Οι νότιες παρυφές της Βαλκανικής και ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου είχαν κομβική σημασία για τον έλεγχο των ζωτικών εναέριων, χερσαίων και θαλάσσιων οδών ανάμεσα στην Κεντρική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή. Η τελική διαμόρφωση των επιθετικών σχεδίων του Βερολίνου έγινε σε συνδυασμό με την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πεδίο.
Η αναστολή των επιθετικών σχεδίων κατά της Βρετανίας και η προπαρασκευή της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ένωσης προϋπέθετε τη διασφάλιση των νώτων του γερμανικού στρατού. Συνεπώς η Ελλάδα ως προκεχωρημένο φυλάκιο ή και πιθανό προγεφύρωμα της Μ. Βρετανίας αποτελούσε επιθετικό στόχο ζωτικής σημασίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ υπέγραψε το Σχέδιο Μαρίτα (Operation Marita) ,καθώς η εγκατάσταση στη Λήμνο βρετανικής αεροπορικής βάσης μετά τη σταθεροποίηση του ελληνικού μετώπου στην Αλβανία, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει τις πετρελαιοπηγές και τα διυλιστήρια της Ρουμανίας, συνεπαγόταν την ανάληψη δράσης για την εξουδετέρωση του κινδύνου.
Η κατάσταση στα Βαλκάνια πριν τη γερμανική εισβολή
Την ίδια περίοδο τα πράγματα στη Βαλκανική Χερσόνησο δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την Ελλάδα. Η Βουλγαρία στις 7 Σεπτεμβρίου 1940 «δωροδοκήθηκε» με την επιστροφή της νότιας Δοβρουτσάς από τη Ρουμανία με εντολή του Χίτλερ. Η Ρουμανία από τον Οκτώβριο του 1940 είχε επιτρέψει στα ναζιστικά στρατεύματα να μπουν στο έδαφός της. Η Γιουγκοσλαβία μετά από δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις προσχώρησε στο «Τριμερές Σύμφωνο» στις 25 Μαρτίου 1941 με αντάλλαγμα την αναγνώριση της κυριαρχικής ανεξαρτησίας της και της εδαφικής της ακεραιότητας αλλά και την υπόσχεση για την εκχώρηση της Θεσσαλονίκης.
Τέλος, η Τουρκία από τον Δεκέμβριο του 1940 είχε εγκαινιάσει μυστικό διάλογο με το Βερολίνο που κατέληξε τελικά στο διμερές Σύμφωνο Φιλίας της 8ης Ιουνίου 1941. Η Τουρκία όχι μόνο δεν έδειχνε διατεθειμένη να βοηθήσει την Ελλάδα αλλά και διευκόλυνε με την τουρκοβουλγαρική δήλωση της 17ης Φεβρουαρίου την ένταξη της Βουλγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο (Γερμανίας, Ιαπωνίας και Ιταλίας) την 1η Μαρτίου 1941.
Το γερμανικό τελεσίγραφο στον Κορυζή
Στις 5 π.μ. της 6ης Απριλίου 1941 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Victor Heinrich Bruno Karl zu Erbach-Schonberg επισκέφθηκε μαζί με τον ελληνομαθή στρατιωτικό ακόλουθο Clemm von Hohenberg τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή στο σπίτι του. Ο von Hohenberg μεγάλωσε στη Σμύρνη συναναστραφόμενος ελληνόπουλα. Αγαπούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες και γνώριζε τόσο καλά ελληνικά ώστε απήγγειλε από μνήμης στίχους από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Όμως εκείνο το πρωινό οι δύο Γερμανοί ενημέρωσαν τον Κορυζή για την επικείμενη εισβολή των ναζί στην Ελλάδα: «Θα πρέπει να πληροφορήσω την Υμετέρα Εξοχότητα ότι την στιγμήν ταύτην εκ μέρους της γερμανικής κυβερνήσεως επιδίδεται διακοίνωσις εις τον εν Βερολίνω Έλληνα πρεσβευτή.
Δια της διακοινώσεως σας γνωρίζομεν ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέλθουν εις το ελληνικόν έδαφος σήμερον την πρωΐαν κατόπιν της εν Ελλάδι αφίξεως Αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων». Ο Έλληνας πρωθυπουργός του απάντησε: «Παρακαλώ διαβιβάσατε εις την Υμετέραν κυβέρνησις ότι η Ελλάς, υπεραμυνόμενη του πατρίου εδάφους θα αντιτάξει αντίστασιν δια των όπλων εις πάσαν απόπειραν των γερμανικών στρατευμάτων όπως εισβάλλουν εις αυτό». Ο Κορυζής ενημέρωσε τον Γεώργιο Β’, τον Αρχιστράτηγο Παπάγο και τον υπουργό Ασφαλείας Μανιαδάκη. Ταυτόχρονα, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 16 Πολεμικόν Ανακοινωθέν: «Πρωΐα 6ης Απριλίου 1941. Από της 05.15 ώρας της σήμερον, ο εν Βουλγαρία ευρισκόμενος γερμανικός στρατός προσέβαλεν απροκλήτως τα ημέτερα στρατεύματα της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα
Στο μεταξύ στη Γιουγκοσλαβία στις 27 Μαρτίου είχε εκδηλωθεί πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε η φιλοχιτλερική κυβέρνηση και κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Πίσω από την ενέργεια αυτή βρίσκονταν κατά πάσα πιθανότητα οι Βρετανοί. Τα νέα δεδομένα πάντως αιφνιδίασαν τους Γερμανούς και τους ανάγκασαν να τροποποιήσουν τα σχέδιά τους. Στις 6 Απριλίου 1941 αεροπλάνα της Luftwaffe άρχισαν τις επιδρομές στη Γιουγκοσλαβία.
Στις 9 Απριλίου καταλήφθηκε η Νις και στις 12 Απριλίου το Βελιγράδι από έξι μόλις άνδρες με επικεφαλής τον Λοχαγό Fritz Klingenberg με τέχνασμα. Ο δήμαρχος Βελιγραδίου αυτοκτόνησε από ντροπή μετά το γεγονός, ενώ ο Klingenberg παρασημοφορήθηκε (Παπαφλωράτος, 2014). Τελικά, καθώς υπήρξαν και συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Κροατών, η Γιουγκοσλαβία συνθηκολόγησε στις 17 Απριλίου 1941.
Η διεξαγωγή της «επιχείρησης Μαρίτα» για την Ελλάδα ανατέθηκε στη 12η Στρατιά που απαρτιζόταν από τις εξής μονάδες:
Το 40ο Σώμα Τεθωρακισμένων με επικεφαλής τον Στρατηγό Georg Stumme, το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού με επικεφαλής τον Στρατηγό Franz Bohme και το 30ο Σώμα Στρατού με επικεφαλής τον Στρατηγό Otto Hartmann.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση κυρίως προς το αριστερό τμήμα της αμυντικής τοποθεσίας ιδιαίτερα στα οχυρά Μπέλες και Ρούπελ. Από τις 6 ως τις 9 Απριλίου 1941 έγινε στην οχυρή «Γραμμή Μεταξά» από το όρος Μπέλες μέχρι τον Νέστο ένας λυσσαλέος αγώνας καθώς οι γερμανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να υποτάξουν τους λιγοστούς αλλά γενναίους Έλληνες που υπερασπίζονταν τα οχυρά. Λίσσε, Εχίνος, Πυραμιδοειδές, Ρούπελ, Παλιουριώνες, Καρατάς, Αρπαλούκι, Ιστίμπεϊ, Κελκαγιά και άλλα οχυρά σταμάτησαν αλλεπάλληλα κύματα γερμανικών επιθέσεων για τρεις μέρες.
Το μεσημέρι της δεύτερης μέρας της επίθεσης, η διοίκηση της 12ης γερμανικής στρατιάς εξέταζε το ενδεχόμενο αναδιοργάνωσης των δυνάμεων στον νότιο τομέα για τη διάσπαση της γραμμής. Η κατάρρευση όμως του γιουγκοσλαβικού μετώπου διευκόλυνε το έργο των Γερμανών. Στις 6 και 7 Απριλίου οι δυνάμεις του 40ου Σώματος διέσπασαν την άμυνα του Γ’ γιουγκοσλαβικού Σώματος και προχώρησαν προς τα Σκόπια, ενώ μονάδες της επίλεκτης Μεραρχίας S.S. «Adolf Hitler» πέρασαν μέσω Βέλες και Ιστίπ με κατεύθυνση το Μοναστήρι. Ανατολικότερα η 2η θωρακισμένη Μεραρχία προχωρούσε προς τον Αξιό.
Ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ανοιχτός. Μονάδες της 2ης Θωρακισμένης Μεραρχίας από τα δυτικά και της 5ης ορεινής Μεραρχίας που είχε διασπάσει την άμυνα στον Στρυμόνα από τα ανατολικά συναγωνίζονταν για το ποιες θα φτάσουν πρώτες στη συμπρωτεύουσα. Τελικά τα τανκς της 2ης Μεραρχίας έφτασαν έξω από την πόλη το βράδυ της 8ης-9ης Απριλίου. Το ίδιο βράδυ ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ.)
Στρατηγός Κωνταντίνος Μπακόπουλος (1889-1950) έστειλε αγγελιοφόρο προς τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων που κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη και πρότεινε την κατάπαυση των εχθροπραξιών για τις δυνάμεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Το πρωί της 9ης Απριλίου 1941 τα πρώτα γερμανικά τανκς μπήκαν στη «νύμφη του Θερμαϊκού» και το μεσημέρι υπογράφτηκε το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης από τον Στρατηγό Μπακόπουλο και τον Γερμανό Αντιστράτηγο Rudolf Veiel με όρους ιδιαίτερα τιμητικούς για τα ελληνικά όπλα. Καθώς οι διαταγές άργησαν να φθάσουν στα οχυρά της πρώτης γραμμής οι μάχες συνεχίστηκαν ως το βράδυ της 9ης Απριλίου. Τότε οι ελληνικές δυνάμεις παραδόθηκαν και μόνο λίγοι άνδρες ξέφυγαν και έφτασαν στη Θάσο.
«Οι Γερμανοί δεν εφείσθησαν επαίνων για την μαχητική ικανότητα των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών ενώ παρουσίασαν όπλα κατά την έξοδο των εναπομείναντων υπερασπιστών των οχυρών της ‘’γραμμής Μεταξά’’. Ήταν μια απόδειξη της αναγνώρισης του ηρωισμού των αντιπάλων τους» (Παπαφλωράτος, 2014).
Τα γερμανικά στρατεύματα απειλούσαν ήδη τη γραμμή Αλιάκμονα από τη Θεσσαλονίκη και από το Μοναστήρι που όπως αναφέραμε είχε καταληφθεί από τη Μεραρχία «Adolf Hitler». Στις 10 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Φλώρινα και στη συνέχεια, διαδοχικά, σε Καστοριά, Άργος Ορεστικό, Νεάπολη και Γρεβενά. Στις 15 Απριλίου ήρθαν αντιμέτωποι με στρατεύματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ΙΙ Νεοζηλανδική Μεραρχία δεν μπόρεσε να κρατήσει τις θέσεις της στο Λιτόχωρο και υποχώρησε προς τον Πλαταμώνα, ενώ οι άνδρες της ΙΧ αυστραλιανής Μεραρχίας ηττήθηκαν στα Σέρβια. Δυστυχώς το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας δεν μπόρεσε να διαθέσει σημαντικές δυνάμεις για την κάλυψη του μετώπου μεταξύ Πρεσπών και Νυμφαίου γεγονός που συνέβαλε στην οπισθοχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνικός Στρατός συνέχιζε τις νικηφόρες επιχειρήσεις του εναντίον των Ιταλών. Μάλιστα η ΙV Μεραρχία στις 16 Απριλίου απέκρουσε σφοδρή ιταλική επίθεση και ξεκίνησε υποχωρητικό ελιγμό μέσω του χιονοσκέπαστου όρους Νεμέρτσκα προς το ακριτικό χωριό Δρυμάδες του Πωγωνίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχωρούσαν διατηρώντας τη συνοχή τους αν και κάποιοι άνδρες είχαν αρχίσει να χάνουν το ηθικό τους. Μάλιστα στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο κάποιοι διοικητές αλλά και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων ζητούσαν την υπογραφή ανακωχής για να σωθεί η τιμή του στρατεύματος. Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος απέκλειε κάθε περίπτωση συνθηκολόγησης με τον εχθρό, πριν την εκκένωση της Ελλάδας από τους Βρετανούς. Όμως οι διοικητές των Α’, Β’ και Γ’ Σωμάτων Στρατού με επικεφαλής τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, διοικητή του Γ’ Σώματος και σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς. Υπογράφτκε πρωτόκολλο ανακωχής μεταξύ Τσολάκογλου και Στρατηγού Joseph Sepp Dietrich, τέως οδηγού και σωματοφύλακα του Χίτλερ και διοικητή πλέον της Μεραρχίας «Adolf Hitler».
Το οριστικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στις 23 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη και προέβλεπε την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς και τους ηττημένους Ιταλούς. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, η κυβέρνηση και ο Αρχιστράτηγος Παπάγος δεν αναγνώρισαν τη συνθηκολόγηση. Πολλοί επέκριναν σφοδρά τον Τσολάκογλου γι’ αυτή του την ενέργεια. Άλλοι, όπως ο Παυσανίας Κατσώτας τη θεώρησαν επιβεβλημένη για να αποτραπεί η πλήρης διάλυση του Ελληνικού Στρατού και κυρίως, για να παραμείνει αυτός αήττητος απέναντι στους Ιταλούς. Μετά την απελευθέρωση ο Τσολάκογλου οδηγήθηκε σε Ειδικό Δικαστήριο το οποίο και τον καταδίκασε σε θάνατο (31/5/1945), αλλά τελικά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Οι τελευταίες γραμμές αντίστασης – Η αυτοκτονία Κορυζή
Στο μεταξύ η προέλαση των Γερμανών προς το νότο ήταν ραγδαία από τους άξονες Καλαμπάκα-Λάρισα-Λαμία-Θερμοπύλες και Κατερίνη-ανατολικός Όλυμπος-Τέμπη-Λάρισα-Βόλος-Στυλίδα-Θερμοπύλες. Από τις 16 Απριλίου άρχισε η απαγκίστρωση των βρετανικών δυνάμεων, οι οποίες στις 19 Απριλίου συμπτύχθηκαν στις Θερμοπύλες. Στις 18 Απριλίου 1941 αυτοκτόνησε ο πρωθυπουργός Κορυζής. Για τις συνθήκες και τον τρόπο αυτοκτονίας του έχουν γραφτεί πάρα πολλά (Κοντογιαννίδης, 2016).
Στις 21 Απριλίου τον διαδέχθηκε ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Παρά και τις διαταγές καταπαύσεως του πυρός που εξέδωσε ο Αντιστράτηγος Μπάκος στην Ήπειρο, ο αγώνας σε ορισμένες περιοχές συνεχιζόταν. Δεν έλειψαν και αυτοκτονίες στρατιωτικών που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση, όπως ο Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Βερσής, διοικητής της 8ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού της VIII Μεραρχίας και ο Στρατηγός Ιωάννης Ζήσης, διοικητής της Ταξιαρχίας Θράκης.
Ήταν φανερό ότι κάθε αντίσταση πλέον ήταν μάταια. Στις 19 Απριλίου αποφασίστηκε η αποχώρηση των Βρετανών από την Ελλάδα κάτι που έγινε μεταξύ 24 και 30 Απριλίου από το Πόρτο Ράφτη, τα Μέγαρα, τους Αγίους Θεοδώρους, τη Ραφήνα, το Ναύπλιο, τη Μονεμβασιά και την Καλαμάτα. Από τους 62.500 Βρετανούς που είχαν φθάσει τον Μάρτιο στην Ελλάδα, 3.000 σκοτώθηκαν, 9.000 αιχμαλωτίστηκαν ή θεωρήθηκαν αγνοούμενοι, 27.000 περίπου αποβιβάστηκαν στην Κρήτη και οι υπόλοιποι στην Αίγυπτο.
Η αναχώρηση του Γεώργιου Β’ και της κυβέρνησης από την Αθήνα
Καθώς φαινόταν ότι η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα ήταν θέμα ημερών, στις 22 Απριλίου τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης έφυγαν για την Κρήτη με το αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα». Την επόμενη πήγαν στη Μεγαλόνησο ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Βρετανός πρεσβευτής. Μάλιστα από τις 11 Απρίλιου ο Γεώργιος γνωρίζοντας πως ούτε η Κρήτη ήταν ασφαλής, ζήτησε από τους Βρετανούς να εγκατασταθεί η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Κύπρο, μαζί με 50.000 νεοσύλλεκτους από την Πελοπόννησο για να συμπληρωθεί η εκγύμνασή τους. Ήταν μια εξαιρετική πρόταση διατυπωμένη όμως με άκομψο τρόπο.
Οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν αμέσως ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο, οι Κύπριοι θα αγνοούσαν πλέον τις αγγλικές αρχές και θα θεωρούσαν την ελληνική κυβέρνηση ως τη de facto ,αν όχι τη de jure κυβέρνηση της Κύπρου. Τελικά η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή. Στις 27 Απριλίου 1941 οι ναζιστικές δυνάμεις μπήκαν στην Αθήνα και η σβάστικα υψώθηκε στην Ακρόπολη. Την ίδια ημέρα η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο. Τελικά έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαΐου 1941. Στις 30 Απριλίου 1941 σχηματίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γεώργιο Τσολάκογλου.
Ο χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδας φυγαδεύτηκε διαδοχικά σε Κρήτη, Αίγυπτο, και τελικά στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Ο Διοικητής της Τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος και ο Υποδιοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος είχαν αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος της περιπετειώδους αυτής επιχείρησης.
Αποτίμηση της γερμανικής επιχείρησης στα Βαλκάνια
Από τις 20 Μαΐου οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο «Merkur» («Ερμής») για την κατάληψη της Κρήτης. Αν και ήταν λιγότεροι αριθμητικά και δεν διέθεταν τον έλεγχο της θάλασσας είχαν καλύτερο οπλισμό και πλήρη κυριαρχία στον αέρα. Εκμεταλλευόμενοι τα παραπάνω πλεονεκτήματα και τα λάθη της Συμμαχικής Διοίκησης πέτυχαν να καταλάβουν τη Μεγαλόνησο ως τα τέλη Μαΐου 1941. Ο Γεώργιος Β’, η κυβέρνηση και όσες ελληνικές δυνάμεις μπόρεσαν να διαφύγουν, πήγαν στην Αφρική για να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα τους. Η εκστρατεία στη Βαλκανική κόστισε ακριβά στους Γερμανούς τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε πολεμικό υλικό.
Σύμφωνα μάλιστα με αρκετούς μελετητές της περιόδου άλλαξε το χρονοδιάγραμμά τους για την επίθεση εναντίον των Σοβιετικών. Και αυτό όχι λόγω της επιχείρησης στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν μόλις 151 νεκρούς, 392 τραυματίες και 15 αγνοούμενους, αλλά κυρίως λόγω της εκστρατείας στην Ελλάδα. Οι ναζί μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς δηλαδή να υπολογίζεται η μάχη της Κρήτης, είχαν 948 νεκρούς, 3.360 τραυματίες και 385 αγνοούμενους. Είναι γνωστό επίσης ότι το επίλεκτο σώμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών αποδεκατίστηκε στην Κρήτη και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά σε παρόμοια επιχείρηση.
Κι από την άλλη πλευρά, 13.325 νεκροί, 62.663 τραυματίες, 1.290 αγνοούμενοι, ήταν το βαρύτατο τίμημα που πλήρωσε ο Ελληνικός Στρατός πολεμώντας γενναία δύο αυτοκρατορίες.
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
«ΕΛΛΑΣ», ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ
Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», Τόμος ΙΙ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
ΤΑΣΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, «ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ», Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2016
Η αναστολή των επιθετικών σχεδίων κατά της Βρετανίας και η προπαρασκευή της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ένωσης προϋπέθετε τη διασφάλιση των νώτων του γερμανικού στρατού. Συνεπώς η Ελλάδα ως προκεχωρημένο φυλάκιο ή και πιθανό προγεφύρωμα της Μ. Βρετανίας αποτελούσε επιθετικό στόχο ζωτικής σημασίας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ υπέγραψε το Σχέδιο Μαρίτα (Operation Marita) ,καθώς η εγκατάσταση στη Λήμνο βρετανικής αεροπορικής βάσης μετά τη σταθεροποίηση του ελληνικού μετώπου στην Αλβανία, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει τις πετρελαιοπηγές και τα διυλιστήρια της Ρουμανίας, συνεπαγόταν την ανάληψη δράσης για την εξουδετέρωση του κινδύνου.
Η κατάσταση στα Βαλκάνια πριν τη γερμανική εισβολή
Την ίδια περίοδο τα πράγματα στη Βαλκανική Χερσόνησο δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την Ελλάδα. Η Βουλγαρία στις 7 Σεπτεμβρίου 1940 «δωροδοκήθηκε» με την επιστροφή της νότιας Δοβρουτσάς από τη Ρουμανία με εντολή του Χίτλερ. Η Ρουμανία από τον Οκτώβριο του 1940 είχε επιτρέψει στα ναζιστικά στρατεύματα να μπουν στο έδαφός της. Η Γιουγκοσλαβία μετά από δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις προσχώρησε στο «Τριμερές Σύμφωνο» στις 25 Μαρτίου 1941 με αντάλλαγμα την αναγνώριση της κυριαρχικής ανεξαρτησίας της και της εδαφικής της ακεραιότητας αλλά και την υπόσχεση για την εκχώρηση της Θεσσαλονίκης.
Τέλος, η Τουρκία από τον Δεκέμβριο του 1940 είχε εγκαινιάσει μυστικό διάλογο με το Βερολίνο που κατέληξε τελικά στο διμερές Σύμφωνο Φιλίας της 8ης Ιουνίου 1941. Η Τουρκία όχι μόνο δεν έδειχνε διατεθειμένη να βοηθήσει την Ελλάδα αλλά και διευκόλυνε με την τουρκοβουλγαρική δήλωση της 17ης Φεβρουαρίου την ένταξη της Βουλγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο (Γερμανίας, Ιαπωνίας και Ιταλίας) την 1η Μαρτίου 1941.
Το γερμανικό τελεσίγραφο στον Κορυζή
Στις 5 π.μ. της 6ης Απριλίου 1941 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Victor Heinrich Bruno Karl zu Erbach-Schonberg επισκέφθηκε μαζί με τον ελληνομαθή στρατιωτικό ακόλουθο Clemm von Hohenberg τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή στο σπίτι του. Ο von Hohenberg μεγάλωσε στη Σμύρνη συναναστραφόμενος ελληνόπουλα. Αγαπούσε την Ελλάδα και τους Έλληνες και γνώριζε τόσο καλά ελληνικά ώστε απήγγειλε από μνήμης στίχους από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Όμως εκείνο το πρωινό οι δύο Γερμανοί ενημέρωσαν τον Κορυζή για την επικείμενη εισβολή των ναζί στην Ελλάδα: «Θα πρέπει να πληροφορήσω την Υμετέρα Εξοχότητα ότι την στιγμήν ταύτην εκ μέρους της γερμανικής κυβερνήσεως επιδίδεται διακοίνωσις εις τον εν Βερολίνω Έλληνα πρεσβευτή.
Δια της διακοινώσεως σας γνωρίζομεν ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέλθουν εις το ελληνικόν έδαφος σήμερον την πρωΐαν κατόπιν της εν Ελλάδι αφίξεως Αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων». Ο Έλληνας πρωθυπουργός του απάντησε: «Παρακαλώ διαβιβάσατε εις την Υμετέραν κυβέρνησις ότι η Ελλάς, υπεραμυνόμενη του πατρίου εδάφους θα αντιτάξει αντίστασιν δια των όπλων εις πάσαν απόπειραν των γερμανικών στρατευμάτων όπως εισβάλλουν εις αυτό». Ο Κορυζής ενημέρωσε τον Γεώργιο Β’, τον Αρχιστράτηγο Παπάγο και τον υπουργό Ασφαλείας Μανιαδάκη. Ταυτόχρονα, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 16 Πολεμικόν Ανακοινωθέν: «Πρωΐα 6ης Απριλίου 1941. Από της 05.15 ώρας της σήμερον, ο εν Βουλγαρία ευρισκόμενος γερμανικός στρατός προσέβαλεν απροκλήτως τα ημέτερα στρατεύματα της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα
Στο μεταξύ στη Γιουγκοσλαβία στις 27 Μαρτίου είχε εκδηλωθεί πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε η φιλοχιτλερική κυβέρνηση και κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Πίσω από την ενέργεια αυτή βρίσκονταν κατά πάσα πιθανότητα οι Βρετανοί. Τα νέα δεδομένα πάντως αιφνιδίασαν τους Γερμανούς και τους ανάγκασαν να τροποποιήσουν τα σχέδιά τους. Στις 6 Απριλίου 1941 αεροπλάνα της Luftwaffe άρχισαν τις επιδρομές στη Γιουγκοσλαβία.
Στις 9 Απριλίου καταλήφθηκε η Νις και στις 12 Απριλίου το Βελιγράδι από έξι μόλις άνδρες με επικεφαλής τον Λοχαγό Fritz Klingenberg με τέχνασμα. Ο δήμαρχος Βελιγραδίου αυτοκτόνησε από ντροπή μετά το γεγονός, ενώ ο Klingenberg παρασημοφορήθηκε (Παπαφλωράτος, 2014). Τελικά, καθώς υπήρξαν και συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Κροατών, η Γιουγκοσλαβία συνθηκολόγησε στις 17 Απριλίου 1941.
Η διεξαγωγή της «επιχείρησης Μαρίτα» για την Ελλάδα ανατέθηκε στη 12η Στρατιά που απαρτιζόταν από τις εξής μονάδες:
Το 40ο Σώμα Τεθωρακισμένων με επικεφαλής τον Στρατηγό Georg Stumme, το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού με επικεφαλής τον Στρατηγό Franz Bohme και το 30ο Σώμα Στρατού με επικεφαλής τον Στρατηγό Otto Hartmann.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση κυρίως προς το αριστερό τμήμα της αμυντικής τοποθεσίας ιδιαίτερα στα οχυρά Μπέλες και Ρούπελ. Από τις 6 ως τις 9 Απριλίου 1941 έγινε στην οχυρή «Γραμμή Μεταξά» από το όρος Μπέλες μέχρι τον Νέστο ένας λυσσαλέος αγώνας καθώς οι γερμανικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να υποτάξουν τους λιγοστούς αλλά γενναίους Έλληνες που υπερασπίζονταν τα οχυρά. Λίσσε, Εχίνος, Πυραμιδοειδές, Ρούπελ, Παλιουριώνες, Καρατάς, Αρπαλούκι, Ιστίμπεϊ, Κελκαγιά και άλλα οχυρά σταμάτησαν αλλεπάλληλα κύματα γερμανικών επιθέσεων για τρεις μέρες.
Το μεσημέρι της δεύτερης μέρας της επίθεσης, η διοίκηση της 12ης γερμανικής στρατιάς εξέταζε το ενδεχόμενο αναδιοργάνωσης των δυνάμεων στον νότιο τομέα για τη διάσπαση της γραμμής. Η κατάρρευση όμως του γιουγκοσλαβικού μετώπου διευκόλυνε το έργο των Γερμανών. Στις 6 και 7 Απριλίου οι δυνάμεις του 40ου Σώματος διέσπασαν την άμυνα του Γ’ γιουγκοσλαβικού Σώματος και προχώρησαν προς τα Σκόπια, ενώ μονάδες της επίλεκτης Μεραρχίας S.S. «Adolf Hitler» πέρασαν μέσω Βέλες και Ιστίπ με κατεύθυνση το Μοναστήρι. Ανατολικότερα η 2η θωρακισμένη Μεραρχία προχωρούσε προς τον Αξιό.
Ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ανοιχτός. Μονάδες της 2ης Θωρακισμένης Μεραρχίας από τα δυτικά και της 5ης ορεινής Μεραρχίας που είχε διασπάσει την άμυνα στον Στρυμόνα από τα ανατολικά συναγωνίζονταν για το ποιες θα φτάσουν πρώτες στη συμπρωτεύουσα. Τελικά τα τανκς της 2ης Μεραρχίας έφτασαν έξω από την πόλη το βράδυ της 8ης-9ης Απριλίου. Το ίδιο βράδυ ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ.)
Στρατηγός Κωνταντίνος Μπακόπουλος (1889-1950) έστειλε αγγελιοφόρο προς τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων που κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη και πρότεινε την κατάπαυση των εχθροπραξιών για τις δυνάμεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Το πρωί της 9ης Απριλίου 1941 τα πρώτα γερμανικά τανκς μπήκαν στη «νύμφη του Θερμαϊκού» και το μεσημέρι υπογράφτηκε το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης από τον Στρατηγό Μπακόπουλο και τον Γερμανό Αντιστράτηγο Rudolf Veiel με όρους ιδιαίτερα τιμητικούς για τα ελληνικά όπλα. Καθώς οι διαταγές άργησαν να φθάσουν στα οχυρά της πρώτης γραμμής οι μάχες συνεχίστηκαν ως το βράδυ της 9ης Απριλίου. Τότε οι ελληνικές δυνάμεις παραδόθηκαν και μόνο λίγοι άνδρες ξέφυγαν και έφτασαν στη Θάσο.
«Οι Γερμανοί δεν εφείσθησαν επαίνων για την μαχητική ικανότητα των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών ενώ παρουσίασαν όπλα κατά την έξοδο των εναπομείναντων υπερασπιστών των οχυρών της ‘’γραμμής Μεταξά’’. Ήταν μια απόδειξη της αναγνώρισης του ηρωισμού των αντιπάλων τους» (Παπαφλωράτος, 2014).
Τα γερμανικά στρατεύματα απειλούσαν ήδη τη γραμμή Αλιάκμονα από τη Θεσσαλονίκη και από το Μοναστήρι που όπως αναφέραμε είχε καταληφθεί από τη Μεραρχία «Adolf Hitler». Στις 10 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Φλώρινα και στη συνέχεια, διαδοχικά, σε Καστοριά, Άργος Ορεστικό, Νεάπολη και Γρεβενά. Στις 15 Απριλίου ήρθαν αντιμέτωποι με στρατεύματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η ΙΙ Νεοζηλανδική Μεραρχία δεν μπόρεσε να κρατήσει τις θέσεις της στο Λιτόχωρο και υποχώρησε προς τον Πλαταμώνα, ενώ οι άνδρες της ΙΧ αυστραλιανής Μεραρχίας ηττήθηκαν στα Σέρβια. Δυστυχώς το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας δεν μπόρεσε να διαθέσει σημαντικές δυνάμεις για την κάλυψη του μετώπου μεταξύ Πρεσπών και Νυμφαίου γεγονός που συνέβαλε στην οπισθοχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνικός Στρατός συνέχιζε τις νικηφόρες επιχειρήσεις του εναντίον των Ιταλών. Μάλιστα η ΙV Μεραρχία στις 16 Απριλίου απέκρουσε σφοδρή ιταλική επίθεση και ξεκίνησε υποχωρητικό ελιγμό μέσω του χιονοσκέπαστου όρους Νεμέρτσκα προς το ακριτικό χωριό Δρυμάδες του Πωγωνίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχωρούσαν διατηρώντας τη συνοχή τους αν και κάποιοι άνδρες είχαν αρχίσει να χάνουν το ηθικό τους. Μάλιστα στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο κάποιοι διοικητές αλλά και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων ζητούσαν την υπογραφή ανακωχής για να σωθεί η τιμή του στρατεύματος. Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος απέκλειε κάθε περίπτωση συνθηκολόγησης με τον εχθρό, πριν την εκκένωση της Ελλάδας από τους Βρετανούς. Όμως οι διοικητές των Α’, Β’ και Γ’ Σωμάτων Στρατού με επικεφαλής τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, διοικητή του Γ’ Σώματος και σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς. Υπογράφτκε πρωτόκολλο ανακωχής μεταξύ Τσολάκογλου και Στρατηγού Joseph Sepp Dietrich, τέως οδηγού και σωματοφύλακα του Χίτλερ και διοικητή πλέον της Μεραρχίας «Adolf Hitler».
Το οριστικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στις 23 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη και προέβλεπε την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς και τους ηττημένους Ιταλούς. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, η κυβέρνηση και ο Αρχιστράτηγος Παπάγος δεν αναγνώρισαν τη συνθηκολόγηση. Πολλοί επέκριναν σφοδρά τον Τσολάκογλου γι’ αυτή του την ενέργεια. Άλλοι, όπως ο Παυσανίας Κατσώτας τη θεώρησαν επιβεβλημένη για να αποτραπεί η πλήρης διάλυση του Ελληνικού Στρατού και κυρίως, για να παραμείνει αυτός αήττητος απέναντι στους Ιταλούς. Μετά την απελευθέρωση ο Τσολάκογλου οδηγήθηκε σε Ειδικό Δικαστήριο το οποίο και τον καταδίκασε σε θάνατο (31/5/1945), αλλά τελικά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Οι τελευταίες γραμμές αντίστασης – Η αυτοκτονία Κορυζή
Στο μεταξύ η προέλαση των Γερμανών προς το νότο ήταν ραγδαία από τους άξονες Καλαμπάκα-Λάρισα-Λαμία-Θερμοπύλες και Κατερίνη-ανατολικός Όλυμπος-Τέμπη-Λάρισα-Βόλος-Στυλίδα-Θερμοπύλες. Από τις 16 Απριλίου άρχισε η απαγκίστρωση των βρετανικών δυνάμεων, οι οποίες στις 19 Απριλίου συμπτύχθηκαν στις Θερμοπύλες. Στις 18 Απριλίου 1941 αυτοκτόνησε ο πρωθυπουργός Κορυζής. Για τις συνθήκες και τον τρόπο αυτοκτονίας του έχουν γραφτεί πάρα πολλά (Κοντογιαννίδης, 2016).
Στις 21 Απριλίου τον διαδέχθηκε ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Παρά και τις διαταγές καταπαύσεως του πυρός που εξέδωσε ο Αντιστράτηγος Μπάκος στην Ήπειρο, ο αγώνας σε ορισμένες περιοχές συνεχιζόταν. Δεν έλειψαν και αυτοκτονίες στρατιωτικών που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση, όπως ο Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Βερσής, διοικητής της 8ης Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού της VIII Μεραρχίας και ο Στρατηγός Ιωάννης Ζήσης, διοικητής της Ταξιαρχίας Θράκης.
Ήταν φανερό ότι κάθε αντίσταση πλέον ήταν μάταια. Στις 19 Απριλίου αποφασίστηκε η αποχώρηση των Βρετανών από την Ελλάδα κάτι που έγινε μεταξύ 24 και 30 Απριλίου από το Πόρτο Ράφτη, τα Μέγαρα, τους Αγίους Θεοδώρους, τη Ραφήνα, το Ναύπλιο, τη Μονεμβασιά και την Καλαμάτα. Από τους 62.500 Βρετανούς που είχαν φθάσει τον Μάρτιο στην Ελλάδα, 3.000 σκοτώθηκαν, 9.000 αιχμαλωτίστηκαν ή θεωρήθηκαν αγνοούμενοι, 27.000 περίπου αποβιβάστηκαν στην Κρήτη και οι υπόλοιποι στην Αίγυπτο.
Η αναχώρηση του Γεώργιου Β’ και της κυβέρνησης από την Αθήνα
Καθώς φαινόταν ότι η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα ήταν θέμα ημερών, στις 22 Απριλίου τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης έφυγαν για την Κρήτη με το αντιτορπιλικό «Βασίλισσα Όλγα». Την επόμενη πήγαν στη Μεγαλόνησο ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Βρετανός πρεσβευτής. Μάλιστα από τις 11 Απρίλιου ο Γεώργιος γνωρίζοντας πως ούτε η Κρήτη ήταν ασφαλής, ζήτησε από τους Βρετανούς να εγκατασταθεί η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Κύπρο, μαζί με 50.000 νεοσύλλεκτους από την Πελοπόννησο για να συμπληρωθεί η εκγύμνασή τους. Ήταν μια εξαιρετική πρόταση διατυπωμένη όμως με άκομψο τρόπο.
Οι Βρετανοί αντιλήφθηκαν αμέσως ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο, οι Κύπριοι θα αγνοούσαν πλέον τις αγγλικές αρχές και θα θεωρούσαν την ελληνική κυβέρνηση ως τη de facto ,αν όχι τη de jure κυβέρνηση της Κύπρου. Τελικά η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή. Στις 27 Απριλίου 1941 οι ναζιστικές δυνάμεις μπήκαν στην Αθήνα και η σβάστικα υψώθηκε στην Ακρόπολη. Την ίδια ημέρα η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο. Τελικά έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαΐου 1941. Στις 30 Απριλίου 1941 σχηματίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γεώργιο Τσολάκογλου.
Ο χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδας φυγαδεύτηκε διαδοχικά σε Κρήτη, Αίγυπτο, και τελικά στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Ο Διοικητής της Τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος και ο Υποδιοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος είχαν αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος της περιπετειώδους αυτής επιχείρησης.
Αποτίμηση της γερμανικής επιχείρησης στα Βαλκάνια
Από τις 20 Μαΐου οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο «Merkur» («Ερμής») για την κατάληψη της Κρήτης. Αν και ήταν λιγότεροι αριθμητικά και δεν διέθεταν τον έλεγχο της θάλασσας είχαν καλύτερο οπλισμό και πλήρη κυριαρχία στον αέρα. Εκμεταλλευόμενοι τα παραπάνω πλεονεκτήματα και τα λάθη της Συμμαχικής Διοίκησης πέτυχαν να καταλάβουν τη Μεγαλόνησο ως τα τέλη Μαΐου 1941. Ο Γεώργιος Β’, η κυβέρνηση και όσες ελληνικές δυνάμεις μπόρεσαν να διαφύγουν, πήγαν στην Αφρική για να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα τους. Η εκστρατεία στη Βαλκανική κόστισε ακριβά στους Γερμανούς τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε πολεμικό υλικό.
Σύμφωνα μάλιστα με αρκετούς μελετητές της περιόδου άλλαξε το χρονοδιάγραμμά τους για την επίθεση εναντίον των Σοβιετικών. Και αυτό όχι λόγω της επιχείρησης στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν μόλις 151 νεκρούς, 392 τραυματίες και 15 αγνοούμενους, αλλά κυρίως λόγω της εκστρατείας στην Ελλάδα. Οι ναζί μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς δηλαδή να υπολογίζεται η μάχη της Κρήτης, είχαν 948 νεκρούς, 3.360 τραυματίες και 385 αγνοούμενους. Είναι γνωστό επίσης ότι το επίλεκτο σώμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών αποδεκατίστηκε στην Κρήτη και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά σε παρόμοια επιχείρηση.
Κι από την άλλη πλευρά, 13.325 νεκροί, 62.663 τραυματίες, 1.290 αγνοούμενοι, ήταν το βαρύτατο τίμημα που πλήρωσε ο Ελληνικός Στρατός πολεμώντας γενναία δύο αυτοκρατορίες.
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
«ΕΛΛΑΣ», ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ
Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», Τόμος ΙΙ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
ΤΑΣΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, «ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ», Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2016
Διαβάστε ακόμη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών