Η ζωή των αγωνιστών του 1821

Σε πολλά άρθρα μας έχουμε ασχοληθεί με την Επανάσταση του 1821, τόσο με τις σημαντικότερες μάχες, όσο και με τους πλέον επιφανείς ήρωες του ελληνικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Αυτό που δεν μας έχει απασχολήσει σχεδόν καθόλου είναι η ζωή και οι συνήθειες των αγωνιστών της Επανάστασης. Με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.

Η φορεσιά των «ατάκτων» πολεμιστών
Στις αρχές του Αγώνα, στα ελληνικά στρατόπεδα, κυρίως της Πελοποννήσου, υπήρχε μια πολύχρωμη και φανταχτερή εικόνα καθώς έφταναν οπλοφόροι από κάθε γωνιά του ελληνισμού. Ο Φωτάκος γράφει ότι το πρώτο μεγάλο στρατόπεδο, αυτό της Καρύταινας, έμοιαζε με χωριάτικο πανηγύρι, ενώ ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη Μιχαήλ Οικονόμου γράφει: «... συντομίας τε ένεκα και διότι τα καθέκαστα των τοιούτων (ενν. των πολεμιστών) ανήκουν μάλλον εις την φιλολογίαν, την ποίησιν, εν μέρει δε νυν και την φωτογραφίαν».
Σταδιακά, η ποικιλία των φορεσιών έδωσε τη θέση της σε μια, σχετικά παρόμοια ενδυμασία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εθνική στολή των άτακτων ελληνικών στρατευμάτων. Αυτή την αποτελούσαν: φέσι που το τύλιγαν οι περισσότεροι με μαντίλι, γελέκι, φουστανέλα που δενόταν με ζωστήρα στη μέση και έφτανε ως τα γόνατα, κάλτσες, απλά και ελαφριά τσαρούχια από ακατέργαστο δέρμα βοδιού και φλοκάτα ή κάπα, με φλόκια από τη μία ή και τις δύο πλευρές που συνήθιζαν να τη ρίχνουν πάνω τους. Βάση όμως της στολής ήταν η φουστανέλα και τα τσαρούχια. Χωρίς αυτά δεν θεωρούνταν κάποιος σωστός και γενναίος στρατιώτης. Η φουστανέλα των οπλαρχηγών είχε πολλές πτυχές και των στρατιωτών λίγες. Οι φουστανέλες των Ρουμελιωτών είχαν επίσης περισσότερες πτυχές από εκείνες των Πελοποννήσιων. Η πολύπτυχη φουστανέλα των Ρουμελιωτών όμως είχε κατά τον Heideck τρία μειονεκτήματα: α) επειδή είχε όγκο και ξεδιπλωνόταν με τις κινήσεις του πολεμιστή εμπόδιζε αρκετά τον χειρισμό του όπλου, β) ήταν αδύνατο στους στρατιώτες να έχουν μαζί τους και δεύτερη για να μπορούν ν’ αλλάζουν και να πλύνουν την ακάθαρτη και γ) λερωνόταν εύκολα και γέμιζε παράσιτα, κυρίως ψείρες, που ταλαιπωρούσαν τους διαρκώς μετακινούμενους ελληνικούς πληθυσμούς. Οι... ψείρες ήταν ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος των αγωνιστών του 1821 και τις αντιμετώπιζαν με την ξύστρα, ένα είδος ξύλινης κουτάλας με μακριά λαβή, το άλλο άκρο της οποίας όμως δεν ήταν κοίλο, όπως της κουτάλας αλλά επίπεδο και σκαλισμένο με πολλές μικρές αιχμές. Την ξύστρα την είχαν στη ζώνη τους τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι στρατιώτες και μ’ αυτή έξυναν την πλάτη τους για ν’ ανακουφιστούν από τα ενοχλητικά παράσιτα.

Όταν όμως οι ψείρες ήταν πάρα πολλές οι «άτακτοι» τίναζαν τα ρούχα τους πάνω στη φωτιά. Μετά μάζευαν τα ζεστά τους ρούχα, τα έκαναν μπόγο και κάθονταν πάνω σ’ αυτά. Έτσι απολύμαναν τα ρούχα και εξαφάνιζαν τις ψείρες και την κόνιδα! (Ιωάννης Φιλήμων, «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. 3, σελ. 33-34). Βέβαια, αυτό δεν συνέβαινε μόνο στον ελληνικό στρατό της εποχής αλλά και σε όλους τους ξένους. Πολύ δύσκολο ήταν βέβαια να διατηρηθεί η καθαριότητα για τα άτακτα στρατεύματα, καθώς ούτε η οργάνωση τους ούτε οι συνθήκες του πολέμου τους επέτρεπαν να κάνουν ό,τι έπρεπε. Έτσι περνούσαν ακόμα και τρεις μήνες για να αλλάξουν ρούχα. Όπως γράφει και πάλι ο Ιωάννης Φιλήμων στο «Δοκίμιον» (τ. 3, σελ. 34) κάποιοι με το πρόσχημα ότι πηγαίνουν «ν’ αλλάξουν», λιποτακτούσαν από τα στρατόπεδα. Αυτή η απίθανη για σήμερα, δικαιολογία, ήταν μία από τις πολλές που πρόβαλλαν οι επίδοξοι λιποτάκτες.
Οι πιο πολλοί στρατιώτες κοιμούνταν στο χώμα ή πάνω σε κλαδιά, εκτός από κάποιους που είχαν μαζί τους ψάθα. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν υποχρεωμένοι να κοιμούνται για λόγους ασφαλείας χωρίς φωτιά, ακόμα και στο καταχείμωνο υποφέροντας από το τσουχτερό κρύο.

Τι έτρωγαν οι αγωνιστές του 1821;
Η τροφή των οπλαρχηγών και στρατιωτών ήταν λιτή και ξερή. Το συνηθισμένο συσσίτιο ήταν πολύ ψωμί, άφθονες ελιές και συνήθως, κρασί. Μια φορά την εβδομάδα, κάποτε και περισσότερες, έτρωγαν ψητό. Όταν δεν επαρκούσαν οι φούρνοι για την παρασκευή ψωμιού, χορηγούνταν στους στρατιώτες αλεύρι, ανάμεικτο συνήθως με καλαμποκάλευρο. Αυτό, χωρίς να το κοσκινίσουν, το ζύμωναν χωρίς προζύμι και αλάτι πάνω σε δέρμα ή σε πλάκα ή σε σανίδα και του έδιναν τη μορφή κουλούρας που έψηναν πάνω σε χόβολη από φρύγανα. Το κρασί το έβαζαν σε ένα είδος ασκιού, την τσίτσα. Στον ντορβά τους, το σακίδιο που είχαν μαζί τους, έβαζαν «συμπληρωματικά» της τροφής όπως τυρί, κρεμμύδια και σκόρδα.
Ακόμη είχαν βελόνες, ράμματα, τσακμακόπετρες μέχρι και τσαγκαροσούβλια για τα τσαρούχια. Τα στρατεύματα τα ακολουθούσαν μπαλωματήδες, σιδεράδες, «οπλοδιορθωτές» και μικροπωλητές. Αυτοί ,στα στρατόπεδα έστηναν τους πάγκους τους και έτσι δημιουργούνταν αυτοσχέδιες αγορές. Εκεί οι στρατιώτες προμηθεύονταν τρόφιμα (κρασί, άλλα οινοπνευματώδη ποτά, στραγάλια, ξερά σύκα, σκουμπριά, παλαμίδες, δέρματα κλπ.) αλλά και διάφορα άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Πώς περνούσε η μέρα των αγωνιστών του 1821;
Οι άτακτοι στρατιώτες του 1821 ζούσαν στα λημέρια των κλεφτών και των αρματολών. Κάτω από πυκνόφυλλα δέντρα, κοντά σε σκιερές χαράδρες και ρεματιές. Λίγοι τυχεροί έστηναν ένα καλύβι από κλαδιά ή θάμνους ένα τσαρδάκι όπως λεγόταν. Το εγερτήριο γινόταν τα χαράματα. Οπλαρχηγοί και στρατιώτες έκαναν τον σταυρό τους πριν την ανατολή του ήλιου. Έπειτα χτένιζαν τα, μακριά συνήθως, μαλλιά τους. Ακολούθως συγκεντρώνονταν γύρω από το τσαρδάκι του αρχηγού ή στο ύπαιθρο και καθιστοί σχημάτιζαν έναν, δύο ή και τρεις κύκλους. Εκεί μιλούσαν για τι μάχες, τα ανδραγαθήματα κάποιων, τον ηρωικό θάνατο άλλων, την κατάσταση των εχθρών ή έκριναν κάποια διαφορά στρατιωτών. Συνήθως τη λύση στις διαφωνίες έδινε ο γηραιότερος αρχηγός ή στρατιωτικός. Στις ώρες της αργίας οι βαθμοφόροι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια. Από τους στρατιώτες, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι έπαιζαν φλογέρα κα άλλοι χόρευαν συνήθως το λειβαδίτικο ή σπανιότερα το συρτό. Άλλοι πάλι έριχναν δίσκο ή λιθάρι. Οι συμπολεμιστές τους επευφημούσαν τους νικητές του δίσκου, της πάλης ή του άλματος και πείραζαν με καλόκαρδες ειρωνείες τους νικημένους.
Το βράδυ, οι πολεμιστές κάθονταν σταυροπόδι στα ταμπούρια τους. Άλλοι κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους, άλλοι ασχολούνταν με τα όπλα τους και άλλοι διηγούνταν τα ηρωικά κατορθώματά τους στη διάρκεια της ημέρας. Πολλά από αυτά βέβαια ήταν «παραφουσκωμένα». Ωστόσο, κάποια κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εποχής. Σε πολλά στρατόπεδα υπήρχε ένας λυράρης που έπαιζε εύθυμες συνήθως μελωδίες αλλά και λυπητερά τραγούδια για τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ή άλλων ηρώων.

Ακόμα και όταν ξεσπούσαν καβγάδες μεταξύ των πολεμιστών, αυτοί πολύ συχνά σταματούσαν με ένα αστείο. Ο Muller στο έργο του «Denkwurdigkeiten» γράφει ότι αυτοί οι άνθρωποι φαίνονταν περισσότερο ζωηροί παρά εμπαθείς, περισσότερο άγριοι παρά κακοί και στις φιλονικίες γενικά δεν έδειχναν την ευαισθησία των ξένων, οι οποίοι έφταναν στο σημείο να μονομαχήσουν ακόμα και για ασήμαντες αφορμές.
Στις γιορτές έσφαζαν και έψηναν αρνιά στη σούβλα. Έφερναν ολόκληρο το ψητό και το άφηναν πάνω σ’ ένα στρώμα φύλλων, συνήθως πλατάνου ή αγριοσυκιάς. Έπειτα κάποιος μ’ ένα γιαταγάνι έκοβε το ψητό σε πολλά κομμάτια και το μοίραζε στους συνδαιτυμόνες. Ένας άλλος κερνούσε κρασί τους παρευρισκόμενους. Οι φιλέλληνες με κλασική παιδεία οι περισσότεροι, που συμμετείχαν σε ανάλογα γεύματα, έβλεπαν όπως γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος, να ζωντανεύουν μπροστά τους ομηρικές σκηνές:

«... μίστυλλον τ’ άρα τ’ άλλα και αμφ’ οβελοίσιν έπειραν
ώπτων δ’ ακροπόρους οβελούς εν χερσίν έχοντες...
Οι δ’ επεί ώπτησαν κρε’ υπέρτερα και ερύσαντο,
δαίνυνθ’ εζόμενοι επί δ’ ανέρες εσθλοί όροντο
οίνον οινοχοεύντες ενί χρυσέοις δεπάεσσιν...»

(«Οδύσσεια», Ραψωδία Γ’ 462-463 και 470-472)

(Και σαν κάηκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα)

«…κόψαν και τ’ άλλα στο σουβλί τα πέρασαν, και τότες
τα ψήσανε, τα μυτερά σουβλιά ‘χοντας στα χέρια...
Και τ’ αποπάνω κρέατα σαν ψήσαν και τα βγάλαν
στο φαγοπότι κάθισαν και τίμια παλληκάρια
σκωθήκαν και κερνούσανε με τα χρυσά ποτήρια...».

(Μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης)

Γίνονταν πολλές προπόσεις για την ελευθερία της Ελλάδας, για την ομόνοια, για την ευτυχία των παιδιών της. Προπόσεις γίνονταν και προς τιμήν των ξένων που ήρθαν να πολεμήσουν για την Ελλάδα. Τα «ζήτω η ελευθερία» ή «ζήτω η κλεφτουριά» που βροντοφώναζαν κυρίως οι Μανιάτες, κατά τον Γάλλο φιλέλληνα Raubaud, αντηχούσαν συχνά. Οι Έλληνες διασκέδαζαν και τις παραμονές μάχης ή τις μέρες νίκης και όταν σε κάποιο χωριό ή μοναστήρι έβρισκαν πολλές τροφές και καλό κρασί. Οι οπλαρχηγοί γλεντούσαν μαζί με τους στρατιώτες ή μόνοι τους. Τα τραγούδια τους συνόδευαν συχνά ντόπια όργανα της εποχής, καραμούζες, νταούλια, βιολιά, μανδουλιά, λαούτα, ντέφια και μπουζούκια που τα έπαιζαν οι παιγνιδιάτορες (οργανοπαίχτες) ή και οι ίδιοι οι αρχηγοί (Ημερολόγιο Κριεζή, «Εβδομάς» 6, 1889, αρ. Φύλλου 20, σελ. 8).
Η άφιξη στα στρατόπεδα ή στις πόλεις επίσημων Ελλήνων ή και ξένων και η αναχώρησή τους χαιρετιζόταν συχνά με κανονιές και ομοβροντίες πυροβολισμών. Αλλά και τα στρατιωτικά αποσπάσματα πριν φτάσουν στα στρατόπεδα έριχναν τρεις, συνήθως, μπαταριές(πυροβολισμούς) για να ενημερώσουν για την άφιξή τους. Και βέβαια τα στρατιωτικά σώματα που είχαν νικήσει τους Τούρκους, όταν έφταναν στις πόλεις γίνονταν δεκτά με πυροβολισμούς και θορυβώδεις ζητωκραυγές.

Προλήψεις και δεισιδαιμονίες των αγωνιστών του 1821
Οι αγωνιστές του 1821 πίστευαν στην πλατομαντεία. Κάποιος δηλαδή κοίταζε την πλάτη του ψημένου αρνιού και μάντευε. Οι περισσότεροι επίσης πίστευαν στα όνειρα και κάποιες φορές παρακινούμενοι από αυτά, έκαναν παράτολμες πράξεις. Για την ερμηνεία των ονείρων φημίζονταν κυρίως οι Λάκωνες. Σημάδια κακού ήταν η εμφάνιση λαγού ή φιδιού όταν έκαναν πορεία ή άρχιζαν μάχη, το πέταγμα των πελαργών, το αλύχτημα των σκυλιών και η φωνή του γκιόνη τη νύχτα. Μερικοί Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί μάλιστα όταν έκαναν πρωινή πορεία θεωρούσαν απαίσιο σημάδι το να συναντήσουν μπροστά τους παπά! Με άγριες φωνές τον έδιωχναν προς τα πίσω και κάποτε των σκότωναν!
(Ιωάννης Φιλήμων «Δοκίμιον...», τ. 3, σελ. 37). Ανάλογες αντιλήψεις είχαν επικρατήσει και στη Δύση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ο Κ. Σάθας στο βιβλίο του «Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει», σελ 59, γράφει: «Δεν συνοδεύονται υπό ιερέων, εξ εναντίας μάλιστα μισούσι τούτους θεωρούντες ως κακίστους οιωνούς, πολλάκις δε και κεφαλαί αθώων λατίνων ιερέων ανεμίχθησαν εις τα αιμοσταγή τρόπαιά των...».

Οι αγωνιστές του 1821 είχαν μαζί τους χαϊμαλιά (φυλαχτά). Μερικοί μόνο, που θεωρούνταν προνομιούχοι είχαν πάντα πάνω τους το παντσέχρι (ανατομικός σχηματισμός στα έντερα φυτοφάγων ζώων) που θεωρούνταν πως είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επίσης οι στρατιώτες είχαν πάντα μαζί τους ένα μικρό χρηματικό ποσό, 50 ή και περισσότερα γρόσια, που τα κρατούσαν για την ταφή τους, «για θυμίαμα και κερί» όπως έλεγαν.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι πολεμιστές
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σχεδόν ποτέ δεν ενεπλάκη προσωπικά στη μάχη αλλά σχεδόν πάντα βρισκόταν μακριά από τον κίνδυνο κατά κανόνα σε υψώματα από τα οποία παρακολουθούσε τις κινήσεις των εχθρών με κιάλια και συντόνιζε τις ενέργειες των ελληνικών στρατευμάτων. Αυτή η στάση του Κολοκοτρώνη έγινε αφορμή να δεχθεί μομφές από επικριτές του όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης αλλά και να επαινεθεί από άλλους για τη σύνεσή του καθώς αν σκοτωνόταν στη μάχη αυτό θα είχε αρνητικές συνέπειες για την Επανάσταση. Ο «Γέρος του Μοριά» επικοινωνούσε με τα στρατεύματα με σήματα καπνού, με σινιάλα αν υπήρχε οπτική επαφή, με σαλπιγκτές ή σπανιότερα, με αγγελιοφόρους. Γνώριζε άριστα την ψυχολογία ακόμα και του τελευταίου Έλληνα στρατιώτη. Γνώριζε πώς να μιλήσει στους άνδρες του, πώς να τους φέρει στο φιλότιμο, πώς να τους κινητοποιήσει με πατριωτικά λόγια και παραβολές από τη βουκολική καθημερινότητα και την Αγία Γραφή, ενίοτε δε με υποσχέσεις για θησαυρούς και πλιάτσικο όπως έκανε πριν την κρίσιμη μάχη στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822. Χρησιμοποιούσε επίσης πολύ συχνά τις δεισιδαιμονίες των απλών αγωνιστών προς όφελος της Επανάστασης. Στην κρίσιμη μάχη στο Βαλτέτσι(Απρίλιος 1821) όταν είδε στον αέρα, το συμπτωματικό, πέταγμα ενός σμήνους από κοράκια προς τα τουρκικά στρατεύματα, φώναζε στους Έλληνες ότι οι Τούρκοι θα χάσουν, καθώς ήδη τους περιτριγυρίζουν κοράκια που μυρίστηκαν τα πτώματα. Χρησιμοποιούσε ακόμα συχνά κάποιο όνειρο που δήθεν είδε για να δώσει θάρρος στους στρατιώτες. Κάθε δύο μέρες μάζευε τους άνδρες του, τους καταμετρούσε, τους μιλούσε για να τους εμψυχώσει και τους έδινε παραγγέλματα για οπλασκίες. Έπειτα τους παρακινούσε να έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, διοργάνωνε αθλοπαιδιές, γλέντια και έπειτα επανέφερε τους στρατιώτες του στην πολεμική πραγματικότητα. Όσο για τους λιποτάκτες, πολύ συχνά για να τους τιμωρήσει παραδειγματικά, τους γύμνωνε, τους μουντζούρωνε σε όλο τους το σώμα και έπειτα τους παρέδιδε στη χλεύη του λαού.

Όσο για την άποψη του Κολοκοτρώνη για την πειθαρχία των ελληνικών στρατευμάτων και πόσο δύσκολο να τα διοικεί κανείς ήταν, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Να μου δώσει ο Ουέλινγκτον (ο νικητής του Ναπολέοντα στο Βατερλό) 40.000 στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ’ αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνες δεν μπορούσε ούτε μια ώρα να τους διοικήσει...».

Πηγές: ΑΠ. Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ&Μ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016 ,Α’ Έκδοση 1970.
ΙΩΑΝΝΗΣ Β. ΔΑΣΚΑΡΟΛΗΣ, «ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, Ο ΕΦΗΒΟΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΤΟΥ 1821», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2021

Διαβάστε ακόμη

Σχόλια