Γράφει ο Ορφέας Μπέτσης
Την άνοιξη του 1922, με βάση την εντολή της Πρεσβευτικής Διάσκεψης της Ειρήνης, η Διασυμμαχική Επιτροπή καθορισμού των συνόρων Ελλάδας-Αλβανίας, ξεκίνησε τις εργασίες της. Να σημειωθεί ότι η εν λόγω Επιτροπή, αποτελούμενη από το Βρετανό συνταγματάρχη Τζάιλς, τον Γάλλο ταγματάρχη Περρέ και τον Ιταλό στρατηγό Τελλίνι, εκτελούσε το έργο της, εν μέσω δύο σημαντικών πολιτικών γεγονότων: Της Μικρασιατικής Καταστροφής που έριχνε βαριά την σκιά της στην Ελλάδα και της ανόδου στην εξουσία του Μουσολίνι στην Ιταλία, που είχε σχέδια επεκτατισμού.
Ως εκ τούτου η Ιταλία είχε υιοθετήσει πλήρως τις αξιώσεις των Αλβανών για τη χάραξη των συνόρων, όπως έδειχνε η καθημερινή της συμπεριφορά, με τις κωλυσιεργίες και την αρνητική στάση που κρατούσε ο αντιπρόσωπος της στη Διασυμμαχική. Ενώ ο χειμώνας, λοιπόν, διέκοψε τις εργασίες, η επανέναρξη τους ορίστηκε για την 1η Μαΐου του 1923. Η Επιτροπή χωρίστηκε σε δύο ομάδες, μία εκ των οποίων με αρμοδιότητα τη μεθόριο της Αλβανίας με τη Γιουγκοσλαβία και η άλλη την Ελλάδα, με έδρα τα Ιωάννινα. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο αντισυνταγματάρχης Δ. Μπότσαρης.
Στις 27 Αυγούστου του 1923 και κοντά στη θέση Ζέπι, στο 53ο χιλιόμετρο της δημόσιας οδού Ιωαννίνων-Κακκαβιάς-Αγίων Σαράντα το αυτοκίνητο που επέβαινε ο στρατηγός Τελλίνι έπεσε σε ενέδρα. Ο ίδιος δολοφονήθηκε μαζί με τα μέλη της συνοδείας του: Ο λοχαγός Μπονατσίνι, ο υπίατρος Κόρτι και ο διερμηνέας και οδηγός του αυτοκινήτου. Οι ελληνικές αρχές διέταξαν αμέσως έρευνες στην ευρύτερη περιοχή, αντιλαμβανόμενες ότι πρόκειται για προβοκάτσια και φοβούμενες τις συνέπειες.
Ωστόσο, η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι προέβη σε ενέργειες, που καταμαρτυρούν ότι όλα ήταν προσχεδιασμένα. Ο Τύπος της Ιταλίας αμέσως άρχισε να κατηγορεί τον Ελληνικό Στρατό ως υπεύθυνο για το έγκλημα και κατονόμαζε τον επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ως φυσικό αυτουργό. Ο πρέσβης της Ρώμης στην Αθήνα, χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα του ανακριτικού πορίσματος, επέδωσε ρηματική διακοίνωση στις 29 Αυγούστου, με ανυπόστατες αιτιάσεις και προσβολές κατά της Ελλάδας.
Λίγες ώρες αργότερα ακολούθησε δεύτερη διακοίνωση, σε μορφή τελεσιγράφου, με αναφορές κατά της ελληνικής κυριαρχίας, ενώ στις 31 Αυγούστου με νέα διακοίνωση γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η κατάληψη της Κέρκυρας: Στις 15:00 της ίδιας μέρας, κατέπλευσε στο λιμάνι της Κέρκυρας ισχυρή μοίρα του ιταλικού στόλου και απαίτησαν προκλητικά την παράδοση του νησιού, πράγμα που απέρριψαν ο φρούραρχος και ο νομάρχης. Ακολούθησε βομβαρδισμός με 16 νεκρούς και 35 τραυματίες και στη συνέχεια απόβαση των στρατευμάτων. Τραγική λεπτομέρεια ήταν ότι οι χιλιάδες Ιταλοί στρατιώτες εφορμούσαν ουσιαστικά σε ένα ανυπεράσπιστο φρούριο, που φιλοξενούσε 6500 πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία!
Τί έδειξε η ελληνική έρευνα
Βρετανία και Γαλλία αντιλήφθηκαν με καθυστέρηση τον πραγματικό σκοπό του Μουσολίνι. Στις 11 Σεπτεμβρίου διεμήνυσαν στην Ρώμη ότι ανέμεναν άμεση ενημέρωση για την ημερομηνία αναχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων από την Κέρκυρα. Μάλιστα, προς επίρρωση ο βρετανικός στόλος στην Μάλτα άρχισε κινήσεις προς απόδειξη των αγγλικών προθέσεων σε περίπτωση που η Ιταλία αθετούσε τα συμφωνηθέντα.
Υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών συγκροτήθηκε Διεθνής Ανακριτική Επιτροπή για να ασχοληθεί με το επεισόδιο της δολοφονίας του στρατηγού Τελλίνι και των συνοδών του. Λόγω της ιταλικής στάσης η Επιτροπή δεν προχωρούσε γρήγορα το ανακριτικό έργο της, ενώ έπρεπε να ολοκληρώσει τις εργασίες της στις 22 Σεπτέμβρη. Η έκθεση που τελικώς υπέβαλε δεν διαφώτιζε το θέμα.
Παραλλήλως, οι ελληνικές αρχές προχωρούσαν την δική τους έρευνα, η οποία μάλιστα στις 24 Σεπτέμβρη αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες της προβοκάτσιας. Ηθικοί αυτουργοί ήταν ο αστυνομικός διευθυντής Αργυροκάστρου Αχμέτ Λεπενίτσα, ο Αλβανός λοχαγός Ντιμίτρι Μπάλλιο και κάποιος Κώνστα, ανθυπασπιστής του Φυλακίου Κακκαβιάς. Φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας φέρονταν οι Μαχμούτ (αγροφύλακας του χωριού Βάλτιστα) Μπίστο (δασοφύλακας Κακκαβιάς), Ντίκο και Ντρελαχεντίν Φέτα η Νταούτ Χότζα. Να επισημανθεί ότι ο τελευταίος ήταν σεσημασμένος κακοποιός, αλβανοτσάμικης καταγωγής. Η δε δολοφονία του από αντιδικίες στην περιοχή της Κονίσπολης το 1940, χρησιμοποιήθηκε από τον ιταλικό φασιστικό Τύπο ως προπαγανδιστικό “επιχείρημα” για την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας.
Η ομάδα των δραστών είχε διανυκτερεύσει ένα βράδυ νωρίτερα στο Μοναστήρι του Δρυάνου, στο βουνό μεταξύ Ζερβατών και Βουλιαρατών. Εκεί σημειώθηκε ένα δεύτερο στυγνό έγκλημα, προκειμένου να μην ανακριθούν ο ηγούμενος της Μονής. Αυτός, ένας ακόμη καλόγερος και η υπηρέτρια βρέθηκαν κρεμασμένοι με συνέπεια να εξαφανιστούν οι αυτόπτες μάρτυρες. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Σφόρτσα, πολιτικός αντίπαλος του Μουσολίνι φώτισε παραπέρα την υπόθεση της Κακκαβιάς. Δεδομένου ότι ο στρατηγός Τελλίνι ήταν αντίθετος με το φασιστικό καθεστώς, υπέδειξε τον ίδιο τον Ιταλό δικτάτορα ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας.
Η αλβανική ιστοριογραφία
Από την αρχή, για προφανείς λόγους, η Αλβανία υιοθέτησε τους ιταλικούς ισχυρισμούς για την υπόθεση. Θεώρησε τον στρατηγό Τελλίνι «ήρωα που θυσιάστηκε για την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας και την κατοχύρωση των συνόρων της». Το 1933 δρόμος στα Τίρανα έλαβε το όνομά του, όπου και τοποθετήθηκε προτομή του. Στις 27 Αυγούστου 1941 και ενώ η Αλβανία είχε προσαρτηθεί στην Ιταλία, εγκαινιάστηκε μεγαλοπρεπές άγαλμα σε κεντρικό σημείο των Τιράνων, με την επιγραφή: “Στρατηγός Τελλίνι – Έπεσε μάρτυρας για την Αλβανία. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης”.
Παρόλο που όλες οι πτυχές της εν λόγω δολοφονίας έχουν φωτιστεί λεπτομερώς, η αλβανική προπαγάνδα (υποδόρια και κάποιοι ιταλικοί κύκλοι) συντηρεί το σενάριο ότι ο στρατηγός και η συνοδεία του δολοφονήθηκαν από το ελληνικό κράτος, επειδή υποτίθεται ήταν δυσαρεστημένο για την επιμονή του η παραμεθόριος γραμμή να χαραχθεί κατά τρόπο που να ευνοεί την Αλβανία.
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών