγιαλίτιδα και τη Συνεχόμενη.
Είναι η οιονεί προέκτασή της για ζητήματα μεγάλης σημασίας τα οποία άπτονται της κυριαρχίας του Κράτους και τα οποία δεν είναι αμιγώς οικονομικής φύσεως, όπως εκείνα που πηγάζουν από την ΑΟΖ. Γίνεται φανερό ότι υπάρχει μια ιεράρχηση ως προς τα δικαιώματα μεταξύ των τριών Θαλασσίων Ζωνών. Η Αιγιαλίτις έχει τα περισσότερα δικαιώματα, η Συνεχόμενη με συγκριτικά λιγότερα και η “καθαρή ΑΟΖ” με τα ακόμα πιο λίγα.
Επομένως, δεν μπορεί νομικώς να ευσταθεί οριοθέτηση όπου το ένα Κράτος έχει Συνεχόμενη Ζώνη και το άλλο “καθαρή ΑΟΖ” στο ίδιο μέρος, ήτοι σε σημείο ή σημεία του θαλάσσιου χώρου με απόσταση λιγότερη από 24 ναυτικά μίλια από την ακτή, π.χ. της Ελλάδας και περισσότερη από 24 μίλια από την ακτή π.χ. της Ιταλίας. Τούτο διότι θα υπήρχε σε μια τέτοια περίπτωση, σύγκρουση νομικών συμφερόντων μεταξύ των δύο χωρών, με την Συνεχόμενη Ζώνη να υπερτερεί σαφώς της “καθαρής ΑΟΖ” σύμφωνα, πάντοτε, με τις κείμενες προβλέψεις της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Τί δεν θα δεχόταν μία σοβαρή χώρα…
Εξυπακούεται ότι καμία σοβαρή χώρα –πολύ φοβάμαι ότι η δική μας ποτέ της δεν ήταν– δεν θα δεχόταν για την Αιγιαλίτιδα και την Συνεχόμενη Ζώνη της λιγότερα από τα προβλεπόμενα, ούτε θα δεχόταν, σε περίπτωση αλληλοκάλυψης με γειτονική χώρα, κάτι λιγότερο από την οριοθέτηση αυτών των δύο Ζωνών στη βάση της μέσης γραμμής, δηλ. των ίσων αποστάσεων από τις ακτές ή τις γραμμές βάσης των δύο χωρών. Και δεν θα δεχόταν, διότι αυτό επιτάσσει το κρατικό συμφέρον. Η θαλάσσια κυριαρχία (πέραν οιασδήποτε εκδοχής οικονομικού περιεχομένου) εδράζεται επί του εδάφους και της ακτογραμμής ασχέτως του μεγέθους τους.
Άρα, οι αποστάσεις οφείλουν να είναι ίσες για όλες τις χώρες ώστε να απολαμβάνουν όλες κυριαρχική ισοδυναμία ως προς την προέκταση του εδάφους τους στον θαλάσσιο χώρο. Για παράδειγμα, οι Οθωνοί έχουν την ίδια αξία, ως ελληνικό έδαφος, με το κατά πολύ μεγαλύτερό τους ιταλικό έδαφος της χερσονήσου του Salento, με το οποίο φυσικώς γειτνιάζει.
Επομένως, η μόνη συζήτηση που μπορεί να γίνει μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας είναι τεχνικής φύσεως, για την χάραξη της μέσης γραμμής, πράγμα που έχει ήδη γίνει, με την συμφωνία του 2009, σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό και για τις δύο πλευρές. Δεν μένει, λοιπόν, παρά να απαιτήσει η Αθήνα την εφαρμογή εκείνης της συμφωνίας χωρίς περαιτέρω κωλυσιεργίες των Τιράνων. Σε κάθε περίπτωση, το Δίκαιο της Θάλασσας είναι αρκούντως σαφές και καμμία παρέκκλιση από την μέση γραμμή δεν μπορεί να σταθεί νομικά.
Ανεξήγητη η στάση της Αθήνας
Εν κατακλείδι, αναρωτιέμαι γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει αυτά τα ζητήματα προς την αλβανική πλευρά, αφού προς την Τουρκία υπάρχει το πασίγνωστο φοβικό σύνδρομο. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι προετοιμάζεται το σκηνικό για σοβαρές εθνικές παραχωρήσεις μέσω της Αλβανίας και δια της μεθόδου της διολισθήσεως. Η ίδια τακτική εφαρμόσθηκε, παρεμπιπτόντως, και στην περιβόητη “μερική” οριοθέτηση με την Αίγυπτο αλλά και σε εκείνην με την Ιταλία.
Και ας μην αναφερθούμε σε άλλα θέματα που μένουν ανοιχτά με την αλβανική πλευρά (εμπόλεμο και χερσαία σύνορα, Βορειοηπειρωτικό και Πρωτόκολλο Κερκύρας 1914) και τα οποία η ελληνική κυβέρνηση αποσιωπά. Είναι αδιανόητο να μας δικαιώνει το Δίκαιο της Θάλασσας, μαζί και η κοινή λογική, να μην ξεχνάμε και την ευνοϊκότατη γεωγραφία μας, και εμείς να αναζητούμε τρόπους να απεμπολήσουμε αυτά που δικαιωματικώς μας ανήκουν επειδή φοβόμαστε να υπερασπιστούμε το δίκαιο συμφέρον μας, με αποτέλεσμα μονίμως να είμαστε οι χαμένοι. Πλην, φευ, ο δύσμοιρος όσον και μεμψίμοιρος ελληνικός λαός έχει καταντήσει στην έσχατη παρακμή να εκλέγει για κυβερνήτες του άτομα ανάξια, αν μη και άλλο τι.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών