Οι “Αυτοσχεδιασμοί” του Ράμα και η αδιαφορία για τους Βορειοηπειρώτες

Γράφει ο Ορφέας Μπέτσης

Με την εικαστική έκθεση στο Ζάππειο Μέγαρο του Πρωθυπουργού της Αλβανίας Έντι Ράμα (χρηματοδότησε και οργάνωσε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας) ξαφνικά άλλαξε και το σκηνικό των προβλέψεων: εισήλθαμε σε εαρινή εποχή στις ελληνοαλβανικές σχέσεις! Όχι, όμως, διότι υπήρξαν κάποιες εξελίξεις που θα δικαιολογούσαν την εκτίμηση ότι όντως θα έχουμε βελτίωση για τους Βορειοηπειρώτες.
Ακολουθώντας την πεπατημένη, το διάγραμμα των διμερών σχέσεων εμφανίζει σχεδόν κάθετες μεταπτώσεις. Οι ενδιάμεσες ωστόσο περίοδοι στο διάγραμμα αξιοποιήθηκαν ορθά και πάντα με θετικό πρόσημο από πλευράς της ελληνικής διπλωματίας για τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών κυρίως για την γηγενή Εθνική Ελληνική Μειονότητα στη Βόρειο Ήπειρο και γενικότερα στην εξυγίανση των διακρατικών σχέσεων.

Στην τωρινή περίπτωση όμως δεν φαίνεται ούτε να έχει προηγηθεί κάποια θετική εξέλιξη ούτε καν αναμένεται κάποια τέτοια. Πρόκειται για σουρεαλιστική κατάσταση και μάλιστα με έντονο προσωπικό υπόβαθρο. Ο τίτλος της έκθεσης του Έντι Ράμα –υπαίτιου εξ άλλου της παρατεταμένης έντασης στις διμερείς σχέσεις και της συντήρησης κλίματος δυσπιστίας– “Αυτοσχεδιασμοί”, ίσως βοηθά να αντιληφθούμε το τι συμβαίνει!
Και εάν για την Αλβανία τέτοιοι πειραματισμοί συνάδουν με το ιστορικό υπόβαθρο της, αλλά και με το ρόλο που έχει αναλάβει να παίζει στην περιοχή για λογαριασμό τρίτων, για την Ελλάδα ξενίζει. Εξήγηση όμως μπορεί να δοθεί. Μόνο που η πρωτοβουλία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών δεν αφορά ούτε το στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδας στην περιοχή, ούτε το συμφέρον των Βορειοηπειρωτών. Η εξήγηση σχετίζεται με σκοπιμότητες των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα με την σκοπιμότητα να εμφανίζεται αρραγής η ενότητα του ΝΑΤΟ στο μέτωπο της Ουκρανίας. Και βεβαίως τα υπόλοιπα καλύπτονται κάτω από το χαλί.

Θα μπορούσε, ωστόσο, να ισχύσει και το αντίθετο. Να χρησιμοποιηθεί η συγκυρία για την οριστική επίλυση προβλημάτων που απαιτούν απλώς πολιτική βούληση και που η μη επίλυσή τους αποδεικνύει την απουσία της. Εννοούμε εδώ τα Τίρανα που σε ό,τι αφορά την Εθνική Ελληνική Μειονότητα διαρκώς αγοράζουν χρόνο, ελπίζοντας ότι η κατάληξη θα είναι ο ήπιος διωγμός της, δηλαδή ο δια της μετανάστευσης στην Ελλάδα ξεριζωμός του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του.
Στα προηγούμενα όμως χρόνια, η ανάγκη του αλβανικού κράτους για αναβαθμισμένες σχέσεις με την Αθήνα είχαν αξιοποιηθεί δεόντως. Τα παραδείγματα αφορούν την περίοδο μετά την κρίση του 1993-1994, οπότε και έγινε εφικτή η υπογραφή Συμφώνου Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας, που οδήγησε στην ουσιαστική πολύπλευρη αναβάθμιση των ελληνοαλβανικών σχέσεων υπό τις κυβερνήσεις του Φατός Νάνο.

Τότε, παρά τις δυσκολίες, είχε συσσωρευθεί ουσιαστικό απόθεμα προς όφελος του γηγενούς βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και της ορθοδόξου κοινότητας. Κορύφωση βέβαια αποτελεί η πολιτική προσέγγιση την περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή όταν δόθηκαν λύσεις μακράς πνοής σε ζητήματα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά που δεν είναι του παρόντος. Επισκέψεις δε όπως των πρώην Προέδρων της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου και Κάρολου Παπούλια στην περιοχή, του πρώην Υπουργού Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου, του πρώην Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου, του πρώην Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Απόστολου Κακλαμάνη κ.α. συνοδεύτηκαν με χειρονομίες και πρωτοβουλίες που επηρεάζουν και σήμερα θετικά την εξέλιξη της βορειοηπειρωτικής κοινοτικής δομής.

Η στείρα βελτίωση
Η τρέχουσα “βελτίωση” των ελληνοαλβανικών σχέσεων δείχνει να είναι στείρα. Απλά πρόκειται για έκφραση πρόσκαιρων στοχεύσεων στο βωμό εξυπηρέτησης δεσμεύσεων προς τρίτους ή μικροπολιτικής ανάγκης. Εξ άλλου έχει υιοθετηθεί το μοντέλο της άψυχης διπλωματίας περί του Αώου ποταμού αντί του ζώντος ποταμού της Ελληνικής Μειονότητας. Ενδεικτική της απουσίας μέριμνας για την διασφάλιση προοπτικής είναι είτε η αδιαφορία, είτε η αδυναμία για εποικοδομητική παρέμβαση της Αθήνας με σκοπό την ανεξάρτητη πολιτική έκφραση της μειονότητας στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ας σημειωθεί ότι έπεται το φθινόπωρο η Γενική Απογραφή Πληθυσμού μετά την αναβολή της, με επίκληση την πανδημία.
Οι τοπικές εκλογές έχουν ουσιαστική σημασία για τις κοινότητες των Ελλήνων. Και όμως για άλλη μια φορά στο βωμό της “βελτίωσης” των ελληνοαλβανικών σχέσεων, περιθωριοποιούν τις ανάγκες της Ελληνικής Μειονότητας. Της στερούν ουσιαστικά την δυνατότητα να ανακάμψει και να παίξει τον πολιτικό ρόλο που δικαιούται και δύναται να διαδραματίσει. Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι και οι τοπικές εκλογές θα μετατραπούν σε ανέκδοτο. Κι αυτό στην Αλβανία, υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, που έχει δηλαδή αποδεχτεί τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης!

Η σύμπτωση των αλβανικών τοπικών εκλογών με τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα εξάλλου θα λειτουργήσει ως αρνητικός παράγοντας στην θεμιτή προσδοκία να υπάρξει μετακίνηση Βορειοηπειρωτών ψηφοφόρων από την Ελλάδα στην Αλβανία αφενός να αποδειχθεί το ενδιαφέρον τους για τη γενέθλια γη, αφετέρου για να στηριχθούν οι συνδυασμοί της “Ομόνοιας” και της “Ένωσης για Ανθρώπινα Δικαιώματα” που έχουν δεσμευθεί για την δημιουργική αντίσταση του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού στις πατρογονικές εστίες του.

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια